Fractal

Διήγημα: “Kαρκίνωμα”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

f5

 

Το γραδόμετρο παλάντζαρε για ώρα, σταθεροποιήθηκε, εκείνη στα μάτια του, ο Βοριάς θα την πάρει αν φυσήξει πεινασμένος, έντονα σημάδια -χνάρια της εφηβείας- στο πρόσωπό της. Ίσως το τσίπουρο να οδήγησε τα μάτια της πάνω του, δυο μήνες μετά το συμβάν, «τη διάγνωση» όπως είπε ο γιατρός, αν και η άλωση άρχισε χρόνο πριν, χωρίς η γυναίκα του να το πάρει είδηση. Μόνος, το καζάνι κοχλάζει, το τσίπουρο αναστενάζει, κυλά στον τέντζερη και στις φλέβες του, εκείνη πλανεμένη στα μάτια του, λαμπερά μυγδαλωτά τα δικά της, όχι όπως τις γυναίκας του τα αιώνια κλαμένα. Γελούσε και τα μάτια της έκλαιγαν, κι αυτός, ο άντρας της, κι όταν έλεγε πως την αγάπαγε να κάτεχε από αγάπη;

Το καζάνι δωρίζει το νέο του τσίπουρο, τα στέμφυλα βράζουν και καίγεται μέσα του, αγκαλιά με την Αναστασία του, εκείνη με τα μάτια τα μυγδαλωτά, τα στίγματα στο πρόσωπο, που ξοδιάστηκαν οι αγέρηδες να την αρπάξουν μα πατούσε καλά πάνω στη γη. Έναν χρόνο σε παράλληλη σχέση μαζί της, δεν είναι πιο όμορφη απ’ την γυναίκα του μα είκοσι χρόνια νεότερη, «ευτυχώς δεν κάναμε παιδιά,» η σκέψη. «Θα της το πεις;» τον ρώτησε ο γιατρός, «δυο μήνες το πολύ,» αυτός αύριο κιόλας θα ετοιμάσει τη βαλίτσα του, τα βασικά, σε δυο μήνες η γυναίκα του θα φύγει, ας φύγει όπως γεννήθηκε. Το σπίτι άδειο θα τον περιμένει με την Αναστασία του, «αυτός ο καρκίνος θα με φάει πριν από σένα,» του είπε η γυναίκα του, δεν αντέχει να τη δει να φεύγει, άλλωστε δεν ξέρει αν την αγάπησε, τι να είναι η αγάπη; «Ήρθε ο βρωμιάρης με την τσούλα του πριν στεγνώσει το κλάμα για τον χαμό της γυναίκας του,» η αλήθεια είναι πως πήγε και την ασπάστηκε, ακίνητη με τα βλέφαρα κλειστά, αυτό μονάχα μπόρεσε να κάνει.

Ο άντρας με τα μπιρμπιλωτά μάτια και την ανέχεια σκέψης, γονατισμένος στον τάφο, η Αναστασία του: «λάθεψα να πάω μ’ έναν τόσο μεγαλύτερο,» δεν έχει δάκρυα να ποτίσει έναν υστερινό βασιλικό, βουβαμάρα στο κενό του, το βλέμμα στον σταυρό και στην φωτογραφία, η γυναίκα του με τα μάτια γελαστά, «πρώτη φορά σε βλέπω έτσι,» «ο θάνατος όλα τ’ αλλάζει,» «πέθανε σαν αδέσποτο στη μέση του δρόμου» τον δηλητηρίασε η αδελφή της, η δίπλα χήρα κρύβει καλά έναν καημό στο μαύρο της βέλο, κορμοστασιά αντάξια του κυπαρισσιού, μάγουλα φωτιάς, σαν τα τριαντάφυλλα που κρατά στα χέρια του… και της τα προσφέρει…

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top