Fractal

Διήγημα: “Εμείς γι’ αλλού κινήσαμε…”

Του Θόδωρου Πάλλα // *

 

 

f7

 

Το πρώτο φως σκάλωσε στα γένια του. Μετά ήρθε η αντανάκλαση της μορφής του στη βιτρίνα. Σηκώθηκε ράθυμα. Μάζεψε τα χαρτόκουτα κι είπε ν’ αφεθεί στο σώμα του, να τον οδηγήσει. Εκείνο τον έσπρωξε προς τη θάλασσα. Άφησε τις καμάρες της πλατείας να πνίγουν την ανάσα του. Το σκυλί, έναν χρόνο αχώριστοι, πίσω του, πιο αργό κι από τα σκαμπανεβάσματα ενός παροπλισμένου πλοίου, ραχάτευε με τον πρώιμο ίσκιο του. Ένας περαστικός τον έντυσε με σιχασιά.

Η κοπέλα λικνιζόταν μπροστά του. Η μεγαλόστητη θωριά της δοκίμαζε τις αντοχές του. Κάποιες ξέμπαρκες άκρες των μαλλιών μαγάριζαν τη λευκότητά του αυχένα της. Ένα τσιμπιδάκι στον κότσο μιλούσε πέρα από τον μύθο που έκτιζε η ομορφιά της. Κάποιο χαμόγελο ξανοίχτηκε στ’ αρμυρίκια του προσώπου της, καθώς γύριζε προς το μέρος του κι ένας φάρος του μήνυσε:

«Μείνε μακριά της».

Τι μερεύει τις ψυχές των απόκληρων; Η ιερότητα της μοναχικότητάς τους;

Μα… ήταν αυτή;

Μια τσιμπιά στο στήθος, ένα σφίξιμο στη ράχη… Πήγε να κρατηθεί από τους ώμους της. Εκείνη τραβήχτηκε αλαφιασμένη. Αυτός σωριάστηκε ανάμεσα σε δυο καμάρες. Η κοπέλα έντρομη χύθηκε στη μοναξιά της πλατείας. Δυο τρεις περαστικοί κόνταιναν τα βιαστικά τους βήματα. Ο σκύλος στα δυο μέτρα, στύλωσε στον πεσμένο άντρα τα λιγδιασμένα μάτια του φοβούμενος να πλησιάσει. Μια μαυροφόρα έσκυψε στο πρόσωπό του. Τα βαμβακένια μαλλιά της μέτρησαν την ανάσα του. Αθόρυβα γλίστρησε πάνω του. Με τα χέρια της του μάλαξε το στήθος. Στο βάθος του ταξιδιού του εκείνος ένιωσε τη ζεστασιά της. Άνοιξε τα μάτια. Πάνω του, τεράστια τα δικά της, μετρούν την πορεία της νηνεμίας. Ανασήκωσε προσεχτικά το άδειο κουφάρι της σιγής, όπως ζυγίζουμε ένα φτερό που διευθύνει ο άνεμος.

«Ευχαριστώ,» της ψιθύρισε.

«Ευχαριστώ,» της γρύλισε κι ο σκύλος.

 

Με ακούμπησε και με διαπέρασε η παγωνιά των χεριών του. Σαν τότε που έδεσα τα χέρια του παππού μου στο στήθος κι εκείνος ξεψύχησε, έτσι ένιωσα. Μ’ εκείνη την οπτασία, το έβαλα στα πόδια.

Σαν η καρδιά μέρωσε γύρισα. Ένας όμιλος περαστικών σχημάτιζε κύκλο. Κόντεψα με γοργές δρασκελιές. Κοίταξα πάνω από τον ώμο ενός φρεσκολουσμένου που μύριζε άρωμα το πρόσωπό του.

Τον είδα. Τα χέρια του κρατιόταν από μια εξηντάρα με ολόλευκα μαλλιά. Και τα μάτια του στο πρόσωπό της προσπαθούσαν να μαντέψουν αν είναι στον πάνω ή στον κάτω κόσμο.

Της χαμογέλασε.

Γύρισε στο πλάι κι άρχισε με λυγμούς να μιλάει στη γη, τόσο σιγά που μονάχα αυτή θα τον άκουγε.

Ο σκύλος, ήρθε δίπλα του κι άρχισε να γλείφει το πεζοδρόμιο, για να εξαφανίσει τα αμυδρά απομεινάρια της δύσκολης στιγμής.

Οι περαστικοί ανακουφισμένοι απομακρύνθηκαν γοργά, να φτάσουν στη δουλειά τους. Η κυρία, του χάρισε ένα χαμόγελο, ένα χάδι και τα λόγια:

«Είσαι καλά;»

Της έγνεψε πως ναι και πήρε να σηκώνεται. Εκείνη, σαν τον είδε ορθό και το χαμόγελό του να στήνεται, κίνησε να φύγει.

Τότε με είδε.

 

Ήταν αυτή! Το δίχως άλλο! Είχε το πρόσωπό της, τα μαλλιά της, τα μάτια τα σκοτεινά με το βλέμμα της πίκρας και το ίδιο πηγούνι. Ήταν αυτή! Ολόιδια η γυναίκα που είχε αγαπήσει.

Πόσα χρόνια πάνε;

Δεν είχαν παντρευτεί. Δεν τον καταδεχόταν οι δικοί της. Εκείνη πάλευε μαζί τους κι έμενε δίπλα του. Μετά από τρία χρόνια συμβίωσης, τον παρακαλούσε να παντρευτούν. Αυτός δεν ήθελε να τη δεσμεύσει. Δεν ήθελε να την απομακρύνει από τους δικούς της.

