Fractal

Θέλετε ένα ποτό;

του Λευτέρη Γιαννακουδάκη // *

 

fractal_summerΤο τελευταίο μπουκάλι άδειασε στις πέντε και σαράντα πέντε, λίγο πριν προβάλει ένας αρρωστιάρικος ήλιος πίσω από τα κίτρινα σύννεφα. Γύρισε ανάποδα το χαμηλό ποτήρι βάζοντας από κάτω το στόμα και περίμενε άδικα να πέσει μία σταγόνα στην ξεραμένη γλώσσα του. Απέμεινε να το κοιτά σαν να ζητούσε έναν χρησμό από το θαμπό γυαλί, απ’ τα σημάδια των δαχτύλων στην περιφέρεια του ή από το ξεψυχισμένο φως της λάμπας που προσπαθούσε μάταια να διαπεράσει τον πάτο του. Όπου κι αν κοιτούσε το μόνο που έβλεπε ήταν το νόμισμα. Άκουγε το ρολόι του τοίχου να χτυπάει τα δευτερόλεπτα και σκεφτόταν ότι η ώρα είναι έξι παρά τέταρτο και δεν είχε καταφέρει να μεθύσει ακόμα. Έπινε από τις τέσσερις το απόγευμα, δεκατρείς ώρες και σαράντα πέντε λεπτά χωρίς σταματημό, άδειαζε μπουκάλια με κρασί αρχικά κι έπειτα με ουίσκι, είχε προμηθευτεί έναν μεγάλο αριθμό, δεν τα είχε μετρήσει, αλλά ξόδεψε σε αυτά σχεδόν όλα τα χρήματα που του είχαν απομείνει, όχι κανένα σεβαστό ποσό, σε άλλες συνθήκες όμως θα μπορούσε να περάσει τουλάχιστον δέκα ημέρες με αυτά. Τώρα όμως δεν ήθελε να περάσει δέκα ημέρες, ούτε καν μία, ήθελε απλά να δοκιμάσει να μεθύσει· δεν τα είχε καταφέρει και γι’ αυτό ήταν ενθουσιασμένος.

Τον είχαν απολύσει την προηγούμενη ημέρα, λίγο πριν το ρολόι της πλατείας που βρισκόταν απέναντι από το παράθυρο του γραφείου σημάνει δύο. Δεν τους κρατούσε κακία, οι καιροί ήταν δύσκολοι και η επιχείρηση όφειλε να κάνει περικοπές. Τον κάλεσε στο γραφείο ο διευθυντής, του ζήτησε να καθίσει στην καρέκλα απέναντι του και τον ρώτησε αν ήθελε καφέ. Τον είχε προσφωνήσει με το μικρό του όνομα, πρώτη φορά έπειτα από δεκαεφτά χρόνια εργασίας. Δεν ήθελε καφέ, ούτε πορτοκαλάδα, ήξερε τι θα γινόταν εδώ και μέρες. Θα έπαιρνε κάποια αποζημίωση του είπε, εντός δύο μηνών, «καταλαβαίνει έτσι δεν είναι;», ναι, φυσικά καταλάβαινε. Σηκώθηκε χωρίς να πει λέξη, έσκυψε το κεφάλι σε μία ελαφριά υπόκλιση και βγήκε έξω στον προθάλαμο. Πλησίασε στα μεγάλα παράθυρα, μια μικρή γλάστρα μ’ ένα μισοξεραμένο φυτό δεχόταν αδιαμαρτύρητα τον ήλιο και τις γόπες από τα τσιγάρα. Άναψε κι αυτός ένα, πρώτη φορά μετά από δεκαεφτά χρόνια κάπνιζε στο χώρο εργασίας, κόλλησε τη μύτη στο τζάμι κι έμεινε να κοιτάζει την πόλη που υποδεχόταν ράθυμα το καλοκαιρινό μεσημέρι. Αδιαφορούσε για την απόλυση, έτσι κι αλλιώς είχε βαρεθεί εκεί μέσα, είχε βαρεθεί τα πάντα, το πρωινό ξύπνημα, το ξαναζεσταμένο μεσημεριανό φαγητό, τις νύχτες δίχως όνειρα· ένα κακογυρισμένο σήριαλ σε επανάληψη του φαινόταν η ζωή του. Τράβηξε μια τελευταία τζούρα κι έπειτα άπλωσε το χέρι στη γλάστρα. Τότε το είδε. Ένα μεγάλο, χρυσαφένιο νόμισμα ξεπρόβαλε μέσα από το χώμα στη βάση του φυτού. Άκουσε τον πρώτο χτύπο του ρολογιού. Άπλωσε το χέρι και το πήρε, ήταν βαρύ, το έφερε κοντά στα μάτια και το κοίταξε, δεν είχε ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Στη μια πλευρά είχε σκαλισμένη μία βάρκα μυτερή, σα γόνδολα έμοιαζε, ενώ από την άλλη είχε χαραγμένο τον αριθμό έξι. Τίποτα άλλο δεν υπήρχε πάνω του, ημερομηνία, χώρα προέλευσης, τίποτα. Έριξε μια ματιά γύρω του βιαστικά για να σιγουρευτεί ότι δεν τον είχε δει κανείς και το έβαλε βιαστικά στην τσέπη του. Φεύγοντας αναρωτήθηκε τι είχε γίνει με τον δεύτερο χτύπο, δεν θυμόταν να τον είχε ακούσει.

