Fractal

Διήγημα: “Θρησκευτική δουλεία”

Της Ελένης Μανιωράκη // *

 

 

Καλοκαίρι, μεσάνυχτα

Το αγριοφάραγγο κοιμάται τυλιγμένο σε σκοτάδι κόλασης.

Σιωπή θανάτου βασιλεύει στην άγρια φύση του. Μόνο η φωνή του ερωτευμένου τριζονιού και του κανταδόρου βατράχου σού επιβεβαιώνουν την ζωντανή σου υπόσταση. Ξάφνου ένα λαχανιασμένο τρεχαλητό σπάει τη μονοτονία των ήχων.

Η μικρόσωμη ασχημάτιστη ακόμη κοπέλα έτρεχε αλαφιασμένη σαν να την κυνηγούσαν χίλια δαιμόνια. Τα ορθωμένα αγκάθια τρυπούν τα γυμνά της πόδια κι οι αγκαθωτοί θάμνοι ξεσχίζουν το τσίτινο φόρεμα. Έτρεχε, έπεφτε, σηκωνόταν, κοιτούσε πίσω με τα μάτια γουρλωμένα από το φόβο και πάλι συνέχιζε. Μα οι διάβολοι όλοι στο πρόσωπο ενός, την πρόλαβε. Την άρπαξε βάναυσα από τα μπερδεμένα άλουστα μαλλιά και την ακινητοποίησε. Η κραυγή της έσκισε το πυκνό σκοτάδι κι αντιλάλησε στα διπλανά φαράγγια.

Αααααααααααααα!!!!!

Τα πουλιά της νύκτας σκιάχτηκαν από την τρομακτική κραυγή και πανικόβλητα άλλα πετάρισαν σε άλλες κρύπτες, άλλα άφησαν φωνή στριγκλιά κι άλλαξαν μαξιλάρι. Το στραπατσαρισμένο κοριτσίστικο κορμί σπαρταρά απεγνωσμένα να ξεφύγει από τα γαμψά νύχια του δαίμονα. Οι αισθήσεις της ακόμη «εν εγρηγόρσει». Νιώθει το κορμί της να αιωρείται στο κενό. Οι απεγνωσμένες της προσπάθειες να απελευθερωθεί αποβαίνουν άκαρπες. Κουρέλι άψυχο το σώμα της στα χέρια του δαίμονα μεταφέρεται για εξιλέωση. Αμέσως μετά ένα σκληρό και παγωμένο μάρμαρο έγινε το κρεβάτι της. Τα ροζιασμένα χέρια του δαίμονα ξεσκίζουν βίαια τα μπαλωμένα φτηνά φουστάνια της κόρης που πετιούνται άτακτα κατά γης. Το παγωμένο μάρμαρο πληγώνει την λεπτή πλατίτσα της απαχθείσης κι η μικρή συνέρχεται. Συνεχίζει όμως να προσποιείται την αναίσθητη. Έτσι πρέπει να ξεγελάσει τον γνωστό άγνωστο μακελάρη. Κι ενώ το μυαλό επινοεί τεχνάσματα σωτηρίας λαίμαργα χείλη ρουφάνε άγρια τα δικά της. Χνώτα που βρωμάνε απαίσια της κόβουν την ανάσα. Χνώτα γνωστά, ανυπόφορα δύσοσμα που δεν μπορεί μέσα στην σύγχυσή της να ταυτοποιήσει τον κάτοχο και σάλια πηκτά πασαλείφονται στο κοριτσίστικο πρόσωπό της.

Μια τελευταία προσπάθεια για απελευθέρωση θα αποβεί άκαρπη.

Δυο μαλλιαρά στιβαρά χέρια ανοίγουν το κορμί της στα δυο και ένα σκληρό ζεστό σάρκινο εργαλείο καρφώνεται στην παρθενική της φωλιά ξεσχίζοντας σάρκες και ψυχές. Η φωνή της, φωνή αγριμιού, πνίγεται μέσα στο σιχαμερό στόμα του σατανά και χάνεται για πάντα στο λαρύγγι της. Το μυαλό της αναταράζεται και αλλάζει για πάντα ρώτα. Τα μάτια της κλείνουν κι ένα λήθαργο λυτρωτικό θα την απαλλάξει από το υπόλοιπο μαρτύριο του ανίερου ξεπαρθενέματος. Ένα, μόνο ένα δευτερόλεπτο πριν χάσει τελείως τις αισθήσεις της στο χέρι της ένα εργαλείο θανάτου (άγιο θα το έλεγαν άλλοι) κατευθυνόμενο από οργή και εκδίκηση, καταφέρνει το στόχο του.

