Fractal

Διήγημα: «Το φονικό»

Του Θεόδωρου Πάλλα // * 

 

the_art_of_murder_by_winged_creations-d4xcz0u

 

Βουητό της θάλασσας με κρωξίματα γλάρων το έναυσμα του ρόπτρου, ήταν κάποτε μια κλαίουσα που την ξεμάλλιασε ο βοριάς και την ξερίζωσε η μπόρα, αγρίεψε τα μαλλιά, Εκείνης, ο θαλασσινός αέρας, τα κύματα σπάζουν στο πρόσωπό της, ένα ράμφισμα στο παράθυρο την έσκιαξε, ένα περιστέρι, μην ανοίξεις, την παρακαλεί, τρικυμία στο κορμί, απρόσμενος σπασμός εντός της, μια κραυγή, φοβάμαι, το έμβρυο, το βλέμμα σκάλωσε ανεπαίσθητα στο ρολόι, είναι νωρίς για το επόμενο ραντεβού, σταθερό κροτάλισμα του ρόπτρου, τα σκουπίδια στον γυαλό σκουπίδια μνήμης, ένα αεροπλάνο σκίαζε το γαλάζιο της, το χέρι χάιδεψε την κοιλιά να τα μερώσει όλα, στερνός αχός του ρόπτρου, τρεις θα μας καταδικάσουν, κινήθηκε υπνωτισμένη, ένας στερνός ανασασμός την συγκρατεί… ανοίγει…

Στο κατώφλι ένα άκαμπτο πρόσωπο, μωσαϊκό με λειψές ψηφίδες και ξεβαμμένο χαμόγελο, η Άλλη, η πρώην του άντρα της, προχώρησε, κατακτητής που παραχώρησε τις παλιές του κτήσεις και τώρα επιστρέφει. Με (καινούριες) βλέψεις…

«Πώς είσαι;» Εκείνη, έτσι για να πει.

Η Άλλη παγωμένη. Πέτρινα ομοιώματα τα μάτια της, άνυδρη έρημος η απόσταση. Τίναξε το πόδι, την πέτυχε στη λεκάνη, Εκείνη διπλώθηκε, η Άλλη την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, την ακινητοποίησε στα μάρμαρα, κάθισε στο στήθος με τα μάτια της να διεισδύουν στην κοιλιά κι άρχισε να την κτυπά εκεί μεθοδικά και ρυθμικά, πόση ώρα, μανιακή που βρήκε διέξοδο σε τουμπανιασμένο τοίχο επιζητώντας να ξετρυπώσει από μέσα του όλα τα σκουλήκια που την τρώνε τις νυχτιές, πόση ώρα…

Μετά στιγμές σύχασε, την ελευθέρωσε και χύθηκε στην πόρτα, κάποια λόγια άφησε πριν την βροντήξει πίσω της…

«Δεν θ’ αποκτήσεις εσύ, ό,τι εγώ μια ζωή δεν μπόρεσα…»

Κενό. Παντού.

Το ράμφισμα στο παράθυρο, μια κόκκινη ρανίδα κύλησε από το στήθος του περιστεριού, μια άλλη την ακολούθησε, κηλίδωσε το περβάζι, το ρολόι χτύπησε, πέρασε ο παλιός ο χρόνος, νέος δεν θα ‘ρθει (υπάρξει)…

Ώρα δειλινού. Ο έξω κόσμος προσπαθεί να εκπορνεύσει απ’ τα τεχνητά φώτα το άδολο της ζωής του. Αυτή, προστατευμένη απ’ τις σκιές του δωματίου και από τον μανδύα της κουρτίνας ακολουθεί τα βήματα των περαστικών. Το κλάγκισμα του ρολογιού της διακορεύει την προσμονή, θα έρθει η Άλλη, η πρώην του άντρα της, κι Αυτή πρέπει πριν την αντικρίσει να έχει αναμετρηθεί με την κορμοστασιά της.

Ένα βλέμμα ακροπατεί πάνω της και τη γυμνώνει, μια γερτή μεσήλικη με μια σακάτικη τσάντα και με τη σιγουριά που έχουν οι τρελοί πριν γίνουν ήρωες, με το απερίσκεπτο της αδυναμίας που το μετατρέπουν σε μονοπάτι δόξας.

Στην πρώτη συνεδρία της μίλησε για ώρα για το ένα και μοναδικό όνειρο που την κυνηγούσε σαν ήταν παντρεμένη, το παιδί, αυτό δεν ήρθε ποτέ, και τώρα, με τον χωρισμό, προσπαθεί να βρει τι έφταιξε, μην κι ήταν στέρφα η γης, μην κι η βροχή δεν ήταν αρκετή κι ο χειμώνας βαρύς πάγωνε τους βολβούς, Αυτή δεν πρόλαβε να μιλήσει, η Άλλη είπε τι είχε να πει και χάθηκε μέσα στη νύχτα, Αυτή έμεινε με την απορία που είχε από τη στιγμή που ο άντρας της της είπε κομπιάζοντας για την επίσκεψη της πρώην, θέλει κάποιαν να την βοηθήσει λέει, και διάλεξε Αυτήν.

