Fractal

Διήγημα: “Η Λενιώ”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

lenio

 

Η Λενιώ, της κυρά Μέλπως, καμία όρεξη δεν έτρεφε να υπομείνει την κατήχηση της μάνας της, το κήρυγμα το ήξερε απ’ έξω, “κοίτα να συμμαζευτείς καημένη, άσε τα πολλά σούρτα φέρτα,” το κινητό της για τρίτη φορά, αναπάντητη, πώς να φύγει με τη μάνα φουρκισμένη, έσκυψε το κεφάλι και κάνοντας τη θιγμένη χτύπησε την πόρτα πίσω της, μαλλιά ολόσγουρο σύννεφο, κρύβεται ο ήλιος ξεσπυρίζοντας λογιών καρδιοχτυπήματα, κατράμι, απρονόητος καταρράκτης που πονάει τον άνεμο, ανήμπορος να τον καβαλικέψει, τη μέση της άγγιζαν και παραληρούσαν στη λευκότητά της, ποια μυστικά μπορεί να πει ο βυθός χωρίς να ξεσηκώσει καύκαλα σκόνης, κάποιο πεθαμένο ναυάγιο αναστήθηκε ριγώντας απ’ το κορμί της.

Η Μέλπω γύρισε και κοίταξε τον άντρα της, “αχαΐρευτε,” του φώναξε, ο Απόστολος πρόβαλε το κεφάλι από τον υπολογιστή, ανασήκωσε το δεξί φρύδι, “περίοδο θα έχει” σκέφτηκε, ήπιε μια γουλιά απ’ τον καφέ του, “ως τις τέσσερις δούλευα” ακούστηκε άψυχα, “ως τώρα κοιμόσουν,” του φώναξε εκείνη, τον πλησίασε φουριόζα κι απειλώντας τον με το δάκτυλο, “πες της κάτι γιατί την βλέπω πουτάνα μ’ ένα κουτσούβελο στην αγκαλιά,” την κοίταξε άναυδος, “είναι πια στο Πανεπιστήμιο,” τόλμησε ν’ αρθρώσει, “ε, και;” του απάντησαν τα νεύρα της, “θέλω να πω πως δεν είναι μικρή,” σήκωσε λίγο τη φωνή του, “ούτε μεγάλη για έρωτες και ξενύχτια,” του ξεφώνισε η Μέλπω και γύρισε στις δουλειές της σιγοβρίζοντάς τον μέσ’ απ’ τα δόντια της.

Η Λενιώ γύρισε κατά τις μία, μ’ ένα σημάδι στον λαιμό κι ένα τατού ψηλά του πισινού της, όλα καλά καλυμμένα, η Μέλπω στην τσίτα, ο Απόστολος αναγκασμένος νανουριζόταν απ’ την τηλεόραση, “γύρισες;” της φώναξε η κυρά Μέλπω, “έτσι νομίζω,” η Λενιώ και την μπουρίνιασε περισσότερο, “πάω για ύπνο,” ο Απόστολος, και η Μέλπω διχασμένη, ένα ποτήρι σβούρισε στο πάτωμα και το έκανε κομμάτια, “σκάστε πια!” ο από κάτω, “άι σιχτίρ πορνόγερε,” ξέσπασε στον ένοικο του κάτω διαμερίσματος, η Λενιώ θήλασε λίγο νερό, μια σταγόνα επιτηδευμένα ξέφυγε απ’ τα χείλη της, γλίστρησε στον λαιμό της, χιονένια λίμνη εύθραυστη, από κει σ’ απάνεμο λιμάνι με τους ναυτικούς που εξόκειλαν αποτρελαμένους, κι αναστέναξε σε σφριγηλούς κι ολόστητους λοφίσκους, καταμεσής τους δύει η πανσέληνος, μια της τρίχα κρύβει στον στηθόδεσμο, δεν θέλει να εγκαταλείψει την ηδονή, πιωμένη απ’ το μελλοντικό τους γάλα τρεκλίζει και ρεκάζει, “ποιος μπορεί ν’ αναμετρηθεί με το τσακίρ κέφι του θεού;”

