Fractal

Διήγημα: «Σάλτος»

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

f10

 

Ο Ιερεμίας Τζαμπ, από γονείς πρόσφυγες, αφυπνίστηκε και ο ήλιος του έπνιξε τα μάτια, ήταν τόσο εκθαμβωτικός που τεχνούργησε μια λεπτή λωρίδα με τα βλέφαρά του για να υποδέχεται το φως και τέντωσε ένα κορμί κουρασμένο από την εβδομαδιαία εξόντωσή του, δουλειά, σπίτι αργά, ένα πρόχειρο δείπνο και μετά αγκαλιά με τα όνειρα τα βραδινά, εκείνα της μέρας αρχίζουν να ξεφτίζουν όπως οι νερομπογιές ενός πίνακα έκθετου στη θαλασσινή αύρα.

Έτσι είναι άμα είσαι επιχειρηματίας, τον δούλευαν οι φίλοι, ναι, επιχειρηματίας, έλεγε κι ο ίδιος και χασκογελούσε, ένα μικρό παντοπωλείο με τρεις υπαλλήλους κι αυτός να καλύπτει άλλες τόσες θέσεις, από τις έξι το πρωί ως τις δέκα το βράδυ, πέρασαν τα χρόνια των παχυλών αγελάδων, ποιων αγελάδων δηλαδή, κάποια ταξίδια και διακοπές στη θάλασσα στο εξοχικό του κάθε δεκαπενταύγουστο, οι δουλειές αναδουλειές, παρατηρούσε τις υπαλλήλους του, είκοσι χρόνια μαζί και σκεφτόταν πως για να βγει οικονομικά κάποια έπρεπε ν’ απολύσει, ποια, κι ο ύπνος από ήσυχος γέμισε εφιάλτες τα πέντε τελευταία χρόνια, απέλυσε την πιο μικρή και τώρα ποια έχει σειρά Ιερεμία Τζαμπ;

Κάθισε στην κουνιστή πολυθρόνα που στο φωτεινό μπαλκόνι πάλευε με τους ήχους της αυλής και κοιτώντας την αιώρα που ρέμβαζε η αδελφή του προσπάθησε να μετρήσει σε ποια βήματα της μνήμης κινιόταν, παρέμενε χρόνια μικρή ή ήταν μικροκαμωμένη, κοίταξε το παιδικό της πρόσωπο, μια μελανιά στο κούτελο και λίγο αίμα που έτρεχε από τη μύτη, είπε να το σκουπίσει με το μαντίλι του μα παραιτήθηκε.

Στον κήπο μπροστά του οι τριανταφυλλιές ανθίσαν, μια κατακόκκινη αναρριχώμενη έμπλεξε τα κλαδιά της με την μηλιά που τα λευκά άνθη της του φάνηκε σαν να μάτωσαν, κι άκουσε από μέσα τη φωνή της μητέρας, πώς τον θέλεις τον καφέ σου; δεν ήξερε αν απευθυνόταν σε αυτόν, μάλλον, γιατί ο πατέρας θα είχε πάρει τους δρόμους, ο πατέρας που δεν αποχωρίστηκε το χαμόγελο, ήταν το όπλο του από τότε που ήρθαν εδώ εκείνος και η μητέρα, οικονομικοί πρόσφυγες, δεν έλεγε μετανάστες, μας έκλεψαν τα όνειρα και μας διώξανε, έλεγε και γελούσε κι έμαθε τη γλώσσα στον χρόνο πάνω και μετά από μια διετία γέννησαν αυτόν, στο κατόπι του η αδελφή του, την κοιτάζει που ακίνητη συνεχίζει να αιμορραγεί, θα της περάσει, σκέφτεται και ο πατέρας άρπαζε το σακάκι του και χυνόταν στους δρόμους, δούλευε ως λαντζιέρης σε εστιατόριο, η κύρια δουλειά του, πουλούσε κουλούρια σε καροτσάκι από τα χαράματα και μέχρι να πατήσει για τα καλά τη γη ο ήλιος, και το βράδυ γκαρσόν σε νυχτερινό κέντρο, δεν έχει αναπαμό αυτός ο άνθρωπος, έλεγε η μητέρα και γελούσε, θ’ αναπαυθώ μια και καλή! θα ησυχάσω σαν κλείσω τα μάτια για πάντα, της απαντούσε εκείνος, η μητέρα τους μεγάλωνε και καθάριζε σπίτια και στα δέκα του ο πατέρας τούς έκλεισε τα μάτια και τους οδήγησε στο αυτοκίνητό τους, ένα γυαλιστερό μεταχειρισμένο και από τότε ο πατέρας ραχάτευε τις Κυριακές, κι η μητέρα δεν είχε σπίτια την ημέρα εκείνη, κάθε Κυριακή και σχόλη ο πατέρας τους έπαιρνε και ξεχυνόταν στις εξοχές, όλη τη χώρα είχαν γυρίσει και μια φορά ως και στην πατρίδα τους πήγαν κι ο πατέρας δάκρυσε, η μητέρα συγχύστηκε πολύ, όπως τ’ αφήσαμε κι ακόμα χειρότερα, είπε, κι έδωσε όρκο, εκεί, μπροστά σε συγγενείς και φίλους, πως δεν θα ξαναπατήσει στα χώματά τους, γιατί εκείνα είναι σκληρά και δεν είναι για όνειρα ανθρώπων.

