Fractal

Διήγημα: “Τo τσίμπημα της μέλισσας.”

Της Θωμαΐδος Καλαντζή // *

 

f16

 

 

-Παππού, να σε ρωτήσω κάτι; Πόσο μπορεί να σε πονέσει η αγάπη;

-Η αγάπη;; (χμ) τόσο, όσο το τσίμπημα της μέλισσας.. σ΄ έχει τσιμπήσει ποτέ μέλισσα;

-Όχι. Εσένα παππού;

-Ναι. Πολλά χρόνια πριν.

-Και τι ένιωσες, πόνεσες;

-Για λίγο πόνεσα, αλλά μετά μου πέρασε. Όμως..

-Όμως, τι, παππού;

-Να, το βλέπεις αυτό; Είναι το σημάδι που μου άφησε το τσίμπημα.

-Και δεν σου πέρασε ποτέ;

-Ποτέ.

-Άρα, η αγάπη μπορεί να σε πονέσει λίγο, αφήνει όμως το σημάδι της για πάντα. Σωστά, παππού;

-Σωστά γιε μου!(…)

Θυμήθηκε τα λόγια του αγαπημένου του, σοφού παππού και γέλασε με νοσταλγία, πετώντας ένα βότσαλο στη θάλασσα. Καθόταν στον ίδιο ακριβώς βράχο όπως έκανε και πριν από πενήντα και πλέον χρόνια, αναπολώντας τις ευτυχισμένες στιγμές των παιδικών του χρόνων στο αγαπημένο νησί του παππού, και τα αμέτρητα απογεύματα που οι δυο τους έρχονταν για ψάρεμα και για ατέλειωτες ώρες συζητήσεων και ξεγνοιασιάς, εδώ, στην πιο δυσπρόσιτη μα και πιο μαγευτική παραλία του νησιού (μπορεί και όλου του κόσμου), με τη μοναδική, κόκκινη άμμο..

Όταν έγινε αυτή η συζήτηση, εκείνος ήταν μόλις δέκα χρόνων και, λίγες ώρες πριν, είχε “φάει” την πρώτη χυλόπιτα της “ερωτικής” ζωής του, φτιαγμένη από τα χεράκια της οκτάχρονης Αννούλας, και του είχε πέσει κάπως..βαριά. Η Αννούλα, ήταν η φίλη των καλοκαιρινών του διακοπών, από τότε σχεδόν που θυμόταν τον εαυτό του, και καθώς έμενε στο διπλανό σπίτι από αυτό των παππούδων του, έπαιζαν μαζί κάθε μέρα για έναν ολόκληρο μήνα, όσο δηλαδή διαρκούσε η παραμονή του στο νησί. Εκείνο όμως το καλοκαίρι, είχε τολμήσει να της δείξει για πρώτη φορά, τα τρυφερά αισθήματα που ένιωθε εδώ και καιρό για κείνη.

Και τι δεν έκανε για να τη συγκινήσει: μια μέρα στην παιδική χαρά της πρόσφερε ένα παγωτό χωνάκι συνοδευόμενο από ένα φιλί στο μάγουλο, μα η Αννούλα κάθε άλλο παρά τρυφερή αντίδραση είχε στην χειρονομία του αυτή, αφού, κοκκινίζοντας σαν παπαρούνα, του “φόρεσε” το παγωτό καπέλο(!) μπροστά στα μάτια των άλλων παιδιών που έπαιζαν εκεί. Μια άλλη μέρα, της είχε αφήσει ένα ολοκόκκινο τριαντάφυλλο, κομμένο προσεκτικά από τον κήπο της γιαγιάς του, στο περβάζι του παραθύρου της, με καρφιτσωμένη πάνω του μια ολόκληρη σελίδα ερωτικής εξομολόγησης, τα οποία βέβαια η Αννούλα έκανε σαν να μην τα είδε ποτέ, και, μάλιστα, για τις επόμενες μέρες μέχρι να τελειώσουν οι διακοπές, δεν του ξαναμίλησε, ούτε ξανάπαιξαν μαζί! Είχε πληγωθεί πολύ, θυμάται, από τον ουδόλως εύσχημο τρόπο που του έδειξε την απόρριψή της, και, όπως πάντα, είχε βρει καταφύγιο στον παππού και στην αγαπημένη τους παραλία.