Ήταν ο φαντάρος απόκοσμος θεός, κι εκείνο το χακί του τόνιζε τα μάτια, Θωμάς το μικρό του, ένα δαχτυλίδι με μιαν πέτρα τεράστια στον μέσο κι έναν μεγαλόσταυρο στα δασιά του, τα χέρια του θηλιές, με την πετονιά του την έδεσε, πού να την κόψεις, κι εκεί στις σκοτεινιές της σήκωσε τη φούστα, τι ήτανε αυτή, άμαθη στα δεκαεννιά, όσο κι η κόρη της τώρα, και τη γέμισε με αίματα, και μετά μπάλωναν στις σκοτεινιές τ’ αγκομαχητά τους, κι ήρθαν απρόσμενα εμετοί και ζαλάδες, έπεσε του πεθαμού, ολημερίς στην εκκλησιά γονυπετής, παρακλήσεις και τάματα, κι ο θεός της πήρε το παιδί, όπως σβήνεις μια μουτζούρα που σου ξέφυγε, κι αυτή ορκίστηκε πως δεν θα ξαναπάει παρά με τον άντρα της.

Με τον ήλιο έφυγε για τη δουλειά, σκούντηξε με άχτι τον Απόστολο να τον ξυπνήσει, είδε τη θυγατέρα της να κοιμάται ξέσκεπη, η νυχτικιά ξεκούμπωτη φανέρωνε τα στήθια της και το βρακί της φάνταζε, άναψε περισσότερο, “αν υπάρχει θεός θα την κάψει να ησυχάσω,” μουρμούρισε, με την ηλεκτρική μάζευε τις τρίχες απ’ το πάτωμα, “γαμώ την κωλοδουλειά μου,” φώναξε στον ανήλιο διάδρομο, ο υπεύθυνος της συνέστησε να προσέξει ιδιαίτερα το 226, “πρόκειται περί σοβαρού κυρίου,” “γαμώ και την σοβαρότητά σας,” έσφιξε τις λέξεις μέσα στα δόντια της, καθάρισε δυο φορές τις σκάλες και στους πέντε ορόφους, “εγώ πεθαίνω κι η μορφονιά κοιμάται,” σκέφτηκε την κόρη της, “άι σιχτίρ όλοι σας,” “δύσκολα σήμερα” της είπε ο άντρας της και την φούντωσε περισσότερο, “γραφιάς στον δήμο είσαι, πού τη βρήκες τη δυσκολία;” του φώναξε.

Όταν ο Απόστολος προσπάθησε πριν παντρευτούν , “αυτό είναι για μετά τον γάμο,” του είπε μελωμένα μην τον αποπάρει, και την πρώτη φορά τσιτωμένη στο κρεβάτι, “θε μου βόηθα μην καταλάβει,” εκείνος ανέβηκε πάνω της μισοσουρωμένος και τέλειωσε τριάκις, ευχαριστημένος έγειρε κι αποκοιμήθηκε, το ροχαλητό του της έδιωξε το σφίξιμο, “πάει κι αυτό,” σκέφτηκε, και μετά, σαν ο Απόστολος ξύπνησε “δεν είμαι πια παρθένα,” του είπε, πάει να πει, πότε θα παντρευτούμε, κι εκείνος την καλόπιασε κι η Μέλπω ησύχασε περσότερο.

Έτυχε ψες τ’ απόγευμα να βαδίζουν μαζί, ψώνια και τέτοια, κάπου ξέμεινε πίσω, δυο σαραντάρηδες καρφωμένοι στα οπίσθια της Λενιώς, τρελαμένος χείμαρρος που λιμοκτονούν του χαμού βλέμματα, χτυπούν στις όχθες του, βουλιάζουν και ξαναπετάγονται, συγκρούονται με δίνες κι αιχμηρές πέτρες, πνίγονται στην καθαρότητα του βυθού και ξεβράζονται άψυχα σε βαλτένια (λασπώδη) μέρη, της Μέλπως της ήρθε να τους βρίσει, έτρεξε στην κόρη της, “πώς κουνάς έτσι τον κώλο σου; σαν παστρικιά,” η Λενιώ την κοίταξε απορώντας, “πάλι τα νεύρα σου έχεις;” της πέταξε κι έφυγε πιο μπροστά κυματίζοντας έντονα τα οπίσθιά της, ένας γυφτόμαγκας άφησε τα σάλια του στο πλακόστρωτο, “βλαμένο είσαι παιδάκι μου;” η Μέλπω του πέταξε σαν πέρασε από δίπλα του και το βράδυ, σαν η Τασώ, η κολλητή της κόρης της άγλειφε με ηδονή το παγωτό, η Μέλπω αντάριασε, της ήρθε να την αφαλοκόψει, “τι κάνεις εκεί;” “τρώω” της απάντησε η Τασώ, “άστηνα καημένη,” δικαιολόγησε τη μάνα της η Λενιώ, “χαμένα τα έχει και όλα της φταίνε”,