Στην άκρια της αυλής οι δάφνες πήραν τα πάνω τους, η πασχαλιά άρχισε ν’ ανοίγει τα μωβ άνθη της και να μυρίζουν και στα παρτέρια τα ζουμπούλια αυγάτιζαν τις ευωδιές, άσπρα, μπλε, να κόψει μερικά να στολίσει τα βάζα, ο πατέρας θ’ αργήσει, ξανάκουσε τη μητέρα, θα πιούμε καφέ; και μέτρησε πόσα χρόνια περάσαν από τότε που σταμάτησαν οι έξοδοί τους, τότε που το αυτοκίνητο γύρισε τον κόσμο όλο σ’ ένα λεπτό, κοιτάει την αδελφή του που το παίζει στρατιωτάκια ακούνητα αμίλητα, μαρμαρωμένη, ούτε το αίμα που τρέχει από τη μύτη της δεν προσπαθεί να σταματήσει, έχει τα μάτια ανοιχτά, την βλέπει, ανοιχτά κι ακίνητα και στο στήθος ένα κόκκινο γαρύφαλλο και στην κοιλιά της μια κόκκινη ζώνη, ολοπόρφυρα του φαίνονται όλα πάνω της, και βλέπει ψηλά τις πολύχρωμες πλαγιές, οι βελανιδιές, τα πλατάνια και οι οξιές γεμάτα φύλλα, πλησιάζει καλοκαίρι, σκέφτεται, πριν είκοσι πέντε χρόνια το αυτοκίνητο τράβηξε προς τα κάτω αδημονώντας να πιει νερό από το ποτάμι που κυλούσε στο φαράγγι, ανέβηκε στον δρόμο μονάχος, κανένας δεν τον ακολούθησε, ήταν στα δεκαοχτώ του και μόλις τέλειωσε το λύκειο, κι έφτασε στα είκοσι μέσα σε μια στιγμή, αποκοιμήθηκε δυο χρόνια κι απρόσμενα ξύπνησε κι άφησε τα όνειρα για σπουδές, για κάτι πιο χειροπιαστό, είδε το μέλλον αλλιώς, είπαν, συνέχισε τη δουλειά του πατέρα και στα είκοσι πέντε του έγινε επιχειρηματίας και τώρα σκέφτεται ποια από τις δυο ν’ απολύσει, μαζί πάνω από είκοσι χρόνια, να σου βάλω γλυκό; η μητέρα, έχω συκαλάκι και λίγο πορτοκάλι… ά και περγαμόντο ένα κομμάτι, και γέλασε.

