Fractal

Διήγημα: “Τα κορίτσια και ο Ρομέρ”

του Θόδωρου Σούμα // *

 

fractal_

 

Έξω, στους δρόμους, ο ήλιος που είχε πια κατέβει, χρωμάτιζε με απαλά, ρόδινα χρώματα το ανοιξιάτικο αθηναϊκό απόγευμα. Το διαμέρισμα βρισκόταν στο δεύτερο όροφο μιας γκρίζας πολυκατοικίας στη Δάφνη. Στον καναπέ του δωματίου του, ο Ζήσης τεντώθηκε ράθυμα, ύστερα σηκώθηκε, φόρεσε το μπλουτζίν του και έβαλε τα παπούτσια του. Πήρε απ’ τη βιβλιοθήκη ένα ντοσιέ παραγεμισμένο με έντυπα. Εργαζόταν στη διεύθυνση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης Αθήνας. Έπρεπε να παραδώσει το ντοσιέ στη Μαρίνα, που έμενε στο πατρικό της σπίτι στην Κυψέλη, με την κόρη και τη μητέρα της.

Η Μαρίνα ήταν μια καστανή, όμορφη και θερμή σαρανταπεντάρα που άρεσε πολύ στο μικρότερό της Ζήση. Από καιρό σκεφτόταν να τη φλερτάρει αλλά διαρκώς δίσταζε· ίσως γιατί ήταν μεγαλύτερή του, πολύ δυναμική, τολμηρή κι εξαιρετικά ωραία, και όλα αυτά τον φόβιζαν κάπως. Σήμερα, λοιπόν, ήταν η μεγάλη ευκαιρία, κάνοντας την επίσκεψη στο σπίτι της για να της παραδώσει το φουσκωμένο ντοσιέ, να ξεκινήσει την προσέγγιση που ολοένα ανέβαλε.

Ανέβηκε τη σκάλα της πολυκατοικίας της μέχρι το δεύτερο όροφο και χτύπησε το κουδούνι, ταραγμένος και λίγο συγκινημένος που θα ερχόταν επιτέλους η πολυπόθητη στιγμή…

Την πόρτα του διαμερίσματος άνοιξε αργά ένα δεκαεξάχρονο, πανέμορφο κορίτσι, που φορούσε μόνο μια κόκκινη μπλούζα και ένα μαύρο σλιπ. Ο Ζήσης αιφνιδιάστηκε κι έμεινε άφωνος, με ελαφρά προτεταμένο το χέρι με το ντοσιέ. Το κορίτσι έμοιαζε πολύ της μητέρας του, το ίδιο φιδίσιο κορμί, το ίδιο περήφανο παράστημα, ίδια όψη αλλά με διαφορετικά χρώματα, πιο ανοιχτά, με καστανόξανθα μαλλιά.

Γεια σου, ήρθα για τη μητέρα σου… Με λένε Ζήση…

Γεια, εμένα με λένε Βέρα, η μητέρα μου εδώ και δέκα μέρες δεν μένει πια εδώ, μετακόμισε στου καινούργιου φίλου της… Πέρασε μέσα.

Μπήκαν σε ένα καθιστικό, επιπλωμένο μοντέρνα. Η κοπέλα κάθισε σε μια πολυθρόνα, το ίδιο έκανε απέναντί της, αμήχανος, κι ο Ζήσης.

Ήρθα να …δώσω αυτό το ντοσιέ στη μητέρα σου…

Έτριψε νευρικά τα χέρια του. Απέναντί του το κορίτσι κάθισε άνετα, με απλωμένα τα μακριά, καλλίγραμμα κι εντυπωσιακά πόδια του. Το βλέμμα του Ζήση, παρά τις προσπάθειές του, ξέφευγε και έπεφτε στους μηρούς της. Άνοιξαν μια κουβέντα περί ανέμων και υδάτων, ενώ ο Ζήσης αγωνιζόταν να προσηλωθεί στο πονηρό, κάπως αναιδές και ταυτόχρονα παιδικό πρόσωπό της. Η ματιά του όμως κατέβαινε συχνά προς τα κάτω, προς το εντυπωσιακό τρίγωνο που σχημάτιζε το μαύρο κυλοτάκι της. Η Βέρα έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται ότι είναι μισόγυμνη, μιλούσε σα να μη συνέβαινε τίποτε παράταιρο, αθώα και φυσικά.