Αυτή η παραλία ήταν ο δικός τους παράδεισος και έρχονταν κάθε φορά που τόσο αυτός όσο και ο παππούς ήθελαν να ξεφύγουν από κάτι και να βρουν την ησυχία τους. Το ψάρεμα ήταν απλά η αφορμή. Έφταναν εκεί με τη βάρκα, και αφού άφηναν στην παραλία τα απαραίτητα “πολεμοφόδια” (τρόφιμα, φρούτα, νερά, ούζο, γάλα και κουβέρτες για το βράδυ), σκαρφάλωναν στον αγαπημένο τους βράχο αγκαλιά με τα καλάμια, άφηναν το κουτί με τα δολώματα στη μέση τους και χάνονταν στο απέραντο γαλάζιο και τους ήχους των κυμάτων και των τζιτζικιών, συζητώντας για τα πάντα, μέχρι να νυχτώσει. Έπειτα κάθονταν στην παραλία, έτρωγαν και έπιναν μέχρι σκασμού και ξάπλωναν σκεπασμένοι με τις κουβέρτες μετρώντας τα άστρα μέχρι να αποκοιμηθούν..

Πόσο του έλειπαν οι συζητήσεις τους αυτές, ακόμα και σήμερα που και ο ίδιος ήταν πια παππούς, μα κυρίως, πόσο του έλειπε αυτή η μοναδική σχέση που είχε μαζί του και που αυτός δεν θα αποκτούσε ποτέ με τα εγγόνια του που τον ήξεραν μόνο από φωτογραφίες και από τις σπάνιες φορές που έρχονταν από την Αμερική. Βλέπεις, το μοναχοπαίδι του είχε κάποτε ξετρελαθεί με μια αμερικάνα φωτογράφο που ήρθε στην Ελλάδα για διακοπές και φεύγοντας για την πατρίδα της, πήρε και αυτόν στις “αποσκευές” της, κάνοντάς τον σιγά σιγά να λησμονήσει τα πάτρια χώματα..

Πιο πολύ απ’ όλα, όμως, του έλειπε αυτή εδώ η παραλία, η κρυμμένη καλά από τον Θεό σ’ έναν κολπίσκο, με γαλαζοπράσινα νερά και δέντρα απ’ άκρη σ’ άκρη, και με το μοναδικό ίσως θέαμα στον κόσμο, αυτό της κόκκινης άμμου!

Αυτή εδώ η παραλία που υμνήθηκε από αυτόν και τον παππού του αμέτρητες μέρες και νύχτες, έμελλε να είναι η ίδια παραλία που του πήρε για πάντα μακριά τον πολυαγαπημένο του παππού, ένα απόγευμα που βγήκε με τη βάρκα μόνος του να ψαρέψει και που, εξαιτίας του δυνατού αέρα που σήκωσε κύμα ξαφνικά και αναποδογύρισε τη βάρκα, χάθηκε στα γαλαζοπράσινα νερά της..

Αυτή όμως, η ίδια παραλία, έμελλε να είναι και ο τόπος όπου μετά από μερικά χρόνια θα αγκάλιαζε τις στιγμές πάθους και δυνατού έρωτα μεταξύ αυτού και της.. Αννούλας, ναι!, της ίδιας Αννούλας που τον είχε απορρίψει στα οκτώ της, μα που τον κοίταζε με ανείπωτη λατρεία στα δεκαοκτώ της..

Αυτή, η ίδια παραλία, την οποία απαρνήθηκε για τόσα πολλά χρόνια για χάρη της Αννούλας του που είχε προσβληθεί από την αρχή του γάμου τους από σκλήρυνση κατά πλάκας και γι’ αυτό, δεν μπορούσαν πια να ταξιδεύουν στο νησί. Της Αννούλας του, που είχε πετάξει πριν από μερικά χρόνια σαν χελιδόνι, στον ουρανό της λησμονιάς και που η αγάπη της τον είχε τσιμπήσει σαν μέλισσα, αφήνοντάς του το σημάδι της για πάντα..

Και να που βρισκόταν πάλι εδώ, στην δική του παραλία μετά από τόσα χρόνια. Αυτή τη φορά, όμως, ολομόναχος και γερασμένος. Χωρίς τον λατρεμένο του παππού, χωρίς την Αννούλα του, χωρίς τον μοναχογιό του, χωρίς τα εγγόνια του. Γεμάτος μόνο αναμνήσεις!

Τώρα πια, δεν είχε έρθει για ψάρεμα και για ξεγνοιασιά, μα για να καθίσει σ’ αυτόν τον βράχο, ίσως για τελευταία φορά και να χαθεί στα χρώματα και τους ήχους που τόσο είχε λατρέψει..

Ο ήλιος έδυε. Κοίταξε το ρολόι του. Ήταν ακόμα νωρίς για να φύγει..

 

 

* Η Θωμαΐς Καλαντζή γεννήθηκε το 1985 στη Ρόδο. Είναι πτυχιούχος της Νομικής και της Κοινωνιολογίας. Το 1908 ζούσε στην Κωνσταντινούπολη και έγραφε διηγήματα..

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top