Fractal

Διήγημα: “Το απολεσθέν”

Του Θεόδωρου Πάλλα // *
 

images

 

Παλτό κατράμι. Ξεθωριασμένο. Κουμπωμένο ως πάνω. Τσόχινο παντελόνι. Σέρνεται. Μποτάκια βαριά, φθαρμένα. 24ο C. Μπροστά στη βιτρίνα.

SEX SHOP AMOR.

Αξύριστος, με τα μάγουλα ρουφηγμένα και τα μάτια τρωκτικού.

Τον παρατηρεί. Θα μπορούσε να ήταν κι αυτός;

Κινήθηκε προς τη θάλασσα.

Την κρυφοκοίταξε που χρύσιζε μέσα απ’ το βέλο των μαλλιών της. Φρεσκοπενθούσα. Χθες έχασε την παρθενιά της.

Το σημάδι στο μάγουλο βλέπει στον καθρέφτη, σημάδι ανεξίτηλο, ακμή που την έσπασε, και το άλλο, το από κάτω της, το διέρρηξε η νύχτα…

Αλήθεια, πως λένε την μη παρθένα;

Τράβηξε την μπλούζα που φανέρωνε τον αφαλό να κρύψει την γύμνια της, τα σχισμένα μπατζάκια στα γόνατα και στον μηρό δεν είχε πώς να τα καλύψει.

Κίνησε να πάει προς το καράβι.

Κάθε ελαττωματικό είδος έχει ανταλλακτικό;

Μια άλλη νύχτα γι’ αυτόν. Μια άλλη νύχτα με κάποια άλλη που κουβαλούσε τις ίδιες γυναικείες ψυχώσεις, νευρωτικές μυξοπαρθενιές, μ’ αγαπάς και τα τέτοια, κι αυτός να πρέπει ν’ απαντά, ποια να πρωτοαγαπήσει, αφού θες κυρά μου κάντο κι άσε με στην ησυχία μου…

Μύρισε το χαρτί, του θύμισε το γρασίδι που κυλίστηκε την πρώτη φορά, μετά την έχασε στη βουή της κάθε νυχτιάς, πρώτη φορά και της ψεσινής, που φορούσε στο βλέμμα της έναν τρόμο.

«Πότε θα σε ξαναδώ;» τον ρώτησε.

Ήθελε να της μουρμουρίσει, ο ρόλος μου τελείωσε… αγάπη…

«Θα σε τηλεφωνήσω,» τον άκουσε αυτή κι έγειρε στην πίστη του χαμόγελού του.

Σύρθηκε (κουτρουβάλησε) στο καράβι…

Κουβαριάστηκε στην πλώρη να μετράει (χαράζει) την πορεία. Λεπτή μαύρη τιράντα, άποψη σκοτεινής μπλούζας που ελευθέρωνε και τους ώμους, ρυτίδιαζε τα νερά, ένα τσιμπιδάκι ξεπερασμένης εποχής μαγάριζε τα μαλλιά, φρύδι προδομένο απ’ την αναστάτωση του προσώπου. (στο σάλεμα του απέραντου)

Πάνω στην οθόνη της ένα ουτοπικό τοπίο, πίσω της μια φράση, «Αλίμονο…» Έψαχνε να βρει στη λειτουργία των λέξεων το νόημα της ζωής που δεν είχε, η θάλασσα άνοιγε αφήνοντας το καράβι να της τρυπά τον κόλπο, πώς να είναι η δεύτερη φορά, η τρίτη…

Κοίταξε ανάμεσα στα σκέλια της να βρει (ανασκαλέψει) τι πρόδιδε την ανομία της, δεν είχε πια να δώσει (προσφέρει) τίποτα και σε κανέναν. Τα όνειρα ήταν δικά της…

Κάθε νύχι κι άλλο χρώμα, φωνή βαθιά, χτυπούσε στη βουή του δρόμου, έτρεμε να ξεχυθεί στη νύχτα, παλλινδρομούσε στο δωμάτιο αργόσχολη. Αν πεθάνει, οι μετέπειτα θα βρουν στον λάκο της δυο δαχτυλίδια στους αντίχειρες κι ένα χαμόγελο στη γνάθο.

Γιατί το μυαλό του τρέχει σ’ αυτήν; Ο καιρός μαζί της ένα σάλπισμα του φεγγαριού, μια πανσέληνος μεθυσμένη από κάποια λόγια που η γλώσσα του συνήθιζε να στολίζει την κάθε περίσταση και μετά…

«Δεν ήξερα πως είσαι παρθένα…»

Και αν το ήξερε τι θα έκανε δηλαδή; Μήπως και τώρα τι θα κάνει; Θα τραβήξει άλλον απ’ τον συνηθισμένο του δρόμο;

Τα λουλούδια τα φυτεμένα στο κέντρο της μπλούζας της άνοιγαν ή έκλειναν; Η ζωή της πότε άνοιξε και πότε έκλεισε; Ένα έγειρε κι έχει ήδη πεθάνει.