Τι τάξη πας;

Πρώτη λυκείου.

Ο Ζήσης είχε ξεχάσει γιατί ήρθε, ξέχασε τη Μαρίνα και το ντοσιέ που έπρεπε να της παραδώσει. Για να δώσει τροφή στη συζήτηση, ρώτησε τη Βέρα για τα χόμπι και τα ενδιαφέροντά της. Της άρεσαν η ροκ, ο χορός και οι εκδρομές.

Ποιόν τραγουδιστή της ροκ προτιμάς;

Τον Ίγκι Ποπ!

Α! ναι, είναι τρομερός, έχει φοβερή ένταση, μεγάλη φωνή με βάθος, είναι μια γνήσια κραυγή…

Αναθάρρησε που έχουν και κάτι κοινό. Η Βέρα του δήλωσε πως δεν της αρέσει το σχολείο, το βαριόταν. Έπιασε να μιλά για τους συμμαθητές της, για την ατμόσφαιρα που επικρατεί στην τάξη, για τις απόψεις των φίλων της και για τις ανούσιες συμβουλές των μεγάλων…

Εμένα, άραγε, με βάζει στους μεγάλους; αναρωτήθηκε σιωπηρά ο Ζήσης. Την περνούσε δεκαεπτά χρόνια.

Η μικρή δεν σταμάτησε να πολυλογεί. Ο Ζήσης συμμετείχε, επενέβαινε που και που οδηγώντας την κουβέντα επιδέξια εκεί που ήθελε με τις ερωτήσεις του. Το βλέμμα του εξακολουθούσε άθελά του να ξεφεύγει και να χαϊδεύει τα χυτά πόδια της.

Η συζήτηση κατόπιν περιστράφηκε γύρω από τη άποψη των συνομίληκών της για τον έρωτα, αρκετά περπατημένων σύμφωνα με όσα έλεγε. Η Βέρα εξακολουθούσε να φλυαρεί χωρίς πολλούς δισταγμούς. Ξαφνικά πέρασε απροσδόκητα στο θέμα του … αυνανισμού.

Εμείς ξέρεις τι λέμε στην τάξη μας ; Λέμε μαλάκα όποιον δεν αυνανίζεται…

Ο Ζήσης ανακάθισε κατακόκκινος. Την κοίταξε με διεισδυτικό βλέμμα και αναζωοπυρωμένο ενδιαφέρον.

Για κοίτα τη μικρή, που δηλώνει κιόλας πως αυνανίζεται… Πραγματικός διάολος…

Η Βέρα σταύρωσε τα γυμνά, πανέμορφα πόδια της. Ο Ζήσης έμεινε να την κοιτά σιωπηλός και σκεπτικός.

Ξαφνικά άνοιξε απότομα, με δυνατό θόρυβο, μια πόρτα δεξιά του και μπήκε σαν σίφουνας, φωνάζοντας έξαλλα μια γριά. Ο Ζήσης αναπήδησε στη θέση του αιφνιδιασμένος.

Μωρή Βέρα! Πώς κάθεσαι έτσι τσίτσιδη μωρή; ούρλιαξε η γριά έξω φρενών, αγανακτισμένη.

Ο Ζήσης βούλιαξε στην πολυθρόνα του βουβός και ντροπιασμένος. Η Βέρα έδειξε να μην πτοείται καθόλου.

Τρέχα να βάλεις μια φούστα, παλιοβρώμα!

Από εδώ η γιαγιά μου.

