Fractal

Διήγημα: “Στα χρόνια της αγάπης”

Της Θεοδώρας Ατζεμιάν // *

 

f1

 

Μια μικρή ιστορία σαν και αυτές που μοιάζουν με παραμύθι. Ηρωίδα μας η Βαγγελιώ, μεγαλωμένη σε ένα χωριό της Κρήτης. Ροδομάγουλη ψηλή και λεπτή σαν τα κυπαρίσσια, με την μακριά καμωμένη από έβενο πλεξούδα της, να χτυπά στη γερή πλάτη του κορμού της, σαν ζωντανή. Τα μάτια της αγκάλιαζαν τις ομορφιές του τόπου της, και ανάσανε άπληστα τον αέρα που όπως έλεγε ήταν βελούδινος. Δεν άντεχε την κλεισούρα του σχολείου, όμως λάτρευε τα γράμματα και αυτό την έκανε να υπομένει. Διάβαζε, χανόταν στις σελίδες, μιλούσε μεγαλόφωνα παριστάνοντας τις ηρωίδες, δάκρυζε θύμωνε, και το κάθε τέλος την έβρισκε η να χαμογελά ονειροπόλα, η να κλαίει πονώντας βαθιά για το δράμα που μόλις είχε ζήσει. Στα δεκαπέντε της χρόνια, στη γιορτή του ΆΙ Γιάννη και πάνω απ’ την κάψα της φωτιάς που πηδούσε με τα μακριά της πόδια, τα μάτια της έλαμψαν σαν τα αναμμένα κάρβουνα. Απέναντι της στεκόταν ένας νεαρός και την κοιτούσε, και η Βαγγελιώ καψάλισε ελαφρά τα δάχτυλά της, αφού το μυαλό της μόνο στη φωτιά δεν το είχε. Δεν ήταν το μόνο που άρπαξε φωτιά, όλη η τρυφερή της ύπαρξη παραδόθηκε στη γεμάτη λάβα ματιά του νεαρού. Δεν ήταν απ’ το δικό της χωριό, αλλά φιλοξενούμενοι σε συγγενικό σπίτι. Ο Στέφανος έτσι τον έλεγαν τον δεκαεφτάχρονο νεαρό της, έμοιαζε σαν υπνωτισμένος καθώς παρακολουθούσε από ώρα το κορίτσι να γελά και να πηδάει τις μεγάλες φωτιές. Απομακρύνθηκε απ’ όλους για να μπορέσει να την παρακολουθήσει με την ησυχία του. Μέχρι που κοιτάχτηκαν στα μάτια, και από εκεί ξεκίνησαν όλα. Πέντε μέρες έμειναν στο χωριό, και τις τέσσερις ήταν μαζί της. Όλοι μαζί παρέα με τα υπόλοιπα παιδιά, αλλά εκείνοι ένιωθαν πως ήταν οι δυο τους. Κανείς άλλος δεν υπήρχε. Το πρώτο φιλί το αντάλλαξαν πίσω απ’ το πλάτανο της εκκλησίας, με τον θόρυβο του νερού να πέφτει στη πέτρινη κρήνη. Ψιθύρισαν λόγια αγάπης ο ένας στον άλλον, και η ένταση αλλοίωνε τη χροιά της φωνής τους. Την τελευταία μέρα κρατούσε ο ένας τον άλλον σφιχτά απ’ το χέρι, η σκέψη του χωρισμού ανυπόφορη.

-Πάμε να φύγουμε μακριά, της έλεγε συνέχεια.

-Δεν θα προλάβουμε να κάνουμε βήμα, του απαντούσε,

-Το έχετε έθιμο να κλέβουν τα κορίτσια,,, άσε με να σε κλέψω Βαγγελιώ μου.

Είπε ναι και άρχισαν να τρέχουν σαν τα θηράματα που τα κυνηγάνε.