Τη δεύτερη φορά της είπε, για ώρα που τράβηξε πολύ, για τα όνειρα που είχε και τα ξόδιασε ο γάμος, ξέρεις τι είναι ν’ αφήνεις πάνω στο κουκούλι τους τα ζεστά σου χάδια και να τρέχεις σε κάποιον χειμωνιάτικο δρόμο, με λάσπες κι αγιάζι, μα χαλάλι του έλεγε, σαν του τα ζήτησε όταν χωρίσανε, θέλω τα όνειρά μου πίσω του είπε, εκείνος γέλασε, δεν είμαι κλέφτης, είπε, αυτή τον συγχώρεσε και πάλι όπως και τόσες φορές, σαν ζήτουλας βγήκε στις γειτονιές, όλα τα χαμένα όνειρα να τα ξανάβρει, μα πώς να πλάσεις κάτι για το οποίο όλες οι μνήμες έχουν χαθεί, είπε όσα την λαφρώσανε, άρπαξε το παλτό της και πριν Αυτή πει οτιδήποτε χίμηξε στην πόρτα και χάθηκε, τότε το βράδυ ήταν βαρύ και το σκοτάδι τραγουδούσε για κάποιον άλλον αποχωρισμό.

Την τρίτη φορά της είπε για τα όνειρα που έκανε παιδί, ήταν η μεγαλύτερη από τις τρεις αδελφές της, και σαν η μάνα έμεινε έγκυος στο πέμπτο, άκουσε τον πατέρα να της φωνάζει οργισμένος, να το ρίξεις, αρκετές μου είναι πέντε γυναίκες, δεν θέλω έκτη, η μάνα προσπάθησε, ακολούθησε όλα τα γιατροσόφια μα ήταν γερό σκαρί και το έμβρυο επίμονο, τότε, μια μέρα ο πατέρας, σαν είδε πως η κοιλιά της είχε φουσκώσει, η θολούρα του ποτού τον οδήγησε έλεγε μετά οδυρόμενος, την έριξε κάτω κι άρχισε να την γρονθοκοπεί στην κοιλιά, σταμάτησε σαν είδε, μετά το πρώτο, το δεύτερο αίμα να ποτίζει τα χώματα του σπιτιού, και το παιδί πέθανε, μετά ένα τριήμερο και η μάνα, πήρε μαζί τα όνειρά της και της άφησε το βάρος να μεγαλώσει τα μικρά, ο πατέρας κύλησε στο πιο πολύ πιοτό, η γιαγιά βοηθούσε, ευτυχώς την ξέχασε ο χάρος και οι αρώστιες κι έγινε η γιαγιά μητέρα τους κι αυτή, η μεγάλη αδελφή, μικρομάνα, και σαν τέλειωσε και πήγε να φύγει, Αυτή της φώναξε πως δεν υπάρχει λόγος να ξανάρθει, αυτή δεν είναι εξωμολόγος, η Άλλη έφυγε με μιαν τρέλα στα μάτια και μ’ ένα χαμόγελο που γέννησε ένα διαβολικό γέλιο, κι Αυτή έτρεξε στην μπαλκονόπορτα και τράβηξε την κουρτίνα κι είδε την Άλλη να χάνεται, Μαινάδα που αποφάσισε να κρεμαστεί από τον άνεμο κι Αυτή αισθάνθηκε όλους τους πίνακες του γραφείου της να στροβιλίζονται, να της χτυπούν τα στήθια σαν δαιμονικά, της ήρθε ίλιγγος κι έπεσε καταγής και σκέφτηκε πως ταράζει το μωρό που κοιμάται μέσα της.

Κι είπε πως σώθηκε από τα λόγια τα διάπυρα κι από το βλέμμα της Άλλης, που φονικό απλώθηκε πάνω της τρεις φορές.

Όρθωσε το κεφάλι, τα μάτια διατρέχουν το κορμί, μια κόκκινη στάμπα στη ρόμπα στο ύψος της κοιλιάς, ένας λεκκές ανάμεσα στα σκέλια έβαψε τις φλέβες των μαρμάρων…

 

 

* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας, ζει κι εργάζεται στο Πλαγιάρι Θεσσαλονίκης. Γράφει ποιήματα, έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, διηγήματα, που φιλοδοξεί να εκδώσει κάποτε. Το μυθιστόρημά του «ανεπαίσθητη προσβολή» έχει εκδοθεί το 2013.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top