Είχε αρχίσει να ψιλοβρέχει και δεν κουβαλούσε μαζί του ούτε αδιάβροχο, ούτε ομπρέλα. Περπατούσε αργά κάτω από τα μπαλκόνια, δεν έκανε κρύο, αλλά τα δόντια του χτυπούσαν ρυθμικά στο στόμα. Είχε τυλίξει τα χέρια γύρω από το αδύνατο κορμί του και το μόνο που σκεφτόταν ήταν ότι ήθελε να πιει ένα ποτό, όταν αντίκρισε μία τεράστια πινακίδα που αναβόσβηνε μπροστά στα μάτια του. «Ενεχυροδανειστήριο, αγοράζουμε χρυσό, άμεσα μετρητά.» Το μυαλό του πήγε αμέσως στο νόμισμα, να είχε μεγάλη χρηματική αξία άραγε; Για άλλη μια φορά έστρεψε το βλέμμα δεξιά κι αριστερά, κανένας δεν τον έβλεπε κι έτσι έσπρωξε τη μεγάλη σιδερένια πόρτα.

Ακούστηκε ο ήχος ενός μεταλλικού κουδουνιού κι ένα ζευγάρι μάτια στράφηκαν προς το μέρος του πίσω από ένα σιδερόφραχτο παραθυράκι. Ένιωσε σαν να τον έπιασαν να κάνει αταξία και πισωπάτησε απότομα. Μια βραχνή, απόκοσμη, φωνή τον έκανε να σταματήσει. Θα θέλατε ένα ποτό; Ορίστε; Ένα ποτό, θα σας βοηθήσει, θα θέλατε;

Η ώρα του μεσημεριανού γεύματος πλησίαζε, ο ήλιος πάσχιζε να εμφανιστεί πίσω από τα σύννεφα τα οποία συνέχιζαν να στάζουν κι εκείνος έγνεψε καταφατικά το κεφάλι. Δεν συνήθιζε ποτέ να πίνει, παρά μόνο ένα ποτηράκι το βράδυ, αμέσως νύσταζε και πήγαινε για ύπνο, αλλά εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσε να σταματήσει την επιθυμία που πήγαζε απ’ όλα τα μέρη του κορμιού του. Περίμενε κοιτώντας το πάτωμα, μωσαϊκό σε ανοιχτό πράσινο χρώμα, φθαρμένο εδώ κι εκεί, μικρά τετραγωνάκια με σπασμένες τις γωνίες. Άκουσε τον ήχο από το υγρό στο ποτήρι κι ύστερα αυτόν του κρυστάλλου που σέρνεται στο μάρμαρο.

