Fractal

Διήγημα: «Τι φεγγάρι απόψε!»

Του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

f2

Η κοπέλα κυριαρχικά εισέβαλε αναψοκοκκινισμένη.

Πίσω της δυο νεαροί χαϊδολογούσαν το άρωμά της, υποβάσταζαν το πέπλο της ομορφιά της. Με την ίδια λαχτάρα για τα μάτια της (ή για το κορμί της;) κι οι δυο.

Να θυμηθώ να κοιτάξω ψηλά, σκέφτηκε και η μελαγχολία έπαιξε κρυφτό με τη μοναξιά.

Η παρέα κάθισε στο τραπεζάκι στη γωνιά, κυνήγησε το πρώιμο κρύο χουχουλιάζοντας τα πρόσωπά τους, τα χέρια σφιγμένα στη ζεστή σοκολάτα. Τα μάτια της κοπέλας καταδίωκαν τα φώτα, τον ίλιγγο των αυτοκινήτων, μια στιγμή ανεμελιάς που τη συντρόφευσε το απόγευμα και μια θύμηση, φευγαλέα ένα αινιγματικό της χαμόγελο γέμισε ερωτηματικά τα πρόσωπα των νεαρών που κένταγαν στην όψη της τον έρωτά τους, πόσα χρόνια, κι αυτή ανέγνοιαστη τους άφηνε να πιστεύουν. Κανένας τους ο Οδυσσέας της δεν ήταν.

Ήταν η Ελένη, ο Πάρις κι ο Μενέλαος, μεγαλόφωνα τα καθημερινά τους χαχάνιζαν, τ’ αγόρια μονομαχώντας υπογείως για την ευνοούμενη θέση στο πλευρό της, η Ελένη δεν ήταν διατεθειμένη να χαριστεί σε κανέναν, κι η θαμπάδα στην άκρια των βλεφαρίδων της, μια ανεπαίσθητη ανεξακρίβωτη κίνηση διαλαλούσε αθόρυβα πως ο άρχοντας που θα την δέσμευε στα τείχη του δεν είχε τ’ όνομά τους.

Ήταν η Ελένη, ο Πάρις κι ο Μενέλαος, καθάρια τα ονόματά τους στροβιλίστηκαν στο καφέ, εκεί που το δικό της, το ε ψιτ, ή το έρχεσαι λίγο, ή το άλλο, το κοπελιά, προσπαθούν να τυλιχτούν τη ματαιότητά τους, άραγε έχει ύπαρξη εδώ ή είναι απόρροια των ονομάτων της, μια πληγή σε κάποιον άχρωμο τοίχο ενός εγκαταλελειμμένου σπιτιού που απλά προσπαθεί να κρατηθεί στον χρόνο, μέσα από τις αναμνήσεις κάποιων ξέμπαρκων κουρσάρων της νιότης.

Στον δρόμο ο κάματος κουβέντιασε με δυο τρεις περαστικούς, με μια νυχτοπεταλούδα που αψήφησε το κρύο και κάηκε στο φως, με μια άστεγη που ψαχούλευε στα σκουπίδια μια ξεχασμένη παντομίμα και με κάποιον που τυλίχτηκε σ’ ένα νιόβαφτο παγκάκι και τον άκουσε να τανύζεται με ευχαρίστηση… ξέχασε το φεγγάρι…

Ήταν καλό το φεγγάρι. Δεν φαινόταν που άσπρισε η ψυχή της. Το φεγγάρι μπορούσε να κάνει χρυσά τα όνειρά της. Την πήρε στο κατόπι, βούλιαξε στη βαθιά της τσέπη, κουκουλώθηκε στο κασκόλ της, πάτησε τα παπούτσια της, της ξέλυσε τα κορδόνια… αυτή χάμω της κοιτούσε το χώμα και μια συμπαιγνία του κόσμου να της επιτρέπει να λέει πως ζει και χαίρεται.

