Fractal

Διήγημα: «Η Λουλούδα»

Του Θόδωρου Πάλλα // *

 

 

f4

 

 

Αυτός θα ‘ταν ο άντρας της! Άντρακλας μου φάνταζε! Ψηλός, ξερακιανός κι έμορφος! Κι αυτή η Λουλούδα! Κοντόχοντρη, με μαλλιά λαδωμένα να κρύβουν πρόσωπο με άμορφα μάγουλα και κακία στα χείλη. Τα μάτια της καλυπτόταν από τεράστια γυαλιά χοντρά.

«Κουκουβάγια,» σκέφτηκα.

Ο άντρας μας κοιτούσε ψηλά απ’ τη φωτογραφία του, πάνω στο σύνθετο.

«Μελισσοκόμος,» την άκουσα.

Ολόρθος σπαρταρούσα, χέρια σταυρωμένα πρόσμεναν το βαγγέλιο, η ιερά εξέταση μέσα στη σιωπή της έλεγα πως τέλειωσε.

«Δυάρι είναι,» μου πέταξε.

«Έχω και κοπέλα,» της απάντησα.

«Το νοίκι κάθε πρώτη, απαρεγκλίτως,» τόνισε με τον δείκτη προτεταμένο.

Μέσα στην απαίτηση της τσιρίδας της πήγα να φύγω. Δεν άντεχα τον τρόμο του σαλονιού της. Λες και θανατοποινίτες να κρύφτηκαν στα έπιπλα πριν το σύρσιμό τους στην ηλεκτρική καρέκλα.

«Και ήσυχα…» τα λόγια που με κατευόδωσαν.

Βγήκα στον διάδρομο που αν κι ανήλιος μου δώρισε μια ριπή αέρα που μου έδιωξε τον ιδρώτα. Κατέβηκα στο ισόγειο. Μπήκα στο «σπίτι μου». Επιπλωμένο. Ντυμένο με τη μυρωδιά της Λουλούδας. Φονεμένο κερί, κολόνια «Μυρτώ», τόσο βαριά που αναγούλιασα και μάτια τζαμένια παντού.

Η κοπέλα μου ήρθε και τρίφτηκε στα πόδια μου. Η κάτασπρη Βίβιαν, η αθόρυβη σκυλίτσα μου. Ξέχασε να γαβγίζει, μέσα στην απόλυτη ησυχία που βασίλευε σε κάθε διαμέρισμα που νοίκιαζα. Ποδοσερνόταν νωχελικά από καναπέ σε καναπέ, ζούφωχνε σε μιαν λακκούβα του, παιχνίδιζε με κάποια κουρελού πεταμένη στο πάτωμα και ζούσε τη ζωή της ονειρευόμενη.

«Σου έφερα πίτα…»

Δρασκέλισε το άνοιγμα και στήθηκε αντίκρυ μου.

«Να την φας όλη!»

Μπάστακας από πάνω μου, κι εγώ στον καναπέ την παραφύλαγα με λοξές ματιές. Την έφαγα από υποχρέωση.

Το βλέμμα της αρίδα, άνοιγε δίοδο να τιναχτούν τα σπλάχνα μου.

Ένιωσα τα πόδια μου να κόβονται, το κορμί μου να χαλαρώνει. Χώθηκα σε μιαν αστέγαστη υπνηλία.

Κάθισε στην πολυθρόνα αντίκρυ μου. Άπλωσε το πρόσωπό της στα μάτια μου και κάτι έλεγε. Δεν την άκουγα. Την έβλεπα. Και μετά χάθηκε στο χάος μιας διάτρητης μαύρης τρύπας.

