Fractal

Διήγημα: “Το ψεγάδι”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

f9

 

Ήταν μια αιρετική μορφή.

Όχι σαν τις άλλες. Τις καθημερινές.

Μια συγγραφέας ευφάνταστων ιστοριών τον έκανε ήρωά της.

Του έδωσε σάρκα και οστά.

Προσπάθησε να τον ντύσει με συναισθήματα.

Δεν βρήκε πολλά.

Μονάχα τη μοναξιά.

 

Κάθε Κυριακή, στο χωριό του, φορούσε τα καλά του ρούχα και τραβούσε προς την εκκλησιά. Να δει την Παναγιά, όπως τη σμίλεψε εκείνος ο τρελός αγιογράφος που την έπλασε τόσο όμορφη που τάραζε τ’ αντρικά εσώψυχα.

Ως κι οι αρχάγγελοι είχαν λωλαθεί από την ομορφιά της, τόσο που το βλέμμα τους ξέφυγε από το αυστηρό της κρίσης κι έμεινε πάνω της με περισσή λαγνεία.

Κι έπειτα ήρθε ένας ναζιάρης νοτιάς και τον σήκωσε μαζί με άλλους και τον έφερε εδώ, στον τόπο που λέγαν: η μητέρα πατρίδα. Και πάτησε σε χώματα άξενα και οι άνθρωποι, που είχαν την ίδια με αυτόν λαλιά, τον ένιωσαν πιο ξένο.

Πήρε ένα ξύλο, καθώς έκανε στην πατρίδα, το ξεφλούδισε κι άρχισε να τρώει (ροκανίζει, λιμάρει) τους ρόζους. Και περνούσε ο καιρός κι εκείνος αμίλητος πάλευε της κρανιάς το κλωνί μ’ ένα μικρό σουγιαδάκι.

Η γυναίκα του και τα παιδιά του τον κοίταζαν και απορούσαν που το βλέμμα του είχε χαθεί. Στα περασμένα. Κι αυτός, περιπλανιόταν στα πρόσωπά τους λες και ζητούσε από την Παναγιά του συγχώρεση.

Συγχώρεση στον ωραιόκοσμο των γυαλιών που σπάνε και δεν ξανακολλάνε ποτέ,εμπιστοσύνη, τόσο λεπτή και διάφανη που χωράς να περάσεις από μέσα.

Περιπλανώμενος μεταξύ μνήμης και θάλασσας. Και οι δυο αδίσταχτα στυγερές. Τη μια σιωπούν και την άλλη σηκώνουν φουρτούνες. Έτσι ζει. Χρόνια τώρα. Άλλοι τον λένε κατατρεγμένο, άλλοι άστεγο, άλλοι ρεμάλι. Ο ίδιος έχει απλά από τη ζωή του παραδοθεί.

Νυχτιές, κάθεται στην προκυμαία με τη θάλασσα να του γλείφει τα πόδια και κοιτάζει. Πέρα από τα φώτα της πόλης, οι ψυχές που άφησε πίσω του, οι ψαλμωδίες του ιερέα, το ίσο του ψάλτη. Πιο ψηλά από τ’ αστέρια και το φεγγάρι που παλεύουν με τα σύννεφα, κοιτάζει τις μνήμες του και την Παναγιά που αρνήθηκε κι εκείνη θύμωσε και δεν γελά πια κι έχασε την ομορφιά της κι έμεινε μια φαφούτα τσιγγάνα και νιώθει στο σώμα του τ’ απόβλητα των ανθρώπων και της ψυχής του.

Η γυναίκα του, πριν καιρό, δεν άντεξε την αιώνια βαριά θλίψη του και τα παιδιά του μεγάλωσαν και τον απαρνήθηκαν κι αυτός συνεχίζει το ταξίδι του πληγώνοντας τους βλαστούς των σκέψεών του.

Θρύψαλα αστεριών που στάζουν παρέα με την καταιγίδα σκέψεων στο σωλήνα της αποχέτευσης.

Αυτός ο άνθρωπος θα προχωρούσε κλαίγοντας αν είχε μάτια. Αν οι μνήμες τον βασάνιζαν μέσα στη ζωή. Αλλά αυτός προχωρά χωρίς να έχει ζωή. Χωρίς να έχει παρά το σώμα του κι εκείνο, αν προσπαθήσεις να το ακουμπήσεις, θα εξαερωθεί μέσα στην αιώνια ανάμνηση του τόπου που άφησε.

Κι εσύ; Η συγγραφέας;

Προχωράς

Λάσπες παρελθόντος στερεώνονται στα σκισμένα παπούτσια, 

σιωπή που ελλοχεύει στις φωνές των αγνώστων.

Προχωράς.