Ήτανε γύρω από τη φουφού, μια ξυλόσομπα ιδιοκατασκευή του πατέρα, κι η μητέρα έλεγε για την πατρίδα, την άφησε με μια νοσταλγία και μια πικρή ανάμνηση της πάγωνε τα πόδια, οι αμυγδαλιές ανθίζουν τώρα, τους έλεγε, κι ο πατέρας μου άφηνε το γαϊδουράκι που κουβαλούσε τα ξύλα κι έπαιρνε την τσάπα του να σιάξει τα χώματα, να σπείρει τα ζαρζαβατικά του, μ’ έπαιρνε να χαράζω το χώμα για να φυτεύει, το αηδόνι μας έβλεπε και σταματούσε το κελάηδημά του και η μητέρα μου έδενε καλύτερα το τσεμπέρι της και μας χαμογελούσε κι ο Ιερεμίας Τζαμπ έπαιρνε καρύδια και αμύγδαλα και τα έσπανε και η μητέρα τού σήκωνε το πηγούνι είσαι η λατρεία μου, του έλεγε και του φεύγανε σιρόπια με τα σάλια, κι η αδελφή του ξάπλωνε τις νυχτιές μαζί του σαν δεν της ερχόταν ο ύπνος, να ζεστάνω τα πόδια μου; τον παρακαλούσε και μην σβήνεις το φως κι εκείνη η αεικίνητη τώρα στην αιώρα, μήτε να κουνήσει το βλέφαρό της η πεισματατζού, και το μαγαζάκι του πήρε τα πάνω του μετά τον πρώτο χρόνο και μετά την πρώτη υπάλληλο ήρθε κι η δεύτερη και σε χρόνο η τρίτη, τώρα ποιο είναι το μέλλον σου Ιερεμία Τζαμπ, ποιο είναι το μέλλον σου;

Κοιμήθηκε παιδί, στα δεκαοχτώ του ήτανε με οικογένεια, ξύπνησε στα είκοσι μόνος, δυο χρόνους ταξίδευε σε μαύρους ουρανούς και στα είκοσι πέντε με τις οικονομίες του και κάποια χρήματα που είχε στην άκρη ο πατέρας ξεκίνησε το μίνι μάρκετ, άντε και σε ανώτερα, οι φίλοι κι αυτός είχε μιαν περηφάνια ασύνορη και του ήρθε στο μυαλό τότε που με το καροτσάκι διαλαλούσε τα κουλούρια του, τέτοιο ομορφόπαιδο και να πουλάει κουλούρια, άκουσε από μια ξανθιά και μέτρησε τα καπούλια της, κάποτε ίσως μια τέτοια να τον ερωτευθεί, τι είναι ο έρωτας Ιερεμία Τζαμπ, ο μεγαλύτερός του η Θωμαή, από τα νήπια μαζί ως το τέλος του λυκείου, αχώριστοι φίλοι αλλά μέσα του κάτι τον έκαιγε, μετά καμιά δεν του φλόγισε την καρδιά και τον πρώτο καιρό καθισμένος έξω από το μαγαζί παρατηρούσε την επιγραφή με τις ώρες και καμάρωνε και χθες στεκόταν κι έβλεπε τα κατεβασμένα του ρολά και προσπαθεί  να νοήσει τι έφταιξε, σου έφτιαξα κακάο, η μητέρα, οι πολλοί καφέδες σ’ έχουν πειράξει, γέλασε από μέσα του, ως πότε θα με σκέφτεται, ψιθύρισε, μετά στράφηκε στην αδερφή του, θυμάσαι, καμιά απόκριση, το γαρύφαλλο στο στήθος άρχισε να μεγαλώνει και η ζώνη στην κοιλιά της να γίνεται πιο πλατιά και πιο κόκκινη, πώς σύρθηκε στον δρόμο τότε που βρήκε το παράθυρο του αυτοκινήτου σπασμένο, πήγε μετά από χρόνια και είδε το σημείο κι αναρωτήθηκε πόση δύναμη είχε μέσα του, σύρθηκε στην άσφαλτο κι ο οδηγός που σταμάτησε τον κοίταξε με τόσον πανικό κι η κοπέλα που ήταν μαζί του έβαλε τις κραυγές κι αυτός αναρωτιόταν γιατί, θυμάσαι;  ξαναρώτησε την αδελφή του, τι να πρωτοθυμηθεί, αδέλφια αχώριστα ως τα δεκαοχτώ του, η μικρή στα δεκαπέντε, παράταγε τους φίλους κι έπαιζε για ώρες μαζί της και στο σχολειό πάνω από τα βιβλία της να την βοηθήσει και στον πρώτο της έρωτα, σ’ εκείνον τον ολόξανθα αψηλό, τι δουλειά είχες εσύ σαμιαμίδι ολόμαυρο μ’ εκείνον τον πανέμορφο; τόσα χρόνια μαζί, μα σαν σκαρφάλωσε στη δημοσιά από το αναποδογυρισμένο αυτοκίνητο ούτε γύρισε να δει αν τον ακολουθεί…