Σαν ξύπνησα, το σκοτάδι κτυπούσε τα τζάμια από τα παράθυρα. Άκουσα το ροχαλητό της Βίβιαν κι αναπήδησα. Ποιο όνειρο με παγίδεψε; Εξερεύνησα όλο το σπίτι. Καμιά απόδειξη πως η Λουλούδα ήρθε. Το πιάτο εξαφανισμένο. Η Βίβιαν αδιάφορη. Αν δεν ήταν εκείνος ο πόνος στο στομάχι, απόδειξη πως κάτι το απαγορευμένο εισέβαλε μέσα μου…

Της χτύπησα την πόρτα. Στο κεφάλι της μπικουτί, στο πρόσωπο ένα χαμόγελο πάλευε να διασώσει μιαν ατημέλητη άκρια ομορφιάς, από την ασχήμια της.

Τι να πεις; Τρεμάμενες κουβέντες.

«Δεν ρώτησα αν επιτρέπονται κατοικίδια…» «Η κοπέλα σου;» ρώτησε.

Κούνησα το κεφάλι. Με κοίταξε με κατανόηση που επέπλεε σε χολή και ειρωνεία.

Γύρισα στο διαμέρισμά μου.

Φταίνε τα φάρμακα, σκέφτηκα, να τα ελαττώσω… κι εκείνα τα στριφτά…άτιμο πράμα.

Πέρασα μια βδομάδα μετακυλώντας απ’ τη δουλειά στο σπίτι. Η καθιερωμένη χρόνων ρουτίνα. Κάθε πρωί και κάθε βράδυ ο περίπατος της Βίβιαν. Και κάθε πρωί και βράδυ εκεί, στον τρίτο, η κουρτίνα τραβηγμένη. Στο δωμάτιό της σκοτάδι, μα το φως του έξω κόσμου αντανακλούσε στα θεόρατα γυαλιά της.

Κοντά στο δεκαήμερο η πόρτα ξαναχτύπησε. Η Λουλούδα και μες στο πιάτο που προσέφεραν επιτακτικά το χέρι της κι ένα πατημένο χαμόγελο, δυο κομμάτια κέικ.

«Φά ‘το,» διέταξε και ξαναστήθηκε κατάφατσα, δεσμοφύλακας.

Ένας κόμπος κατέβασε το γλυκό και τα μάτια της πίσω από τα ματογυάλια καραδοκούσαν για μια μου αβλεψία.

«Ευχαριστώ,» ψιθύρισα προσπαθώντας να παλέψω με το βλέμμα της.

Μια φάλτσα μουσική και τα γυαλιά της να με αποχαυνώνουν. Κι έγειρα στον καναπέ τυλιγμένος από μιαν ευχάριστη ύπνωση.

Αισθάνθηκα να με πλησιάζει, να χώνει τα μούτρα της στο στόμα μου. Ανάσα σαπισμένων δοντιών διανθισμένη με κάψιμο σκόρδου. Και μετά, σαν ν’ άπλωσε σαπούνι στο πρόσωπό μου κι εγώ να δέχομαι την κόψη της λεπίδας να μου διώχνει τα γένια.

Ξύπνησα και το σκοτάδι στο σαλόνι μ’ αντάριασε. Λαφιάστηκα. Με το άναμμα της λάμπας η Βίβιαν παραπονέθηκε αργόσυρτα. Βούρλισα, που λένε, όλο το σπίτι. Κανένα σημάδι της Λουλούδας! Έφερα τα χέρια στα μάγουλα.

«Πότε ξυρίστηκα;» αναρωτήθηκα.

Δεν μπορούσα να θυμηθώ.

«Πιάστηκες αδιάβαστος,» ψιθύρισα.

Δεν μου είναι σύνηθες να πιάνω κουβέντα με ανθρώπους. Μήτε με αυτούς που από το μαγαζί τους τ’ απαραίτητα καθημερινά ψωνίζω. Οι φίλοι μου όλοι από τη δουλειά και όλοι παντρεμένοι. Με πολλές υποχρεώσεις. Ένα τσιπουράκι Παρασκευή απόγευμα ή Σάββατο μεσημέρι και μετά εκείνοι να τρέχουν στα ενοχικά των γυναικών τους. Κι εγώ λεύτερος στην ησυχία του σπιτιού μου.

Όμως ο γωνιακός ο περιπτεράς θα μπορούσε να με διαφωτίσει.