λαλιά σειρήνας που άδει τις χάρες που τη στόλισε η μοίρα, κι ο θεός κάθισε στ’ ακρογιάλι και κλαίει την μοίρα του, να μην προλάβει την εποχή που ετούτη ζει.

“Δεν υπήρξα ποτέ μου παρδαλή” έσκουξε, ο Απόστολος κατέβασε την εφημερίδα, “τι έγινε;” τη ρώτησε, “στην κόρη σου μιλάω,” κι ο αποδίπλα γείτονας καγχάζοντας, “απορώ πως σε ανέχονται,” «στο διάολο κι εσύ σιχαμένε,» τσίριξε η Μέλπω, φουρκισμένη απ’ το ντύσιμο της κόρης της, ένα κοντό σορτσάκι να τονίζει τον πισινό της και μια μπλούζα ν’ αφήνει τον αφαλό και το πάνω στήθος, “τι είναι αυτό!” αναστατώθηκε σαν είδε το τατού, η Λενιώ πρόλαβε κι έτρεξε στις σκάλες, “ανίκανος είσαι!” ξέσπασε στον άντρα της, “λιγοζώητη να είμαι, να ησυχάσω,” ψιθύρισε, πήρε μια υγρή πετσέτα να σβήσει το πρόσωπό της, διάλειμμα μεταξύ κηρυγμάτων εμπρηστικών, ανάμεσα φωνής κι αγριάδας κι ο Απόστολος σκόνη στην πολυθρόνα, μηδέ ανάσα.

Δεν σπούδασε, που πάει να πει δεν μορφώθηκε όσο θα ήθελε, κι όσο και ν’ αγαπούσε τα βιβλία δεν προλάβαινε να ξεφυλλίσει πάνω από δέκα σελίδες, την έπαιρνε ο ύπνος, κάθε αράδα κι ένα της αμάν, στο ξενοδοχείο την πέρναγαν για την πιο μορφωμένη, “η ζωή με δασκάλεψε σωστά,” επαναλάμβανε, όλες τη σεβόταν, ας μην ήταν κι η μεγαλύτερη, την είχαν σε υπόληψη, “κι αυτή βάλθηκε να μου λερώσει το κούτελο,” έλεγε για την κόρη της γογγύζοντας, κι ο Απόστολος κάποτε θα ήτανε με όνειρα κι ελπίδες, μετά βυθίστηκε κι αυτός στην φουρτούνα του γάμου, τα σκεφτόταν και στραβοκατάπινε η Μέλπω, κανένας δεν τον ρώτησε τι πέταξε στα σκουπίδια, σαν βουλιάζει στην εφημερίδα ή στο διαδίκτυο μπορεί ν’ ανατρέχει στα παιδικά του, την ανέχεται αδιαμαρτύρητα ο καημένος, κάποτε τον αγαπούσε, τώρα τον έχει ανάγκη να ξεσπά πάνω του, πατώντας στην αδυναμία του να της απαντήσει.