Χαίρω πολύ… Ζήσης, ψέλλισε. Ένιωθε σαν να ήταν ο κακός λύκος.

Η Βέρα μπήκε στο δωμάτιό της περπατώντας νωχελικά και λικνιστικά, και ξαναβγήκε φορώντας μια γαλάζια μίνι φούστα. Η γιαγιά, καθησυχασμένη, ξαναχάθηκε στο εσωτερικό του διαμερίσματος.

Η Βέρα ξανακάθισε και σταύρωσε με ιδιαίτερα αποκαλυπτικό τρόπο τα πόδια της, τοποθετώντας τον αστράγαλο του αριστερού ποδιού στο γόνατο του δεξιού. Ήταν σα να έμενε ακόμη με το κυλοτάκι της.

Η κουβέντα τους συνέχισε σε πιο οικείο τόνο. Το βλέμμα του Ζήση στιγμές-στιγμές χανόταν ανάμεσα στους μηρούς της, προς το μαύρο τρίγωνο που σχηματιζόταν στο βάθος της φούστας της. Το τρίγωνο αυτό, λόγω της επίμονης ματιάς του, έφευγε απ’ τη θέση του και καρφωνόταν, προκλητικό, στα ερεθισμένα μάτια του.

Η ώρα περνούσε, η συζήτηση λίγο-λίγο ατόνησε και έτσι ο Ζήσης σηκώθηκε να φύγει. Η Βέρα πήρε το ντοσιέ που προοριζόταν για τη μητέρα της και τον ξεπροβόδισε ως την πόρτα, πάντα άνετη και ψύχραιμη.

Στο σπίτι του, ο Ζήσης, βυθισμένος στην παλιά βελούδινη πολυθρόνα του, τη συλλογιζόταν για ώρα πολλή. Στο νου του ξαναζωντάνεψε η εικόνα της με το μαύρο σλιπάκι και τους τορνευτούς μηρούς. Έπλασε νέες ερωτικές εικόνες με τη φαντασία του. Η Μαρίνα είχε πια βγει εντελώς απ’ το μυαλό του.

Αναπολούσε το χαριτωμένο, σπιρτόζικο πρόσωπο της Βέρας, με το φουντωτό μαλλί, να τον ατενίζει άφοβα, παρά τη διαφορά της ηλικίας τους.

Έπρεπε να βρει έναν τρόπο να την ξανασυναντήσει. Άρχισε να εξετάζει μία-μία διάφορες προφάσεις για να την ξαναδεί, διάφορα τεχνάσματα.

Μετά από πολλή σκέψη κατέβασε μια καλή ιδέα. Τηλεφώνησε στο φίλο του τον Γιώργο, το σεναριογράφο. Ο Γιώργος είχε ένα συρτάρι γεμάτο παλιά και καινούργια σενάρια. Τον ρώτησε στο τηλέφωνο, όλος ανυπομονησία, μήπως είχε διαθέσιμο κάποιο σενάριο στο οποίο υπήρχε ρόλος για μια δεκαεξάχρονη. Ο Γιώργος, αφού σκέφτηκε λίγο, θυμήθηκε πως είχε κάπου καταχωνιασμένο ένα σενάριο για ταινία μικρού μήκους, με ηρωίδα μια εικοσιδυάχρονη κοπέλα.

Θα σβήσω την ηλικία και θα την κάνω δεκαεξάρα, σκέφτηκε ο Ζήσης.

Εντάξει, μου κάνει!

Αποφάσισες τώρα στα γεράματα να γίνεις μικρομηκάς;

Άσε, θα σου τα πω από κοντά, είναι περίπλοκο ζήτημα, πρόκειται για γυναικοδουλειά. Θα έρθω το βράδυ να πάρω το σενάριο, μου χρειάζεται οπωσδήποτε.

