Fractal

ΑΦΙΕΡΩΜΑ: Της Θεσσαλονίκης κείμενα (Α΄ μέρος)

Επιμέλεια: Κατερίνα Καριζώνη //

 

Σύνθεση: Χλόη Κουτσουμπέλη //
Φωτογραφίες: Γιάννης Βανίδης //

Συμμετέχουν με κείμενά τους με αλφαβητική σειρά οι:

ΤΑΚΗΣ ΓΡΑΜΜΕΝΟΣ / ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ / ΒΑΣΙΛΗΣ ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ / ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ / ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΚΑΡΙΖΩΝΗ / ΕΥΗ ΚΑΡΚΙΤΗ / ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ / ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΙΖΛΑΡΗΣ / ΑΝΝΑ ΚΟΥΣΤΙΝΟΥΔΗ / ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ / ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ/

 

Μικρά στιγμιότυπα, μνήμες, ζωγραφική με λέξεις, λογοτέχνες, φωτογράφοι, ζωγράφοι, δημοσιογράφοι μιλούν για την πόλη. Συνοδευμένα από τις εξαιρετικές φωτογραφίες του γνωστού φωτογράφου της πόλης, Γιάννη Βανίδη.

 

 

Την λένε ΖΩΗ της πόλης και κρύβεται μέσα στην πιο μικρή κόγχη

 

ΤΗΣ ΖΩΗΣ

Τη λένε Ζωή, ετών εξήντα δυο, κομμώτρια, λίγα χρόνια πριν τη σύνταξη. Έχει την «επιχείρησή» της σ’ ένα από τα στενά της Τούμπας που κάποτε, σε κείνη την πολλά υποσχόμενη δεκαετία του ογδόντα, είχαν γεμίσει με συνοικιακά μαγαζάκια. Όλα στα πόδια μας, ψιλικά, κουβαρίστρες, τσιγάρα για τον πατέρα, Μανίνα για τη μεγάλη αδερφή.
Στέκει ο χρόνος σ’ αυτό το κακοβαμμένο κατάστημα με τη φθαρμένη μπογιά να πλαισιώνει την τζαμαρία του. Ξασπρισμένες φωτογραφίες με κουρέματα του εβδομήντα, του ογδόντα, βαριά-βαριά του ενενήντα. Ναι, στέκει γλυκά ο χρόνος σε τούτα τα κεφάλια των παροπλισμένων πια μοντέλων.
«Θα πάρω τη σύνταξή μου σε δυο χρόνια, αλλά φοβάμαι ότι μοναχή μου μέσα στο σπίτι θα τρελαθώ. Θα κρατήσω μερικές καλές πελάτισσες. Θα πηγαίνω στα σπίτια τους για πιστολάκι, κανένα κούρεμα. Όχι για το χαρτζιλίκι, αλλά για να περνάει η μέρα μου», μου λέει όσο με σαπουνίζει στον πρωτόγονο λουτήρα της.
Οι πελάτισσες, τα «κορίτσια της» έχουν γεράσει μαζί της. Κάποιες «φύγανε», έτσι μιλάει για τις νεκρές, λες και αποδημήσανε σε κάποιον τόπο της λησμονιάς. Οι περισσότερες είναι γιαγιάδες, έρχονται συχνά με τα εγγόνια τους οι πιο νέες και κάτι μεγαλύτερες βαστούνε μόνο μικρές φωτογραφίες στο πορτοφόλι τους, άγουρων αντρών σε πόζες άτσαλες με άβολες χακί στολές.
«Μπήκα μέσα κοριτσάκι, εικοσιτρίο χρονώ. Μαζί πορευόμαστε όλα αυτά τα χρόνια. Τότε ο νοικοκύρης ήθελε να μου αυξήσει το νοίκι. Τώρα παρακαλάει να μείνω. Ρήμαξε ο δρόμος κι όλα τα μαγαζιά άδεια, ξενοίκιαστα. Αν είχα χρόνια μπροστά μου θα έβγαινα κι εγώ στον κεντρικό δρόμο, θα έκανα μαγαζί περιωπής με καινούργιες καρέκλες και αστραφτερούς καθρέφτες. Αλλά πού χρόνος πια…», μου απολογείται δείχνοντάς μου ένα μαδημένο, πλαστικό κάθισμα.
Μια γυναίκα στα εβδομήντα της ψήνεται μέσα στην κάσκα, μια άλλη συζητάει με την εγγονή της που κρατάει πεισματικά στο χέρι της ένα ξεφτισμένο μουσταρδί αρκουδάκι. Παρατηρώ τα πλαστικά λουλούδια μέσα σ’ ένα ραγισμένο βάζο στη μια γωνία του καθρέφτη και τις εικόνες μαζί με το ημερολόγιο τοίχου με τα στιχάκια στην πίσω πλευρά στην άλλη.
Μια βόλτα στο παρελθόν θα είναι αυτό το δίωρο. Εγώ παιδάκι, με τα παιχνίδια στους σκιερούς δρόμους. Θυμάμαι που ερχόμουν εδώ για να πάρω τη μητέρα μου κάθε Σάββατο κι εκείνη με φώναζε που περνούσα το μεγάλο δρόμο, αλλά δεν μ’ ένοιαζε γιατί την καμάρωνα που στεκόταν απέναντί μου νέα και δροσερή, με τα μαλλιά της γυαλιστερά και περιποιημένα.
Μ’ αρέσει που αυτό το γερασμένο μαγαζί, κρατάει μέσα του το χρόνο. Γερνάει το αφεντικό και οι πελάτες, αλλά την ίδια ώρα όλα μένουν ίδια. Η συνήθεια φενακίζει τη φθορά, η καθημερινότητα γίνεται δίχτυ ασφαλείας για όλες τις αναποδιές που μπορεί από τη μια στιγμή στην άλλη να ανατρέψουν τα μεγαλόπνοα πλάνα μας.
Μ’ αρέσει που φύλακας αυτού του στεκάμενου χρόνου είναι μια Ζωή.

