Fractal

Διήγημα: “Το χαμόγελο του κλόουν”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *
 

 

f12

 

Έξω μια απόβλητη βροχή κι ένας φανφαρόνος σορόκος σκεπασμένος μ’ ένα αδιάβροχο σκέψεων χαμογελά σαρδόνια, σα να ‘ναι ο μοναδικός κάτοχος της ευτυχίας, κερδίζεις ευτυχία από τα γέλια των παιδιών; με ειρωνεύεται, ανοίγω το παράθυρο και του φτύνω κατάμουτρα:

Φτερούγες μου ‘δωσε η ζωή!

Το φωνάζω κι έτσι πρέπει να είναι, νιώθω ζωντανή, δεν είναι τόσο από τη χαρά την τριγύρω μου, ένα παιδάκι με κοιτά και τσιρίζει, ένα άλλο έχει ξεκαρδιστεί τόσο που έχει κατακοκκινίσει, δυο τρία χοροπηδούν στο κρεβάτι, όλα κρέμονται από τις γκριμάτσες μου κι εμένα η κοιλιά μου πάει να σπάσει.

Στη δουλειά μου περνούν οι μέρες ντυμένες πολύχρωμοι χαρταετοί, με ζύγια να ηδονίζονται από τις λιαχτίδες και ουρά παρδαλή να χαριεντίζεται μ’ έναν μικρό νοτιά κι οι νύχτες έπαψαν να βομβαρδίζονται από γεωμετρικά σχήματα, κώνοι που με κυνηγούσαν, κύλινδροι που προσπαθούσαν να με φυλακίσουν, σφαίρες που κουτρουβαλούσαν και με οδηγούσαν σε μια θάλασσα με πλούσια πάνω της τ’ αποβράσματα του ποταμού.

Ένα πάρτυ, μια βδομάδα ζωή.

Κι όμως…

Φορές έπαιρνα την προβλήτα, μετεωρούσα στην κόψη της, βάδιζα παραλογισμένη, ζει ο άνθρωπος χωρίς παρελθόν; ένα βήμα στο κενό κι ένα στην άβυσσο κι ένιωσα τα χέρια του, με τράβηξε και μ’ έκλεισε στη ζεστασιά του, «πρόσεχε!» τον άκουσα, σαν ψιθύρισμα αύρας κι εγώ από φρόνηση, πού να τη βρήκα, ζούφωξα στην αγκάλη του κι από τότε κυνηγώ τον Άγιο Αύγουστο καρφιτσωμένη στον κόρφο του, γι’ αυτό σου λέω πως τώρα πια δεν είναι η ευτυχία μου δεμένη τόσο από τη δουλειά μου παρά από τα γαλαζωπά μάτια του που αλείφουν με γαλαζόπετρα και ασβέστη τον κορμό μου.

Η ζωή είναι κακούργα και σκληρή και στη μεγαλύτερη χαρά θα φέρει κάποια ανάμνηση να σε εμβολίσει με την πίκρα της, μια ανάμνηση έχω όλο κι όλο και χθες ξύπνησα και δεν ξύπνησα, απλά πήγα να πεθάνω στην πνιγηρή σιωπή του επόμενου κύματος του αέρα, που εναπόθεσε μέσα μου την κατακραυγή της ενοχής μου, Ένοχη! Ένοχη! μου φώναξε κι εγώ κοίταξα τα λεπτά κλαράκια χέρια μου και κλαψούρισα, ήμουν μικρή… κι όμως αυτό δεν σε αθωώνει,σκληρίζουν τα σωθικά μου, έζησες,με επιπλήτουν, ο πατέρας, η μητέρα και ο Αναστάσης σιωπηλοί, με το γέλιο παγωμένο στα χείλη τους όπως έμειναν εντός μου, κι ο Άγγελός μου με αγκάλιασε, μη φοβάσαι… μη φοβάσαι… μη φοβάσαι… εγώ είμαι εδώ…

Ήμουν το αγόρι της κυψέλης. Η γιαγιά, η μητέρα, η θεία- αδερφή της μητέρας- κι εγώ. Γεννημένος από αρρενοτόκο παρθενογέννεση, έλεγε η θεία κι έτριβε τη μουσούδα της στη δικιά μου. Εγώ δεν καταλάβαινα τον πρώτο καιρό, συνήθισα την ανυπαρξία άντρα στο σπίτι μιας κι όλα ήταν τόσο γλυκά γύρω μου.