«Η Λουλούδα;» γέλασε. «Πού έμπλεξες! Όλοι οι ενοικιαστές της δεν αντέχουν μήτε χρόνο! Και οι γείτονες εξαφανίζονται με το που θα την μυριστούν».

«…»

«Αν είναι μόνη; Παιδιά δεν έχει. Για τον άντρα της λέγονται πολλά. Δεν ξέρω πως την παντρεύτηκε. Ίσως για την περιουσία της. Μελισσοκόμος. Για να την βλέπει το δυνατόν λιγότερο. Παλιά, αραιά και πού βγαίνανε. Μετά αυτός εξαφανίστηκε. Αυτή λέει πως τον τρώει η δουλειά και γυρίζει αργά τη νύχτα. Οι κουτσομπόλες ισχυρίζονται πως την παράτησε. Δεν άντεξε την ασχήμια και τη γλώσσα της και μετανάστευσε κατά τον Βορρά. Κάποιοι ψίθυροι ακούγονται πως τον δηλητηρίασε και τον έθαψε ψηλά, στα σύνορα. Εκεί στο πατρικό της. Σ’ ένα χωριό που τώρα το έσβησε κι ο χάρτης. Φήμες…»

«…»

«Καταλαβαίνω… σίγουρα τα παραλένε. Όμως είναι τόσο μεγάλη η κακία της, τόση η έχθρα του προσώπου της ανακατεμένη με φθόνο… κι εκείνα τα γυαλιά που το παραμορφώνουν… κι οι κατάρες της, τόσο συνηθισμένο να εκτοξεύονται απ’ την ψυχή της. Ένας απόπατος το στόμα της αν σε πιάσει και σε στολίσει… Καμιά δεν την ανέχεται πια… μήτε για καφέ δεν βρίσκει πλέον συντροφιά. Μόνον κάτι θεόκουφες ξεπεσμένες γριούλες που ελεούνται για λίγη παρέα ή για κάποια βουτήματα κι εκείνα αραχνοϋφασμένα».

Νυχοπερπατώντας γύριζα τις νυχτιές. Και μιας και οι φίλοι δεν ήταν διαθέσιμοι, μοναχός τσάρκα στο κέντρο, στα πάρκα της συνοικίας, στον κεντρικό της δρόμο καθρεφτιζόμουν στις βιτρίνες, μέχρι να δω την κουρτίνα στον τρίτο στη θέση της. Όσο πιο αθόρυβα μπορούσα διάβαινα την πόρτα κι όλη τη νύχτα αφουγκραζόμουν τον θόρυβο στο ασανσέρ, στις σκάλες. Και η Βίβιαν συνήθισε στο μπαλκόνι, βολευόταν εκεί, γλίτωνε το περπάτημα και της άρεζε περισσότερο.

«Μπα,» σκεφτόμουν ακοίμητος. «Η ασχήμια της οδηγεί τις γλώσσες σε τέτοια μυθεύματα.

Άλλωστε γνωρίζω από γλωσσοκοπάνες, μιας κι εργένης και κλεισμένος στο σπίτι, σχεδόν πάντα, έβλεπα βλέμματα να με τρυπούν και ψιθύρους να με συνοδεύουν.

Από την άλλη, όποιος φυλά τα ρούχα του…

Στο κατώφλι της πόρτας μ’ ένα ξεφτισμένο χαμόγελο. Εστίασα (διέτρεξα διακριτικά- προσεκτικά) στο πρόσωπό της. Πάνω στις ζάρες του μια χωρίς όρια μοχθηρότητα. Αιμοδιψής λύκαινα έχει ματώσει τους κυνόδοντές της κι έχει καρπωθεί όλο το αίμα της ζωής της. Κι η κακεντρέχεια για τον βίο των άλλων πάνω στις ουλές που μόνη της μάτωσε τις ώρες που κατάρες μηχανευόταν. Τα γυαλιά μεγάλωναν τις κόρες των ματιών, χοάνες ωκεανών που σε συνθλίβουν στο αχανές του βυθού.