Είναι ωραία εδώ, στο εξοχικό του, μητέρα πότε ξανάρθες εδώ; της φώναξε, με μιαν μεγάλη αυλή και το βουνό πίσωθέ του και η θάλασσα με τη μυρωδιά της αν και αθέατη, τη νιώθεις, κρυμμένη από το λοφάκι, έρχεται εδώ κι αλαφρώνει, διώχνει την αναστάτωση της δουλειάς, κι η τράπεζα του μήνυσε πως πρέπει να πουλήσει το σπίτι του, για το εξοχικό αυτός δεν το συζητούσε, πότε με πήραν όλα από κάτω; σκέφτεται, ό,τι για μια ζωή έκτισα, μέσα σε μια χρονιά… πέταξαν κι εκείνα τα χρήματα του πατέρα, της ζωής του οι αποταμιεύσεις, ακούει το σύρσιμο της μάνας στις σκάλες που καθάριζε, τον πατέρα να πλένει τα πιάτα και να σφυρίζει, μια φορά πήγε στο ξενυχτάδικο που δούλευε και τον καμάρωσε, πρώτη του φορά τον έβλεπε με κουστούμι και παπιγιόν κι ήταν σαν γαμπρός, στον γάμο τους μ’ ένα τρυπημένο παντελόνι στις φωτογραφίες και τώρα, μετά τον αγώνα μιας ζωής τους μάζεψε εδώ, ο πατέρας δεν αντέχει να κάθεται και πήρε τους δρόμους, η μητέρα, σε λίγο θα γυρίσει ο πατέραςσας ετοιμάζω τσιπουράκι και η αδελφή έχει αγκυλωθεί στην ίδια στάση, θέλει να της φωνάξει ν’ αφήσει τα πείσματα και να κουνηθεί λιγάκι, να πάει ν’ αλλάξει, γιατί το κόκκινο την κατέκλυσε κι εκείνη ξάφνου πετάχτηκε κι έτρεξε προς τον κήπο, σ’ εκείνη την πληγωμένη συκιά, η λωτιά δίπλα της πέταξε λαίμαργα, πρέπει να τα κόψω, η αδερφή πετάχτηκε και τινάχτηκαν μυριάδες άνθη στο πέρασμά της και τρέχοντας την ακολούθησε κι αυτός…

Σιωπή μετά τον πάταγο.

Η Μαρία έτρεξε κι έβαλε τα χέρια στο στόμα να προλάβει μια κραυγή, ο Ιερεμίας Τζαμπ στα πενήντα του, τρία χρόνια άστεγος, τρία χρόνια προσπαθούσε να τον συμμαζέψει, θυμάται τι έκανε γι’ αυτήν, πόσο τη βοήθησε, πόσο την πρόστρεξε στα πρώτα της, όταν πάτησε το πόδι της εδώ από τη χώρα τους, αλλά αυτός περήφανος κι ακατάδεχτος, στη νιόκτιστη οκταόροφη διαβιούσε, στην ταράτσα της, σκάλιζε στα σκουπίδια και την απόπαιρνε κάθε που τον πλησίαζε μ’ ένα πιάτο φαγητό, ο Ιερεμίας Τζαμπ, ιδιοκτήτης μικρού μάρκετ πριν τρία χρόνια, με μια ήσυχη τροχιά, αθόρυβα, όπως ήταν η ζωή και η φιλανθρωπία του, από την ταράτσα στο έδαφος μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη, χαμόγελο που δεν θα τον εγκαταλείψει ποτέ…

Έι Ιερεμία Τζαμπ, χαιρέτησέ μου τους ανθρώπους που θα συναντήσεις στο διάβα σου και διαλάλησέ τους πώς υπάρχει κι άλλος δρόμος, πιο δύσκολος… μα εσύ ήσουν μαθημένος στις δυσκολίες…

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top