Fractal

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Της Θεσσαλονίκης κείμενα (Β΄ μέρος)

Επιμέλεια: Κατερίνα Καριζώνη //

 

Σύνθεση: Χλόη Κουτσουμπέλη //
Φωτογραφίες: Γιάννης Βανίδης //

Συμμετέχουν με κείμενά τους με αλφαβητική σειρά οι:

ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ / ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ / ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ / ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ / ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ / ΕΥΗ ΚΑΡΚΙΤΗ / ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΖΛΑΡΗΣ / ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ / ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ / ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ/

 

Μικρά στιγμιότυπα, μνήμες, ζωγραφική με λέξεις, λογοτέχνες, φωτογράφοι, ζωγράφοι, δημοσιογράφοι μιλούν για την πόλη. Συνοδευμένα από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του γνωστού φωτογράφου της πόλης, Γιάννη Βανίδη.

 

Διαβάστε το Α΄ μέρος του αφιερώματος εδώ >>

 

 

Το λάμδα στον ουρανίσκο της

 

ΤΗΣ «ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΟΥΛΑΣ» Στην Όλγα Κολιού

(Σεξ)αλονίκη, (με το «λ» να χτυπάει πίσω-πίσω στον ουρανίσκο κι υγρά να τον θωπεύει) την ονομάζουνε/με, ως άστυ άκρως ερωτικό, κι εδώ, σημαίνον και σημαινόμενο κάπως συμπίπτουν, γιατί αν οι λέξεις είναι που μιλούν το σώμα, φορές (ιδιαίτερες) κι εκείνο τις μιλά θωπεύοντάς τες. Μα και (Ξε)Σαλονίκη την αποκαλούνε/με ότι μεγάλα και ποικίλα ξεσαλώματα έχει ή ίδια ζήσει, αλλά κι εμπνεύσει. Η αδερφοφίλη μου, η Όλγα, όμως, που εδώ και κάμποσα χρόνια την άφησε πίσω της με πόνο ψυχής για το νότο, νοσταλγικά την αποκαλεί «Θεσσαλονικούλα μου» και μόνο οι δυο μας όπως και κάτι άλλα κουρέλια της σειράς μας (των πενήντα και βάλε) που ακόμα ψιλοτραγουδάνε/με, ξέρουν/με το λόγο και την αιτία που δεν έχει να κάνει μόνο με την παραλία της της, τα στενά της τα σοκάκια, τα κάστρα της, τα μαγαζιά της, τις ιστορικές συνοικίες της, την βυζαντινή αύρα της, αλλά κυρίως με τα χρόνια εκείνα τα γλυκά, τα ερωτικά, τα ξασαλωτικά, τα γνωστά και ως φοιτητικά που άκουγαν εμμονικά «Τα Μπαράκια» σε πικάπ και κασετόφωνο. Εγώ Σαλονικιώτικο νταμάρι, εκείνη του θεσσαλικού κάμπου γέννημα-ανάθρεμμα συναντιόμαστε στο θρυλικό φουαγιέ της Φιλοσοφικής ένα πρωί Δευτέρας ενός Σεπτέμβρη αρχές του ΄80, πρωτοετείς και αγχωμένες. Ψάχνουμε αμφότερες (με γλυκιά αδημονία) να μάθουμε πού κατοικοεδρεύει το Αγγλικό τμήμα, όπου μας μέλλει να περάσουμε μερικά από τα πιο Σαλονικιώτικα χρόνια μας. Μας παίρνει το μάτι μιας ευγενικής μορφής με περιποιημένο κάτασπρο μούσι και μεγάλα, χοντρά γυαλιά μυωπίας σε μαύρο κοκάλινο σκελετό. Μας πλησιάζει διακριτικά χαμογελώντας: «Tί ψάχνουν τα κορίτσια; Πρωτοετείς είστε;» «Μάλιστα. Μήπως ξέρετε που θα βρούμε το Τμήμα Αγγλικής;» «Ακολουθήστε με, θα πάμε μαζί» Μπαίνουμε στο ασανσέρ, πατάει το τρία, φτάνουμε στον 3ο, μας πηγαίνει, σχεδόν απ’ το χέρι, μέχρι την πόρτα του 308 (πόσες ώρες αλήθεια θα περάσουμε στο εν λόγω σπουδαστήριο…), μας εύχεται «καλή αρχή, καλές σπουδές» και μας αφήνει για να κατέβει από τη σκάλα στο δεύτερο όροφο. Λίγες μέρες αργότερα τον συναντάμε στο αμφιθέατρο – όλοι και όλες επιλέγουνε/με την «Εισαγωγή στην Αρχαιολογία» άλλωστε. Λέγεται Μανόλης Ανδρόνικος. Πόλη φιλόξενη, απλή και ταπεινή όπως κι οι άνθρωποί της. Και κύλισαν τα χρόνια και σταματημό δεν έχουν και: Έχω [μια φίλ[η], φίλ[η] απ’ τα παλιά Ξενύχτι, γλέντι και σεργιάνι Πελώριο, αχόρταγο θεριό Ρούφηξε [τούτης] της πόλης το ποτάμι.
Και πάντα επιστρέφει…

ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ

 

image006

 

Η ερωτική της μνήμη

 

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ

Το φορτηγό του Μανόλη πάρκαρε στην πλατεία ” Τα Πλατανάκια”, ανάμεσα στους Δώδεκα Αποστόλους και την πλατεία Βαρδαρίου. Εκεί πάρκαραν τότε τα φορτηγά που έμπαιναν στην πόλη από τα Δυτικά. Εμείς ξεχυθήκαμε στα κουτουκάκια της οδού Ειρήνης. Ακούγαμε ρεμπέτικα, σμυρναίικα, μακρόσυρτους λιποθυμισμένους αμανέδες. Πανσπερμία η Θεσσαλονίκη. Ο Μιχάλης μας πρότεινε να επισκεφτούμε τα Λαδάδικα. Τα ήξερε από κάποιον Αλέκο( Σαλονικιό) που παραθέριζε στο χωριό μας τα καλοκαίρια. Περιπλανηθήκαμε σε βρώμικα στενοσόκακα και ρωτώντας βρεθήκαμε σ’ ένα παλαιό διώροφο τούρκικο σπίτι, όπου μπαινόβγαιναν μισομεθυσμένα ναυτάκια. Μπήκαμε κι εμείς. Η ξύλινη εσωτερική σκάλα έτριζε σε κάθε μας πάτημα. Μύριζε μούχλα ανακατεμένη με φθηνή κολόνια. Στη σάλα δυο γυναίκες μισόγυμνες, χοντροκώλες, με έντονο ρουζ στα πουδραρισμένα τους πρόσωπα, χαριεντίζονταν με έγχρωμους ναύτες του έκτου αμερικανικού στόλου που μασούσαν την τσίχλα τους κρατώντας ένα μισογεμάτο μπουκάλι ουίσκι στο ένα χέρι και στο άλλο το μάλμπορο. Ήταν Σεπτέμβριος μήνας και η Θεσσαλονίκη γιόρταζε. Τα αεροπλανοφόρα FORESTALL και ENTERPRISE αγκυροβολούσαν στο λιμάνι. Επισκέφτονταν τιμητικά τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης. Δεν πήραμε ανάσα και μια χοντρή , που τη φώναζαν Σουλτάνα ,μας έσπρωξε σ’ ένα σκοτεινό δωμάτιο -Ξεντυθείτε κι έρχομαι, είπε. Όταν τα μάτια μας συνήθισαν στο σκοτάδι ,είδαμε δυο γεροδεμένους άντρες να κάθονται σε μια γωνιά. ‘Εμοιαζαν με παλαιστές ή μποξέρ. Ήταν οι νταβατζήδες. Το δωμάτιο επικοινωνούσε μ’ ένα άλλο μικρότερο. Ήρθε η Σουλτάνα.-Ποιος θα περάσει πρώτος; ρώτησε

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΖΛΑΡΗΣ

 

image007

 

Ένας πολυσχιδής λαβύρινθος τρυφερότητας

 

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ- ΠΟΛΗ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ ΜΟΥ ΛΑΒΥΡΙΝΘΟΣ