Μια μαυροφορεμένη πομπή θρησκευόμενων παλαιοημερολογιτών αποτελούμενη από καμιά εικοσαριά γυναίκες και πολύ λιγότερους άνδρες κατηφορίζουν ανύποπτοι στο φαράγγι του τρόμου όπως είχε ονομαστεί για την αγριότητα του το κρητικό αυτό φαράγγι. Περιζωσμένο με άγριους βράχους, πυκνούς αγκαθωτούς θάμνους κι απότομους γκρεμούς είχε καταστεί άβατο ακόμη και για τους βοσκούς. Όποιος το έβλεπε από ψηλά όση τόλμη κι αν διέθετε δε θα επιχειρούσε ποτέ μια τέτοια κατάβαση. Κάποιοι όμως θρησκόπληκτοι κουβαλώντας βαριά την κληρονομιά μιας ανούσιας παράδοσης επιχείρησαν ηρωική κατάβαση. Μια εικόνα, ονείρεψε η μητέρα των ουρανών τον εκλεκτό της επί της γης, βρίσκεται χρόνια θαμμένη στα ανεξερεύνητα βάθη του φαραγγιού που έπρεπε να αναδυθεί από την αφάνεια να κτιστεί ναός προς χάρη της. Πάντα υπάρχουν πλάνοι και πάντα υπάρχουν αφελείς που τους πιστεύουν. Τα θύματα, άλλοι από ανάγκη, άλλοι από υπερβάλλοντας θρησκευτικό ζήλο άλλοι από με μειωμένη νοημοσύνη μεταβάλλονται σε ποίμνιο που άγονται και φέρονται από τους «πεφωτισμένους του θεού» διαλύοντας περιουσίες και οικογένειες. Και στην περίπτωση αυτή άπαντες οι κουτοί οι παρόντες. Πηγαινοέρχονται με μπροστάρη το αντιπρόσωπο της θείας χάριτος για να επιτελέσουν τη θεία εντολή.

Και ω! του θαύματος, μια, δυο, τρεις φτυαριές κι η εικόνα εμφανίστηκε προς έκπληξη όλων που έπεσαν γονυπετείς να προσκυνήσουν τη θεία αποκάλυψη.

Η «ιερά» εικόνα καρτερούσε ποιος ξέρει πόσα χρόνια απτόητη κάτω από πέτρες και χώματα τον ή την εκλεκτή του θεού που έμελλε να τη φέρει στην επιφάνεια Μεγάλο το θαύμα και έπρεπε να ευοδωθούν οι απαιτήσεις της «παρθένου». Οι επιτήδειοι όπως πάντα παρόντες και το ποίμνιο έτοιμο. Η στραπατσαρισμένη εικόνα μέσα σε ανθούς κι αρώματα περιφερόταν μέσα σε ασημένιο δίσκο σε όλο το νησί. Με γονυκλισίες και θεία τρομάρα προσκυνούσαν οι δούλοι του θεού τη θεόπεμπτη εικόνα ρίχνοντας ταυτόχρονα τον οβολόν τους στο δίσκο. Και για να μην καθυστερήσουν την επιτέλεση της θείας επιθυμίας βρέθηκαν ως και πέντε εικόνες (μαϊμού) να κυκλοφορούν στο νησί. Μπροστά στις θεϊκές επιταγές οι δυσκολίες εκμηδενίζονται. Εθελοντές παρουσιάστηκαν πολλοί μόλις εξοικονομήθηκαν χρήματα. Και εξοικονομήθηκαν πολλά εκτός από την περιήγηση της «σεπτής εικόνος» κι από εράνους παγκρήτιους και δωρεές πιστών που με αυτόν τον τρόπο εξασφάλιζαν την σωτηρία της ψυχής τους. Οι πιο έξυπνοι της υπόθεσης εργάστηκαν για τη σωτηρία της τσέπης τους.

Το γεγονός της έγερσης του ναού στο σημείο που βρέθηκε η εικόνα (στο βάθος του σκοτεινού αγριοφάραγγου) συνετελέστη όπως συνήθως γίνεται μετά τη σύναξη του παρά.

Πότε βρέθηκε μονοπάτι προσβάσιμο, πότε θεμελιώθηκε και λειτούργησε στο βάθος του φαραγγιού η παλιοημερολογίτικη εκκλησία ούτε ο ίδιος ο θεός δεν το πήρε χαμπάρι. Και η εκμετάλλευση των αμνών του θεού δε σταμάτησε εδώ.

Αυτός ο ναός θα γίνει το στέκι τους και θα φιλοξενεί τις συνάξεις και τις λειτουργίες τους. Κάθε Κυριακή πρωί ένα συφοριασμένο λεφούσι στερούμενο της χάρης του θεού έτρεχαν να τη βρουν σ’ αυτό στο εκκλησάκι του αγριοφάραγγου. Τα παιδιά ξυπόλυτα ακολουθούσαν αναγκαστικά στο ματωμένο αυτό μαραθώνιο αφού οι πατούσες τους όσο κι αν είχαν σκληρύνει δεν άντεχαν τον αγκαθοστρωμένο αυτόν ποδαρόδρομο. Αυτές όμως που έκρυβαν ανυπέρβλητες δυσκολίες ήταν οι νυχτερινές συνάξεις. Α! όλα κι όλα δεν τους ενοχλούσαν τα μαρτύρια, όσα πιο πολλά πάθαιναν για χάρη του κυρίου τόσες, περισσότερες θα ήταν πιθανότητες να απολαύσουν τον ετοιμασμένο γι’ αυτούς παράδεισο.

Παραξενεύονταν οι περαστικοί όταν έβλεπαν από ψηλά κάποιες κινούμενες πυγολαμπίδες να κατηφορίζουν ή να ανηφορίζουν στο αγριοφάραγγο.