Πολλοί θέλουν κάτι να πιουν πρώτα, δεν είναι ντροπή να πουλήσεις ένα αντικείμενο, όλα έχουν μία ανταλλακτική αξία, κύριε μου. Το κατέβασε μονορούφι, τον έκαψε στο λαιμό, έβγαλε το χέρι από την τσέπη, πέρασε το νόμισμα κάτω από τα σίδερα, ακούμπησε και το άδειο ποτήρι στον πάγκο πίσω του. Περιμένετε μισό λεπτό. Έξω είχε αρχίσει να βρέχει. Σκεφτόταν το καναρίνι του, ίσως θα έπρεπε να το ελευθερώσει πια, αλλά δεν είχε άλλη συντροφιά παρά το τραγούδι του. Που το βρήκατε αυτό; Γιατί; Είναι σπάνιο. Ο παππούς μου, ξέρετε. Και δεν σας έχει πει την ιστορία του; Έπασχε από άνοια χρόνια, πρόσφατα τον χάσαμε. Λυπάμαι. Υπάρχουν κι άλλα σαν αυτό; Δεν ανακάλυψα πουθενά κάτι αντίστοιχο. Καταλαβαίνω. Θα σας πω μόνο όσα ξέρω κι αυτό συμβαίνει όχι τυχαία, καθώς ένας λάτρης του χρυσού οφείλει να είναι και μελετητής του, γι’ αυτό σας λέω ότι έχετε ένα Βενετσιάνικο Χαρώνειο του 1666, ατόφιο χρυσάφι είκοσι τεσσάρων καρατίων, κατασκευάστηκαν μόνο εκατό όταν ο κόντες Λουτσιάνο Μαντότι συγκέντωσε εκατό πλούσιους συμπολίτες του, τάζοντάς τους την ομαλή μετάβαση στον κάτω κόσμο, κατά την επερχόμενη καταστροφή του κόσμου. Οι εκατό συμμετέχοντες θα αυτοκτονούσαν ομαδικά, αφού πρώτα τοποθετούσαν στα στόματά τους τα νομίσματα αυτά εμποτισμένα σε δηλητήριο. Χαρώνειο; Δηλαδή; Το νόμισμα που μετέφεραν οι νεκροί για να πληρώσουν τον βαρκάρη που τους μετέφερε στον Άδη. Βλέπετε τη γόνδολα; Οι Βενετσιάνοι προφανώς θεωρούσαν ότι ο βαρκάρης θα τους μετέφερε με γόνδολα. Και το 6; Τι συμβολίζει; Θέλετε άλλο ένα ποτό; Ναι, παρακαλώ.