Ένα μυρμήγκιασμα διέτρεξε τη ράχη μου.

Το χαμόγελό της έγινε σκληρό, σατανικό.

Ποιος την άνοιξε; Μην κι είμαι ακόμα στον καναπέ και την ονειρεύομαι; Στράφηκα και είδα την Βίβιαν να έχει σηκώσει το κεφάλι της. Σα να ετοιμαζόταν να επιτεθεί. Η Λουλούδα της έριξε βλέμμα οχιάς και η κοπέλα μου βούλιαξε τρομαγμένη στον λάκκο της.

Πέρασε και στήθηκε στη μέση του σαλονιού. Κουλουράκια κουβαλούσαν την ζεστασιά του φούρνου, άρωμα βανίλιας κι ένα ξεφτίδι μαστίχας. Άπλωσα το χέρι μου μηχανικά.

«Μισό λεπτό, να ταΐσω τη Βίβιαν,» την αιφνιδίασα.

Μ’ ένα κουλουράκι στο στόμα πέρασα στο κουζινί. Η Βίβιαν με ακολούθησε. Έριξα τα κουλουράκια στο πιάτο της. Γεύθηκα μια βουκιά μονάχα από εκείνο που είχα στο στόμα. Έκοψα μια κόρα ψωμί και μασουλώντας την, μετά από όση ώρα έπρεπε, πέρασα στο σαλόνι.

«Νοστιμότατα,» της είπα.

Κοιτώντας πίσω μου, η Βίβιαν είχε απλωθεί στο χαλί της κουζίνας. Κοιμόταν;

«Γεια στα χεράκια σας,» της ξαναλέω.

«Έλα, κάθισε,» την ακούω και μου δείχνει τον καναπέ απέναντί της.

Έπλεξα τα δάχτυλα στο ύψος της κοιλιάς και περίμενα. Όπως περιμένουμε κάποιον να πει την ιστορία της ζωής του. Κουμπώνει τα γυαλιά της πάνω μου, ένα πλανόδιο βλέμμα καραδοκεί. Η σιγαλιά του κόσμου πριν την συντριβή του.

Γέρνω και παίρνω τη θέση του κοιμισμένου. Μέσα από μια ραγισματιά των ματιών βλέπω το πρόσωπό της να πλησιάζει μακάβριο. Μυρίζει το χνώτο μου, μετρά τον ύπνο μου θαρρείς.

«Έτσι καλό παιδί,» αρχίζει.

«Είχα μια δύσκολη ζωή. Σου τα ξανάπα. Χωρίς φίλες. Ερχόταν μαζί μου γιατί τις τάιζα. Σαν ήμασταν μικρές γλειφιτζούρια, καραμέλες, σοκολάτες. Σαν μεγαλώσαμε καφέδες, ταβέρνες. Οι γαϊδούρες! Σαν βάζανε ένα δικό τους βρακί στον κώλο, αποτραβιότανε. Να διεις πως καθότανε απέναντί μου. Σα να είχαν στην παρέα ένα απόβλητο. Ένα χέσμα. Κι εγώ τις διαπόμπευα. Γελούσα και φώναζα κι όλοι στρεφόταν κατά μας. Αυτές δεν είχαν πού να κρυφτούν. Κι οι κατάρες μου φώλιαζαν στα μίνια και στα ντεκολτέ τους που έδειχναν βρακιά και στήθια. Οι πόρνες! Η μια έσπασε το πόδι της, η άλλη το χέρι, της άλλης το παιδί της βγήκε λωλό. Να μάθουν!»

Άκου να τη βαφτίσουν μάγισσα! Κουκουβάγια την κορόιδευαν. Και τέρας. Ο Κουασιμόδος των Αθηνών, είπε κάποια. Μα αυτή είχε λεφτά και μπορούσε όλα να τα αγοράσει. Ως και τον άντρα. Τις πήρε τον Θεόκλητο, εκείνον τον ομορφάντρα κι αυτές πέσανε του πεθαμού.