Σιγά- σιγά λύθηκε το μυστήριο. Όλοι έμαθαν για το ναό και το εκκλησίασμα, αυτά όμως που συνέβαιναν μέσα ούτε τα πιο διεστραμμένα μυαλά μπορούσαν να τα συλλάβουν. Ακούγονταν φοβερά πράγματα. Αλλά αυτά που έγιναν ευρύτερα γνωστά ήταν οι εξορκισμοί.

Απ’ όλην την Ελλάδα οδηγούνταν εδώ κακορίζικα και ψυχοπαθή πλάσματα που κατά διαπίστωση της «ιεράς συνόδου» ο «έξω από δω» είχε διαλέξει το σώμα τους για κατοικία του. Κάθε μικρή παραβατική συμπεριφορά ως και τα πιο σοβαρά μανιακά επεισόδια θεωρούνταν έργο του σατανά και αντιμετωπιζόταν ανάλογα. Κάθε Νύχτα λοιπόν εν μέσω ψαλμών και απειλών ανάγκαζαν τον διάβολο με χτυπήματα και απειλές να εγκαταλείψει το ανθρώπινο κατοικητήριο και να οδηγηθεί στο πυρ το εξώτερο. Αλίμονο αν προέβαλε αντίσταση, τα μαρτύρια του δαιμονιζόμενου δεν είχαν τέλος. Ο διάλογος διαβόλου και ιερέως τρομακτικός. Τα φοβισμένα ουρλιαχτά τού ασθενούς και οι παρατεταμένοι εκ των ιερέων αφορισμοί ξεπόρτιζαν από το βάθος του φαραγγιού κι έφθαναν μέχρι τον πάνω κόσμο των απλών ανθρώπων σκορπώντας τον πανικό και την αμφισβήτηση.

Η πάλη του αόρατου καλού για κυριαρχία επί του αόρατου κακού έπαιρνε στο φτωχό μυαλό των αμόρφωτων απεριόριστες διαστάσεις. Το μαστίγιο του φόβου οδηγεί την ανθρωπότητα να παραδοθεί άνευ όρων στα θρησκευτικά κατεστημένα. Η νίκη του σκότους επί του φωτός έχει συντελεστεί. Ο πόλεμος εναντίον του ΕΩΣΦΟΡΟΥ του μεγάλου αυτού εκπεσόντος αγγέλου, έχει αρχίσει σ’ αυτό το μικρό ναό στο βάθος του φαραγγιού από κάποιους πεφωτισμένους παλαιοημερολογίτες. Εωσφόρος ονομαζόταν κατά την ελληνική θρησκεία ο φέρων το αυγινό φως

Με το καλάθι στον ώμο γεμάτο χαρούπια περπατούσε η πανύψηλη Ανδρονίκη αργά, ρυθμικά σαν να έκανε παρέλαση, στον κεντρικό αγροτικό δρόμο Το τσίτινο φουστάνι κολλημένο πάνω στο ιδρωμένο γεροδεμένο της σώμα διέγραφε προκλητικά όλα τα υψώματα και βαθουλώματα του κορμιού της. Κρατούσε το κεφάλι (το στεφανωμένο με τις πλούσιες ξανθές πλεξούδες) στητό σαν σε πομπή αρχαίας τοιχογραφίας και περιέφερε το αγέρωχο βλέμμα της περιφρονητικά και αδιάφορα στα πρόστυχα πειράγματα των ανδρών και τα ζηλιάρικα βλέμματα των γυναικών. Ίχνη έμφυτης αριστοκρατίας πρόβαλαν δειλά-δειλά στο στήσιμο και στην συμπεριφορά της.

Όλη μέρα μαδούσε κατά παραγγελία χαρούπια και τα πουλούσε σε πλουσιόσπιτα ίσα -ίσα για να εξασφαλίσει τον άρτον τον επιούσιον. Μόνη, καταμόναχη από τότε που ο σύζυγος μετακόμισε «εν τόπω χλοερό», αφήνοντάς τη μόνη και απροστάτευτη στα βέβηλα μάτια των χωριανών, που δεν την δέχτηκαν ποτέ στην κλειστή κοινωνία τους. Ξενομπάτισσα είχε έρθει εργάτρια στο νησί μαζί με ένα τσούρμο άλλες κοπέλες για να δουλέψουν στους πλούσιους ελαιώνες και να εξασφαλίσουν το λάδι της χρονιάς για τις οικογένειας τους.