Το μικροσποπικό σκουληκάκι μου, φώναζε η γιαγιά, μεγάλωσα έχοντας φροντίδα από τρεις μάνες- παραμάνες. Με τάιζαν μέλι και γύρη, με κρατούσαν ανέγγιχτο και ζεστό. Χρόνια μέσα στο κουκούλι μου, κι έλεγα μεγάλωσα, μα πάλι προτιμούσα να τρέφομαι από τις εργάτριές μου και κάποτε, δειλά- δειλά, άρχισα τις βόλτες έξω από την κυψέλη, κυρίως τις απογευματινές ώρες. Με τον καιρό όλο κι απομακρυνόμουν, κάποιες νυχτερινές έξοδοι.

Ξετσούμπησες; η μάνα και γελούσε.

Ένιωθα πως έχασε το γέλιο της το πρώτο κι αυτό που τώρα ξέβραζε ήταν αγχωμένο με επικάλυψη να φαίνεται ζεστό. Μπορείς να θυμάσαι χωρίς να έχεις μνήμες; Ή να ζεις χωρίς να θυμάσαι; Πόσα κρίματα φοβούνται τα παραμύθια και λένε πως μέσα τους βρίσκεται η ζωή όπως την επικαλεστήκαμε; Εγώ δεν είχα δικιά μου ζωή. Πήρα αυτή που μου δώσανε. Λένε πως χαράζουμε τη ζωή με τα δικά μας χέρια. Τα δικά μου ήταν ανήμπορα να χαράξουν οτιδήποτε, μονάχα τώρα που ζω με τον Άγγελό μου, τώρα που παιδεύομαι να κάνω τα παιδάκια να γελάσουν, να ξεχαστούν, πότε υπήρξα παιδί; δέκα χρονών έσβησαν όλες οι παιδικές μνήμες, ως φωτοβολίδα βρέθηκα στα είκοσι και μοναχά ο πατέρας γυρισμένος στο πίσω κάθισμα από τη θέση του οδηγού με το γέλιο του, η μάνα να μου κρατά το χέρι και το χαμόγελο του Αναστάση, μια στιγμή απολιθωμένη τα πρώτα είκοσί μου χρόνια.

Δεν είχα χαμόγελο να το αφήσω να πεθάνει, δεν είχα κανένα χαμόγελο, φόρεσα του κλόουν, ένα κατακρεουργημένο χαμόγελο κι ευελπιστούσα να μου αφαιρέσουν τα ράμματα, να επανέλθουν τα χείλη στο φυσικό τους φως, αυτό που δεν είχα ποτέ κι άρχισε η δουλειά μου να μου δίνει τη μόνη δύναμη, κι άρχισα να μιλώ για την αλληλεγγύη που ενώνει τους ανθρώπους, που δίνει αγάπη, βάζω κι εγώ ένα λιθαράκι να καλυτερεύσει ο κόσμος, ο κόσμος ο δικός σας, ο δικός μου κόσμος, ο κόσμος των κλόουν δίνει γέλιο, δίνει όνειρα, έδινε και σ’ εμένα την ελπίδα πως θα ξαναγελάσω όπως δεν θυμάμαι να γέλασα ποτέ κι ήρθε ο Άγγελός μου εδώ κι έναν χρόνο και μου έφερε κάτι φτερά και μου τα φύτεψε στους αστραγάλους κι αν δεν μπορώ να πετάξω, κάνω όνειρα λευκά.

Φορές κτίζω τη ζωή όπως θα ήθελα να είναι ως τα δέκα μου, να μύριζε αγιόκλημα τα παλιά καλοκαίρια, τότε που πραγματικά ζούσα, θα ήταν η μητέρα ξάγρυπνη σε κάθε μου αρρώστια και η σιγουριά του πατέρα δίπλα μου και μετά… ως εδώ μου επέτρεπε η καρδιά μου, κι ήρθες Άγγελέ μου κι άφησα τα παλιά, ποια παλιά ν’ αφήσω, η ζωή μου άρχισε στα είκοσι, ήρθες Άγγελέ μου και δεν χρειάζομαι όνειρα για τα περασμένα μα καινούρια όνειρα για το νέο μου μέλλον.

