Fractal

Διήγημα: “Θωρώ σε”

Της Μυρτώς Κουκούτση // *

 

f19

 

Δυο δρόμοι οδηγούσαν στο χωριό. Κι οι δυο περνούσαν μέσα από φαράγγια. Το τοπίο ξερό, κακοτράχαλο. Για να ξεφύγει το βλέμμα από το καφέ και το γκρι των βράχων, κοίταζες προς τον κάμπο τους ελαιώνες κι ακόμα πιο πέρα, για να γεμίσουν τα μάτια σου γαλάζιο της θάλασσας. Το καλοκαίρι, έβλεπες ακόμα μαβιές μπαλίτσες τ’ ανθισμένα θυμάρια. Ο αέρας δεν σταματούσε ποτέ να φυσά σε τούτα τα μέρη. Φυσούσε τόσο δυνατά, που παρέσερνε τις σκέψεις μια-μια κι εκείνες πετούσαν χορεύοντας γι’ αλλού. Το χωριό ήταν απλωμένο στην πλαγιά του βουνού. Τ’ ασβεστωμένα σπίτια ήταν χτισμένα παρέες – παρέες, σαν να μην ήθελαν ανακατέματα μεταξύ τους. Οι ντόπιοι τα ’χαν όλα περιποιημένα. Η εργατικότητα πήγαινε αγκαλιά με το μεράκι τους. Διατηρούσαν τους ρυθμούς τους σε πείσμα των ανέμων. Ήταν αργοί μεν, αλλά σταθεροί κι ασταμάτητοι για όσες ώρες τους συντρόφευε το φως του ήλιου. Χωρίς διαλείμματα.

Το σπίτι της Ευανθίας βρισκόταν στην κάτω ρούγα. Εκεί μεγάλωσε, πιστεύοντας ότι δεν έχει πρόσωπο κι ας ήταν η πιο όμορφη στο χωριό. Ψηλόλιγνη, καστανή, με ολόλευκη, διάφανη επιδερμίδα και ζουμερά χείλη. Όταν γεννήθηκε, η μάνα της την πήρε αγκαλιά, την κοίταξε καλά-καλά κι άρχισε να κλαίει. Δεν σταμάτησε το κλάμα για τέσσερα μερόνυχτα, ούτε ο άντρας της κατάφερνε να την παρηγορήσει. Η κακή τους τύχη το ’φερε κι η Ευανθία ήρθε στον κόσμο με «σημάδι»: δυο μάτια διαφορετικά, το ’να καφέ και τ’ άλλο μπλε. Οι γονείς απέφευγαν να την κοιτάζουν κατάματα. Η μάνα μάζεψε τους καθρέφτες του σπιτιού και μέχρι που η Ευανθία έγινε έξι χρονών, έλεγε στην προσευχή της: «Κάμε το Παναγιά μου να φτιάξουν τα ματάκια του, λυπήσου το καψερό και γλύτωσέ το απ’ την γρουσουζιά». Είδε κι απόειδε ότι δεν γίνεται τίποτα και το πήρε απόφαση.

Η Σοφία ήταν έξι χρονών όταν γεννήθηκε η Ευανθία. Περίμενε πώς και πώς το καινούριο αδελφάκι κι όταν της είπαν πως ήταν κορίτσι, πέταξε από τη χαρά της! Παρατηρούσε τους μεγάλους και δεν μπορούσε να καταλάβει τη θλίψη τους. Δεν τολμούσε και να ρωτήσει, γιατί «τα παιδιά ακούνε και δε μιλούνε». Με τον καιρό, η Σοφία παρατήρησε ότι όλοι οι χωριανοί έκαναν το ίδιο με τους γονείς της. Μετά την πρώτη ματιά, απέφευγαν να κοιτάξουν ξανά το πρόσωπο του βρέφους. Ακόμα κι ο παπά-Κοσμάς, μόλις είδε την μικρή στο σαραντισμό, είπε κουνώντας λυπημένος το κεφάλι «Ο Θεός να το λυπηθεί, το άμοιρο» κι αυτή ήταν η τελευταία φορά που έστρεψε το βλέμμα του πάνω της. Κάποιες νύχτες όμως που η Σοφία κατάφερνε να μείνει ξύπνια κι έπεφτε ησυχία στο σπίτι, πλησίαζε αθόρυβα την κούνια της αδελφής της και κοίταζε το χαριτωμένο μουτράκι της όσο να χορτάσουν τα μάτια της.