Η παρουσία όμως της Ανδρονίκης έμελλε να φέρει ανατροπές. Η εκθαμβωτική ομορφιά της την έκανε περιζήτητη νύφη. Τα πλούσια ξανθιά μαλλιά που άφηνε επιδειχτικά λυτά στους ώμους παρά την κρατούσα αντίληψη, το προκλητικό φουστάνι που επέτρεπε να φαίνονται λίγο περισσότερο από τα επιτρεπόμενα, ο τρόπος που ύψωνε το βλέμμα στον συνομιλητή (εν αντιθέσει με τις χαμηλοβλεπούσες παρθένες) ήταν αρκετά για να κατατάξουν τη μικρή Ανδρονίκη εκτός «καλής κοινωνίας». Οι μνηστήρες όμως αδιάφοροι συνέχισαν την πολιορκία. Την περιζήτητη όμως νύφη ήταν τυχερό να την κατακτήσει ένας ψευτομουσικός που τριγυρνούσε με τη λύρα του και διασκέδαζε τους εργαζόμενους στους αγρούς. Την πλάνεψαν οι μαντινάδες του, γιατί στην όψη ήταν άγριος και μαυριδερός. Μαύρη μοίρα κι άραχλη περίμενε την Ανδρονίκη. Ο εραστής ήταν ένας περιπλανώμενος γύφτος και μετά τις πρώτες γλύκες την μετέφερε στον καταυλισμό που βρισκόταν πλησίον του χωριού. Έκλαψε, χτυπήθηκε αλλά η μοίρα της ήταν στο τσαντίρι. Στα σπλάχνα της φιλοξενούσε το τσιγγάνικο σπέρμα του συζύγου της. Η κοινωνία των τσιγγάνων ποτέ δεν δέχτηκε την Ανδρονίκη κι αυτό της άρεσε. Τα χάδια μόνο του μαυριδερού μουσικού δεν άντεχε πια. Παρόλα αυτά μέσα σε δέκα χρόνια γέννησε τέσσερα ξανθά τσιγγανούπουλα που δεν μπόρεσε ποτέ να τα δεχτεί για δικά της παιδιά της. Φρόντισε όμως μόλις απεβίωσε ο πατέρας τους να τα εξαφανίσει. Τα πήρε ένα πρωινό και τα διασκόρπισε στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Πολλά άτεκνα ζευγάρια τα δέχτηκαν ευχαρίστως. Έτσι όπως είχαν κληρονομήσει τα ανοικτά της χρώματα και την αρχοντιά της έγιναν ανάρπαστα. Μπορεί να μην ήταν στοργική μάνα, δεν ήθελε όμως τα παιδιά της να ζουν στον καταυλισμό. Επέστρεψε λοιπόν ελεύθερη κι ωραία στο μόνο χωριό που μπορούσε να τη φιλοξενήσει.

Τη δέχτηκαν με χαρά ο καθένας για διαφορετικούς λόγους. Βρήκε κατάλυμα στο κτήμα του παλιού μεγαλόκαρδου αφεντικού. Ήταν το χαμόσπιτο που κάποτε φιλοξενούσε τους εργάτες στον καιρό της συγκομιδής των καρπών .

Τα βρήκε όλα όπως τα άφησε. Μόνο που οι τότε επίδοξοι εραστές τώρα οικογενειάρχες μόνο κλεφτές ματιές τολμούν να ρίχνουν στη ζουμερή Ανδρονίκη. Αυτή όμως το είχε πάρει απόφαση. Κανένα άνδρα δε άφηνε να ξαναεισέλθει με το δόλιο κόλπο του έρωτα στα άδυτα της ψυχής της. Θα πορευτεί μόνη και ανεξάρτητη κι ας ήταν μόνο σαράντα δύο ετών. Εργαζόταν στα χωράφια σαν άνδρας και συμμετείχε σε όλα τα κοινωνικά γεγονότα του χωριού. Ό έρωτας όμως ήρθε ακάλεστος όταν πια τον είχε ξεγράψει στο πρόσωπο ενός νεαρού πλανόδιου πωλητή. Τα μάτια του βέλη φωτιάς τής τρύπησαν την καρδιά. Του άνοιξε την πόρτα του σπιτιού της κι ακολούθως τα πόδια της. Ένα εξάμηνο έζησε το γνήσιο πρόσωπο έρωτα και απόλαυσε την μέγιστη ηδονή. Μέχρι τώρα μόνο βιαστικές συνευρέσεις μέσα στο τσαντίρι με τα παιδιά δίπλα να κάνουν πως δεν καταλαβαίνουν. Αλίμονο αν αρνιόταν. Κάποιες φορές που έκανε την κοιμισμένη όταν την πλησίασε το πλήρωσε με τόσο δυνατές μπουνιές που είδε τα αστεράκια του ουρανού να τραμπαλίζονται στο ουράνιο στερέωμα. Από τότε τον περίμενε με τα πόδια ορθάνοιχτα και τις φούστες σηκωμένες. Αυτό που ως τώρα νόμιζε μαρτύριο, στα χέρια του πλανόδιου ξένου έγινε πηγή μιας ηδονής πρωτόγνωρα δυνατής. Ένα εξάμηνο, παιχνιδάκι στα χέρια του έμπειρου εραστή, έζησε στιγμές μοναδικές. Η υπερηφάνεια κι ο εγωισμός της πήγαν περίπατο. Έγινε μια ευάλωτη γυναικούλα που προσκυνούσε όχι μόνο τα πόδια αλλά και τα απόκρυφα του ομορφάντρα που της έκλεψε την καρδιά. Της έκλεψε την καρδιά κι εξαφανίστηκε, της άφησε όμως κάτι που θα της τον θύμιζε για πάντα. Για πρώτη φορά λυγίζει. Δεν αντέχει την έλλειψη του ακριβού αγαπημένου. Πρώτη φορά ο πόνος λυγά τη συνήθως ανίκητη Ανδρονίκη. Μια βδομάδα κλεισμένη στο δωμάτιο του έρωτα πάλευε μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας. Προσκαλεί το θάνατο λυτρωτή να την απαλλάξει από αβάσταχτο πόνο. Το κελάηδημα όμως ενός σπίνου θα την βγάλει από την απάθεια και την απραξία και θα την επανασυνδέσει με τη ζωή.

