Fractal

Ένας ξεχωριστός τόπος

Από τη Μαρία Γαβαλά //

 

linΘωμά Λιναρά: “ΚΙΝΗΜΑΤΟΓΡΑΦΙΚΑ ΔΕΙΝΑ. Από τον Βιμ Βέντερς στον Γιασουχίρο Όζου”. Εκδόσεις Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2015.

 

Είναι κάτι περισσότερο από πολύ ευχάριστο να παίρνεις στα χέρια σου ένα βιβλίο με κείμενα για τον κινηματογράφο, σε μια εποχή που στην Ελλάδα το κινηματογραφικό βιβλίο μοιάζει με σπανιότατο είδος. Η χαρά είναι ακόμη μεγαλύτερη, όταν η έκδοση είναι τόσο φροντισμένη, τα κείμενα τόσο καλογραμμένα και το εγχείρημα υπογράφει ο Θωμάς Λιναράς, ένας άνθρωπος του κινηματογράφου, με τη βαθιά σημασία του χαρακτηρισμού «άνθρωπος του κινηματογράφου». Θα αποφύγω τις λέξεις «κινηματογραφόφιλος» και «κινηματογραφοφιλία» διότι κατά την ταπεινή μου άποψη, σήμερα, έχουν χάσει την αλλοτινή τους ταυτότητα, δύναμη και αξία. Τις καλύπτει (δεν ισχυρίζομαι πάντα, πολύ συχνά όμως ναι) ένα σύννεφο κοινοτοπίας, ευκολίας, βιασύνης, φιγουρατζίδικης και εξυπνακίστικης διάθεσης, έχοντας γίνει εκφράσεις και συνήθειες του συρμού: να συχνάζεις εκεί που παίζονται ταινίες, κυρίως στα φεστιβάλ και στα διάφορα άλλα events, να καταναλώνεις σινεμά, να εκφράζεις αβασάνιστα τη γνώμη σου, να τη γράφεις και να τη δημοσιοποιείς με συνοπτικές διαδικασίες. Απ’ την άλλη μεριά, υπάρχει η άποψη: οι αίθουσες να γεμίζουν, οι θεατές να συρρέουν, να κόβονται εισιτήρια, να γίνεται λόγος, ντόρος και τζίρος. Τίποτα απ’ όλα αυτά δεν είναι αθέμιτο και καταδικαστέο, εξαρχής. Πολύ συχνά, όμως, εδώ, απ’ όλα αυτά, απουσιάζει ο στοχασμός, ο σεβασμός, η τόλμη, η αυθεντικότητα, η φαντασία, η αληθινή και βαθιά αγάπη για την ουσία του κινηματογράφου, για την υπόσταση των ταινιών. Για το αίμα που κυλά, υπογείως, μες στο σκοτάδι, για την ανάσα, τη μυρωδιά, την ευτυχία ή τη δυστυχία, την ηρεμία ή την αγωνία, τη λύπη ή τη γιορτή των εικόνων, πλάι-πλάι με την άφθονη κατανάλωση φαγητού και ποτού…  Τίποτα φυσικά δεν κατακρίνεται, δεν αφορίζεται, εκτός απ’ την αγένεια και τον ζαμανφουτισμό του θεατή της εποχής των κινητών τηλεφώνων.

