Fractal

Ο Θεόδωρος Γρηγοριάδης στο εργαστήρι του συγγραφέα

Επιμέλεια: Ελένη Γκίκα //

 

 

 Με βασικό άξονα την αναζήτηση της ταυτότητας, τον κρυμμένο εαυτό μας, την ιστορία μέσα από τ” ανθρώπινα και την αρχαιότητα ως κυτταρική μνήμη, ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης μέσα από τα έργα του τόλμησε να αλλάξει ή να διαταράξει τα σύνορα.

 

Τον γνωρίσαμε το 1993, απ’ το βιβλίο του “Ο ναύτης” που κυκλοφόρησε από τον “Κέδρο”. Ακολούθησαν τα βιβλία του “Ο αρχαίος φαλλός”, “Ο χορευτής στον ελαιώνα”, “Τα νερά της Χερσονήσου”, “Το παρτάλι”, “Κρυμμένοι άνθρωποι”, “Έξω απ’ το σώμα”, “Αλούζα: χίλιοι και ένας εραστές”, “Χάρτες”, “Δεύτερη γέννα”, “Ο παλαιστής και ο δερβίσης”, μυθιστόρημα από τον “Πατάκη” το τελευταίο.

 

Ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης, ανατρεπτικός και εσωτερικός συγγραφέας, όταν γράφει “μεταμορφώνεται”, αυτοσυγκεντρώνεται απόλυτα, επιτυγχάνοντας κάτι σαν γιόγκα. Ο “σπουδασμένος” του εαυτός πηγαίνει περίπατο, υπάρχουν μόνο -χωρίς κανένα ταμπού- η μυθοπλασία, ο μυθιστορηματικός κόσμος.

 

“Κάθε ιστορία και ιδέα είναι καταγραμμένη σε ένα σημειωματάριο. Αυτά είναι η καθημερινή μου αναφορά. Σημειώνω, ελέγχω, ανασκευάζω, σχεδιάζω, είναι σαν τα παλιά λευκώματα ή τα παλιά σχολικά τετράδια αντιγραφής, θα βρεις ζωγραφιές, σχεδιάσματα, αποσπάσματα. Εκεί μέσα βρίσκονται όσα έγραψα ή θα γράψω και πόσα ακόμη που δεν θα υλοποιηθούν”, υποστηρίζει ο συγγραφέας Θεόδωρος Γρηγοριάδης, αποδεικνύοντας κατ’ αυτό τον τρόπο ότι ένα έργο γράφεται διαρκώς. “Αυτά τα σημειωματάρια διατηρούν ακόμη και για μένα μια γοητεία. Η ιδέα που εξέρχεται από το σημειωματάριο εισέρχεται σε ένα άλλο-μεγαλύτερο-, εκεί όπου θα γραφτούν τα πρώτα κεφάλαια και θα αποτελέσει το μετέπειτα ημερολόγιο του βιβλίου. Σε μια δεύτερη φάση το κείμενο περνιέται στον υπολογιστή. Ύστερα γίνονται αλλεπάλληλες εκτυπώσεις για διορθώσεις”.

“Όταν έρχεται η ώρα της γραφής – αποκαλύπτει – πρέπει να υπάρχει απόλυτη ησυχία γύρω μου, να είναι κλειστά όλα τα μέσα επικοινωνίας για να αρχίσει να δουλεύει το μάτι της ψυχής και το μυαλό. Λίγες ανάσες και μετά όλα έρχονται μόνα τους: Φορτίζεται το συγγραφικό εγώ, το κατάλληλο για τη διαμόρφωση της ιστορίας αυτής, και αρχίζει να μιλάει”. Καθώς επίσης: “Όταν γράφω είμαι πάντα μόνος στο σπίτι όπου είναι το μόνο μέρος όπου μπορώ να γράψω. Δεν με ενδιαφέρει να βλέπω έξω, το τοπίο, δεν θέλω μουσικές, δεν πίνω, δεν καπνίζω. Το στάδιο της πρωταρχικής εμπνευσμένης γραφής είναι εξόχως διεγερτικό από μόνο του και κάπως μυστηριακό ή μεταφυσικό. Στις επόμενες διορθώσεις χαλαρώνω. Το κείμενο είναι ανακτημένο πια”.

Τα θέματά του, συγγραφικές εμμονές θα μπορούσε να πει κανείς, ως είθισται για τους συγγραφείς, σχεδόν σταθερά:

 

 

“Γράφω για ανθρώπους, γράφω ιστορίες, μυθοπλασίες. Φροντίζω να βρω τον τόνο και τον ρυθμό στη γλώσσα-ανάλογα με την ιστορία και τους ανθρώπους της-δεν κάνω επίδειξη των γνώσεών μου, αφαιρώ τον «σπουδαγμένο συγγραφέα» από τα γραπτά μου. Στήνω κόσμους και τους ξεστήνω. Δεν υπάρχει τίποτε απαγορευμένο ή ταμπού στις ιστορίες μου. Θέλω να είμαι ένας καλός άνθρωπος αλλά όχι ένας ηθικοπλαστικός συγγραφέας. Δέχομαι να γκρεμοτσακιστώ προς όφελος της γραφής μου. Όσοι με διαβάζουν από βιβλίο σε βιβλίο αντιλαμβάνονται τι εννοώ”.

Το αλλόκοτο κατά συνέπεια δεν αφορά ένα βιβλίο αλλά αυτή καθ’ εαυτό τη διαδικασία της γραφής: “Κάθε βιβλίο μου – ομολογεί- έχει έναν αλλόκοτο τρόπο μετάβασης στη διαδικασία της γραφής. Χρειάζεται μια αυτοσυγκέντρωση, κάτι σαν γιόγκα. Μου συμβαίνουν πράγματα και καταστάσεις που ίσως δεν χρειάζεται να τις εκθέσω γιατί θα μοιάζουν ακατανότητες ή γραφικές. Κάπως έτσι προκύπτει το γράψιμο. Δεν υπάρχει το «κάθομαι και γράφω», συμβαίνει το «μεταμορφώνομαι». Και αυτό ανάλογα με το κάθε βιβλίο”.

