Fractal

Διήγημα: “Το γυφτάκι”

του Θεόδωρου Πάλλα // *

 

20 αρμαθιές κόκκινες πιπεριές
επί 15 τσαρδάκια
………………………
Ένας ορίζοντας.
Εγκλωβισμένα χιλιάδες όνειρα
………………………
Πρέσπες 2005
Χρήστος Δ. Παπαδόπουλος , Έναστρο Φιλοδώρημα,

gipsy

 

Το δωμάτιό του εδώ άδειο, δυο πράγματα, τρεις βλέψεις και πεταμένα κιλίμια και χαλιά να γεμίζουν το χώρο, κυλά πάνω τους τη μελαγχολία, μ’ ένα παραθύρι, θέα ακάλυπτος, τα μπαλκόνια τα μπροστά φωτογραφίζουν τ’ απέναντι μπαλκόνια, ανάμεσά τους ένας δρόμος που τρέχει και δεν μπορείς να τον σταματήσεις κι αυτοκίνητα σωρός, και φωνές ψεύτικες, μονοχρωμία παντού, ως κι οι άνθρωποι ξεβαμμένοι, μια χλωρίνη έπεσε πάνω τους, και τ’ αυτοκίνητα στριγκλίζουν, κατέβαινε τον πρώτο καιρό στο πεζοδρόμιο κι έπαιζε με τα διερχόμενα, έκανε πως θα πεταχτεί απέναντι και μετρούσε την ετοιμότητα των οδηγών, γέλαγε σαν να τον κούρδιζαν, μετά του έφυγε κι αυτό και λουφάζει στο διαμέρισμα και κοιτά απ’ τη βεράντα τον μουντό ουρανό προσπαθώντας να ξεθάψει χρώματα που τα θυμάται από τον συνοικισμό τους, εκεί που οι τσιγγάνοι έντυναν τα σπίτια τους τόσο παρδαλά που οι αποχρώσεις της φύσης τρόμαξαν και κρύφτηκαν πέρα από τις εξοχές, και η μητέρα να βαρυγκομεί, για την μυρωδιά των σωμάτων, «παστωμένοι ζούμε,» γκρίνιαζε στον πατέρα, ο παππούς την άκουγε αδιάφορος και συνέχιζε να λέει για τον καταυλισμό που ζούσαν σαν ήταν παιδί, ο πατέρας χαμήλωνε, «πού να τα βάλεις με γύφτισσα,» ψιθυριστά, αν τον άκουγε η μάνα θ’ άστραφτε και θα τον προγκούσε, μονάχα η γιαγιά την έβριζε στην γλώσσα τους, η μητέρα έκανε πως δεν καταλάβαινε, ποτέ δεν καταδέχτηκε να μιλήσει ρομανί.

Θα κατεβεί με το τουμπερλέκι του στο κέντρο, στην αγορά, θα βρει και τ’ άλλα γκαρντάσια και θα βουτηχτεί στο απαύγασμα της μουσικής και θα χαθεί στους χτύπους από το τουμπερλέκι και στα μαλλιά κάποιας τσιγγάνας, θα τριφτεί στην φούστα της και θα γεμίσει με τ’ αρώματα που άφησε πίσω του, και τη ζεστασιά που είχαν οι κουρελούδες σαν κυλιόταν πάνω τους (κρυβόταν κάτω τους), κάπου άκουσε πως η μοναξιά είναι ένα βρώμικο λιμάνι, τρόμαξε το βλέμμα του από την ομοιομορφία των πολυκατοικιών που ζουν, τον πρώτο καιρό έψαχνε για ώρες ένα ζεστό χρώμα, όλα άρρωστα, ταϊσμένα τη σούπα των νοσοκομείων, και στο βάθος του αρμένιζαν οι τοίχοι από το σπίτι που ως ψες ζούσαν, τοίχοι καλυμμένοι με κεντήματα και χράμια, με τα πιο έντονα χρώματα του κόσμου, σε εμφανή σημεία στοίβες με κουβέρτες και σκεπάσματα, «τόση νοικοκυροσύνη που να έβρεις!» παινευόταν η γιαγιά, και στο πάτωμα χαλιά, μια πανδαισία χρωμάτων και χνώτων, τώρα κοιτάζει τη μοναξιά και τη φοβάται, και κάθε βράδυ πριν πλαγιάσει μιλούσε με το θεό και τους αγίους κι αυτοί τον συμβούλευαν να μη φοβάται τους ανθρώπους παρά τη μοναξιά, τώρα πως τα έφερε ο καιρός, μπερδεύεται στην προσευχή, οι τοίχοι εμποδίζουν τη σκέψη να φτάσει ψηλά, τα λόγια κυλιούνται καταγής, μήτε ο ίδιος δεν ακούει τη φωνή του και προσπαθεί να βρει ελαφρυντικά για την διακοπή της επικοινωνίας του με τα θεία, δεν έχει, γιατί δεν έχει αμαρτίες, και σκέφτηκε πως ήρθε ο πολιτισμός και του τα πήρε όλα, κι αυτός θα πάρει το τουμπερλέκι του και θα κινήσει στα κλεφτά για την αγορά, η μάνα θα το καταλάβει απ’ το ροδαλό στα μάγουλά του και τις λέξεις του που θα φτερουγίζουν, η μάνα που έχει ανοιχτό το στήθος να την βλέπει ο ήλιος και να τραγουδά τον ύμνο της χαράς της, δίχως μεγαλόσταυρους και χρυσαφικά, «γύφτισσα είναι,» του είπε κάποτε η γιαγιά, «γύφτισσα που πρόδωσε τη γενιά της,» η μάνα σαν της το μαρτύρησε, «ο κόσμος πάει μπροστά,» του είπε, «όχι πίσω, όπως ζουν αυτοί,» και του ‘δειξε τη γιαγιά να καπνίζει μανιωδώς και τον παππού τυλιγμένο στον καπνό να νοσταλγεί τα περασμένα.