Όταν η Ευανθία άρχισε να περπατάει και να φτιάχνει τις πρώτες προτάσεις της, η Σοφία ήταν αυτή που έπιανε τα χεράκια της για να τη συντροφεύσει στη γνωριμία με τον κόσμο, να τις λύσει όλες τις απορίες της, να την παρηγορήσει κάθε φορά που χτύπαγε κι έβαζε τα κλάματα. Η μάνα τους, βλέπεις, ασχολιόταν με τη Σοφία, τη δασκάλευε, την κανάκευε. Για τη Ευανθία όμως έκανε μόνο τα απαραίτητα: φρόντιζε για το φαγητό της, το κόψιμο των νυχιών, το χτένισμα, τα ρούχα της. Όσο για τον πατέρα τους ούτε λόγος να γίνεται, αυτός έφευγε πριν ξυπνήσουν τα κορίτσια και γύρναγε αφότου έπεφτε ο ήλιος κι είχαν αποκοιμηθεί.

Ένα απόγευμα που οι αδελφές σκουπίζανε παρέα την αυλή τους, η Ευανθία άρχισε πάλι τις ερωτήσεις.

-Σοφία, γιάντα εσείς όλοι κοιτάζεστε κι εμένα δε με θωρείτε; Γιάντα δεν είμαι ποτέ καλεσμένη στο πανηγύρι και τις γιορτές; Γιάντα δεν έχουμε ποτέ επισκέψεις, ενώ όλοι έχουν;

Ρωτούσε χωρίς παράπονο ή θυμό, μόνο με μια αληθινή απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο της, όπως τότε που ήταν μικρή και τη ρωτούσε γιατί οι ντομάτες γίνονται πρώτα πράσινες και μετά κόκκινες. Η Σοφία μπήκε στον πειρασμό να γυρίσει το βλέμμα της πάνω στην αδελφή της αλλά δεν το ’κανε. Ήταν η πρώτη φορά που της απάντησε «δεν ξέρω, καλή μου».

 

Στο προαύλιο της εκκλησίας, ο δεκατριάχρονος Μανώλης, μισοκρυμμένος πίσω από το ιερό, ζύγιαζε την πέτρα που κρατούσε στη χούφτα του. Η λειτουργία μόλις είχε τελειώσει και ο κόσμος συζητούσε λίγο πριν μαζευτούν στο ενοριακό κέντρο να πάρουν όλοι μαζί το καθιερωμένο Κυριακάτικο πρωινό. Φερμάριζε τον πισινό του θείου Χρήστου, ταλαιπωρημένου απ’ τα γεράματα και την άνοια, που κάθε λίγο ξεσήκωνε το χωριό στο πόδι γιατί τον έχαναν. Έβγαινε βόλτα και δεν μπόραγε να γυρίσει πίσω. Σιγουρεύτηκε ο Μανώλης ότι κανείς δεν τον έβλεπε, πήρε φόρα, πέταξε την πέτρα και κουλουριάστηκε πίσω απ’ το ιερό. Η πέτρα βρήκε ακριβώς το στόχο της, ο θείος Χρήστος έβγαλε ένα πονεμένο βογγητό και άρχισε να παλαντζάρει σαν νεαρό λιόφυτο που το βολοδέρνει ο Βοριάς.