Στα όρια του χωριού κοιτάχτηκαν με απόγνωση και σταμάτησαν αργά απ’ τη φόρα που είχαν πάρει.

Γύρισαν νικημένοι στο πίσω μέρος της εκκλησίας δίνοντας φιλιά και όρκους.

Ένιωθαν περισσότερο θυμό, παρά λύπη. Μπήκε τελευταίος στο αυτοκίνητο, ξέροντας πως η Βαγγελιώ ήταν κρυμμένη στο στενό. Τα χείλη του έτρεμαν καθώς έβλεπε την φιγούρα της, να πετάγεται δίπλα στο αυτοκίνητο όταν περνούσε ξυστά, απ’ τους στενούς δρόμους του χωριού. Τον ακολούθησε μέχρι που βγήκαν στο δρόμο…. του φάνηκε πως άκουσε το όνομα του. Το πρώτο γράμμα έφτασε σε μερικές μέρες, το βρήκε πάνω στη σερβάντα του σαλονιού. Άρπαξε με το ένα χέρι το γράμμα και με το άλλο τη μάνα της και την φίλησε σταυρωτά. Δυο χρόνια μιλούσαν ο ένας στον άλλον γράφοντας σελίδες ολόκληρες. Και τι δεν είχαν πει…πόσα όνειρα γράφτηκαν με φτηνό μελάνι, πόση αγάπη χύθηκε στις κόλες αναφοράς. Ο τρίτος χρόνος ήταν σημαδιακός και για τους δυο. Η Βαγγελιώ τελείωνε το Γυμνάσιο και ο Στέφανος το στρατιωτικό του. Μίλησαν στο τηλέφωνο, κάτι που δεν γινόταν ποτέ, αφού στο χωριό έπρεπε να στέκεσαι στο κέντρο του καφενείου, μόνο εκεί υπήρχε συσκευή. Όρισαν ημερομηνίες, για το ραντεβού τους στην Αθήνα, καλοκαιράκι έπεφτε, μέσα στη γλύκα του Ιούλη. Η Βαγγελιώ θα ανέβαινε να δει την αδερφή της που σπούδαζε ήδη εκεί και δούλευε σε ένα ιατρείο, ενώ είχε ανακοινώσει στους δικούς της πως με το ζόρι θα γυρνούσε πίσω. Το ραντεβού αυτό δεν έγινε ποτέ. Ο Στέφανος υποδεχόταν μαζί με τους γονείς του συγγενείς απ’ τον Καναδά, και μαζί με το καλωσόρισμα εκείνοι του πρότειναν να τους ακολουθήσει. Τα λεφτά ήταν κάτι παραπάνω από καλά, και του εξασφάλιζαν ένα σίγουρο μέλλον. Άσε που αργότερα θα μπορούσε να ανοίξει το δρόμο για τα αδέρφια του. Η σκέψη της Βαγγελιώς παραμερίστηκε όλα είχαν αλλάξει τώρα. Ο Καναδάς ήταν στην άλλη άκρη του κόσμου. Τότε ήρθε και ένα τηλέφωνο που όρισε την απόφαση του. Η Βαγγελιώ του έφευγε εσπευσμένα με το καράβι πίσω στη Κρήτη. Η μάνα της ήταν στο νοσοκομείο, και οι γιατροί μιλούσαν για καρκίνο. Ο Στέφανος πέταξε για τον Καναδά, την ημέρα που η Βαγγελιώ, έθαβε τη μάνα της. Είχαν περάσει τρείς μήνες απ’ το ραντεβού που είχαν κλείσει. Οι δρόμοι τους χωρίστηκαν εντελώς. Τα χρόνια πέρασαν, η Βαγγελιώ παντρεύτηκε λίγο πριν τα εικοσιπέντε, προτού προλάβουν να την πουν γεροντοκόρη, Ο άντρας της μάστορας απ’ τους λίγους, έξυπνος δημιουργικός. Στα πρώτα τρία