“Δύσκολα σ’ έπιασα, μ’ ακούς!” την απείλησε με τη γροθιά της, “δεν θα με πεθάνεις εμένα,” “μόνη σου θα πας,” η Λενιώ κάγχασε, “απ’ την κακία και τα νεύρα σου,” κι η Μέλπω της όρμηξε, όπως όρμηξε και στην Άσπα, τη μάνα της Τασώς, “ σε ξέρουμε κι εσένα” της είχε πετάξει η Άσπα, οι φιλενάδες ήταν καθισμένες και τα λέγανε, η Μέλπω της προέτρεψε να συμμαζέψει την Τασώ γιατί παρασέρνει τη Λενιώ, “μιας και μάνα της είσαι ανίκανη να την ορμηνέψεις,” γέλασε η Άσπα λέγοντάς τα, “τι ξέρεις για μένα ξεδιάντροπη!” φουρκίστηκε η Μέλπω και η Άσπα “τις χαμηλοβλεπούσες να φοβάσαι,” κι ο Απόστολος δίπλα γελούσε με τις άσπονδες φίλες, καλυμμένος απ’ την οθόνη, το γέλιο του αντανακλούσε στην φωτογραφία την στημένη δίπλα του, η Μέλπω με την Λενιώ αγκαλιά, τότε καλά την συμμάζωνε, τώρα της ξέφυγε τελείως, η Λενιώ με τα μάτια τα λιμνένια, στον βυθό τους πόθοι αντρών, τοπία που γνώρισαν, ήρθαν, τα εκμυστηρεύτηκαν και τ’ απόθεσαν στην αφεντιά της, όπως κι εκείνοι οι δεκατρείς μάγοι της προσφέρανε όλα τα καλούδια της γης μην αφήνοντας στον κόσμο μέλλον.

Μια φωνούλα άκουσε, έναν ψίθυρο, “αχ! είμαι έγκυος!” πήγε να την αρπάξει απ’ τα μαλλιά, η Λενιώ ίσα που ξέφυγε, βρόντηξε την πόρτα, βρόντηξε πάει να πει πως έκανε θόρυβο, τα τριζόνια ακουγόταν μονάχα σαν τινάχτηκε η Μέλπω απ’ τον μεσημεριανό της ύπνο, φουρτουνιασμένη έφτασε δυο στενά πιο κάτω, στης Άσπας, όρμησε στο διαμέρισμά της, σαν μαινόμενος ταύρος λένε, αγκομαχούσα απ’ τα σκαλιά, το ασανσέρ την τρόμαζε, “πού είναι η κόρη σου;” αγρίεψε της Άσπας, πού είναι η πουτάνα σου ήθελε να πει, η Τασώ βγήκε στο κατώφλι του δωματίου της, “πού είναι η Λενιώ;” έβγαλε το νύχι από μια κραυγή η κυρά Μέλπω, “στο δωμάτιό της και διαβάζει, τώρα μιλούσαμε στο κινητό,” και τώρα τι να πεις και τι να κάνεις, αυτά τα μεσημέρια την ρίχνουν στον καναπέ και την αφοπλίζουν…

Η παιδική ζωγραφιά, έντονα της φωτιάς και το γαλανό τ’ ουρανού, ένας δράκος εμπαίζει τους μεγάλους κρατώντας την κοιλιά του, σκασμένος από γέλια, μια μοχθηρή κιτρινίλα καλά κρυμμένη στην γωνιά του τοίχου την χλεύαζε, “πώς έγινε αυτό;” ρώτησε την γυναικολόγο, “μην μου πεις πως δεν ξέρεις!” γέλασε εκείνη, ο προτεταμένος δείκτης του δημιουργού, έτοιμος να δώσει ανάσα μιας νέας ζωής, αυτή δύσπιστη θέλει να παρακούσει τους νόμους Του, διαισθάνεται την μοίρα της απώλειας, σκέφτεται πως θα δωρίσει υπεροπλία στη Λενιώ, “θα το ρίξω” είπε στη γυναικολόγο, “η τελευταία σου ευκαιρία” της απάντησε, πώς να της συνέβη αυτό, βλέπει το γέλιο του άντρα της ξεκάθαρα πάνω της αυλακωμένο, πώς να της συνέβη αυτό, τρεις φορές μαζί του το τελευταίο τρίμηνο κι άλλες πέντε με τον Περικλή, τον σερβιτόρο, εκείνον που την απομόνωνε στο δωμάτιο με τα κλινοσκεπάσματα και την κουτούπωνε, “τι γυναικάρα” της φώναζε κι ήρθε το γέλιο της Λενιώς, “καλά να πάθεις για να μάθεις” κι άπλωσε το χέρι να την χαϊδεψει, η οπτασία της Λενιώς έφυγε κι ήρθε ο δράκος της ζωγραφιάς δίπλα της και ο Θεός απ’ τον άλλο πίνακα και της πιάσανε τα χέρια, αυτά είχαν όλον τον ιδρώτα της ζωής της και μιαν υποψία ότι πάνω της μια νέα ζωή περίμενε την απόφασή της…

Ζωή ή Θάνατος;

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top