Τώρα τί ακριβώς γίνεται όταν τον πλησιάζει μια ιστορία? “Ενώ κυοφορούν στα τετράδια σημειώσεων και στο μυαλό μου πολλές ιστορίες πάντοτε μία μόνον υλοποιείται. Ξεσπάει, αναζητάει την ανάπλαση. Το νιώθω εκείνο το διάστημα. Είναι σαν να συνομιλώ με τους ήρωες επί μέρες. Τις μέρες που αρχίζει το γράψιμο αποφεύγω τις κοσμικές βόλτες και τις λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Παραμένω με τους πολύ δικούς μου ανθρώπους. Φτιάχνω έναν μικρόκοσμο που δεν πρέπει να με διαταράσσει”.

Για το συγγραφικό παρόν του θα πει: “Η τελευταία μου ιστορία παραπέμπει στην ατμόσφαιρα που είχε η «Δεύτερη γέννα». Ιστορία επιβίωσης, ανθρωπιάς, διερευνά τα όρια της κοινωνικής και ερωτικής μοναξιάς- αυτή τη φορά της επιλεγμένης από μια γυναίκα. Διαδραματίζεται στην κρίση των ημερών μας πράγμα που συμβάλλει καθοριστικά και στην εξέλιξη της ιστορίας.

Μέσα στον οικονομικό ορυμαγδό και στην γκρίνια βρήκα καταφύγιο σε μια ιστορία λεπτών συναισθηματικών διαβαθμίσεων. Σκεφτόμουν ότι μπορεί να μας κόβουν το ρεύμα αλλά δεν θα μας κόψουν την τρυφερότητα και την αγάπη. Η δυσκολία του βιβλίου, όπως και στη «γέννα», είναι ότι έπρεπε να βυθιστώ στο μυαλό μιας γυναίκας. Είναι μεγάλο ρίσκο για έναν άντρα να επιλέγει διαφορετικό φύλο στη γραφή αλλά μερικές φορές είναι εκείνη η ίδια που σε επιλέγει και σε μεταμορφώνει”.

Η ζωή του, ανάγνωση και γραφή, έτσι ή αλλιώς βρίσκεται διαρκώς μέσα στα βιβλία: “Ζω κυριολεκτικά ανάμεσα στο γράψιμο και στο διάβασμα. Για μένα το διάβασμα είναι το ίδιο δημιουργικό με τη γραφή. Διαβάζω με το ξάφνιασμα ενός παιδιού αλλά και τη ματιά του επαγγελματία που αναζητά τα μυστικά του άλλου συγγραφέα. Πρωτοεμφανιζόμενοι συγγραφείς, που μου δίνουν κάποτε χειρόγραφα, τους ρωτάω τι έχουν διαβάσει και μου αναφέρουν «αποσπάσματα σχολικών κειμένων». Πώς είναι δυνατόν να θέλεις να γράψεις χωρίς να έχεις ρουφήξει τον Τολστόι, τον Τσέχωφ, τον Ναμπόκοφ, τον Κόνραντ, τον Τόμας Μαν, την Βιρτζίνια Γουλφ, τον Ντον Ντελίλο, τον Φίλιπ Ροθ, τον Μπόρχες; Τον Ρίτσο, τον Ιωάννου, τον Πεντζίκη, τον Σκαρίμπα, τον Τσίρκα; Μιλάω για τον γενικότερο κανόνα”.

Τα δικά του αγαπημένα, εξάλλου το αναγνωρίζει “Όμως έχω και τους πιο προσωπικές μου εμμονές. Τον Κολμ Τοϊμπίν, την Γιουρσενάρ, τον Ουελμπέκ, τα αστυνομικά της Μεσογείου, τον Μπολάνιο, τον Μάτας, τον Παδούρα, τα άπαντα της Μιούριελ Σπαρκ. Και μερικά κείμενα που είναι σε διαρκή ανάγνωση: ο Καβάφης, η Ιλιάδα, η Οδύσσεια, ο Ευριπίδης, ο Σοφοκλής. Κάπου- κάπου επιστρέφω στον Τερζάκη, στον Θεοτοκά και στον Μυριβήλη που θεωρώ ανώτερο πεζογράφο και από τον Καζαντζάκη. Ανακάλυψα σε παλιές εκδόσεις τους μοντερνιστές της Θεσσαλονίκης (Ξεφλούδας, Θέμελης κ.α).

Όμως τελευταία διαβάζω αργά και προσεκτικά τον Θουκιδίδη στην καινούργια μετάφραση του Σκουτερόπουλου. Αγόρασα ένα ξύλινο αναλόγιο για να στηρίζεται το ογκώδες βιβλίο που θυμίζει τα ψαλτήρια της εκκλησίας. Διαβάζω και νομίζω ότι βρίσκομαι στην παγκόσμια εκκλησία της λογοτεχνίας”.

 

Μότο: “Όταν γράφω είμαι πάντα μόνος στο σπίτι όπου είναι το μόνο μέρος όπου μπορώ να γράψω. Δεν με ενδιαφέρει να βλέπω έξω το τοπίο, δεν θέλω μουσικές, δεν πίνω, δεν καπνίζω. Το στάδιο της πρωταρχικής εμπνευσμένης γραφής είναι εξόχως διεγερτικό από μόνο του και κάπως μυστηριακό ή μεταφυσικό”.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top