Το μεθεπόμενο απόγευμα, ο Ζήσης σήκωσε το τηλέφωνο και σχημάτισε διστακτικά τον αριθμό της Βέρας. Απάντησε η ίδια με την παράξενη, πολύ βαθιά και μονοκόμματη φωνή της. Χαιρετήθηκαν.

Βέρα, σκέφτηκα να σου τηλεφωνήσω, γιατί μου ήρθε, ξαφνικά, μια ιδέα σχετικά με σένα… Με ένα φίλο μου, τον Γιώργο τον Παρίση, αποφασίσαμε εδώ και καιρό, να πραγματοποιήσουμε μια παλιά, τρελή έμπνευσή μας. Να γυρίσουμε μια ταινία μικρού μήκους. Ο Γιώργος, που είναι επαγγελματίας σεναριογράφος, έγραψε το σενάριο και θα το σκηνοθετήσουμε μαζί.

Και μένα τι με νοιάζει;

Θα ’ρθω και σ’ αυτό. Λοιπόν, στο σενάριο μία από τις ηρωίδες είναι μια κοπέλα της ηλικίας σου. Ο ρόλος θα σου ταίριαζε γάντι. Θέλεις να δοκιμάσεις να παίξεις στο σινεμά;

Ποιος, εγώ;

Ναι, εσύ! Να πρωταγωνιστήσεις! Είμαι σίγουρος ότι ο ρόλος σου πηγαίνει, είναι πολύ κοντά σ’ αυτό που είσαι. Η ηρωίδα είναι ο τύπος σου. Αφού σε είδα και το ξανασκέφτηκα, είπα με βεβαιότητα: Μια τέτοια κοπέλα μας χρειάζεται! Έχεις το

παρουσιαστικό της και το στυλ της, τον αέρα της. Θέλεις να ξανάρθω σπίτι σου, να σου δώσω το σενάριο; Απλώς διάβασέ το και σκέψου αν σε ενδιαφέρει…

Μήπως σου είναι δύσκολο επειδή έχεις το σχολείο και δεν έχεις χρόνο;

Ποιο σχολείο; Εγώ το σχολείο το ’χω γραμμένο, το βαριέμαι! Τέλος πάντων, δεν έχω και τίποτε να χάσω, φέρ’ το μου να το διαβάσω και θα δούμε…

Σταματάει και σκέφτεται.

Μήπως έχει ερωτικές σκηνές;

Όχι βέβαια! Λοιπόν… θα στο φέρω αύριο το απόγευμα.

Εντάξει.

Tην επομένη το απόγευμα, ο Ζήσης επισκέφθηκε ξανά τη Βέρα και της παρέδωσε το σενάριο. Προηγουμένως, στο σπίτι του, το είχε μελετήσει προσεκτικά. Έτσι κατάφερε να της μιλήσει για την ηρωίδα, σοβαρά και για πολύ ώρα. Της ανέλυσε το χαρακτήρα, που μάλλον έμοιαζε στο δικό της. Ήταν αλήθεια πως και τα δύο πρόσωπα είχαν, τυχαία, την ίδια αναιδή και περήφανη στάση ζωής.

Ο Ζήσης, αφού κολάκεψε επίμονα και έντεχνα τη ματαιοδοξία της μικρής, κατόρθωσε να την πείσει να παίξει στην ταινία, όταν αυτή θα γυριζόταν. Γιατί, της εξήγησε, υπήρχαν δυσκολίες να βρεθούν τα χρήματα και δεν ήταν απολύτως σίγουροι ότι θα το καταφέρουν. Δεν ήθελε αργότερα να την απογοητεύσει, γι’ αυτό την προειδοποιούσε πως υπήρχε μια πιθανότητα, το κινηματογραφικό σχέδιό τους να μείνει μόνο στα λόγια.

Επειδή όμως δεν ξέρεις από ηθοποιία, πρέπει να δούμε μερικές ποιοτικές ταινίες με ηρωίδες κοπέλες, για να παρατηρήσεις πώς παίζουν, να το συζητήσουμε και να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας. Για σένα θα είναι σαν σχολείο.