«Οι τρισκατάρατες! Ύπνος να μην πλησιάσει τα μάτια τους. Ο Θεόκλητος! Α, αυτός ο δερβέναγας που τον πρώτο καιρό μ’ έπαιρνε και με σήκωνε ψηλά. Τον υπεραγαπούσα. Μέχρι που τον άκουσα να λέει, «Τι; Να κάνω παιδί με αυτό το τέρας; Πως θα βγει;» θα σου δείξω εγώ σιχαμένε, του είπα. Μου ήθελε να γίνει και μελισσοκόμος! Λες και δεν κατάλαβα πως με τις παστρικιές γυρνούσε».

Άκου να λένε πως τις καταριέται και πιάνουν οι κατάρες της! Λες και το έκανε ξεπίτηδες.

Κι έλεγε, έλεγε…

Μια αγριάδα μέσα στο μυαλό μου έσπασε το τσιμέντο και πρόβαλε κάτι στοματάκια αδηφάγα που γιόμισαν τον τόπο.

«Με είπε καταθλιπτικιά, ναι, εμένα, αυτός που τον στόλισα με μια περιουσία, και πως τον γιόμισα με χαλασμένες υποσχέσεις, τις πέταξα λέει από δω κι από κει κι άντε τώρα να τις συμμαζέψω, άκου…»

Ήρθε μια ζεστασιά και μ’ έσφιξε… σαν τότε, πρόπερσι θα ‘τανε, που ψηλά στο καταφύγι, πόσα χρόνια είχα να πάω στην κορφή εκείνου του βουνού, αγκάλιαζα μια κούπα αχνισμένη σοκολάτα, μια φλούδα πορτοκαλιού πάνω στα ξύλα στο τζάκι καλοδεχόταν παιδικές αναμνήσεις, απομεινάρια λεμονιού στο ποτήρι μου, ένα στυμμένο έβαψε με κάποιες σταγόνες το ξύλο του τραπεζιού και μια πίκρα ακατανόητη κι απέναντι κάποια μάτια γαλανά βολεύτηκαν πάνω μου κι εγώ ντράπηκα τόσο…

Πώς χάλασαν όλα στη ζωή μου έτσι; Αναρωτήθηκα.

«Μελισσοκόμος ο αχαΐρευτος! Να τρέχει σε όλη τη χώρα και να σπέρνει παιδιά… μ’ εμένα τίποτα… με απόφευγε σαν ο διάολος το λιβάνι… κι εγώ τον κανόνισα…»

Το ζουζούνισμα των μελισσών, μια χούφτα νερό στο πρόσωπό μου, το αγκομαχητό ενός σαραβαλιασμένου ύπνου στον χρόνο που έτρεχε…

Πετάχτηκα.

Το σκοτάδι μιλούσε έξω με κάτι παιδικές φωνές. Μέσα το αγκομαχητό του ψυγείου και η άχνα απ’ τ’ απλωμένα ρούχα.

Στην κουζίνα έσκυψα ν’ ακούσω το γουργουρητό της Βίβιαν. Σιγή. Προχώρησα στην μπαλκονόπορτα. Ένας θηριώδης άνεμος ταράζει τις βραγιές. Η βροχή κατοίκησε στους δρόμους πάνω απ’ την ανασφάλεια των αυτοκινήτων.

Ήταν κάποτε ένας μόνος άντρας που πέρασε ο καιρός κι έμεινε για πάντα μόνος… Αποφλοίωνε τη μοναξιά του και την άφηνε γυμνή. Χωρίς στολίσματα. Είπε να την καδράρει σαν πίνακα ζωγραφικής. Δεν υπήρχε θέμα, δεν είχε χρώματα και μολύβια. Πήρε ένα κάρβουνο και τράβηξε τρεις γραμμές. Και στο κέντρο ένα πηγάδι ξερό να κοροϊδεύει τον αγωγιάτη.

Κι εκεί, μες στον αθόρυβο βηματισμό του χρόνου, η Λουλούδα προχώρησε ράθυμα στην άκρια των γεγονότων που με ξεπερνούσαν…

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top