Τραγούδησε μαζί με το πουλί, λούστηκε, χτενίστηκε, φόρεσε το λουλουδιστό της φόρεμα και πήρε τους δρόμους. Τα μάτια των ανδρών πετάχτηκαν έξω στο πέρασμα της μα εκείνη αγέρωχη τους γράφει «σ’ αυτά» που δεν έχει.

Μετά από λίγους μήνες η εγκυμοσύνη της Ανδρονίκης δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη. Κρύος ιδρώτας έλουσε τη γυναικεία κοινωνία. Όταν εξακριβώθηκε ότι οι άνδρες του χωριού ήταν αναμάρτητοι ηρέμησαν τα θηρία της ηθικής. Πολύ θυμωμένες όμως απαίτησαν την απομάκρυνση της όχι μόνο από το χωριό, αλλά από ολόκληρη την περιοχή. Τα αντράκια που τόλμησαν να την υποστηρίξουν την πάτησαν. Σύσσωμη λοιπόν η υγιής κοινωνία απέβαλε από τον κόρφο το φίδι που φιλοξενούσε και ηρέμησαν όλοι. Την πέταξαν από το χωριό κι έκλεισαν μια για πάντα το κεφάλαιο «Ανδρονίκη». Νύχτα κι η Ανδρονίκη περπατά άσκοπα στον κεντρικό δρόμο με τα λίγα υπάρχοντα της στον ώμο. Δε κλαίει, σιγοτραγουδά/ Γνωρίζει ότι, ό,τι είναι να γίνει θα γίνει κι αυτή θα το δεχτεί με νηφαλιότητα όπως έκανε μέχρι τώρα. Βυθισμένη σε μια ανεξήγητη αταραξία νόμισε ότι είδε ένα καραβάνι ανθρώπων να έρχεται από μακριά κρατώντας αναμμένα φαναράκια ψάλλοντας θρησκευτικούς ύμνους. «Πάει παραλογίστηκα» σκέφτηκε. Όμως το ανθρώπινο καραβάνι ήταν πραγματικότητα. Ήταν σαν να ερχότανε ειδικά γι’ αυτήν. Πλησίασαν σαν να γνώριζαν άνοιξαν τα χέρια και αγκάλιασαν την απόκληρη της κοινωνίας. Κάτι τέτοιες καταστάσεις αποζητούσαν για να φέρνουν τα απολωλότα πρόβατα στο δρόμο του θεού. Πότε βρέθηκε να ψάλλει δίπλα σε αγνώστους μέσα σε ένα ερημοκλήσι ύμνους που πρώτη φορά άκουγε δεν το κατάλαβε. Αυτή βρήκε μια γωνιά να κουρνιάσει κι ας το πλήρωνε αυτό με κάποια πορείες και ολονύχτιους ύμνους.

Η Ανδρονίκη έγινε επίσημο μέλος των παλαιοημερολογιτών κι αυτοί για αντίδωρο της εξασφάλισαν στέγη και προστασία. Κάτι τέτοια άτομα χωρίς θεό και πατρίδα έπεφταν στο δόκανο των παλαιοημερολογιτών και όχι μόνο. Κι ένα απ’ αυτά ήταν η Ανδρονίκη. Ένα σώμα βασανισμένο που όμως κουβαλούσε το σπέρμα ενός παράνομου έρωτα. Το μωρό της γεννήθηκε ένα βράδυ μέσα σε ύμνους και ψαλμωδίες. Ήταν ένα χαριτωμένο φαλακρό κοριτσάκι που θύμισε αμέσως στην Ανδρονίκη τον περαστικό γεννήτορα της. Μεγάλωνε το λεπτεπίλεπτο κοριτσάκι με τα σχεδόν λευκά μαλλάκια και ξεπλυμένα μεγάλα μάτια και της έδωσαν κατά προτροπή της θείας επιφώτισης το όνομα Ευλαμπία Είχε μάθει πια το κόλπο η Ανδρονίκη κι επινόησε την θεία παρέμβαση για να δώσει στο μωρό της το όνομα της μητέρας της. Ευλαμπία όμως δεν την φώναξε ποτέ κανένας. Η ίδια η μικρή επέλεξε το όνομά της. «Με λένε Παππία» έλεγε με τα μπερδεμένα λογάκια της κι αυτό έγινε το επίσημο όνομά της