Είδε ένα όνειρο την πρώτη νυχτιά στο σπίτι το άξενο και κάποια φαφούτα τσιγγάνα, στριμωγμένη απ’ τον καιρό τον τράνταζε και τον ρώταγε, «ποια είναι η αλήθεια; πες μου…» κι αυτός προσπαθούσε να μετρήσει τα χρυσά της δόντια, και το πρωί έτρεξε η σκέψη, ο ίδιος δεν μπορούσε να κατεβεί στον συνοικισμό τους, η μάνα του το είχε απαγορεύσει, «τουλάχιστον τον πρώτο καιρό, μέχρι να συνηθίσεις εδώ,» αυτός δεν ήθελε να συνηθίσει τον πολιτισμό τους, ήθελε να μείνει στους γάμους τους σκόρπιους και στα λόγια του παππού, τότε που μιλούσε για τις σκηνές και τ’ αντίσκηνα, για τον καταυλισμό και την πλανόδια μεγαλοσύνη και η γιαγιά συγκατάνευε, «σκηνίτες, να τι είμαστε» έλεγε και ξαναέλεγε ο παππούς που δεν βολεύτηκε στο σπίτι που του έκαναν, τόσα στόματα γύρω του μα αυτός ήθελε τον κόσμο όλων στα πόδια του, «όλοι μια αγκαλιά, ο ένας στην ποδιά του άλλου, να, έτσι ήμασταν,» έλεγε και ξανάλεγε κι αυτός του υποσχέθηκε πως δεν θα ξεχάσει, δεν θα γίνει άνθρωπος αυτός, είναι πάνω από άνθρωπος, γύφτος, που πάει να πει πανανθρώπινος, κι έτρεξε ο νους, κανείς δεν μπορούσε να τον φυλακίσει, είδε τη γιαγιά ν’ ασβεστώνει την μάντρα, «μέρες που είναι,» και το σπίτι μοιρασμένο στα δυο, λιγοστοί χώροι κι αυτοί με διαφορετικό ντύσιμο η κάθε τους γωνιά, δάπεδα με τσιμέντο και πάνω του στρωμένα υφάδια (κουρελούδες), σ’ ένα μέρος του σπιτιού το δάπεδο γυμνό, πασαλειμμένο με κοκκινόχωμα, χώρος της γιαγιάς, όπως κι έξω στην τσιμεντόστρωτη αυλή, μια γωνιά με χώμα, να φυτεύει τις αγάπες της, μια εσωτερική καθαριότητα που τρόμαζε από την έξω βρομιά του οικισμού, ένα πανηγύρι η ζωή, κι αυτός, αν και του το απαγόρευσε η μάνα, ο πατέρας σφυρίζει αδιάφορα, πού να τα βάλεις με γύφτισσα, θα πάρει το τουμπερλέκι του και θα κατεβεί στην αγορά.