Και πολύ καλύτερα από το σχολείο μου μάλιστα!

Πρώτα θα δούμε την Πωλίν στην πλαζ, του Γάλλου σκηνοθέτη Ρομέρ, που αν και μεγάλος στην ηλικία, συνέχεια ασχολείται με κορίτσια στις ταινίες του.

Γιατί, πορνόγερος είναι;

Έχω την εντύπωση πως είναι σεμνός και ήσυχος. Απλώς, νομίζω πως αγαπάει τα κορίτσια…

Τσ, τσ, τσ!

Η Βέρα έγειρε στο πλάι το κεφάλι και τον λοξοκοίταξε.

Τα αγαπάς κι εσύ;

Δεν της απάντησε.

Κατόπιν συνέχισαν την προηγούμενη συζήτηση για την ηθοποιία. Μετά από λίγο, στη μέση της κουβέντας τους, ο Ζήσης έκρινε σκόπιμο να της δώσει εξηγήσεις.

Aν είναι ζωντανά, δροσερά και γεμάτα φρεσκάδα, τα αγαπώ…

Η Βέρα τον κοίταξε, για πρώτη φορά, καχύποπτα…

Την επομένη Κυριακή το βράδυ, πήγαν μαζί στον κινηματογράφο και είδαν την Πωλίν στην πλαζ. Το φιλμ, για άλλη μια φορά ενθουσίασε το Ζήση, αλλά δεν πολυάρεσε στην Βέρα. Το βρήκε κάπως κουραστικό.

Μιλούσαν πολύ, είπε.

Όσες φορές κι αν συναντήθηκαν, ο Ζήσης δεν τολμούσε να τη φλερτάρει, να την πλησιάσει σωματικά και να τη χαϊδέψει. Δεν την άγγιζε καν, κρατιόταν σε μια απόσταση το λιγότερο τριάντα εκατοστών από το σφριγηλό, νεανικό κορμί της. Η σάρκα της τον τρόμαζε, ίσως έφταιγε η μεγάλη διαφορά ηλικίας. Ακόμη, ήξερε πως η Βέρα ήταν χωρίς πατέρα, τους είχε εγκαταλείψει από τότε που ήταν τεσσάρων ετών και γι’ αυτό ο Ζήσης αισθανόταν πως όφειλε να της φερθεί με λεπτότητα και διακριτικότητα. ( Αργότερα, έμαθε πως οι άντρες δεν αισθάνονταν αυτή την υποχρέωση, όλοι της κολλούσαν και της έβαζαν χέρι ασύστολα, μάλλον προς ευχαρίστησή της ).

Αντίθετα, ο Ζήσης ένιωθε δίπλα της τόσο σαν υποψήφιος εραστής, όσο και σαν δάσκαλος ή πατέρας. Χωρίς να το συνειδητοποιεί, λίγο-λίγο, πήρε το ρόλο του στα σοβαρά και της μιλούσε με ενθουσιασμό για τον κινηματογράφο και την τέχνη. Μετά συνέχιζε με τη λογοτεχνία και την πολιτική. Το κορίτσι τον παρακολουθούσε απορημένο…

Ο Ζήσης, παρόλο το ζήλο που έδειχνε, μιλώντας καταλάβαινε πως είχε εισπράξει πολλές απογοητεύσεις απ’ τη ζωή, την πολιτική και την τέχνη. Δεν ήταν παρά ένας κάπως μίζερος φιλόλογος, με καλές σπουδές αλλά πολλές άχρηστες γνώσεις περί λογοτεχνίας. Τι ρόλο θα μπορούσε να παίξει η σπουδή των γραμμάτων και των τεχνών, στη ζωή ενός μισοπαραιτημένου ανθρώπου, χαμένου στο χάος της μεγαλούπολης; Πίεζε, όμως, τον εαυτό του να μην ανακόψει τον οίστρο του, γιατί αισθανόταν, για κάποιο περίεργο λόγο, πως ήταν υποχρεωμένος απέναντι στη μικρή να της εμφυσήσει την αγάπη για το ωραίο. Αν και σε μια άσχημη πόλη, σε μια άσχημη ζωή, η αγάπη για το ωραίο είναι επώδυνη.

