Fractal

Ό,τι κι αν γίνει, εγώ θα σφυρίζω.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

“Ο θείος Τάκης” του Γιάννη Ξανθούλη, Εκδ. “Τόπος”, σελ. 405

 

“Στους θείους και στις θείες μου”, το αφιερώνει. Και είναι, ενδεχομένως, το πιο “Ξανθούλης- μυθιστόρημα”. Με όλα τα χρώματα και τα αρώματα, τα φαντάσματα και τις αγάπες του συγγραφέα. Με ό,τι αγάπησε από εποχή, Αθήνα ως περιοχή, συγγενικό αίμα και μουσική συγγενική εγγύτητα.

Με το σπαρακτικά απελπισμένο χιούμορ του πανταχού παρόν και στα πιο δύσκολα. Με τον τρόπο που μόνον εκείνος έχει να ξεφλουδίζει παλιά ξεχασμένα οικογενειακά μυστικά και να αναφέρεται σε μικρά προσωπικά παρεξηγημένα δράματα.

“Ο θείος Τάκης” είναι η αφετηρία, το πρόσχημα αλλά και το έμβλημα. Μιας πανταχού παρούσας και διαρκούς νιότης που τον νικά τον θάνατο. Με τον δικό της τρόπο.

Το μυθιστόρημα αρχίζει από “τα έγκατα”. Από το υπόγειο του αρχοντικού της οδού Ασκληπιού και από “την θεία της Κολάσεως”, την Κατίγκω. (Και ποιος από μας δεν είχε κάποτε ή δεν γνώριζε μια θεία Κατίγκω).

Μακρινή συγγενής της κυρίας του σπιτιού, της Ζωής, αλλά και το αφτί του θεού, κυριολεκτικά, που φρόντιζε τα πάντα και τους πάντες. Οι πάνω όροφοι φιλοξενούσαν τον Νείλο Βασιλειάδη τον μαθηματικό καθηγητή, την καρδιοπαθή σύζυγό του Ζωή, βεβαίως, τις δύο κόρες της οικογένειας την Μάρθα, σύζυγο ουρολόγου και την αθυρόστομη στιχοπλόκο Τέτη από Αρετή. Και βεβαίως τον Τάκη. Έναν αγόρι ελαφρώς κλειστό, απόφοιτο Νομικής και απίθανο σφυριχτή μπλουζ, σουίνγκ και αυτοσχέδιων κομματιών, που ανταγωνιζόταν σχεδόν τον αέρα.

Ο χρόνος κατά τον οποίο διαδραματίζεται το περισσότερο μέρος της ιστορίας, είναι εποχή κομβική. Αρτηρία σχεδόν κεντρική γεγονότων. Αθήνα του 1951, όπου εντός του έτους και εντός των τειχών γίνονται όλα: αποκαλύπτεται το σκάνδαλο παιδεραστίας του πατέρα, η θεία της Κολάσεως “τον αυτοκτονεί”, λίγο αργότερα χάνεται και η μητέρα, ο Τάκης ερωτεύεται μια θεατρίνα, την Καίτη, ερωμένη του θείου του Λάμπρου, αδελφού του πατέρα, παντρεύεται η Αρετή στα ξένα, στο τέλος σκηνοθετεί την κηδεία της και η θεία της Κολάσεως.

Νηφάλιος νους μονάχα η Μάρθα. Την οποία μετά από χρόνια την συναντάμε να εξιστορεί.

Ο Τάκης αποφασίζει να πάει εθελοντής στον πόλεμο της Κορέας.

Στο μεταξύ έχει προλάβει στον αρραβώνα της Αρετής να δώσει όρκο βαρύ. Στην Ζωή. Πως πάντοτε θα είναι παρών και θα την προσέχει. Την Αρετή.

Τα γεγονότα ακολουθούν καταιγιστικά και σπαρακτικά. Ζώντες και τεθνεώντες καταλύουν τα σύνορα του πάνω και του κάτω κόσμου και αποκαλύπτουν παλιά οικογενειακά μυστικά, ζητώντας δικαίωση και τιμωρία ενόχου. Παιδιά γεννιώνται, άλλα παράνομα, άλλα νόμιμα, η Αρετή χρειάζεται τον Τάκη στα ξένα. Και ο νεκρός Τάκης (ως άλλος νεκρός αδελφός) με το καράβι Skylark που θα πει Κορυδαλός εμφανίζεται στην Πόλη από παντού και πουθενά σφυρίζοντας έναν σκοπό της μόδας.

“Ο,τι κι αν γίνει, εγώ θα σφυρίζω”.

Στο μεταξύ, το πατρικό της Ασκληπιού γεμίζει σπλαχνικές συκιές. Που ξεφυτρώνουν από παντού, απ’ τα πλακάκια, τις βρύσες, ακόμα και από την εμαγιέ μπανιέρα του μπάνιου.

 

Γιάννης Ξανθούλης

 

Η Βούλα που ξαθαρίζει το μπάνιο οδηγείται σ’ ότι κρυφό μέσα από ημερολογιακά στιχάκια και ξαφνικά μέσα στην παραφορά της αρχίζει και η ίδια να σκαρώνει τολμηρά τραγούδια.

Η οικογένεια αποκτά Τάκη επί τρις. Εκ τον οποίο, ο ένας παράνομος γιος του Τάκη.

Τον επίλογο, Τάκης τον γράφει. Σαν παραμύθι. Σπαρακτικό και μαγευτικό. Αναγνωρίζοντας πως έχουν και οι άντρες ανάγκη από παραμύθια. Για ένα καράβι που κι ο ίδιος βλέπει να καταφθάνει απ’ το πουθενά και για ένα αγόρι που κίνησε κάποτε να πάει να πολεμήσει, δίχως να ξέρει γιατί, στην Κορέα.

Τον θείο Τάκη “που ξέφυγε απ’ την τροχιά της ζωής κι έγινε αθάνατος”. Για την Κατίγκω- μάγισσα και για την πονετική νεράιδα τη Συκιά που χάρισε στη γειτονιά ένα δάσος από δέντρα.

Στο μεταξύ, “ονόματα παιδιών, μαθηματικοί ορισμοί, χρονολογίες γεννήσεων και θανάτων. Εγκυκλοπαιδικές αναμνήσεις, τραγούδια αισθηματικά, περιγραφές ευρωπαικών πόλεων και μαζί κατάρες και σόκιν κουβέντες, μάρκες τσιγάρων και εξιστορήσεις φαγητών και γεύσεων ηδυπότων”, κυριολεκτικά, όλα στάχτη γίνανε.

Τα μόνα που σώθηκαν ήταν τα κρίματα και τα μυστικά, και ο Θείος Τάκης που έζησε στα άκρα.

Σε ένα βιβλίο με όλη την μαγεία της ατμόσφαιρας Ξανθούλη, με εκείνο το απελπισμένο χιούμορ Ξανθούλη, και με συγγραφικά ευρήματα εξαιρετικά. Τον τρόπο που ξεπρόβαλαν τα μυστικά μέσα από τα ημερολογικά στιχάκια. Την θεία της Κολάσεως και τον νεκρό Βασιλάκη που υποδεικνύει εις το διηνεκές τον δολοφόνο του. Τον χορό των φαντασμάτων που τόσο καλά γνωρίζει να στήνει ο συγγραφέας και να στοιχειώνει.

 

8433767α

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top