ΔΩΡΑ ΚΑΣΚΑΛΗ

 

image001

 

Και είναι αυτή ακριβώς η σχέση πατρίδα

 

ΠΟΙΑ ΣΧΕΣΗ ΑΡΑΓΕ ΜΕ ΔΕΝΕΙ ΜΕ ΑΥΤΗ ΤΗΝ ΠΟΛΗ;

Νιώθεις ένα πρωτόγνωρο συναίσθημα όταν συργιανάς σ’ αυτήν την πόλη νωρίς τα ήρεμα κυριακάτικα πρωινά και περιδιαβαίνεις το κέντρο της, αντάμα με αγουροξυπνημένους αλλοδαπούς και άστεγους.
Σαν νεοφερμένος στην ίδια σου γενέθλια πόλη, βλέπεις αυτά που σου διαφεύγουν στις καθημερινές ρουτινιάρικες διαδρομές, πνιγμένα στον ορυμαγδό της κίνησης, πεζής και εποχούμενης.
Παραλία, Τσιμισκή, Εγνατία, Πολυτεχνείου, Βαρδάρι. Κτίρια παλιά και νέα, με προσωπικότητα και χωρίς, εκκλησιές, πάρκα, αγάλματα, αρχαία, προβάλλουν, λες, για πρώτη φορά μπροστά σου σ’ αυτό το αλλιώτικο κοίταγμα.
Σηκώνεις το κεφάλι να τα’ αγναντέψεις. Χώνεσαι σ’ έρημα δρομάκια και στοές, στρίβεις γωνιές, ενώ η πόλη κοιμάται τον γλυκό ύπνο της Κυριακής.
Αυθόρμητη η κίνηση στο κλικ της φωτογραφικής μηχανής και στο μολύβι πάνω στο χαρτί, για διπλή αποτύπωση της ηρεμίας και αιωνιότητας όγκων και τοπίων.
Ποια σχέση άραγε με δένει μ’ αυτήν την πόλη; Να’ ναι αγάπη, έρωτας, πάθος; Δεν ξέρω. Αυτό πάντως προσπαθώ να εκφράσω με τις ζωγραφιές μου.