Αποφάσισαν να ανανεώσουν το ραντεβού τους με τον Ρομέρ για την Παρασκευή, στην Ταινιοθήκη, για να δουν το φιλμ που της πρότεινε ο Ζήσης, το Γόνατο της Κλαίρης.

Την Τετάρτη το βράδυ, ενώ ο Ζήσης περπατούσε βαρύθυμος και μόνος στην οδό Σμολένσκι στα Εξάρχεια, είδε ξαφνικά, είκοσι μέτρα πιο πέρα, τη Βέρα προκλητικά ντυμένη, με μια εφαρμοστή άσπρη μπλούζα που τόνιζε τα στήθη της κι ένα στενό τζιν παντελόνι, κολλημένο στους γοφούς της, αγκαζέ με ένα μεγαλύτερό της νεαρό· ωραίο, μελαχρινό, γεροδεμένο, με κοντά μαύρα μαλλιά. Την έσφιγγε δυνατά επάνω του και της έδινε γλωσσόφιλα με πάθος. Ο Ζήσης τους παρατηρούσε από τη γωνία. Μετά το φιλί, σήκωσε το γιακά του μπουφάν του και απομακρύνθηκε, βαθιά απογοητευμένος. Συναρμολόγησε το παζλ των προηγούμενων εντυπώσεών του και παραδέχτηκε αυτό που πρωτύτερα δεν ήθελε να δει και να ομολογήσει, πως η Βέρα δεν ήταν καθόλου αθώα…

 

Στο ραντεβού της Παρασκευής στην Ταινιοθήκη, παρότι είχε αποφασίσει να της επιτεθεί, γνωρίζοντας πλέον πως η Βέρα ερωτοτροπούσε χωρίς φραγμούς, ήταν ακόμη πιο μαζεμένος και ανασφαλής. Έπρεπε αυτός να κάνει το πρώτο βήμα, επειδή ήταν άντρας και μάλιστα μεγαλύτερός της, μα παρ’ όλα αυτά παρέμενε αβέβαιος και αδρανής. Κατά τη διάρκεια όλης της ταινίας, ο πρωταγωνιστής, που τον υποδυόταν ο Μπριαλύ, επιθυμούσε να βάλει το χέρι του πάνω στο πανέμορφο γόνατο της Κλαίρης, της πολύ μικρότερής του κοπέλας που ποθούσε. Και στο τέλος τα κατάφερε. Παρόλο που ο Ζήσης είχε την ίδια επιθυμία, δεν τόλμησε να απλώσει το χέρι του στο μηρό του κοριτσιού δίπλα του. Αν και η Βέρα, στο διάλειμμα, του διηγήθηκε ένα ερεθιστικό, σκανδαλιστικό περιστατικό που της συνέβηκε στο σινεμά.

Ένας τολμηρός, άγνωστος άντρας ήρθε και κάθισε στη διπλανή της θέση. Έβαλε ανάμεσά τους το παλτό του και κατόπιν γλίστρησε σιγά-σιγά το χέρι του κάτω από το παλτό, στο μπούτι της, δίπλα στο αιδοίο της. ( Η Βέρα έδειξε στο Ζήση πού ακριβώς, με το δικό της χέρι πάνω στην κοιλιά της ). Τον αγριοκοίταξε και ο άντρας της ζήτησε βιαστικά συγνώμη και άλλαξε, αμήχανος, θέση.

Ο Ζήσης παρακολούθησε την επίδειξη τρέμοντας, άφωνος. Δεν τόλμησε όμως να κάνει τίποτε περισσότερο απ’ το να την ακούει να του μιλά για διάφορα άσεμνα κολλήματα που, κατά καιρούς, της είχαν κάνει.