Θα ήταν Οκτώβριος ή Νοέμβριος, με τα πρώτα κρύα, στα δεκαοχτώ μου πια και φοιτητής, ξενοκοιμήθηκα. Δεν ήταν η αγκαλιά της ξανθομάλλας που με κράτησε παρά το πολύ ποτό. Ξερνούσα κι έτρεμα όλο το βράδυ και τα χαράματα, πριν καν ο ήλιος εμφανιστεί ολάκερος στο στερέωμα, βρέθηκα έξω από την κυψέλη. Ο φρουρός -μάνα μου απαγόρευσε σιωπηλά την είσοδο, η φρούραρχος- γιαγιά όλο και της ψιθύριζε, θα παγώσει το πουλάκι μου κι εγώ αποτραβήχθηκα στα σκαλιά της πολυκατοικίας κι επέτρεψα το μυαλό μου σε περιττά πετάγματα. Πόσο άδοξο τέλος μπορεί να έχει ένα αποτυχημένο βράδυ; Μάζεψα όλους μου τους εαυτούς, όλους μου τους ρόλους, όλους όσους ντύθηκα στα όνειρά μου και συναθροισμένοι πολλοί μαζί, ακίνητοι, αρχίσαμε το κλάμα, κλάμα για τον θάνατο από το κρύο του χειμώνα. Κι εκεί πάνω, ένας αγύρτης αέρας ανακάτωσε τα ρούχα μου και πέρασε στα σωθικά μου τη βεβαιότητα πως ο κόσμος είναι φωτοβολίδα στα χέρια μου κι είναι καιρός να την ανάψω. Και πήρα τους δρόμους μ’ έναν ήλιο στις πλάτες και μια σιγουριά στα πόδια και γύρισα αργά τ’ απόγευμα. Ήβρα την πόρτα ανοιχτή κι έναν τρόμο σε ολωνών τα μάτια. Κι έκανα μια θριαμβική είσοδο, σαν πρώτος γόνος αυτοκρατορικής οικογένειας που κι οι δικοί του τον τρέμουν.

Κι έτσι εξέπνευσε αυτός που ήμουν και γεννήθηκε ετούτος που είμαι. Κι η άνοιξη δεν χωρούσε στο σπίτι μου. Είχε μεγάλα πλοκάμια το αγιόκλιμα και ο κισσός είχε παραπανήσια όνειρα. Η αλλαγή μου έφερε την καλοκαιριά σ’ εμένα και τη χειμωνιά στις άλλες. Και πέθανε από την απρόβλεπτη ψύχρα η παιδική μου ηλικία και ο τρόμος της απόρριψης από τις μάνες μου κι ήρθε ένα σύννεφο και είπε, άντρας δεν γίνεσαι σαν ξεπαρθενέψεις αλλά σαν ξεκουμπιστείς από τη φούστα της μάνας σου. Τρεις φούστες σακάτεψα, τρεις φορές άντρας.

Γεννήθηκα στα είκοσί μου, βρήκα ένα άδειο σπίτι δικό μου, τεθλιμμένους συγγενείς, ένα δωμάτιο-φαρμακείο με πληθώρα φαρμάκων και μια γωνιά στο κρεβάτι να ταξιδεύω στον κόσμο, κι αφού δεν γνώριζα τον κόσμο είχα τουβλάκια και τα συγκολλούσα, με τα τουβλάκια φτιάχνεις σπίτια, νοσοκομεία, το γραφείο της ψυχιάτρου που ανά τρεις επισκεπτόμουν, κάποιους τετραγωνισμένους ανθρώπους, δεν μπορείς όμως να συγκροτήσεις το παρελθόν, για το μέλλον δεν νοιάζεσαι, δεν έχει περάσει ακόμα.

Άλμπουμ με φωτογραφίες, εγώ μωρό, η μαμά και ο μπαμπάς να γελούν από πάνω μου, να με καμαρώνουν, εγώ με την περπατούρα και ο Αναστάσης να βυζαίνει, όλη η οικογένεια στη βάπτιση του Αναστάση, εκείνος μ’ ένα σταυρουδάκι στον λαιμό, δεν μπόρεσε να τον σώσει, και στα δέκα μου η φωτογραφική πήρε φως και νεκρώθηκε, τίποτα από κει ως εδώ, τρέμω να φωτογραφηθώ, και η ψυχίατρος, πες μου τι θυμάσαι, το γέλιο του Αναστάση, δικά μου σπουργιτίσματα και γέλια, τον πατέρα να γυρίζει και να γελά, τη μητέρα να χαμογελά στο πλάι του και μετά έγινα είκοσι, τίποτα πριν και τίποτα για μετά, έγινα είκοσι σ’ ένα άδειο σπίτι με ψυχοφάρμακα και οδυνηρά άδεια όνειρα, χωρίς πρόσωπα, μονάχα ακανόνιστα σχήματα και άνθρωποι ακέφαλοι που ψάχνουν την ακεραιότητά τους κι εκείνα τα γέλια τους ξενυχιασμένα θεριά που πονούν και δεν μπορείς να τα βοηθήσεις.