Ο Θωμάς Λιναράς γράφει από πολύ παλιά, απ’ την εποχή του Σύγχρονου Κινηματογράφου και της Οθόνης  –το εναρκτήριο λάκτισμα έγινε το 1983, με ένα κείμενο για την ταινία του Βέντερς, Η κατάσταση των πραγμάτων, στον Σύγχρονο Κινηματογράφο –, όπου αρχίζει, επισήμως τουλάχιστον, να ξετυλίγεται το κουβάρι, αυτό που ο ίδιος ο συγγραφέας αποκαλεί το «γλυκό» βάσανο της κινηματογραφικής γραφής. Μια σειρά από περιοδικά και βιβλία, όπως Πρώτο Πλάνο, Ειδικές εκδόσεις του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης, Το Δέντρο, Καθρέφτης, Εντευκτήριο… όπως και έντυπα που εκδίδονται στα πλαίσια εκδηλώσεων ή οι ετήσιοι κινηματογραφικοί οδηγοί της Πανελλήνιας Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου…, φιλοξενούν κατά καιρούς τα κείμενά του. Γράφει συστηματικά, με ζήλο, με συνέπεια και με σαφήνεια. Το τελευταίο είναι και ένα απ’ τα κυρίως ζητούμενα. Σαφήνεια στο κείμενό σου, σημαίνει και ξεκαθαρισμένη άποψη μες στο μυαλό σου. Να ξέρεις αν μια ταινία σου αρέσει ή δεν σου αρέσει, πραγματικά, αν ευθύνεσαι εσύ που δεν σου αρέσει ή η ίδια η ταινία (το μεγάλο δίλημμα). Κι αν μια ταινία σου αρέσει, ενώ με βάση κάποιους νόμους και κάποιες αρχές δεν θα ’πρεπε να σου αρέσει; Ιδού η απορία. Πάνω σε αυτές τις δύσκολες στροφές υπάρχει ο κίνδυνος να γίνει το λάθος. Όπως, επίσης, και να συμβεί το απρόβλεπτο, η έκπληξη, το θαύμα. Όλα μπορούν να συμβούν. Οι ίδιες οι ταινίες σε ωθούν να χαθείς στον λαβύρινθο κι ύστερα σε βοηθούν να βρεις την άκρη του μίτου.

 

lin2

 

Θα σταθώ λίγο σε αυτό το «γλυκό» βάσανο: να βλέπεις ταινίες, να τις απολαμβάνεις, να στοχάζεσαι γύρω απ’ τις ιστορίες τις οποίες αφηγούνται, να συνομιλείς με τις συγκεκριμένες ιστορίες, να καταθέτεις στο χαρτί το απόσταγμα αυτής της λεπτής και αυστηρής τελετουργίας, να το κοινοποιείς στο τέλος μιας κοπιαστικής όσο και ηδονικής περιπέτειας. Μια διαδρομή που απαιτεί μυστικότητα κι αυτοσυγκέντρωση, αλλά κι επικοινωνιακή ευχέρεια μετάδοσης της συγκίνησης, του φορτίου των σκέψεων και συναισθημάτων, όπως και ικανότητα να περπατάς πάνω σε τεντωμένο σχοινί, καταφέρνοντας να είσαι σαφής, ακριβής, πρωτότυπος, ευφάνταστος, ευσύνοπτος…., άρα ικανός ισορροπιστής. Όλα αυτά τα προτερήματα είναι προαπαιτούμενα τόσο για τα σύντομα, όσο και για τα πιο εκτενή κείμενα. Ο Θωμάς Λιναράς αποδεικνύει, μέσα απ’ το σύνολο της γραφής του, όλα αυτά τα χρόνια, πως έχει κάνει τον κινηματογράφο έναν απ’ τους αχώριστους συντρόφους της ζωής του. Καθόλου εύκολη υπόθεση. Καθόλου απλός ρόλος. Μια ιδιαίτερα παθιασμένη σχέση με το σινεμά του Βέντερς (των δεκαετιών του 70 και 80 κυρίως), με τις ταινίες του Γιασουχίρο Όζου, του Καρλ Ντράγιερ, του Ρομπέρ Μπρεσσόν… Γούστο λεπτό κι εκλεκτό. Φάκελος on the road, οδοιπορικό στη χώρα των θαυμάτων του κόσμου και του σινεμά που αναπαράγει τον κόσμο, διασχίζοντας τη χώρα της εμπειρίας (της ατομικής ή της συλλογικής), παιχνιδίσματα φωτός-λαμπυρίσματα θανάτου, θάνατος μπροστά στην κάμερα ή όταν φωτίζεται η οθόνη, αφού έχει γραφτεί η λέξη τέλος, μουντές εικόνες από την άλλη όχθη του Ατλαντικού, καλιφορνέζικες εικόνες κάτω από το αστέρι του Φριτς Λανγκ…

 

lin3

 