Τα χέρια ένυδρα πλέχτηκαν λίγο, μετά το αριστερό ήρθε κι ακούμπησε στο ύψος του ώμου. Χάιδεψε το πρόσωπό της. Ένα χαμόγελο φάνηκε. (ανέτειλε)

«Σήμερα μια άλλη μέρα,» είπε.

Ο κρίκος της μύτης την τραβούσε στα ψεσινά, αυτή τα τραβούσε απ’ τα αυτιά για να τα τιμωρήσει. Ταρακουνάει το πόδι, η θάλασσα νευρική τραμπαλίζει το καράβι, τρέχει η σκέψη, ακουμπάει στην πορεία των γλάρων, καλά έκανα, μακριά δάχτυλα σαν την ψεσινή νύχτα, μακρινή κι ακραία.

Δεν είναι ώρα για συναισθηματισμούς… Μήπως θα έπρεπε να της τηλεφωνήσει; Δεν πρέπει να πέσει στο πηγάδι των τύψεων. Ο δρόμος από κει μέσα αλλάζει πορεία, δένεσαι…

Η σοβαρότητα των κινήσεών της, ένας λυγμός μετά το φιλί του αποχαιρετισμού, δεν το προσχεδίαζε για μια νύχτα, τώρα ξέρει πως αν και σ’ άλλη βουτήξουν προδικάζει (προδιαγράφει) το μέλλον.

Ήταν ένας ωραίος μήνας, ψιθυρίζει, που τέλειωσε με μια έκρηξη…

Τις τελευταίες νύχτες ερχόταν εκείνη η παιδική της φίλη, την έκλεψε ο Πλούτωνας στα είκοσί της, πρόσεξε, της έλεγε, κουβαλώ την σκοτεινιά, κι αυτή δίπλα της μ’ έναν πυρσό φώτιζε το πρόσωπο ενός νεαρού πρίγκιπα, ντυμένος γαμπρός, κι αυτή φεγγοβολούσε. Κι η φίλη, αντί να γελά για τον γάμο θρηνούσε, αυτή ακτινοβολούσε απ’ την ομορφιά του γαμπρού, χτυπούσε ελαφρά το πόδι σ’ έναν ιερό χορό και μελωδούσε, ευτυχισμένος είναι ο πατέρας μου, με παρέδωσε αγνή, κι η μητέρα της σε μιαν άκρη ευχαριστούσε τα θεία, κι ο πρίγκιπας σήκωσε ένα δάφνινο στεφάνι να την στεφανώσει, κι η φίλη της την πρόγκηξε, ως πότε θα ‘σαι παρθένα;

Διέρηξε το στόμα της η φωνή, εκεί, στην άκρια της πλώρης, τα θυσίασα όλα στο βωμό σου, έρωτα…

Ένα ζευγαράκι την κοίταξε, η κοπέλα την πέρασε για σαλεμένη.

Θα της τηλεφωνήσει;

Καθισμένος στο σκαμπό παρατηρεί τον ήλιο να ραχατεύει στην πλωτή θάλασσα. Την λέγαν Πηνελόπη. Είχε κάτι σχισμένα όνειρα που τα κουβαλούσε (περιέφερε) μαζί του για μιαν πανσέληνο. Προσπαθούσε (επεδίωκε) να τα κολλήσει στο στήθος του. Δεν πίστευε στο μέλλον, αλλά πατούσε (ονειρευόταν) στο δικό τους.

Αυτός δεν μπορεί να κάνει όνειρα παρά για τον εαυτό του.

Μια γαλανομάτα ξανθομαλλούσα, μαλλί ξεπλυμένο αν και νιόβαφτο, κορμί μακαρισμών και χείλη αχόρταγα, του χαμογέλασε. Της έδειξε το πρόσωπό του (ιντρίγκαρε το χαμόγελό του, εστίασε το ενδιαφέρον του) φωτισμένο απ’ το κερί που θάμπωνε τον πάγκο του μπαρ.

Μια άλλη νύχτα αρχίζει…

Κοιτάει στη θάλασσα την σβησμένη οθόνη του κινητού της. Ένα τρεμούλιασμα.

«Είμαι στο μπαράκι…» η φίλη… «σε περιμένω…»

 

Πλαγιάρι 14/5/2015

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Του αρέσει να γράφει, ιδίως διηγήματα.

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top