Στα είκοσι δυο μου ντύθηκα για πρώτη μου φορά παλιάτσος, βρήκα μια ζωή στα γέλια των παιδιών, τον πρώτο καιρό πάλευα και νικούσε η ηδυπάθειά μου, προσπαθούσα να κτίσω την ευτυχία μου από τα γέλια των παιδιών, δεν γνοιαζόμουν για την δικιά τους χαρά, προπορευόταν ο εαυτούλης μου και νυχτιές, αποτραβηγμένη στον προσωπικό μου παράδεισο ξέπλεκα όσα σε δυο χρόνια έπλεξα κι άρχιζα σταυροβελονιά, μια λύπη μια χαρά, άπλωσα σε νέους ορίζοντες τις πνευματικές μου αναζητήσεις κι εκείνη τη μέρα που το μυαλό μου θόλωσε, όχι και τόσο συνηθισμένο τελευταία, βουτούσα φορές στο απόλυτο μαύρο κι έλεγα, αυτό είναι το παρελθόν μου, ένας λαβύρινθος χωρίς τέρατα, ο μινώταυρος δεν ακούγεται καν, μονάχα το σύρσιμο του σκοταδιού, από εκείνη τη μέρα που πάτησα στο κενό της θάλασσας και βρέθηκα στην αγκαλιά σου μεταλλάχτηκα σε συλλέκτρια εμπειριών, ασυμβίβαστη με τα παγωμένα όνειρα που υπνοβατούσαν τις νυχτιές, ελεύθερη να μετακομίζω στη γαλήνια αποπλάνηση των κομητών. Η αλληλεγγύη ενώνει ανθρώπους και δίνει αγάπη, σου το ξαναείπα, από εκείνη τη μέρα άλλαξα κόσμο, ο κόσμος ο δικός μας, δεν έχει πια σχέση με τον κόσμο των κλόουν, δεν είναι ντυμένος με προσποιητά χαμόγελα για ν’ αντέχει.

 

Σύζευξη µε τις βασίλισσές μου. Δεν ήμουν ο σπορέας αλλά ο σπόρος. Η παρουσία μου βοηθούσε στη ρύθμιση της θερμοκρασίας του σπιτιού κι οι μάνες μου μ’ έκρυβαν στον εμβρυοθάλαμο από τη ζωή. Ήμουν θαρρείς η σιγουριά της διαιώνισης του είδους τους, αν και φοβούνταν μια νέα βασίλισσα, πόσο μάλλον τη γονιμοποίησή της. Φορές ένιωθα ψύλλος κλεισμένος σ’ ένα σπιρτόκουτο, δεμένο από το πόδι με είχαν και μου επέτρεπαν κάποιες απογευματινές ώρες να κινούμαι μακριά κι ελεγχόμενα.

Κάποτε, το κορμί ζήτησε ανόρεχτα τη λευτεριά του, μα ο νους αρέσκονταν στα όνειρα. Κάποτε πετάρισα και μια και δυο φορές μακριά. Κάποτε άνοιξαν σίγουρες οι φτερούγες μου κι αν δεν υπήρχε ο τρόμος του ανοιχτού χώρου, με μαχαίρωναν οι

ενοχές του γυρισμού, εκείνα τα βλέμματα τα μαραμένα που έκαναν να σφίγκεται το στομάχι μου.

Ακάλεστος ήρθε ο καιρός που το σώμα ασφικτιούσε από τα δεσμά και τη μέρα που άπλωσα το χέρι μου και άρπαξα τη Φαίδρα, γύρισα και τη ζωή.