Μια καθημερινότητα σέρνεται στα πόδια σου, ντυμένη με γκρι, πράσινους και κόκκινους ανθρώπους. Εσύ δεν ανήκεις πουθενά. Το λευκό είναι πάντα η βάση, ποτέ η απόχρωση. Περιπλανώμενη σε μια πολύχρωμη πόλη με αναρίθμητα φώτα, δίχως εκπλήξεις. Πάντοτε κάτι θα λείπει. Το παζλ πάντα θα πεινάει για εκείνο το κομμάτι με τη ξεφτισμένη πάνω δεξιά γωνία.

Τον είδε καθώς πέρασε σαν αερικό από την παραλία. Σε μια εσοχή πολυκατοικίας ήταν, σκεπασμένος με φαγωμένες κούτες και ξάφνου, ως ηθοποιός που ταρακουνά το κοινό με την άξαφνη (αιφνίδια) εμφάνισή του, έδωσε μια στη σωρό κι αποκαλύφθηκε. Κι αυτή, μια αστραπή της φώτισε την έμπνευση και τον είδε όπως ήθελε να τον δει. Κι εκείνος, ένα μεγαθήριο ίσα με κει πάνω, πήρε στην προκυμαία να ρίξει το παραγάδι του βλέμματός του. Κι αυτή, η συγγραφέας ανώδυνων τοκετών, η συγγραφέας που το γραπτό της κλαίει χωρίς διέξοδο, το βράδυ με το έντονο φως από πάνω της και μπροστά της είδε στην οθόνη τη ζωή του όπως θα ήθελε να τη δει. Όπως θα της ταίριαζε.

Αυτός ο άνθρωπος, αυτό το βράδυ, κάπου θα έχει βρει καταφύγιο. Αυτός ο άνθρωπος υπάρχει. Αυτό είναι σίγουρο. Όπως είναι βέβαιο πως εσύ τον ξανάπλασες καθ’ εικόνα και κατ’ ομοίωση. Κι είσαι ευχαριστημένη. Που μπόρεσες και γέννησες έναν ακόμα ήρωα. Που μπόρεσες και γέμισες μια ακόμα σελίδα.

Είσαι ευχαριστημένη γιατί με τους ήρωές σου ζεις. Ξεφτίζεις τη μοναξιά σου. Τη γεμίζεις με ωραίες στιγμές στο χαρτί. Στο χαρτί σου ζεις. Η ζωή έξω μακριά.

Το τέλος που θα δώσεις στο αφήγημά σου απευθύνεται σ’ εσένα. Κι όμως, δεν μπορεί να σε τρομάξει, γιατί εκείνος ο άνθρωπος που προχωρούσε και κοιτούσε με βουβά μάτια την αδιάφορη θάλασσα, υπάρχει και μπορείς να κρυφτείς από πίσω του.

Αυτός ο άνθρωπος υπάρχει. Πέρα από τις αναμνήσεις του. Δεν ζητά την λήθη γιατί δεν έχει ζωή. Κι εσύ που λες πως έχεις ζωή…

Λήθη, επιβλητική λήθη ποτίζει στη μνήμη και ανεπαίσθητα την καταπίνει, γνώθι σαυτόν, γεννημένο από τη μήτρα της αποδοχής της ήττας.

Πήρες τον δεξί δρόμο, τον κάθετο στη θάλασσα. Πάντα σου άρεσε ν’ αφήνεις τη θάλασσα πίσω σου. Πάντα σου άρεσε να ζεις κρυμμένη απ’ τη ματιά της. Ανάμεσα στις πολυκατοικίες να κοιτάς τον ακάλυπτο. Εκείνος δεν έχει πολλές απαιτήσεις. Για ταξίδια και όνειρα. Για φιλίες. Κλώτσησες μια φτιασιδωμένη συνάντηση με το αγόρι που είπες πως αγάπησες.

Κι εκείνος ο άνθρωπος που ήρθε και κάθισε απρόσκλητος στο βλέμμα σου, που πέρασε στα ενδότερά σου κι από κει στο χαρτί, κουρελής κι άπλυτος, αξύριστος και μαραμένος δεν ζητούσε τίποτα γιατί τα είχε όλα. Ζούσε μέσα στην ευτυχία του παρελθόντος σκαλωμένη στα χαρτόκουτα που έσερνε.

Έψαξες για ένα του ψεγάδι. Να το περάσεις στο διήγημά σου. Ν’ αποκτήσει μια υπόσταση το κείμενο. Κάποιο ενδιαφέρον το γραπτό σου.

Έφτασες. Ξεκλειδώνεις και σιγοψελλίζεις συμπεραίνοντας.

«το ψεγάδι μου, είμαι εγώ».

 

Πάνω σε ξένες λέξεις.

Οι πλάγιες της Ελισάβετ Πατίδου

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top