Συλλογή από μικρά συγγραφικά κομψοτεχνήματα που δείχνουν επάρκεια κριτικής σκέψης, γνώση και αγάπη για το αντικείμενο, συγκρότηση, επιμονή και, φυσικά, το χάρισμα της καλής πένας… Η πένα του Λιναρά τρέχει με άνεση στο χαρτί (ή στην οθόνη του υπολογιστή), με  χάρη ασυνήθιστη σε κριτικές για τον κινηματογράφο. Να επισημάνουμε επίσης «ιδιοτροπίες» σεμνού αριστοκράτη των κινηματογραφικών πραγμάτων, όχι στεγνού τυπολάτρη: «Εξάλλου, το στιλ (με γιώτα) θαρρείς πως έχει λιγότερο στυλ και ο Νίκολας Ραίη γραμμένος Ρέι μου μοιάζει άλλος». Ή ο Μπρεσσόν, αυστηρά με δύο σίγμα.

Τη σκυτάλη παίρνουν ο Ταρκόφσκι, ο Μπρεσσόν, ο Κισλόφσκι (σε ένα εκτενέστατο αφιέρωμα), ο Ντράγιερ, ο Χέρτσογκ, οι Ιταλοί μαιτρ (ας μην ξεχνάμε πως ο Λιναράς είναι σπουδαγμένος στην Ιταλία, εξ’ ου, μάλλον, κι αυτή η χυμώδης –το αντίθετο του ψυχρού κι αποστασιοποιημένου –, μεσογειακή, συναισθηματικά φορτισμένη, προσέγγιση του κάθε κινηματογραφικού έργου, ακόμη και του πλέον ερμητικού ή δύσκολα προσεγγίσιμου), ο Σκολιμόφσκι, οι Νταρντέν, ο Μάικ Λη, ο Κεν Λοουτς …. Ο κατάλογος είναι μακρύς, το βιβλίο έχει όγκο, βάρος, βάθος, «περίσσεια αγαθών». Μπορείς να διαλέξεις και να πάρεις ό, τι σου ταιριάζει καλύτερα: προσωπικά στέκομαι στο «Η μαύρη κουρτίνα», πρώτη δημοσίευση, κείμενο για την εξαιρετική ταινία Η λευκή κορδέλα του Μίκαελ Χάνεκε, στα κείμενα για τον Μπρεσσόν και τον Ντράγιερ, και βεβαίως στο επίμετρο, το σχετικά σύντομο κείμενο για το ανυπέρβλητο ύφος του Όζου. Μπορείς όμως και να τα φορτωθείς όλα, κανένα δεν είναι άνευ σημασίας, κανένα δεν είναι βαρετό, κανένα δεν θα σου γίνει δυσάρεστο φόρτωμα. Μπορείς να συμφωνήσεις ή να διαφωνήσεις, να συνομιλήσεις μαζί τους, να μάθεις πράγματα για τον κινηματογράφο που δεν τα γνώριζες, πιθανόν να δεις με άλλο μάτι κάποια ευαίσθητα σημεία των ταινιών, αναθεωρώντας ίσως κάποιες απόψεις σου… Προσωπικά, το βιβλίο με έκανε να κοιτάξω, με λιγότερη αυστηρότητα, κάποιες ταινίες του Βέντερς, να πάψω να είμαι τόσο απόλυτη για το σύνολο του έργου του Γερμανού κινηματογραφιστή. Πιο συγκεκριμένα, μου υπέδειξε πως για την πτώση και την παρακμή, δεν ευθύνεται πάντα η προηγούμενη εκτίναξη σε δυσθεώρητα ύψη, και μου υπενθύμισε πως ταινίες όπως Η Αλίκη στις πόλεις ή το Λάθος κίνηση εξακολουθούν να αποτελούν πολύ σημαντικά έργα του σύγχρονου κινηματογράφου. Κι αυτό ακριβώς είναι το ενδιαφέρον του συγκεκριμένου βιβλίου. Χωρίς καμιά διάθεση να παίξει τον ρόλο ενός «καινοτόμου, διαφωτιστικού, ανατρεπτικού» ή επιμορφωτικού εγχειριδίου για τον κινηματογράφο (όπως συμβαίνει με κάποια πολύ σοβαρά ή θεωρητικά, πανεπιστημιακού επιπέδου, κινηματογραφικά κείμενα), κατορθώνει να ανοίξει πλατιούς ορίζοντες και σου επιτρέπει να απογειωθείς στο στερέωμα της κινηματογραφικής απόλαυσης, αποτελώντας έναν φιλόξενο και ασφαλή τόπο (όπως άλλωστε συμβαίνει και με τις ίδιες τις σπουδαίες ταινίες) για να ακουμπήσεις το βλέμμα σου, τις κινηματογραφικές ανησυχίες κι απορίες σου σε τελική ανάλυση.