χρόνια του γάμου, είχε μπει στις οικοδομικές εργασίες, και αναλάμβανε έργα, που όσο πήγαιναν μεγάλωναν. Ο τόπος αποδείχτηκε μικρός, για τις δουλειές του, δεν τους χωρούσε, πήγαν στην Αθήνα και η Βαγγελιώ, έγινε πλέον Εύα. Έκανε δυο παιδιά, τα μεγάλωσε τα μόρφωσε και εκείνα πήραν το δρόμο τους. Με τον άντρα της δεν είχε ποτέ πρόβλημα, την αγαπούσε τη πρόσεχε, της είχε κυρά και αφέντρα. Αλλά και εκείνη δεν πήγαινε πίσω. Όμως κάπου καλά κρυμμένο υπήρχε ένα όμορφο νεανικό πρόσωπο, που έκανε την εμφάνιση του, και τότε η Βαγγελιώ η Εύα, χανόταν στις αναμνήσεις. Ενώ είχαν πει τόσα πολλά, το τέλος τους είχε βρει χωρίς λέξεις. Στο τελευταίο τηλέφωνο άκουγε ο ένας την ανάσα του άλλου, λες και περίμενε πως η επόμενη θ ήταν η τελευταία του. Δεν είχαν μιλήσει, δεν είχαν πει αντίο.

Ο Στέφανος καλοπαντρεύτηκε μια Ελληνίδα που είχε μεγαλώσει στο Καναδά, Είχε κάνει τεράστια περιουσία, που με τα χρόνια πέρασε στα τρία του παιδιά. Στην πατρίδα ερχόταν για διακοπές τα καλοκαίρια, πότε νοικιάζοντας σκάφος η κάποια βίλα. Στην Κρήτη δεν είχε έρθει ποτέ. Δεν ήθελε να πατήσει στο νησί της. Όταν ερχόταν στην Ελλάδα η σκέψη πως μπορεί να την έβλεπε έκανε τη καρδιά του να χτυπά περισσότερο απ’ το κανονικό. Στο Καναδά, αν τύχαινε να δει κορίτσι με πλεξούδα τα μαλλιά του, στο λαιμό καθόταν ένας κόμπος και δεν μπορούσε να μιλήσει. Έτσι χόρεψε ο χρόνος επάνω τους, τυλίγοντας απαλά ο ένας τον άλλον σε μεταξωτό ιστό. Και η Βαγγελιώ έσβησε τα 60 κεράκια της παρέα με παιδιά και εγγόνια ενώ ο άντρας της χαμογελούσε ευτυχισμένος. Με χαμόγελο τον έχασε, και θρήνησε πραγματικά την απώλεια του συντρόφου της. Άρχισε να μένει στο πατρικό της περισσότερο χρόνο, τα παιδιά της δεν την είχαν ανάγκη, οπότε μπορούσε να κάνει αυτό που ήθελε. Και εκεί γύρω στα εβδομήντα, προτού ακόμα προλάβει να τα πατήσει, τα ευχάριστα νέα ήρθαν στην οικογένεια. Ο εγγονός της αρραβωνιαζόταν την ημέρα των γενεθλίων της γιαγιάς του. Αυτές είναι πραγματικές χαρές σκεφτόταν καθώς ανέβαινε στην Αθήνα με τα μελωμένα ξεροτήγανα μέσα στις κούτες. Με το καλό της φόρεμα, τα γκρίζα της μαλλιά άψογα χτενισμένα, και τα σημάδια στο πρόσωπο πως κάποτε πίσω απ’ τις ρυτίδες υπήρχε μια πανέμορφη γυναίκα, Υποδέχτηκαν τα συμπεθεριά και τη νύφη. Ο Στέφανος στάθηκε απέναντι της έχοντας χάσει τη μιλιά του. Δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει λάθος. Στα δικά του τα μάτια η Βαγγελιώ δεν είχε αλλάξει, μπορούσε να φανταστεί ακόμα και τη κοτσίδα της να χορεύει αναπηδώντας απαλά στο στήθος της. Η Βαγγελιώ τον αναγνώρισε και αυτή. Έχασε το χρώμα της, της ήρθε ζαλάδα δημιουργήθηκε ένας πανικός. Η εμφάνιση του γιατρού απεπέμφθη την τελευταία στιγμή, και ο αρραβώνας έγινε. Η τούρτα της όμως είχε μείνει στο ψυγείο, δίπλα στα κεράκια. Όταν βρήκε το θάρρος να εμφανιστεί στην διάρκεια του τραπεζιού κάθισε απέναντι του. Και εκεί η Βαγγελιώ έγινε πάλι 15 χρονών, τα μάτια του το κατάφεραν αυτό, η έκφραση του. Το ανεπαίσθητο χάδι στο χέρι της χέρι καθώς τσούγκριζαν. Η καρδιά της σκίρτησε όπως τότε. Βρήκε τρόπο να φτάσει δίπλα της, τόσο κοντά της που σχεδόν ακούμπησαν τα σώματα τους,