– Πιάστε το θείο μωρέ, θα πέσει! φώναξε ο πατέρας του Μανώλη, που έτρεξε σαν βολίδα από την άλλη άκρη του αυλόγυρου για να προλάβει το μοιραίο. Γίνηκε φασαρία, σηκώθηκε κουρνιαχτός, μα ευτυχώς προλάβανε το θείο στον αέρα και σώθηκε απ’ το πέσιμο. Άλλοι ρωτάγανε «Μήπως μωρέ του ’ρθε κόλπος;», άλλοι έλεγαν «Μπα, θα του ’φυγε η κατσούνα απ’ τη χέρα». Ο θείος έβαλε τις φωνές «Όφου, Παναγία μου! Το μερί μου!». Άκρη δεν έβγαινε, όταν ακούστηκε η Καλλιοπίτσα απ’ την απάνω ρούγα: «ο Μανώλης του επέταξε μια πέτρα, τον είδα, τον είδα, εκεί δα είναι ανακούρκουδα και γελάει». Η μάνα του Μανώλη αναψοκοκκίνισε μα δεν είπε τίποτα, μιας κι ο πατέρας του ήταν παρών. Αγριάνθρωπος. Τεράστιος. Με κάτι παλάμες σαν πατόφτυαρα. Ο Μανώλης, που του είχε κοπεί το γέλιο απότομα, σήκωσε απειλητικά το χέρι του προς την Καλλιοπίτσα, «θα σε κανονίσω ύστερα, κακομοίρα μου» τώρα δε είχε χρόνο για χάσιμο, έδωσε ένα σάλτο κι άρχισε να κατεβαίνει τις πεζούλες άρον-άρον, μη και τον προλάβει ο πατέρας του. Άκουγε τις φωνές του καθώς απομακρυνόταν «βρε αθεόφοβο, δε θα πέσεις στα χέρια μου, θα σε σιάξω εγώ» και σκεφτόταν ότι πάλι θα τη βγάλει στην ταράτσα περιμένοντας να κοιμηθούν όλοι για να γλυτώσει το λουρί. Δηλαδή όχι ότι θα το γλύτωνε, τις έτρωγε πάντα έστω κι αναδρομικά, αλλά τουλάχιστον θα κοιμόταν χωρίς να τον τσιγκλάνε οι μπλαβάδες κάθε που γύρναγε πλευρό. Λυπούνταν λίγο τη μάνα του, γιατί θα την πλήρωνε κι εκείνη με το που θα φτάνανε στο σπίτι, αλλά πιο πολύ λυπούνταν τον εαυτό του κι έτσι δε σταμάτησε να τρέχει ως να του κοπεί η ανάσα. Είχε φτάσει έξω απ΄ την αυλή της Ευανθίας που ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα, με το πηγούνι ακουμπισμένο στις παλάμες της, τα μαλλιά της ριγμένα πάνω στο τσιμέντο κι αμέριμνη χάζευε μιαν ακρίδα μ’ ένα πόδι, στα τελευταία της πρέπει να ’τανε. Δεν ήθελε να την αφήσει μόνη όση ώρα αποχαιρετούσε τον κόσμο. Ο Μανώλης στάθηκε ξέπνοος κι ακούμπησε στο τοιχάκι της αυλής. Το παντελόνι του κρεμόταν, το μπλουζάκι του είχε σκιστεί σε κάνα δυο μεριές, τα πόδια του μες στα αίματα – πιάστηκε σε κάτι βάτα κουτρουβαλώντας τις πεζούλες – μα πρώτα έπρεπε να ξαποστάσει και μετά να συμμαζευτεί. Στην αρχή δεν πήρε χαμπάρι τη Ευανθία. Η αλήθεια είναι ότι δεν τη γνώριζε καν, μόνο ακουστά την είχε. Εκείνη άκουσε το λαχάνιασμά του και γύρισε να δει ποιος είναι. Όπως ήταν μαθημένη, δεν του μίλησε, μόνο περίμενε να φύγει. Μόλις ο Μανώλης, ήρθε στα κανονικά του, σήκωσε τα μάτια του και την κοίταξε. Και συνέχισε να την κοιτάζει. Η Ευανθία απόρησε:

– Εσύ πώς και με θωρείς;

Ξέχασε ο Μανώλης τα χάλια του κι έσκασε στα γέλια.

– Και γιάντα να μη σε θωρώ δηλαδή; Δαίμονας είσαι;

– Όχι, μα να, κανείς δε με ξανοίγει* και δεν κατέχω γιάντα, αποκρίθηκε χαμογελώντας δειλά. Εσύ κατέχεις;

– Κι αμέ! Κατέχω το, μα δε θα σου πω εγώ τα νέα.

– Εγώ είμαι η Ευανθία. Εσύ ποιος είσαι;

– Ο Μανώλης ο αθεόφοβος!