Μεγάλωνε η Παππία κι ήταν χάρμα οφθαλμών. Η αληθινή ζωή άρχισε να της γνέφει απλώνοντας μπροστά της όλα τα θέλγητρα της. Κι η ζωηρή Παππία ξεσηκώθηκε. Δεν της άρεσε η παρέα της μητέρας της κι η ως τώρα ζωή της φάνταζε στα μάτια της ανιαρή και άχαρη. Με το δυναμισμό που τη διέκρινε άρχισε να διεκδικεί τα θέλω της. Να φύγει πρότεινε ένα βράδυ στην ομήγυρη χωρίς να γνωρίζει τι κινδύνους έκρυβε αυτή η επιθυμία. «Αυτά τα λόγια που ακούστηκαν δεν είναι δυνατόν να είναι της ενάρετης δούλης του θεού Παππίας» αποφάνθηκαν οι ειδήμονες. Τότε ήταν που από θεία επιφοίτηση η Παππία διεγνώστη ασθενής. «Το πονηρό πνεύμα την κυρίευσε και δεν ξέρει τι λέει» αποφάνθηκε ο ιερέας. Αλλά ο πάνσοφος νους έχει βρει και γι’ αυτό τη λύση. Και τότε άρχισαν οι εξορκισμοί. Κατάχαμα, δεμένη χειροπόδαρα με τα λιβάνια να καπνίζουν ολόγυρα και τους πιστούς να ψάλλουν εκστασιασμένοι βίωνε το μαρτύριο του θανάτου. Ο ιερέας αληθινός εξορκιστής ποδοπατούσε με μανία την κοιλιά της διατάζοντας τον σατανά να εξέλθει . Κι όσο αυτός αντιστεκόταν τόσο το μαρτύριο συνεχιζόταν. Ο αντιπρόσωπός του θεού ήθελε να επιτελέσει στο ακέραιο το έργο του κι αυτό έκανε.

Η βρώμικη του ανάσα του τής έκοβε την αναπνοή και τα χοντροκομμένα χέρια του πασπάτευαν βίαια το κοριτσίστικο κορμί της, προτρέποντας τον διάβολο να βγει από μέσα της με το καλό αλλιώς υπήρχε κι άλλος τρόπος. Δεν έβλεπε με καλό μάτι η Ανδρονίκη όλα αυτά αλλά δεμένη στα γρανάζια της θρησκείας ή καλύτερα της ανάγκης δεν μπορούσε να αντιδράσει. Όταν όμως άκουσε ποιος ήταν ο άλλος τρόπος που ο διάβολος θα εγκατέλειπε για πάντα την αμίαντη ψυχή της Παππίας, δεν άντεξε. «Να την εγκαταλείψουν λέει ένα βράδυ στο ερημικό εκκλησάκι μόνη, ολομόναχη και τότε ο σατανάς χαλαρωμένος θα έφευγε και δε θα ξαναγύριζε ποτέ ξανά. Δοκιμασμένη η συνταγή και είχε αποδώσει».

«Όχι, όχι» φώναξε οργισμένη η μάνα δεν θα επέτρεπε να υποστεί τέτοια δοκιμασία η λευκομαλλούσα της. Δεν γνώριζε βλέπεις καλά τους νόμους και κανόνες της κοινότητος. Η Ανδρονίκη αμύνθηκε με όλη της τη δύναμη, αλλά οι αντιπρόσωποι του θεού πολλοί κι έκαναν το θαύμα τους. Το οργισμένο μαυροφορεμένο ασκέρι ανηφόρισε το δύσβατο μονοπάτι εγκαταλείποντας στον οίκο του θεού μέσα στη μαυρίλα και τη σκοτεινιά το «δαινονιζόμενο» κορίτσι. Τα ουρλιαχτά μάνας και κόρης ξύπνησαν τους ενοίκους της νύχτας που κράζοντας θρηνητικά απομακρύνθηκαν από τον τόπο «σωτηρίας».

Όταν οι φωνές της μάνας της αλάργεψαν η μικρή κόρη σταμάτησε να σκούζει και κούρνιασε σε μια σκοτεινή γωνιά υποτασσόμενη στη μοίρα της. Μέσα στην απόλυτη σιγαλιά ο παραμικρός ψίθυρος γίνεται εκκωφαντικός ήχος που ξεκούφαινε τα τρυφερά αφτιά της. Το τρεμάμενο φως του καντηλιού παραμορφώνει τα εικονιζόμενα πρόσωπα των δοτών αγίων που πλησιάζουν απειλητικά κραδαίνοντας σπάθες και ρομφαίες στο απροστάτευτο πλάσμα ενός θεού ρατσιστή και άκαρδου. Το κρώξιμο μιας κουκουβάγιας γίνεται δαιμονική κραυγή και οι σκιές των δέντρων που χορεύουν στο τζάμι γίνονται χέρια αρπακτικά που καταδιώκουν το περισσευούμενο αυτό πλάσμα. Η μικρή ηρωίδα πάλεψε με τους φόβους της και τελικά κατάφερε να τους κλείσει στο κελάρι της λογικής. Σήκωσε το κεφάλι ψηλά και προσπαθούσε να βρει λύση στο πρόβλημά της.

Δεν καταλαβαίνει η Παππία ποιο είναι το αμάρτημά της. Αυτή απλά ανακοίνωσε δημόσια την επιθυμία της για μια διαφορετική ζωή κι αυτό λογίστηκε έργο του σατανά που έκανε κατάληψη στην ψυχή της. Μιας ψυχής αγνής και απονήρευτης.