«Μείνε μαζί μου…» με παρακάλεσε, το χτυποκάρδι της με γέμισε σπινθουράκια, μ’ έπιασε αλεργία κι ήταν το φάρμακό μου, και σαν πήγα στο σπίτι να πάρω τα προσωπικά μου η γιαγιά είχε γονατίσει στο δωμάτιο κι έκλαιγε, η θεία με κοιτούσε με φθόνο και η μητέρα ξέσπασε με κραυγές:

«Γι’ αυτό σε μεγάλωσα; Πες μου!»

Με τραβοκοπούσε και με γέμισε πληγές, κατακοκκίνησε ο λαιμός μου και τότε ένιωσα όπως ο ήρωας του παραμυθιού που τον κυνηγούσε η λάμια, «βρήκα την πριγκίπισσά μου!» της φώναξα κι εκείνη θρήνησε με λαρυγγισμούς, σα να συνοδεύεις πεθαμένο και δεν έχεις λόγια παρά πόνο.

Κι άρχισα απόκληρες πτήσεις στην αρχή, πόσο θα με καταδιώκουν ο οδυρμός και η ενοχή, σαν σμήνος από μέλισσες προσωρινά κάπου κρεμασμένος, αλλά είχα τα μάτια της Φαίδρας μου.

«Δεν θα σε εγκαταλείψω ποτέ…» τα λόγια της.

Εγώ άφησα πίσω μου όχι μια αλλά τρεις γυναίκες στα χέρια του Θεού για σένα. Τις νυχτιές, ψηλά, οι νέοι αστερισμοί δείχνουν μια ώριμη ζωή, μια ζωή που πλέει το καράβι μας με κάτασπρα φτερά, το βλέπουν οι μάνες μου και λυγίζουν, «θα πηδήξουμε στο πέλαγος» με απειλούν. Εγώ κινούμαι στην απανεμιά των λιμναίων ματιών της Φαίδρας και τις στέλνω την κατανόηση και την γλυκύτητά μου…

«Κι όμως… τώρα σας αγαπώ περισσότερο,» τις μήνυσα ψες και το εννοούσα. Περισσότερο, με μια αγάπη λεύτερη, χωρίς ενδοιασμούς και τερτίπια.

Τι είναι η αγάπη; Λέω. Ένα τραγούδι που κύλησε ένα βράδυ σε πεσμένα πλατανόφυλλα και τα σήκωσε σαν ελαφριά αύρα και τα στέριωσε σ’ εκείνη την παγωμένη λεμονιά που έμενε στείρα και νεκρή και της έδωσε υποψία ζωής και το πρωί ο ήλιος τα μπόλιασε για τα καλά και τα δώρισε το παλιό τους χρώμα και το νερό δυνάμωσε τις ρίζες και με τον καιρό η λεμονιά έβγαλε άνθη και μικρές φωνές κι είναι πάντα ταπεινή γιατί κατέχει πως από το τίποτα γεννιέται το παν.

Τι είναι η αγάπη; Αναρωτιέμαι. Μια δύναμη που σε ξεσηκώνει, είσαι γερτή σε μια γωνιά με το κενό σου, ζεις γιατί δεν έχεις κάτι άλλο να κάνεις, δεν υπάρχουν όνειρα γιατί δεν υπάρχει παρελθόν, ένα αμφιλεγόμενο παρόν κι ο χτύπος του ρολογιού, υπέρμετρη χαρά πως με τον καιρό θ’ αποκτήσεις παρελθόν κι ίσως όνειρα και βρίσκεσαι ξαφνικά μπροστά σε μια σκάλα, την παίρνεις από ανία, μετά ένα κομμάτι σχοινί που τραβά ψηλά, κάπου αρχίζουν τα χτυποκάρδια και στο τέλος μια ρόδα, σαν αυτές που βλέπεις σε φωτογραφίες ξεθωριασμένες, που τσουλούσανε τα παιδιά παλιά, και στην άκρη της ένα κοντάρι και δυο μάτια για σημαία και στα μάτια ένα πρόσωπο και στο πρόσωπο ένα κορμί κι όλο ένα συνοθύλευμα εικόνων που γυρνούν τόσο γρήγορα που τρομάζεις κι από μέσα από τις σελίδες ενός φοβισμένου παραμυθιού ξεπηδά ο ήρωάς του, μ’ ένα γέλιο και γάργαρα λόγια και σ’ αρπάζει και με την σβελτάδα του πυροδοτεί μιαν έκρηξη κι εκτοξεύεστε στ’ αστέρια εκεί που λένε πως ο κόσμος δεν τελειώνει ποτέ.