Τα δυο παιδιά έσκασαν στα γέλια κι αμέσως έκλεισαν με τα χέρια το *ξανοίγει: κοιτάζει στόμα τους, μην τύχει και τους ακούσει κανένας περαστικός. Από κείνη τη μέρα και μετά, με το που έφευγαν όλοι για τις δουλειές τους, ο Μανώλης κατέβαινε απ’ την απάνω ρούγα για να τη συναντήσει. Έτσι απέκτησε τον πρώτο επισκέπτη το σπίτι τους. Ο Μανώλης δεν ήταν ο μόνος. Η Σοφία, που ’χε πατημένα τα δεκαπέντε, περίμενε πώς και πώς τις επισκέψεις του Μελέτη. Συνήλικός της, τρίτος της ξάδελφος, καλομεγαλωμένος κι εργατικός. Πηγαίνοντας ν’ αρμέξει, αν ήταν τυχερός και δεν ήταν κανείς στο δρόμο, ξέστριβε προς το σπίτι της Σοφίας να τη δει έστω για λίγο. Κι εκείνη κάθε μέρα καθόταν στην αυλή, πότε καθαρίζοντας πατάτες, πότε φασολάκια και περίμενε μήπως φανεί ο Μελέτης κι ανταλλάξουν δυο κουβέντες. Η Ευανθία παρακολουθούσε κρυφά τους ερωτοχτυπημένους αλλά δεν έλεγε τίποτα, έτσι κι αλλιώς κάνεις δε τη ρώταγε. Παρακολουθώντας τους, κάτι άρχισε να καταλαβαίνει για τον έρωτα. Ούτε για τον Μανώλη τον αθεόφοβο έλεγε τίποτα. Αυτός της έδωσε πρόσωπο και της μάθαινε πολλά. Ευχαριστιόταν ο ένας την παρέα του άλλου κι έπαιρνε κι η Ευανθία μια γεύση για τη ζωή του τόπου. Σε λίγο καιρό, έφτιαξε στο μυαλό της έναν χάρτη του χωριού με κάθε λεπτομέρεια, έμαθε ποιος είναι παιδί ποιανού, ποιος έμενε πού, ποιοι είχαν φαγωθεί μεταξύ τους και δε μιλιόντουσαν. Έμαθε ακόμα και τα χούγια τους. Για το θείο Χρήστο που συχνά πυκνά όλο το χωριό τον έψαχνε, τη Φροσύνη που έτρεχε σ’ όποιον είχε ανάγκη και μιλιά δεν έβγαζε, την Ελένη που μαστόρευε καλύτερα απ’ όλους, τον Παύλο που το ‘πινε το κρασάκι κι έφτιαχνε ωραία τραγούδια, το μικρό Γιώργη που όλοι φώναζαν Ντίνο επειδή έπαιζε το φανταστικό μουσικό του όργανο χτυπώντας δυο ξύλα και φωνάζοντας «ντιν, ντιν, ντιν!». Πιο καλά απ’ όλους όμως έμαθε το Μανώλη τον αθεόφοβο, που ’τρωγε ξύλο απ’ τον πατέρα του σαν ψωμοτύρι.

 

Η Ελένη μόλις αποτέλειωσε το πλύσιμο της αυλής. Την ώρα που μάζευε τον κουβά και τη σκούπα, άκουσε βιαστικά βήματα να πλησιάζουν το σπίτι. Βγήκε στην αυλόπορτα κι αντίκρυσε τη Γεωργία αναστατωμένη.

– Ίντα γίνηκε Γιωργία;

– Άστα Ελένη, εχάσαμε το θείο, άμε στο σπίτι να παρασταθείς.

– Καλά, καλά, να συμμαζευτώ και πάω.

Η Γεωργία συνέχισε το δρόμο της να ειδοποιήσει τους υπόλοιπους χωριανούς. «Μα, γιάντα την έπιασε φούρια τη Γιωργία, αφού ο θείος Χρήστος γή στο πλάτωμα θα ’ναι όπως το συνηθίζει, γή στο μετόχι»,

σκέφτηκε η Ελένη. Ετοιμάστηκε λοιπόν με το πάσο της κι ανηφόρησε προς το σπίτι του θείου.

Όταν έφτασε εκεί, παραξενεύτηκε. Κόσμος πολύς μαζεμένος στο αυλιδάκι. Όλοι ήταν συννεφιασμένοι και σιγοψιθύριζαν. Η Ελένη πέρασε ανάμεσά τους και μπήκε στο σπίτι. Στο κέντρο της σάλας, πάνω σε τέσσερις καρέκλες, βρήκε το θείο Χρήστο τακτοποιημένο. Κατάπιε τη γλώσσα της. Έψαξε με τα μάτια τον Πέτρο, τον πατέρα του Μανώλη. Αυτός κι η γυναίκα του τον φρόντιζαν από τότε που συγχωρέθηκε η θεία.