«Όχι», αντέδρασε δυναμικά η Παππία δεν θα γινόταν θύμα των παράλογων αυτών οπισθοδρομικών πρακτόρων ενός θεού τιμωρού και ανίκανου. Οι σκέψεις του νου κινητήρια δύναμη του σώματος επιχειρούν την απελευθέρωσή της. Η πόρτα κλειδωμένη αντιστέκεται, το τζάμι τού παράθυρου όμως διαλύεται μόλις ένα καντήλι εκσφενδονίζεται καταπάνω του. Αγρίμι η μικρή με ένα πήδημα βρίσκεται έξω από τη φυλακή της. Χασοφεγγαριά και το σκοτάδι κράνος μαύρο που φόρεσε ο ουρανός πενθώντας λες την τρέλα των ανθρώπων. Αερικό της νύχτας σέρνει τα ξυπόλυτα πόδια της πάνω στα αγκάθια αγόγγυστα. Το σκοτάδι κατάπιε το γνωστό μονοπάτι, αλλά η Παππία σκαρφαλώνει ακάθεκτη. Ανεβαίνει λίγο και πάλι κατρακυλά μαζί με ένα σωρό πέτρες αλλά δεν κάμπτεται. Λαχταρά τόσο πολύ την ελευθερία της που είναι σίγουρη ότι θα την κατακτήσει. Εκεί μέσα στις απεγνωσμένες προσπάθειες ένιωσε δυο χερούκλες να την τραβούν βάναυσα προς τα κάτω. Ουρλιάζει, μάχεται με χέρια και με δόντια αλλά ο αντίπαλος ανίκητος. Αιωρούμενη μεταξύ ουρανού και γης επιστρέφει στο σκοτεινό εκκλησάκι. Πίσσα σκοτάδι, αλλά η βρώμικη αυτή ανάσα τής είναι γνώριμη. Η πλάτη ακουμπισμένη σε μια μαρμάρινη επιφάνεια πληγώνεται Δεν πτοείται. Απλώνει τα χέρια να του βγάλει τα μάτια μα δεν προλαβαίνει. Ένα βοδίσιο σώμα πέφτει πάνω στο ανώριμο σώμα της. Τα πόδια ορθάνοικτα αιωρούνται στο κενό ενώ ταυτόχρονα νιώθει το κέρατο του διαβόλου να καρφώνεται μέσα της.

Ο «σατανάς», είχαν δίκιο ο σατανάς παίρνει την εκδίκηση του προλαβαίνει να σκεφτεί, το αθώο κορίτσι πριν ο έντονος πόνος κοιμίσει προνοητικά τις αισθήσεις της. Πρόλαβε όμως και εκσφενδόνισε με όλη τη δύναμη που της δώρισε ο πόνος το άγιο δισκοπότηρο στο κεφάλι του αρχιδιαβόλου.

Το θέαμα που αντίκρισε το θρησκευόμενο ανθρώπινο κοπάδι το άλλο ήταν τρομακτικό. Πάνω στην αγία τράπεζα μέσα στα αίματα, στα ούρα και τα περιττώματα κείτονταν άψυχο το κορμάκι της άτυχης δαιμονιζόμενης. Δυστυχώς δεν τα κατάφερε το μικρό κορίτσι κατά την αναμέτρηση της με το σατανά και τη νίκησε. Πεσμένοι όλοι στα γόνατα προσεύχονται για τη σωτηρία της μικρής αμαρτωλής που τόλμησε να προτιμήσει τα υλικά αγαθά από την ουράνια βασιλεία. Ακόμη δεν έχουν ανακαλύψει το τυμπανιασμένο πτώμα του Αρχιερέα του διαβόλου που κείτεται ασάλευτο πίσω από την αγία τράπεζα με το άγιο δισκοπότηρο καρφωμένο στο ανοιγμένο κρανίο του.

Με ρημαγμένη την ψυχή η Ανδρονίκη κι ενώ οι άλλοι προσευχόμενοι ήταν στρωμένοι στο πάτωμα, σφιχταγκάλιασε το άψυχο σώμα της μικρής και απομακρύνθηκε λούζοντας το με πύρινα δάκρυα.

«Αυτή», αυτή φταίει που επέλεξε αυτόν τον τρόπο ζωής. Καταριέται θεό και ανθρώπους. Στην πραγματικότητα δεν υπήρξε ποτέ θεοφοβούμενη, από ανάγκη προσκολλήθηκε σε αυτήν την παρέα,

Και τώρα να, το μικρό της αγγελούδι πλήρωσε με τη ζωή του την απερισκεψία της. Έφτασε στο χαμόσπιτο της τρελαμένη και απόθεσε το παγωμένο κορμάκι της ξανθούλας της στο αχυρένιο κρεβάτι. Τα μάτια της πετούν σπίθες, όλα τα καταπιεσμένα θέλω ξεπόρτισαν και την έκαναν θεριό. Με τον κεραυνό της εκδίκησης στο χέρι επέστρεψε στο τόπο του εγκλήματος αδίστακτος τιμωρός των θυμάτων της θρησκευτικής μωρίας. Κι ενώ οι ψαλμοί των πιστών για την σωτηρία της ψυχής τους βρισκόταν στο αποκορύφωμα είπε να γρηγορέψει τη μετάβαση τους στον παράδεισο και το έκανε.