Ζω με τον Άγγελό μου και το άδειο μου σπίτι γέμισε από την παρουσία του, από τις λέξεις του, από τα γέλια του, από τη μυρωδιά του κορμιού του, από τη σιγουριά για ζωή. Δε χρειάζομαι τις παλιές φωτογραφίες, δε χρειάζομαι παρελθόν για να έχω μέλλον, έχω ένα μέλλον που θα κτίζει μέλλον.

Φορές βρίσκομαι μαζεμένος στο κάτω μέρος της κυψέλης και προσπαθώ να ζεστάνω κάποια όνειρα ή το καλοκαίρι με τις μεγάλες ζέστες συνεπικουρώ με τα φτερά μου για την δημιουργία δροσιάς στο εσωτερικό της. Τότε θαρρώ πως τα μάτια μου είναι πολύ μεγαλύτερα από τα μάτια της βασίλισσάς μου και των παραμάνων μου. Δεχτείτε τον έρωτά μου, τις τραγουδώ. Εκείνες δεν μπορούν ν’ αποδεχτούν πως χάσανε την αποκλειστικότητα, τη μοναδικότητα να είναι όλα μαζί. Μια πίκρα νιώθω, σταμάτησα ν’ ανιχνεύω την αναπνοή τους, πρέπει να ζήσετε κι εσείς τη δικιά σας ζωή, χωρίς τους περιορισμούς μου, τις είπα, εμείς μάθαμε να ζούμε μ’ εσένα, για σένα, απάντησαν και με τρόμαξαν.

Έχω τη ζωή μου, ψιθύρισα, δε θέλησα να τις πικάρω με τη σιγουριά μου, έχω τη Φαίδρα μου. Έκανα ένα τόσο επικίνδυνο ταξίδι για δαύτην, σκότωσα τον μινώταυρο της μοναξιάς μου και γκρέμισα τον λαβύρινθο των στείρων ονείρων μου.

Μια μέλισσα είμαι που συλλέγει νέκταρ με το ταίρι της και γύρη και την αγάπη που ταξιδεύει με τον άνεμο από μαργαρίτα σε μαργαρίτα, με αγαπάει για πάντα κι εσείς, μ’ εκείνο το αόρατο κεντρί σας μου διοχετεύεται δηλητήριο. Δε νεκρώνω, δε μουδιάζω, το δηλητήριο το απορροφά η αγάπη μου κι όλο θεριεύει.

Ξέρετε, η κακία δυναμώνει τον άνθρωπο…

Όσο μεγάλο και να ήταν το κελί που συνειδητά με σφραγίσατε, όσο κι αν το αγόρι σας ήμουν και τρεφόμουν με τον βασιλικό πολτό σας, όσο κι αν προνοούσατε για το μέλλον μου, όσο κι αν ήσασταν ο πατέρας, η μητέρα, σαν επιμείνατε να είστε και ο κόσμος μου όλος, εκτός από μάνες παραμάνες και η ζωή μου όλη, δεσμοφύλακες γίνατε. Και το αβγό που θέλατε να είναι πάντοτε αβγό επωάστηκε. Όσο κι αν επιμένατε η κάμπια να είναι μικροσκοπική και κλεισμένη στο κουκούλι της, όσο κι αν εμμένατε πως μονάχα στην αγκαλιά σας θα είναι η προνύμφη ζεστή, εκείνη κάποτε έγινε έντομο. Κι ότι έντομο κι αν είσαι, κανείς δεν μπορεί να σε αποξενώσει από την γύρω σου φύση, από τη ζωή που τρέφει ο ήλιος.

Η αλήθεια είναι πως τον πρώτο καιρό παρέμενα στην κυψέλη, να δυναμώσουν τα φτερά μου, τρεφόμουν από σας ως τις πρώτες μου πτήσεις κι όσο η ανασφάλεια με οδηγούσε πίσω στην στέγη εξακολουθούσα να τρέφομαι από το στόμα σας.

Τώρα η ανασφάλειά μου έγινε ανασφάλειά σας.

Κοιτάζω την έναστρη ακολουθία της νύχτας, την καρδιά του ήλιου, δεν αντέχω την ποταπότητα των μίζερων ανθρώπων. Οι κεραίες μου ανιχνεύουν την αγάπη. Η δικιά σας δεν είναι αγάπη παρά εξάρτηση κι αρρώστια κι οι αρρωστημένοι άνθρωποι δεν χρειάζονται φάρμακα παρά πάθος για ζωή.