Τη μεθεπόμενη βραδιά, πήγαν σε ένα κλαμπ στο Θησείο. Ο dj έπαιζε ρυθμική χορευτική μουσική που είχε ανεβάσει πολύ την ένταση και τη θερμοκρασία. Όλοι έδειχναν ηλεκτρισμένοι και χόρευαν ξέφρενα. Η Βέρα σύντομα βρέθηκε στην πίστα και άρχισε να χορεύει με κέφι. Ο Ζήσης, μουδιασμένος, περιορίστηκε να την κοιτάζει με θαυμασμό, βουλιαγμένος στον καναπέ. Ποτέ δεν είχε τολμήσει να χορέψει παρουσία άλλων, πάντοτε ένιωθε τα πόδια του να καρφώνονται, βαριά, στο πάτωμα. Η Βέρα συνέχισε να χορεύει ενθουσιασμένη μέχρι αργά, πότε με τον ένα, πότε με τον άλλο και πότε μόνη της. Τέλος, όταν κουράστηκε, του ζήτησε να φύγουν. Ο Ζήσης συγκατένευσε, αποκαρδιωμένος.

Βγήκαν άλλες δύο φορές μαζί, σε κάποιες καφετέριες, για να μιλήσουν για το σενάριο, κι ο Ζήσης εξακολουθούσε να είναι το ίδιο άτολμος και μαζεμένος. Η Βέρα τον κοίταζε πλέον με άλλο μάτι. Έδειχνε υποψιασμένη, σαν να είχε καταλάβει πως η ταινία μάλλον δεν θα γυριζόταν ποτέ. Με αυτή τη βεβαιότητα, άρχισε λίγο-λίγο να ψυχραίνεται και να παίρνει ολοένα μεγαλύτερες αποστάσεις. Μάταια ο Ζήσης προσπάθησε να αναθερμάνει την ατμόσφαιρα με το ενδιαφέρον και τη στοργή του· με συζητήσεις για τη ροκ και άλλα θέματα που την αφορούσαν άμεσα. Της χάρισε κασέτες του Ντέιβιντ Μπόουι και του Λου Ριντ, του είχε γράψει κι αυτή δυο κασέτες με τα αγαπημένα της κομμάτια.

Λίγο-λίγο η κοπέλα απομακρύνθηκε. Στο τηλέφωνο, έδειχνε απροθυμία να συναντηθούν. Τελικά χάθηκαν εντελώς… Η Βέρα προφανώς συνέχισε να βγαίνει με το μελαχρινό νεαρό.

Μετά το οριστικά τελευταίο τους τηλεφώνημα, ο Ζήσης έμεινε βουβός με το ακουστικό στο χέρι. Ύστερα από πέντε έξη λεπτά γέμισε ένα ποτήρι με ουίσκι και σωριάστηκε στην πολυθρόνα του. Έμεινε βουλιαγμένος εκεί, ώρα πολλή, με το ποτήρι στο χέρι, χωρίς να πίνει. Αργότερα σηκώθηκε αργά-αργά, άδειασε το ποτήρι στο νεροχύτη, γδύθηκε κι έπεσε μελαγχολικός στο κρεβάτι του από τις δέκα η ώρα, χωρίς καν να νυστάζει.

 

wrr

 

soumas_th* Ο Θόδωρος Σούμας είναι σκηνοθέτης και κριτικός κινηματογράφου. Βιβλία του: Κινηματογράφος και σεξουαλικότητα-ερωτισμός (1983), Έρωτας, ψυχολογία και αισθητική στο χολλυγουντιανό σινεμά (1992), 12 Ευρωπαίοι σκηνοθέτες (1999), Η Κλαίρη και η θάλασσα (2001),Κινηματογράφος και έρωτας (2005), Εθνικές κινηματογραφίες, στιλ και σκηνοθέτες

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top