 

lin4

 

Γράφει για την Αλίκη στις πόλεις του Βέντερς: «Ο Φίλιπ χρειάζεται αποδείξεις, και μάλιστα αμέσως για ό, τι βλέπει (αλλιώς πώς θα μπορέσει να γράψει το άρθρο που του έχουν παραγγείλει;) γι’ αυτό και το φωτογραφίζει, δυσανασχετώντας όταν διαπιστώνει πως το πραγματικό ποτέ δεν ταυτίζεται ακριβώς με την αναπαραγωγή του. Ακόμα και ο ελάχιστος χρόνος, από το πάτημα του κουμπιού μέχρι την εμφάνιση της φωτογραφίας, αρκεί για να μετασχηματιστεί κάτι, οτιδήποτε». Και για το Λάθος κίνηση: «Και πράγματι. Στα θεμέλια της ταινίας υπάρχει ριζωμένη  “η δυστυχισμένη συνείδηση”, η ανίατη νοσταλγία του ανέκκλητου, η θλίψη για το άβατο του κόσμου, ο πανικός μπροστά στον τρόμο του θανάτου. Ο Βίλχελμ θέλει, στη διάρκεια του ταξιδιού του, να εξερευνήσει την ψυχή του και να βαδίσει προς τον μεγάλο κόσμο, κατασκευάζοντας μια γέφυρα από λέξεις (χωρίς ποτέ να βρίσκει τις κατάλληλες), και μοιάζει με κάποιον που βυθοσκοπεί (σ)το κενό. Το μόνο που συνειδητοποιεί είναι πως η απόσταση ανάμεσα στον ίδιο και στον κόσμο μεγαλώνει, οι ορίζοντες κλείνουν, το ρήγμα βαθαίνει και το χάσμα συνεχίζει να είναι αδιάβατο». Αποσπάσματα που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν (αντεστραμμένα μερικές φορές) και ως καθρέφτες αυτής της σύνθετης, της περίπλοκης σχέσης, που υπάρχει ανάμεσα στις εικόνες και στον θεατή τους, ανάμεσα στον κόσμο της γραφής (της κριτικής) και στον ψυχισμό του αναγνώστη. Μια γέφυρα από λέξεις για να προσεγγίσεις, βοηθώντας και τους άλλους να το επιχειρήσουν, το πολλές φορές απλησίαστο. Το ανεξιχνίαστο και αδιανόητο.

Σήμερα που περιοδικά, όπως ο Σύγχρονος Κινηματογράφος και η Οθόνη, δεν υπάρχουν πια, που οι εκδόσεις του Φεστιβάλ έχουν συρρικνωθεί αισθητά, που πάμπολλα έντυπα βιώνουν τη δική τους κρίση και παλεύουν, με νύχια και με δόντια, για την επιβίωσή τους, είναι ευχής έργον που τα «σκόρπια κείμενα» του Θωμά Λιναρά βρήκαν ασφαλή στέγη σ’ αυτό το αξιοθαύμαστο, από κάθε άποψη, βιβλίο. Όσοι έχουν ήδη διαβάσει τα κείμενα, αποσπασματικά, χωρισμένα μεταξύ τους, θα τα χαρούν περισσότερο τώρα, στην ενότητα και στην ολότητά τους. Όσοι δεν τα έχουν διαβάσει ποτέ, καιρός είναι να το κάνουν. Μόνο καθαρή ευχαρίστηση θα πάρουν.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top