Κάποτε πρέπει να ωριμάσεις. Κάποτε πρέπει να ξεφύγεις από όσα σε κυνηγούν. Κάποτε πρέπει να ζήσεις τη δικιά σου ζωή. Κάποτε πρέπει να ξεχειμωνιάσεις μόνος για να βρεις το αύριο που σου αξίζει. Τα υπόλοιπα είναι λόγια κι ευχολόγια και τα λόγια και τα ευχολόγια είναι για μεγάλες προσευχές και όχι για οδυνηρές αποφάσεις.

Ένα ομιχλώδες παραμύθι αφήνατε και αιωρούνταν, πως αν φύγεις από τη φωλιά θα πεθάνεις από το κρύο, την πείνα, τις κακουχίες. Γονατιστός θα γυρίσεις να θερμοπαρακαλέσεις, αλλά κανείς δεν θα καταδεχτεί ν’ ανοίξει σ’ έναν άσωτο. Αυτά φύτευε το παραμύθι σας. Ίσως να το πίστευα ως τώρα και να κρεμόμουν ως τώρα από τις λέξεις του. Ίσως… Αν δεν γνώριζα πόσο λαμπερά είναι τ’ αστέρια, πως μια παρανυχίδα της σελήνης είναι προτιμότερο να την απολαμβάνεις από τα κλαδιά ενός δέντρου παρά πίσω από τις γρίλιες του παραθύρου σου. Πως σαν το κρύο σε περονιάσει, η ζεστασιά ενός κορμιού είναι πιο ηδονική από την πυρά και πως τα ψηλά δέντρα είναι ψηλά γιατί δεν τα τρομάζει μήτε ο άνεμος μήτε ο ουρανός και η απεραντοσύνη του. Σ’ εκείνη την στροφή μας περίμενε το κενό και τους ρούφηξε η θάλασσα και απομήζυσε και το χαμόγελό μου και σαβανώθηκε η ζωή μου τα μαύρα, και ξύπνησα από τον λήθαργο στα είκοσί μου, δέκα χρόνια κλεισμένη σε ίδρυμα με κατάθλιψη, ξύπνησα μέσα σε μια νυχτερινή καταιγίδα και μου είπαν πως μπορώ από τώρα να ξαναζήσω, δεν είχα μάθει να ζω και πήρα μια άλλη ζωή, φόρεσα τα πολύχρωμα κουρέλια μου κι ένα κατακόκκινο χαμόγελο…

Μα τα πολύχρωμα κουρέλια δεν είναι παρά ντύμα και το χαμόγελο το φορεμένο δεν είναι παρά αντιφέγκισμα σε ραγισμένο καθρέφτη και τότε, πάνω στην κόψη του καιρού, τότε που λες πως ο χειμώνας σβήνει τις πατημασιές που ακολουθείς, ήρθε ο Άγγελός μου, ο Άγγελός μου δεν χρειάζεται φτερά, είναι τόσο γήινος, δεν χρειάστηκε να μου φέρει μηνύματα ή δώρα, μου έφερε μια νέα σπιρτάδα ζωής και μια ευτυχία να ζεις πέρα από τη μοναξιά του ενός, στην πλημμυρίδα των πάντων.

Πού θα μας πήγαινε η ζωή αν σ’ εκείνο το σκαλοπάτι της δεν συναπαντιόμασταν; Αν αφήναμε την αύρα που μας χάιδεψε να μας προσπεράσει; Αν δεν ακολουθούσαμε το όνειρο; Αυτό που μετά τον προσωπικό του καθενός γδούπο βρεθήκαμε αντίκρυ του και το πήραμε κρατημένοι από το χέρι;

 

Δεν υπήρξαν αλησμόνητες μέρες.

Οι στιγμές των δακρύων, οι άλλες της χαράς, ανύπαρκτες. Μονάχα η ευλυγισία της λήθης να μπαινοβγαίνει στα σοκάκια μιας και μοναδικής χλωμής ανάμνησης κι άλλοτε να τη ντύνει με χρώματα κι άλλοτε να τη δοκιμάζει γυμνή. Αυτή ήταν η ζωή μου.

Τώρα, είναι η ζωή αλλιώς. Έτσι μπορώ να την περιγράψω. Μια ζωή αλλιώς!

 

 

Πλαγιάρι 8/3/16

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top