Έξω αυτοκίνητα που θρηνούν τη ζωή που έχασε και κάποια παιδιά προσπαθούν να παίξουν στον ακάλυπτο, δεν έμαθαν σε κόσμο κι είναι μονάχα φωνές και μαλώματα, θυμάται τους καυγάδες στον συνοικισμό τους, τους άντρες να μαχαιρώνονται και τις γυναίκες να τσουμαδούν τα μαλλιά τους και να πληγώνουν τα σύννεφα με στριγκλιές, κάποια γιαγιά σέρνει τα πόδια της και φωνές άγνωστες κυκλώνουν το διαμέρισμά τους, «σουτ μπε, όλα εδώ ακούγονται» είπε η μάνα κι ο πατέρας άνοιξε το στόμα, το έκλεισε, πού να τα βάλεις με γύφτισσα, κι αυτός θυμάται τη ζωή στο σπίτι του παππού, στο σπίτι τους, αυτό εδώ είναι μια φυλακή σε εξορία, μαζεμένοι όλοι στις αυλόπορτες προσπαθούσαν ν’ ακουστούν, κάποιοι μιλούσαν με κάποιους και άλλοι με άλλους, κι όλοι καταλάβαιναν, σε μια καταιγίδα από λόγια, ποια ήταν γι’ αυτούς, κι όσο δυνατά και να φώναζαν ξεχώριζες αυτά που ήταν (λεγόταν) για σένα, όπως ξεχώριζαν τα παλιοσίδερα από τ’ άλλα, όλα χρήσιμα, το καθένα για τη δουλειά του, κι όταν κάποιος μαχαίρωσε την κόρη του οι άλλοι κούνησαν επιδοκιμαστικά το κεφάλι κι όταν κάποιοι μάτωσαν για κάποιον λόγο που όλοι ξέραν και δεν λέγαν, οι γέροι συνέχισαν το κομπολόι τους και οι τσιγγάνες κοιτούσαν το κόκκινο στις κουρτίνες τους, η γιαγιά άναψε τσιγάρο και οι φοβισμένοι κρύφτηκαν κάτω από τις φούστες των γυναικών που ταξίδευαν το νου στην αύριο, και η μητέρα, «θ’ ανέβω σε μια σκούπα να φύγω πιο μακριά απ’ το μακριά,» ο πατέρας όλα της τα ανεχόταν, αλλά ποτέ δεν τον κατάφερε να κουμπώσει το πουκάμισο να καλύψει τα δασιά του, μήτε να βγάλει τις αλυσίδες από τον λαιμό, ή να στάξει εκείνο το χρυσό που φέγγιζε σαν άνοιγε το στόμα του, «εγώ είμαι γύφτος,» ήθελε να της φωνάξει, «δεν αντέχω τον πολιτισμό».

Αν ήταν συγγραφέας θα μπορούσε να κτίσει όμορφα λόγια, θα μπορούσε να τους παρομοιάσει μ’ ένα ανθρώπινο τείχος σε κυματοειδείς παλινδρομήσεις, θα έλεγε, σαν αποχαυνωνόταν στην λάμπα που μαύρισε από τα μυγάκια, πως τον μέθυσο ρόλο της αναλύει, να ζυγίζεται έκκεντρη και να φωτίζει την διαφορετικότητά τους, μα κι έτσι μπορεί να μιλήσει για τα χρυσά δόντια του παππού ή τον περισσευούμενο κούφιο στόμα του, για τη βαθιά χαράδρα του καιρού που μέσα της έπεσε, και τα ευχολόγια που μάλωναν με δύστροπα βλέμματα και μια απόκλιση από την ιδιαιτερότητα, κι αυτός, καταμεσής της σκηνής, γύρω του περιμένουν τον λόγο του, «δέχομαι τον αποκλεισμό μου από τον κόσμο τους, εγώ φταίω για το μαύρο μου δέρμα, για την αψάδα του νου».

Πήρε το τουμπερλέκι του και κίνησε για την αγορά. Πιο ψηλός και από το τσαντίρι του αρχηγού των γύφτων στο κέντρο του καταυλισμού.
* Ο Θεόδωρος Πάλλας γεννήθηκε στο Καλοχώρι Βεροίας. Έχει εκδώσει τρεις ποιητικές συλλογές, από τις εκδόσεις Παρατηρητής και το 2013 είδε το φως το πρώτο του μυθιστόρημα από τις εκδόσεις Άνεμος

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top