– Πέτρο, ίντα πάθατε, πώς πόθανε ο θείος;

– Άστα Ελένη, εβγήκε πάλι προς το μετόχι και κατά πώς φαίνεται, έπεσε κι η κεφαλή του τσακίστηκε σε μια πέτρα.

– Μα, ο χριστιανός, δεν άκουε άνθρωπο, τι έβγαινε μοναχός του;

– Τι τα ψάχνεις τώρα Λενιώ, μεγάλος άνθρωπος ήτονε. Ε, έζησε και τη ζωή του, δεν μπορείς να πεις.

– Μεγάλος ήτονε, μα είχε ακόμα καμιά δεκαρέ χρόνια να ζήσει. Εκτός που ξέχναγε, καλά έστεκε.

– Άστα βρε Λενιώ κι άμε στην κουζίνα να βοηθήσεις λίγο τη γυναίκα που τσ’ ήρθε απότομο.

Όλες οι γυναίκες βοήθησαν στην ετοιμασία της αγρύπνιας. Οι κουβέντες έπαιρναν κι έδιναν όλη τη νύχτα. Μια κουβέντα όμως που την ξεστόμισε η Καλλιοπίτσα, άρχισε να σέρνεται μέσα στο σπίτι και γρήγορα μαθεύτηκε στο χωριό. «Εγώ την είδα την Ευανθία τη γρουσούζα που ‘χε το θείο καταπόδι. Κι όντε ο θείος σκόνταψε κι εσωριάστηκε, έδωσε ένα σάλτο σαν την κατσίκα και γιάιρε** σπίτι τση». Η κουβέντα έφτασε και στ’ αυτιά της μάνας της Ευανθίας, που το περίμενε με φόβο τόσα χρόνια το κακό. Μεγάλωσε η κοπελιά, δεν μπορούσε πια να την κρατά μέσα στο σπίτι κι άρχισε να σκορπάει συμφορές. Η Παναγιά δεν της το ’καμε το χατίρι να το γλυτώσει το κορίτσι της απ’ το «σημάδι».

Μ’ αυτά και μ’ αυτά, οι γονείς της πήρανε την απόφαση να διώξουν την Ευανθία από το χωριό. Θα τη στέλνανε με το καράβι στην πρωτεύουσα, παραπαίδι σε μια γνωστή ενός γνωστού του ξαδέλφου του καφετζή. Δεν της είπαν πολλά, μόνο να ’χει το νου της όταν φτάσει, θα φώναζαν το όνομά της από το μεγάφωνο για να την παραλάβει μια κυρία Λίτσα. «Το κακορίζικο το παιδί μου», σκεφτόταν η μάνα της καθώς ετοίμαζε το σάκο με τα πράγματα και το φαγητό της. Της τον φορτώσανε στην πλάτη μαζί με τη γρουσουζιά του «σημαδιού» και την πήγανε στο λιμάνι.

Όταν το καράβι βγήκε στ’ ανοιχτά, ο αέρας φύσαγε χειρότερα απ’ ό,τι στο χωριό. Σε λίγο, ένιωσε την ψυχή της ν’ αλαφρώνει. Κι όσο πέρναγε η ώρα, τόσο περισσότερο αλάφρωνε. Δεν ήταν ο αέρας, μα ο κόσμος γύρω που την κοιτούσε, άλλοι με περιέργεια, άλλοι με έκπληξη, άλλοι με θαυμασμό. Αυτό μέτραγε για τη Ευανθία, που μέχρι τότε δεν ήξερε πώς είναι να την βλέπουν οι γύρω της, μα γνώριζε καλά τι πάει να πει «θωρώ σε». Ας είναι καλά ο Μανώλης ο αθεόφοβος.

 

* γιάιρε: επέστρεψε

 

 

 

* Η Μυρτώ Κουκούτση γεννήθηκε, ζει και εργάζεται στη Θεσσαλονίκη, έζησε όμως περιστασιακά σε διάφορα μέρη της Ελλάδας. Στον ελεύθερο χρόνο της απολαμβάνει να ακούει, να μιλάει και να γράφει.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top