Αυτή τη φορά το βλέμμα του μεταφέρθηκε στο ταβάνι, μπεζ με μαύρα τετράγωνα, σαν ανολοκλήρωτη σκακιέρα και τρεις ανεμιστήρες που γύριζαν παρά το κρύο. Η καταστροφή του κόσμο, όπως και η ομαδική αυτοκτονία υποτίθεται ότι θα λάμβανε χώρα την έκτη ημέρα του έκτου μήνα του 1666 στις έξι το πρωί. Απρόσμενα όμως, εκείνη την ημέρα – αν και καλοκαίρι, μια καταιγίδα ξέσπασε από τα μεσάνυχτα. Έβρεχε ακατάπαυστα από τις δώδεκα το βράδυ έως τις δώδεκα το μεσημέρι, σαν αν ήταν καταχείμωνο. Η καταιγίδα συνοδευόταν από έντονο αέρα, πράγμα που καθιστούσε απαγορευτική την κυκλοφορία. Ένας από τους εκατό υποψήφιους αυτόχειρες μην έχοντας πώς να περάσει το τελευταίο βράδυ του και χωρίς να γνωρίζει ότι δεν θα σταματούσε η βροχή παρά μόνο δώδεκα ώρες μετά, άρχισε να πίνει για να περάσει η ώρα. Στις έξι η ώρα έβαλε το νόμισμα στο στόμα και συνέχισε να πίνει, αλλά το αλκοόλ εξουδετέρωσε τη δράση του δηλητηρίου κι η προσπάθειά του δεν είχε αποτέλεσμα. Το επόμενο μεσημέρι ήταν τόσο μεθυσμένος που βγήκε στο δρόμο έρποντας με σκοπό να μεταφερθεί στο σημείο του ραντεβού, θέλοντας να εκφράσει τα παράπονά του στον κόντε. Καθόλη τη διάρκεια της διαδρομής του έλεγε σε όποιον συναντούσε που πήγαινε με αποτέλεσμα να αποκαλυφθεί το μυστικό και οι αρχές να συλλάβουν τον Μαντότι, ο οποίος κατηγορήθηκε για προσηλυτισμό και μαγεία και καταδικάστηκε στην πυρά από την ιερά εξέταση. Λέγεται ότι πριν το θάνατό του καταράστηκε όποιον έχει στην κατοχή του το νόμισμα να μην μεθύσει και να μην ξεδιψάσει ποτέ, να συνεχίσει να πίνει μέχρι θανάτου, για να μην αποκαλύψει κάποιο μυστικό. Έχει μεγάλη αξία; Ναι, αλλά δεν την ξέρω, θα πάτε σε κάποιο συλλέκτη. Ξέρετε κάποιον; Όχι στην πόλη μας, αλλά μπορώ να μάθω. Θα το εκτιμούσα. Περάστε αύριο, κατά τις δέκα. Ευχαριστώ. Θέλετε άλλο ένα ποτό; Ναι, παρακαλώ. Μπορείτε να το πιείτε και καθοδόν για το σπίτι σας και μου φέρνετε αύριο το ποτήρι.

Στη διαδρομή παρατηρούσε τα σύννεφα που είχαν σκεπάσει μ’ ένα μαύρο πέπλο τον ουρανό. Περίεργο, Ιούνης μήνας και να βρέχει τόσο; Ήπιε γρήγορα το ποτό, ήθελε κι άλλο, σταμάτησε στην πρώτη κάβα που βρήκε μπροστά του, ξόδεψε το μεγαλύτερο μέρος από τα χρήματα που είχε μόλις λίγο πριν σηκώσει από την τράπεζα, όταν πουλούσε το νόμισμα θα είχε περισσότερα, ωραίο θα ήταν να μην μεθάει, πάντα το ήθελε, αλλά και να μεθούσε δεν θα τον πείραζε, έτσι κι αλλιώς δεν είχε δουλειά να πάει το επόμενο πρωί. Του άρεσε να πίνει, αλλά δεν άντεχε το ποτό, έχανε τον έλεγχο, ζαλιζόταν λιποθυμούσε κι έπειτα έκανε μέρες να συνέλθει. Επέστρεψε σπίτι, άδειασε το τραπέζι της κουζίνας, τοποθέτησε πάνω τα μπουκάλια, έβαλε το νόμισμα κάτω από τη γλώσσα του και ξεκίνησε.

 