Η Αυγή ανοιγοκλείνει παραξενεμένη τα μάτια της. Κάποιος πρόλαβε πριν από τον ήλιο και φωταγώγησε την χαράδρα του σκότους με περίσσιο φως που ποτέ ως τώρα δε γνώρισε. Γλώσσες πύρινες κατατρώγουν θάμνους και δέντρα ώσπου όλα έγιναν στάχτη κι αποκαΐδια. Στάχτη ο ναός, στάχτη κι οι συνήθεις ένοικοι. Με το ξημέρωμα οι κοντοχωριανοί που γνώριζαν το καταφύγιο αυτό των παλαιοημερολογιτών σοκαρισμένοι συμμετείχαν στην μεταφορά και ενταφιασμό των θυμάτων της ανεξήγητης πυρκαγιάς. Από ψηλά η Ανδρονίκη παρακολουθεί την μεταφορά των καρβουνιασμένων πτωμάτων με το χαμόγελο της εκδίκησης ζωγραφισμένο στην θλιβερή μορφή της.

Το μαστίγιο του τρομερού θεού έχει ξεφτίσει από την πολλή χρήση σκέφτεται και κηδεύει άκλαυτη την μέχρι τώρα ζωή της.

Η Παππία όμως δεν πέθανε. Έζησε με τα μυαλά σαλεμένα και με βουβαμένη φωνή. Την φώναζαν τρελοπαππία και την κυνηγούσαν με πέτρες τα μικρά διαβολάκια. Αυτή όμως δεν είχε στην καρδιά της χώρο για κακία. Μόνο φόβο είχε. Φοβόταν το σκοτάδι και τους παπάδες. Μόλις έβλεπε παπά ούρλιαζε, βασίλευαν τα μάτια της και φώναζε ακατάληπτα για τους ακούοντας λόγια. Τριγυρνούσε σε όλα τα χωριά και μάζευε μικρά άχρηστα αντικείμενα, χαρτάκια, πανάκια πού τα έβαζε σε ένα ντορβά που είχε κρεμάσει στον ώμος της κι έμοιαζαν να ήταν πολύτιμα γι’ αυτήν. Κοιτούσε με ευγνωμοσύνη με τα μεγάλα αθώα μάτια της όποια νοικοκυρά της έδινε ένα κομμάτι ψωμί που το μοιραζόταν οπωσδήποτε με κάποιο πεινασμένο ζώο. Σε όποιο σπιτικό έβλεπε μωρό γινόταν η πιο γλυκιά μαμά. Το κανάκευε, το τάιζε, το στρατάριζε και μουρμούριζε ένα σκοπό τόσο γλυκό που το μωρό έμοιαζε μαγεμένο. Άκακη και ακίνδυνη όπως ήταν έγινε περιζήτητη η Τρελοπαππία από τις μωρομάνες. Ήταν ένα χέρι απρόσμενης δωρεάν βοήθειας που ήταν ευπρόσδεκτη, μια εποχή που οι μανάδες γεννούσαν πολλά παιδιά και οι δουλειές του εντός και εκτός του σπιτιού ήταν αβάστακτες. Πολλά από τα παιδιά τη φώναζαν μαμά κι όταν μεγάλωναν δεν της πέταξαν ποτέ πέτρες.

Όταν γέμιζε ο ντορβάς θησαυρούς επέστρεφε τρισευτυχισμένη στην μητέρα της. Η Ανδρονίκη ζει περιμένοντας την επιστροφή της κόρης της. Πανηγύρι γίνεται τότε στο σπιτικό. Την έπλενε, τη στόλιζε και προσκαλούσε τις γειτόνισσες να ‘ρθουν σπίτι της για να γιορτάσουν. Χαμογελά τότε αμήχανα η μικρή τρελή που δείχνει τη χαρά της και τα ευχαριστώ της με χίλιους δυο τρόπους. Τις λέξεις τις είχε καταπιεί ο φόβος. Την άλλη μέρα αξημέρωτα η Παππία με άδειον τον ντορβά έφευγε. Γνήσιο τέκνο πλανόδιου πατέρα σκεφτόταν η μάνα της και τρύπωνε στο φτωχοκάλυβο όπου έκρυβε την μοναξιά της και ένα πολύ καλά κρυμμένο μυστικό. Η περιοδεύουσα τρελή στο έργο της.

Τα βράδια τρύπωνε σε όποιον αχυρώνα έβρισκε ανοικτό και το πρωί με τα ανοιχτόξανθα μαλλιά ανακατωμένα και ίδιο χρώμα με τα άχυρα τριγυρνούσε τις εκκλησιές αποτρέποντας τις νεαρές «να μη… μη μπουν στο ναό» γιατί εκεί καρτερούσε ο διάβολος και θα έχωνε και σ’ αυτές το κέρατο στην παρθενική φωλίτσα τους. Κανένας δεν έδινε σημασία στα τραυλά της λόγια.

Ήταν μία τρελή.

 

 

* Η Ελένη Μανιωράκη είναι δασκάλα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top