-Βαγγελιώ μου, της ψιθύρισε.

-Στέφανε, ψέλλισε και εκείνη.

Κάθισαν σε μια απόμερη γωνιά, δεν θα τους ενοχλούσαν, γιατί να το κάνουν. Δυο ηλικιωμένοι άνθρωποι που απομακρύνονται απ’ τα φώτα και την δυνατή μουσική. Τι πιο φυσικό. Μόνο που γι αυτούς τους δυο, τίποτα δεν ήταν απλό λογικό η φυσιολογικό.

Ο Στέφανος της κράτησε το χέρι στα κρυφά όπως τότε, και εκείνη έγειρε στον ώμο του.

-Περάσαμε καλή ζωή, της ψιθύρισε. Όμως ζούμε ακόμα Βαγγελιώ μου.

-Ναι…. από δω και εμπρός δεν ξέρω γιατί θα το θεωρώ τιμωρία, και όχι ευλογία, του απάντησε και ο Στέφανος χαμογέλασε. Το νεαρό αγόρι ήταν ακόμα εκεί, έτοιμο όπως τότε.

-Πάμε να φύγουμε Βαγγελιώ μου….άσε με να σε κλέψω, της είπε τρυφερά.

-Τι θα κάνεις αν δεχτώ, τον ρώτησε με μια σπίθα στη χροιά της φωνής της, που έπαιρνε τη φλόγα του απ’ τον άγραφο νόμο της ψυχής

Δεν απάντησε αλλά έπραξε. Εκείνο το βράδυ κλέφτηκε μαζί του. Στις οικογένειες τους έγραψαν πως όταν νιώσουν έτοιμοι να μιλήσουν, θα το κάνουν. Αλλά δεν απολογούνται γιατί δεν έκαναν ποτέ κακό. Στο σημείωμα της Βαγγελιώς προς τους δικούς της είχε επάνω καρφιτσωμένη μια φωτογραφία. Ήταν εκείνη με τον Στέφανο, ακριβώς πενήντα πέντε πριν. Στα χρόνια της αγάπης.

 

 

 

* Η Θεοδώρα Ατζεμιάν  γεννήθηκε και μεγάλωσε στον Πειραιά. Γράφει πολύ περισσότερο απ” όσο διαβάζει.. μικρά κείμενα, βιβλία άρθρα ποιήματα. Η γραφή είναι για εκείνη οξυγόνο, ώρες ατελείωτες, παρέα με τις λέξεις και τον ήχο της φωνής  της , καθώς τις επαναλαμβάνει γράφοντας. Αδυναμία της, τα παιδιά, η σχέση μαζί τους, απόλυτα ανταποδοτική.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top