Είχε σταματήσει να βρέχει εδώ και μισή ώρα περίπου, ξημέρωνε, αλλά είχε ακόμα τέσσερις ώρες μέχρι τις δέκα και διψούσε πολύ. Το ρολόι χτύπησε έξι, βεβαιώθηκε ότι άκουσε όλους τους χτύπους, σηκώθηκε, φόρεσε τα ρούχα του, πήγε στο υπνοδωμάτιο, μάζεψε ότι κοσμήματα βρήκε, τον βαφτιστικό του σταυρό, το ασημένιο ρολόι από τον αρραβώνα που δεν κατέληξε σε γάμο, δαχτυλίδια που είχε κληρονομήσει από την μητέρα του, τα έβαλε στην μία τσέπη του σακακιού, στην άλλη το νόμισμα, πήγε στο καναρίνι του, το καλημέρισε, έπιασε το κλουβί το έβγαλε στο παράθυρο και το άνοιξε. Έπειτα βρέθηκε στο δρόμο, το νερό εξατμιζόταν σιγά σιγά από παντού, το έβλεπε να ανεβαίνει στον ουρανό, σαν οπτασία του έμοιαζε, χανόταν, αλλά κάποια μέρα θα ξαναγύριζε κι έπειτα το ίδιο ξανά, μόνο που αυτός δεν θα ήταν εκεί να το προϋπαντήσει, τι αξία είχε το νερό όταν ποτέ δεν μπορούσε να σβήσει τη φωτιά που καίει μέσα σου; Το καναρίνι έκανε μια βόλτα γύρω του, έπειτα πέταξε μακριά, εκείνος άρχισε να περπατά σέρνοντας τα πόδια του, οι υδρατμοί χανόταν με μεγάλη ταχύτητα πλέον, σε λίγο βρήκε ένα ανοιχτό καφενείο, «ρακί», παράγγειλε στον αγουροξυπνημένο καφετζή που τον κοίταξε παραξενεμένος, στην τηλεόραση είχαν αρχίσει ήδη οι πρωινές εκπομπές να μιλούν για επερχόμενες καταστροφές και τι θα μπορούσε να γίνει για να σωθεί η χώρα. Αρνήθηκε το ποτήρι που του έδωσε ο μαγαζάτορας, χρησιμοποίησε αυτό που είχε δανειστεί από τον ενεχυροδανειστή, λίγο πριν τις δέκα, ζήτησε την άδεια να το πλύνει, πλήρωσε με τα τελευταία λεφτά που του είχαν απομείνει και κίνησε για το ενεχυροδανειστήριο.

Στις δέκα ακριβώς ήταν εκεί, ο άνθρωπος πίσω από τον πάγκο τον χαιρέτησε, θα πιείτε κάτι; Φυσικά, σας έφερα και το ποτήρι σας. Πώς πήγε η νύχτα σας; Εξαίσια, χρόνια ήθελα να το κάνω αυτό κι εσείς; Πολύ καλά, αν και επί το πλείστον κοιμόμουν. Ατυχία. Βρήκα το συλλέκτη που σας είπα, αν είναι γνήσιο η τιμή είναι τεράστια, φτάνει αυτό το ποσό. Μα αυτό είναι μια περιουσία. Ναι, θα μπορούσε κανείς να περάσει χρόνια μ’ αυτό, ξέρετε ήταν μόνο εκατό τα νομίσματα και έχουν ήδη γίνει θρύλος. Έβαλε το χέρι στην τσέπη, έβγαλε τα κοσμήματα, το ρολόι, τα άφησε όλα στον πάγκο. Αυτά τι πιάνουν; Μισό λεπτό να τα δω. Ήπιε το ποτό του, ο άνθρωπος πίσω από το σιδερόφραχτο παραθυράκι επέστρεψε ξανά, Μπορώ να σας δώσω αυτά. Κάτι είναι κι αυτό. Αλλά δεν συγκρίνεται με αυτά που θα σας δώσει ο συλλέκτης. Για ποιο πράγμα; Το νόμισμα.

Χάιδεψε το χρυσό δίσκο με το κάτω μέρος της γλώσσας του. Α, αυτό. Δεν το πουλάω, θα με βοηθήσει να περάσω όσες χειμωνιάτικες νύχτες μου απομένουν. Μα είναι καλοκαίρι. Όχι για όλους. Πήρε τα λεφτά, χαιρέτησε, βγήκε στο δρόμο, τα σύννεφα είχαν ήδη αρχίσει να μαζεύονται ξανά.

 

Giannakoudakis* Ο Λευτέρης Γιαννακουδάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο το 1972. Βιβλία του που έχουν εκδοθεί: «Τα Φαντάσματα του Δεκέμβρη», Μεταίχμιο, 2012, «Η δημιουργική Γραφή στο Δημοτικό», Κέδρος, 2009, «Απολεσθέντα αντικείμενα», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 2006. «Τρέξε, μύγα, χτύπα το τζάμι», Ελληνικά Γράμματα, 2000. Κείμενα του έχουν περιληφθεί σε συλλογικούς τόμους και σε περιοδικά. Ζει στο Ηράκλειο, όπου διδάσκει Δημιουργική Γραφή και Σενάριο στο LaCulturelá.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top