ΝΤΙΝΟΣ ΠΑΠΑΣΠΥΡΟΥ

 

image002

 

Είναι το όνειρο της ίδιας της πόλης

 

ΑΠΟ ΤΟ «ΟΝΕΙΡΟ ΤΟΥ ΟΔΥΣΣΕΑ»

Τις ημέρες που έχει κύμα, φύκια, σκουπίδια, τσαλιά και φερτές ύλες, ένας µαύρος πολτός πολιορκεί την προκυµαία από τον Λευκό Πύργο µέχρι την πλατεία Ελευθερίας. Αν σταθείς στην πλατεία Αριστοτέλους, το κόσµηµα του Ερνέστο Εµπράρ, θα δεις ακόµα µερικά σπίτια να σκαρφαλώνουν στα Κάστρα της Άνω Πόλης.
Τις ηµέρες του φθινοπώρου η οµίχλη κάνει µαλακό το φως του ήλιου. Διαποτίζει τα πρόσωπα και τα κτίρια µε µια γλυκιά µελαγχολία. Τον χειµώνα η υγρασία σε διαπερνά µέχρι το µεδούλι. Η βροχή µουσκεύει το χώµα µέσα στο οποίο χωνεύουν ρωµαίοι εκατόνταρχοι, βυζαντινοί ησυχαστές, οθωµανοί δερβίσηδες και σεφαραδίτες Εβραίοι µε τον καηµό της Καστίλης. Είκοσι τρεις αιώνες ιστορίας, σ’ αυτό το σταυροδρόµι της Δύσης και της Ανατολής, που έχουν διαλυθεί σαν τις πέτρες από τα εβραϊκά µνήµατα µε τις οποίες χτίστηκαν σπίτια και δρόµοι. […]
Ο καυτός ήλιος του ελληνικού καλοκαιριού έλουζε τους γερανούς που ορθώνονταν αγέρωχα πίσω µας στο βάθος του λιµανιού. Κάτω από το αµείλικτο φως του Αυγούστου έλιωναν το τσιµέντο και οι πολυκατοικίες της λεωφόρου Νίκης. Τα κύµατα του αέρα ανέβαιναν από την καυτή άσφαλτο κι έκαναν την ατµόσφαιρα αποπνικτική.
Η Θεσσαλονίκη, η αιώνια πόλη µε την οποία είχα δέσει τη ζωή µου, ισορροπούσε κάτω από τον γαλανό ουρανό. Ανάµεσα στις εκκλησίες και στα τεµένη. Στους υψηλούς τίτλους ως «συµβασιλεύουσας τους Βυζαντίου» ή «δεύτερης Ιερουσαλήµ» και στους ταπεινούς πρόσφυγες. Απλωνόταν µπροστά µου σαν βυζαντινό ψηφιδωτό. Κατάστικτο από το νεοελληνικό µπετόν και τους ρυθµoύς του εκλεκτικισµού ή του αρ ντεκό του παρελθόντος. Κοιτούσε προς την Αλεξάνδρεια και το Αλγέρι, ολοφώτεινη ανάµεσα στην Ανατολή και στη Δύση.
Τι είναι µια πόλη; Υπάρχει ακόµη το πνεύµα της που σιγοκαίει κάτω από όλα αυτά ή έχουν αποµείνει µόνο τα λαµπρά ονόµατα στους δρόµους και στις εκκλησίες; […]

ΜΑΚΗΣ ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ

 

image003

 

Είναι τα δάκρυα της πόλης, η θάλασσά της

 