Έξι μέρες το ίδιο δρομολόγιο, τις ίδιες ώρες, με τις ίδιες σκέψεις, με το ίδιο άπλωμα των ποδιών, το ανακλάδισμα του κορμιού μετά την πολύωρη ορθοστασία, την ίδια άστεγη, μια γάτα αραιά και που τινάζεται από τον σκουπιδοτενεκέ με την ίδια πάντα απορία, κι εκείνος, ο κλέφτης του φωτός του φανοστάτη κάθε νυχτιά στο ίδιο παγκάκι με την ίδια πάντα ευαρέσκεια…

Την Κυριακή, την κάθε Κυριακή, είναι οι ώρες της. Οι ώρες της Έλσας.

Ακουμπισμένη στο άγαλμα του στρατηλάτη αφήνει το βλέμμα να τον ακολουθεί στα βάθη της Ανατολής και το μολύβι χαράζει εικόνες με την πορεία του. Πίσω της η θάλασσα με τη γυαλάδα της, ο Όλυμπος, ένα πειρατικό με περιηγητές και κόσμος τυλιγμένος με την γιορτή της πόλης, όλα ν’ απορούν με το πείσμα της να τ’ απορρίπτει,

Ακολουθεί τον Μέγα στρατηλάτη. Δεν είναι πολεμίστρια ή στρατηγός του, μήτε κάποια που αγάπησε πολύ. Ούτε αυτή που τυλίγει τα πόδια του με τα μαλλιά της και του αφαιρεί την κούραση του αγώνα. Είναι η κρυφή καταγραφέας των ονείρων του, η μυστική πρακτικογράφος των φόβων και της μοναξιάς του.

Ακούει τις οιμωγές των αιχμαλώτων, τις ικεσίες των παλλακίδων, το αίμα που σαπίζει πάνω σε όπλα που οξυδώνονται, μυρίζει τη σαπίλα των σπιούνων, την κοκεταρία των παλατινών, τον ναρκισσισμό των πριγκίπων να καθρεφτίζονται στη θυσία του όχλου, φωνές χτυπούν τις αράδες της και τις τρομάζουν, θρήνος από τη στάχτη στα έρημα τα άλση τα ιερά, από τους ναούς που πλένε μες στο αίμα, φωτιές ακολουθούν τους χορούς του αλαλάζοντος στρατεύματος και την αλαζονεία του κι οι κλάψες των σκλάβων γυναικών που τις μοιράζουν στους νέους προστάτες τους με κλήρο και στο περιχείλωμα του πίνακα η ζωή της τραγωδός…

Πώς η δύστυχη, πώς να μην κλαίω, που μου χάθηκαν η απαντοχή μου, το καταφύγι μου, το μέλλον μου; Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου…

Κι ο χορός την κοιτάζει κι απορεί πως έγινε ψυχή της ο οδυρμός και ζει μέσα στην πίκρα της αιώνιας απαραλλαξίας και στο μοναστήριο που η ανημποριά των ονείρων της ν’ ακουμπήσουν στη ζωή της της επέβαλε.

 

Κοίταξε πιο ψηλά απ’ τα πλατάνια της παραλίας, ψηλότερα απ’ τα κάστρα, δεν χρειαζόταν τείχη ο Μεγάλος στρατηλάτης, είχε την ψυχή του, είχε την αγάπη του κόσμου, είχε τη λατρεία των παιδιών να τον πλάθουν τις νυχτιές στα όνειρά τους υπέρλαμπρο και τροπαιούχο, κι αυτή, μια απλή καταγραφέας του μηδενός της.

Και τότε…

Εκείνος, ο μέγας στρατηλάτης, γύρισε, την κοίταξε ευθύβολα κι άφησε τα λόγια του να σμίξουν με τις σκέψεις της.

«Τα όνειρα να τα χτίζεις στη μέρα,» τον ακούει, «να μην τα εκθέτεις στη νύχτα, είναι ερεβώδης κι όλα τα καταβροχθίζει».

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top