Θεσσαλονίκη, πόλη χιλιόχρονη, ιστορίας μακραίωνη, τριγυρισμένη κάστρα, εντειχισμένη, αντηχείο εικόνων, ψιθύρων και ήχων. Βυζαντινές εκκλησιές περίλαμπρες, διάσπαρτες, πετράδια πολύτιμα μες σε χαλάσματα. Πόλη περίκλειστη, στεφανωμένη. Μισόκλειστα βλέφαρα. Νύφη περίλυπη, ανάερη, διάφανη, ντυμένη στο πένθος και στ όνειρο. Ταξίδι αέναο, ακίνητο, ανάστροφο μέσα στο χρόνο. Ξεχασμένη στʼ αμπάρια της μνήμης. Απόπλους, διάπλους, περίπλους, αναχωρήτρια, καρτερική και έρημη. Χαμηλόφωνη, εσωστρεφής, ενδόμυχη, μες στα εσώτερα περιδινούμενη, υψιπετής στα σκοτεινά και στα απόκρυφα. Κορμί κεντημένο οδύνες. Φρυκτωρία μες στην ομίχλη. Έρχεσαι πάλι και πάλι με χέρια πλοκάμια, τρυφερή αγκαλιά θανάσιμη, περίπαθος βρόχος. Μνηστή, ερωμένη, μητριά και μαινάδα, γλυκερό δηλητήριο, σάρκα πονεμένη , ναυάγιο. Θεσσαλονίκη υποβρύχια, άδηλη πόλη, πόλη του βυθού και της μνήμης, πόλη της σιωπής και των νευμάτων, πόλη αιχμηρή και παρήγορη, πόλη πλανεύτρα και πόλη παιδοκτόνος. Κάποτε θρήνος γοερός, ατέλειωτος, σπαρακτικός, βαρδάρης λυσσαλέος, δέντρα ξεριζωμένα στην πνοή του ανέμου. Πόλη πολυπρόσωπη, σταυροδρόμι πολιτισμών, χωνευτήρι λαών, όψη ραγισμένη, χαραγμένη, ψηφιδωτό πληγών και τραυμάτων. Πόλη ρέουσα, διαρκώς μεταβαλλόμενη, πόλη μεταναστών και προσφύγων, κατατρεγμένων, φτωχών και ακλήρων. Πόλη πέρασμα, αλλά και πόλη γεφύρωμα, πόλη πανδέκτης και πόλη προορισμός. Πόλη φιλόξενη, αλλά και πόλη αποπέμπουσα, πόλη μισαλλόδοξη, αλλά και πόλη πιστών. Κορμί γυμνό, ψηλόλιγνο, απλωμένο στον κόλπο ράθυμο, γερμένο στο πλάι καλλίγραμμο. Θερμαϊκός κόλπος ευρύστερνος, στοχαστικός και εγκάρδιος, πυρπολημένος χρώματα, απλησίαστο κάλλος, δειλινά χαρμολύπης αξέχαστα. Πόλη τροφός, μισητή, λατρεμένη, αμφίσημη. Μέσα στο αίμα λαθραίως εισβάλλουσα, εγκαταστημένη για πάντα, πονεμένη και χαίνουσα. Πόλη αίνιγμα, πόλη μυστήριο, πόλη σώμα μου , αλλά και πόλη των άλλων. Ιστορίας απάνθισμα, καταφύγιο και εκατόμβη συνάμα. Τόπος προσευχής και τόπος μαρτυρίου. Γονυκλισίας προσκύνημα. Πόλη προπύργιο, ρεμβάζουσα, μες στους αιώνες με το ραβδί αενάως περιοδεύουσα. Πόλη επιτύμβιο, σφραγίδα, πεφιλημένη, εγχάρακτη πλάκα αλησμόνητη στην ψυχή και στο σώμα μου.

ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ

 

image008

 

Τα μικρά στιγμιότυπα που συνθέτουν το μεγάλο κολλάζ

 

ΜΙΚΡΟ ΕΜΠΟΡΙΚΟ

Ήθελε να φτιάξει κάτι ξεχωριστό. Του έλεγαν πως δεν είχε καμιά τύχη, χωρίς βιτρίνα, χαντακωμένος στο ημιυπόγειο. Τους αγνόησε. Τα ρούχα ήταν φτιαγμένα από καλά υφάσματα, κασμίρια, λίνα, μεταξωτά για βραδιές που δεν έζησε και μόνο ονειρεύτηκε. Λάτρευε τα πανιά, τις βελούδινες κορδέλες και γιακάδες, τις διάφανες κλωστές στους ποδόγυρους. Ήξερε πως τα ρούχα έχουν μυστικά όπως οι άνθρωποι, γι αυτό δεν ήθελε να κραυγάζουν, τα ήθελε αυστηρά, απεχθανόταν τις τρέλες.
Με τα χρόνια έφτιαξε τον κύκλο του. Οι πελάτισσες κατέβαιναν 3- 4 σκαλοπάτια για να μπουν στον κόσμο του. Μερικές φορές ζητούσαν στένεμα, άλλες φορές κόντεμα, στέκονταν μπροστά του ακίνητες σαν αγάλματα. Τα χέρια του δούλευαν πυρετικά πάνω στα ρούχα χωρίς ποτέ να αγγίζουν το σώμα. Το είχε δουλέψει αυτό, έκανε αμέτρητες πρόβες πάνω στις κούκλες μέχρι να το πετύχει.
Συχνά ταξίδευε για να φέρει στο εμπορικό ότι φαίνονταν στα μάτια του καλύτερο. Κάποτε έφερε και έναν καθρέφτη. Στένευε και μάκραινε την σιλουέτα, τον αγάπησε από το πρώτο λεπτό, εκείνες ίσως ακόμη περισσότερο.
Μια από τις πελάτισσες του ένα απόγευμα, λίγο πριν αγοράσει ένα ανοιξιάτικο μαντώ σπαρμένο με μαύρα τριαντάφυλλα του είπε: «Σ΄ ευχαριστούμε για αυτόν τον καθρέφτη. Είναι μαγικός».
Ήταν πολύ ευχαριστημένος που υπήρχαν κι άλλοι άνθρωποι που όπως αυτός, μπορούσαν να εκτιμήσουν στην ζωή λίγη μαγεία.

EYH ΚΑΡΚΙΤΗ

 

image009

 

Οι δεκαετίες που τελειώνουν μέσα στην πόλη

 

ΤΕΛΗ ΤΟΥ 50

Προς τα τέλη της δεκαετίας του ’50 στην Ε΄Δημοτικού, στο 58ο Δημοτικό που ανήκε και ανήκει ακόμη στο λεγόμενο συγκρότημα της οδού Συγγρού στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, μαζί με άλλα τρία δημοτικά και το περιλάλητο 4ο Αρρένων, είχαμε ένα δάσκαλο, τον Ξ. Ήταν πάντα με μαύρο κοστούμι, όπως όλοι τότε, και είχε κατακόκκινο παχύ λαιμό.

Ήταν ο φόβος και ο τρόμος. Είχε ένα σετ από άψογες βέργες, ένα μέτρο και βάλε και μας έδερνε ανηλεώς αγόρια και κορίτσια. Σου έλεγε άπλωσε το χέρι και… Ο πόνος ήταν οξύς και ανυπόφορος και το σημάδι κρατούσε για μέρες. Μία φορά μάλιστα του ξέφυγε και τα σκάγια πήραν τον λαιμό του Τ. οπότε έγινε μεγάλο σούσουρο στον κύκλο των γονέων και κηδεμόνων. Αλλά δε φάνηκε να βάζει μυαλό. Ίσως γιατί ο ίδιος άνθρωπος έδειχνε εξαίρετη δραστηριότητα σε έναν άλλο τομέα, στη μουσική, ίσως γιατί κάλυπτε απωθημένα των μεγάλων, ίσως γιατί δεν ξεπερνούσε τα όρια της παιδαγωγικής εκείνης της εποχής…
Έπαιζε καλό σχετικά βιολί και μ’ αυτό κανοναρχούσε χορωδία με τέσσερις φωνές που την είχαμε φτάσει σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Μας καλούσαν μάλιστα δεξιά και αριστερά, ως και στη Φλώρινα. Ανάμεσα στα άλλα λέγαμε το «Πέτα σκέψη…» -μας είπαν ότι είναι το «Χορικό των φυλακισμένων» απ’ το Ναμπούκο του Βέρντι-, το «Μακρινή καμπάνα..» του Σούμπερτ, αλλά και το «Μυστηριώδεις σείονται των Πλαταιών οι τάφοι…» που αναφέρεται στην πολιορκία του Μεσολογγίου. Ότι είναι του Σούμπερτ δε μας το είπανε. Αργότερα, μετά από πολλά χρόνια, εντόπισα με αγαλλίαση ότι είναι από τα «Τραγούδια του χειμώνα» που τα άκουγα με τον γνωστό και μη εξαιρετέο Ντίτριχ Φίσερ Ντισκάου, από διπλό δίσκο πανάκριβο της Deutsche Grammophon του οποίου μάλιστα η 4η όψη ήταν άγραφη. Η μουσική δε θυμάμαι, αλλά οι στίχοι του άλλου ήταν του ευπατρίδη Κωνσταντινουπολίτη Ηλία Τανταλίδη που θα πρέπει να ήταν πολύ αγαπητός μια εποχή.
Αυτά τα τραγούδια με έβαζε να της τα λέω μία θεία μου νηπιαγωγός όταν πήγαινα τα καλοκαίρια στην Έδεσσα και έκλαιγε από χαρά.

ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ

 

image010

 

Και οι ποιητές που πέθαναν αλλά ζουν

 

Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΩΝ ΠΟΙΗΤΩΝ

Κάποτε έπαθα μια κρίση γαστρίτιδας. Διπλώθηκα στα δύο απ΄τους πόνους γιατί η μάνα μου κάθε πρωί μου έδινε να πιω ένα ποτήρι ζεστό γάλα που μου τσάκιζε το στομάχι. Κι ενώ της εξηγούσα ότι δεν μπορούσα να το πιω, γιατί υπέφερα , εκείνη, όπως πάντα, επέμενε να γίνει το δικό της. ‘Ωσπου έπαθα οξεία γαστρίτιδα και οι γιατροί μας συνέστησαν να κάνουμε αμέσως μια ακτινοσκόπηση.
Η μητέρα μου με πήγε την άλλη μέρα σ΄έναν ακτινολόγο, φίλο του πατέρα μου , τον Μανώλη Αναγνωστάκη που είχε το ιατρείο του στην οδό Τσιμισκή. Ο Αναγνωστάκης ήταν ένας ψηλός οστεώδης άντρας με παχύ μουστάκι που φορούσε πάντα τα ίδια μαύρα κοκάλινα γυαλιά. Μας χαιρέτησε φιλικά, ρώτησε τι κάνει ο πατέρας μου κι ύστερα μου έδωσε να πιω ένα ασβεστώδες ποτό που έμοιαζε με γάλα , αλλά είχε πολύ χειρότερη γεύση. Η μάνα μου κάθισε σε μια πολυθρόνα μπροστά στο γραφείο του κι έπιασαν κουβέντα. Εγώ στο μεταξύ έπινα αηδιασμένη το απαίσιο ρόφημα. Ξαφνικά την άκουσα να λέει γεμάτη ενθουσιασμό.
-Ξέρεις Μανώλη, η Κατερίνα γράφει ποιήματα.
Ο Αναγνωστάκης γύρισε αργά το κεφάλι του και μου έριξε μια διερευνητική ματιά σα να με ζύγιζε.
-Ποιήματα….., είπε. Καλύτερα, σ΄αυτή τη φάση, να κοιτάζει τα μαθήματά της.
Ύστερα μ’ έβαλε να σταθώ πίσω από ένα ογκώδες μηχάνημα και μου έβγαλε την ακτινογραφία. Φεύγοντας με σταμάτησε στην πόρτα.
-Φέρε μου καμιά φορά τα ποιήματά σου να τα δω, μου πέταξε γελώντας.
Κι όταν του τα πήγα, μετά από λίγες μέρες, μου έδωσε δυο συμβουλές που τις θυμάμαι ακόμα. Η πρώτη ήταν να διαβάζω πολλή ποίηση και η δεύτερη να μη βιάζομαι να εκδώσω.

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ

 

image011

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top