Κι έμεινε έγκυος.

«Με τα βαφτίσια του μωρού θα παντρευτούμε…» του έλεγε κι αυτός της χαμογελούσε.

Πέθανε στη γέννα. Οι γιατροί της είχαν απαγορεύσει την κύηση. Το έμαθε μετά. Αυτή ήθελε να του κάνει δώρο με την αγάπη της, τον γάμο τους κι ένα παιδί.

Αλλόφρονας γύριζε δυο μέρες στα σοκάκια της πόλης. Άφαγος κι άυπνος για δυο μέρες και δυο νυχτιές, κινιόταν πέρα από τη ζωή κοντεύοντας τον θάνατο.

Την τρίτη μέρα στην κλινική. Το παιδί εξαφανισμένο. Στήθηκε έξω από το σπίτι των γονιών της και ούρλιαζε. Σαν ήρθε η αστυνομία, έσκυψε το κεφάλι, έκανε τον παλαβό, με βλέψεις στο άψυχο κορμί της. Στήθηκε έξω από τον νεκροθάλαμό της και την φυλούσε. Του κλέψαν το παιδί. Δεν μπορούν να του πάρουν και το σώμα της. Η ψυχή της ήταν μέσα του. Τόσες μνήμες. Άρχισε όλες να τις καταγράφει στο μυαλό του και μετά θα έπαιρνε ένα χοντρόδετο τετράδιο και θα τις περνούσε εκεί. Θα ζούσε με τις σελίδες του βιβλίου τους για πάντα.

Ορθός, με τα μάτια έτοιμα να χιμήξουν, καθόταν πάνω από το κορμί της και το φύλαγε σαν Κέρβερος που αγάπησε έναν νεκρό και τον θέλει δίπλα του.

Τέσσερις φουσκωτοί τον σήκωσαν, τον έβγαλαν έξω και τον ξυλοφόρτωσαν.

Σαν στήθηκε στα πόδια του είχαν περάσει τρεις μέρες. Έψαξε να τη βρει. Δεν του αρκούσαν μόνον οι μνήμες. Ήθελε και μια γωνιά να μπορεί να της μιλά. Να της συνεχίζει τα όνειρά τους. Για έναν μήνα τριγυρνούσε το νεκροταφείο, έφτιαξε ένα σχεδιάγραμμα και σημείωσε όλους τους τάφους. Και δεύτερη και τρίτη φορά καινούριο σχέδιο. Και κάθε νυχτιά έξω από το σπίτι των γονιών της.

Μετά τον μήνα όλα χάθηκαν. Τον έκλεισαν στο ψυχιατρείο. Πέρασε εκεί ένα εξάμηνο κυνηγώντας τις ώρες τους, με χορηγό τον έρωτά του. Κάθε μέρα έβλεπε τις αναμνήσεις και πιο λειψές. Σαν στη νυχτιά να θυσιαζόταν μερικές, αφιερωμένες στο Σκότος.

Τον έβγαλαν.

Χάθηκαν όλα. Οι στιγμές που ζήσανε κλειστήκανε σε μνήμες που δεν ήξερε αν ήταν η αλήθεια του ψες ή ο πίνακας που σήμερα σχεδίασε. Οι γονείς της εξαφανίστηκαν. Τις νυχτιές πηδούσε τη μάντρα του νεκροταφείου και ψηλαφούσε όλους τους τάφους.

Τον ξαναέπιασαν.

Στην κλινική ήταν ένας ήσυχος άρρωστος. Και μετά τίποτα. Μια ομίχλη τα περασμένα. Μια αντάρα που κατακάθισε η ζωή του.

Είκοσι χρόνια στους δρόμους. Έχασε το χοντρόδετό του, έχασε τις μνήμες του. Μια θολή εικόνα η εικόνα της. Θολές αναμνήσεις η κοινή ζωή τους. Κι αυτός χωρίς ζωή να τριγυρνά στους δρόμους ψάχνοντας. Τι;

Αυτή θα είναι, το δίχως άλλο.

 

Άπλωσε το χέρι. Σα να ζητούσε να του κρατήσω, όχι το χέρι, αλλά τη ζωή. Είδα στα μάτια του μια πλημμύρα από μνήμες που δεν μπορούσαν να βρουν τον δρόμο τους.

Άπλωσε το χέρι του. Ένα χαμόγελο προσπάθησε να βρει καταφύγιο στο πρόσωπό μου. Κάποιες λέξεις έψαξαν να βρουν ένα μονοπάτι.

Άπλωσε το χέρι του. Μια ξερακιανή προσπάθεια να φτάσει τους ώμους μου. Να στηρίξει πάνω μου. Το κορμί του; Τις αναμνήσεις του; Τη ζωή του;

Τρόμαξα.

Δεν μπορώ να σηκώσω τόσο βάρος.

Κούνησα το κεφάλι όπως αρνιέσαι να επιβεβαιώσεις κάποιον για τα λόγια του.

Έτρεξα να κρυφτώ από τα θέλω του.

Τον άκουσα να φωνάζει με μια φωνή πνιγμένου που για στερνή φορά αποζητά τη ζωή…

«Εσύ είσαι…»

 

Χωρίς ερωτηματικό. Με μια βεβαιότητα…

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top