ΜΑΥΡΕΣ ΣΗΜΑΙΕΣ ΣΤΟ ΘΕΡΜΑΙΚΟ

Πλησίαζε ξανά η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης. Η πόλη φόρεσε τα ενιαύσια γιορτινά της, που τρίφτηκαν απ’ την πολυκαιρία. Έγινε και καταβύθιση στερεών διαλυτών ουσιών στον πάτο του κόλπου, όπως κάθε χρόνο, καθ΄ υπόδειξη του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου, και έτσι για ένα μήνα ο Θερμαϊκός θα φαινόταν πεντακάθαρος και καταγάλανος. Τα μπετά στρίμωξαν τον Εκθεσιακό χώρο της ΔΕΘ και αναζητιόταν μια νέα συγκοινωνιακά προσβάσιμη μετεγκατάσταση, στο Καλοχώρι ή στη Σίνδο, έλεγαν. Μα το χειρότερο όλων για την εξουσία, η Έκθεση έδινε πάντα το σύνθημα για τη δημόσια φωνή-οργή του λαού, κάτι σαν τον βυζαντινό Ιππόδρομο. Φέτος άλλη μια χρονιά, έφτασαν στα εγκαίνια και οι ψαράδες, ταλαιπωρημένοι επαγγελματίες της θάλασσας διαμαρτυρόμενοι. Γεμάτος ο Θερμαϊκός τράτες και ψαροκάικα. Περίμεναν εκεί με μαύρες σημαίες στα σκαριά τους μέρες τους “αρμόδιους”, τραμπαλίζοντας και κουδουνώντας τα σχοινιά και τα θαλασσοχάμουρα. Ο κόσμος κοιτούσε μπερδεμένος, μια την επίσημη γυαλάδα και χαρά της εξουσίας και μια την αγωνία των ανθρώπων του κάματου. Οι βάρκες περίμεναν με υπομονή μια δημόσια εξαγγελία, μια υπόσχεση, μια λύτρωση. Ύστερα, σα δεν έγινε τίποτα, ανέβηκαν στην προκυμαία, ανακατώθηκαν με τ’ αμάξια κι απ’ όλες τις κάθετες στη θάλασσα οδούς, Βενιζέλου, Αριστοτέλους, Αγ. Σοφίας, Εθνικής Αμύνης, Μπότσαρη, Μαρτίου, πνευμονικές αρτηρίες της πόλης σχεδιασμένες σχεδόν όλες από τον Εμπράρ, ανηφόρισαν προς το Επταπύργιο και το Σέιχ Σου και δεν ξανάστριψαν ποτέ, την πλώρη τους προς τη θάλασσα.

ΝΙΚΟΣ ΤΑΚΟΛΑΣ

 

image004

 

Και ο βραχίονάς της που την διαπερνά

 

ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ

Η Αριστοτέλους όλες τις εποχές συναρπαστική. Το χειμώνα με τους καστανάδες και το φωτεινό κρύο αέρα. Με την αντηλιά το απόγευμα και το Βαρδάρη από τη θάλασσα. Την άνοιξη- καλή ώρα- φίσκα παιδιά να σχολάν από τα Φροντιστήρια σουλατσάροντας στην Τσιμισκή ή κατά την παραλία περνώντας από το Ολύμπιον, τον. τελευταίο των Μοϊκανών μετά την επέλαση των πολυσινεμάδων. Το όμορφο πέταλο που έφτιαξε ο Εμπράρ μπουκωμένο τώρα “τραπεζάκια έξω” και σόμπες αλουμινίου, δυνατές μουσικές και νέους, νέους μέχρι κάτω, στη Δωδώνη, λαϊκότερο στέκι για όλες τις ηλικίες. Η Αριστοτέλους, στοιχειωμένη με τις μουσικές των μαυριδερών μουσικάντηδων- από την ξένη χώρα-μαύρα σακκάκια, μαύρα καπέλα- πολυτέλεια στη ζωή μας η μουσική τους Καλοκαθισμένοι στα σκαλιά του Ολύμπιου με το ακκορντεόν και τις δυνατές βαλκάνιες φωνές τους, χάθηκαν ξαφνικά. Μόνο χαμογελαστοί υπομονετικοί Νιγηριανοί πουλάνε τώρα τσάντες μαϊμούδες Βυιτόν και Αρμάνι αραδιασμένες χαμηλά και ο Τερκενλής έχοντας εξαπολύσει στη διαπασών τις εξατμίσεις του εργαστηρίου- γλυκιά μυρωδιά φίνου τσουρεκιού. Η ζωή είναι εκεί. Και το ρολόι. Περνάει δίπλα του και δεν το βλέπει, έτσι ανθισμένο, ούτε τον Πατριάρχη βλέπει, τίποτα. Το τραγούδι της ζωής ακούγεται τώρα στέρεα, παραπλανητικά.(“Θα κατέβω στην αγορά”, λέγαμε. “Στο κέντρο”, ή “στην πόλη”, λέμε τώρα.). Αυτές πηγαίνουν στην Υφανέτ ή στο “χώρο”, έτσι λένε το δίκτυο γυναικών πίσω από την Αχειροποίητο, ενώ οι μάνες τους παλιά πήγαιναν στις Δημοκρατικές Γυναίκες, στη Νομική.

ΑΡΧΟΝΤΟΥΛΑ ΔΙΑΒΑΤΗ

 

image005

 

 

Διαβάστε το Α΄ μέρος του αφιερώματος εδώ >>
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top