Fractal

Διήγημα Fractal: “Θεά Ρέα”

Γράφει η Μυρτώ Μαρκάκη // *

 

 

Στο νηπιαγωγείο δε μπορούσα να πω το “γ” και με δάγκωνε κάθε φορά που το έλεγα λάθος. Μέσα σε μια μέρα είχα αμέτρητες δαγκωματιές πάνω στο χέρι μου και μετρούσα κάθε φορά ποσά σημάδια μου είχαν αφήσει τα δόντια της. Έπειτα της άρεσε να με γαργαλάει στις πατούσες και εμένα μου άρεσε να την βλέπω να χαμογελάει.. Την πρώτη φορά που κατάφερα να το προφέρω σωστά αυτό το περίεργο σύμφωνο, αυτό τον «αντίλαλο» όπως το ονόμαζα εγώ γιατί έτσι ακουγόταν στα άπειρά μου αυτιά. Εκείνη λοιπόν την μέρα που μπόρεσα επιτέλους να το κάνω δικό μου -και δεν ήταν απλά ένας ήχος που τον άκουγα αλλά ένα ήχος που βγήκε από μέσα μου- μου πήρε ένα ποδήλατο!

Νομίζω καλοκαίρι ήταν, όχι, όχι σίγουρα ήταν καλοκαίρι Δευτέρα ή μήπως Πέμπτη; Πρωί ή Απόγευμα; Α Ναι! Τρίτη ήταν μεσημεράκι, έτρωγα σταφύλι μπροστά στην τηλεόραση μέχρι που άκουσα ένα μικρό κουδουνάκι να χτυπάει έξω από το παράθυρο της κουζίνας. Ήταν το καινούργιο μου ποδήλατο

-Ντιν ντιν ντιν

-Μαμά μας τραγουδάνε.. Μαμά που είσαι; -Ντιν ντιν έξω! Έλα έξω!

-Είναι ροζ! Όλο ροζ!

Της έδωσα ένα γλυκό φιλάκι και σχηματίστηκε αμέσως ξανά το χαμόγελο της! Αυτό το ωραίο χαμόγελο το γλυκό που λέει όλα τα Σ’ αγαπώ του κόσμου.

Και πέρασαν εφτά χρόνια και πήγα γυμνάσιο, είχα μεγαλώσει πια και πάλι όμως έτρεχε από πίσω μου με ένα πιάτο φαΐ. Ύστερα ήθελα να πηγαίνω μόνη μου στο σχολείο με τις φίλες μου. Μα αυτή ανησυχούσε και εγώ για να την καθησυχάζω κάθε πρωί τις έδινα ένα γλυκό φιλί και σχηματιζόταν πάλι το χαμόγελο στο πρόσωπό της. Μα τότε ήταν που ψήλωσα ξαφνικά και όλοι μου έλεγαν πως μεγάλωσα.. Μα η μητέρα μου εξακολουθούσε να μου ρίχνει ένα κεφάλι και όταν της είχα παραπονεθεί.. γέλασε και μου ψιθύρισε

– Εσύ ψυχή μου μια μέρα θα γίνεις δυο μέτρα κοπέλα!

Άλλοτε μαλώναμε για την ακαταστασία του δωματίου μου και άλλοτε ήμασταν αγκαλιά και καθόμασταν σε μια πολύχρωμη πολυθρόνα μπροστά από την τηλεόραση και τρώγαμε σταφύλι.

Μετά πήγα λύκειο και εμείς μαλώναμε όλο κι πιο συχνά. Και δεν της έδινα πια κανένα γλυκό φιλί και το χαμόγελο έλλειπε από τα χείλη της. Με πείραζε ο ψυχαναγκασμός -η μανία της με την τάξη . Δεν γελούσε πια με τα αστεία μου και κάθε βράδυ έπινε αλκοόλ και κάπνιζε. Εγώ κλεινόμουν στο δωμάτιο μου για να μη την βλέπω λες κάτι και να είχε αλλάξει μέσα μου. Λες και τότε είχα μεγαλώσει αληθινά..όχι δεν είχα ψηλώσει απλά. Ένιωθα πως είχα ωριμάσει.

Και τα χρόνια περνούσαν.

Όλοι και όλα έπαιρναν τον δρόμο τους.

Εγώ σε μια σχολή της Δράμα. Και δεν ήταν μόνο η πόλη η Δράμα αλλά και η σχολή «Δράμα» θα την χαρακτήριζα, όπως φάνηκε στο μέλλον.

Και όταν πια γύρισα πίσω στο σπίτι η μαμά δεν ήταν ίδια πια δεν είχε το χαμόγελο της..

Φέτος έκλεισε τα 80. Συνεχίζει να καπνίζει και ένα κονιάκ που και που το ευχαριστιέται Έχει ασημένια μαλλιά, ένα μάτι πράσινο και ένα γαλανό. Κάθε φορά που την επισκέπτομαι στο σπίτι μας την αντίκριζα από το παράθυρο, εκεί που δίπλα είχε φυτέψει, τις μανώλιες, τις γαρδένιες κι τα ζουμπούλια, να κάθεται στην πολυθρόνα της. Έμπαινα αργά στο σπίτι και άφηνα τα πράγματα μου στην άκρη.. Άκουγα όμως τα βήματα της να με πλησιάζουν και με εξαντλημένη φωνή να μου λέει – Ποια είσαι εσύ; Τι κανείς στο σπίτι μου; Φύγε!

– Εγώ είμαι μαμά η κόρη σου! Δεν θέλω να σε πειράξω – Φύγε κλέφτρα! Θα καλέσω την αστυνομία!

– Μαμα έφερα να μαγειρέψουμε. Θυμάσαι όταν ήμουν μικρή πάντα μαζί μαγειρεύαμε..

Τα ρούχα της ήταν υπερβολικά φαρδιά πάνω της εξάλλου τις περισσότερες φορές αρνιόταν να φάει. Τα χέρια της μονίμως έτρεμαν και τα μάτια αναζητούσαν κάποιο στοιχείο οικείο για να σιγουρευτούν ότι έλεγα την αλήθεια. Έψαχνε να θυμηθεί την ύπαρξη μου.. Και όταν πια καταλάβαινε ότι ήμουν κόρη της συνήθιζε να μου λέει ότι ψήλωσα.. δεν της είχα πει ούτε μια φορά ότι αυτή μίκρυνε από το χρόνο. Ύστερα καθόταν στην πολύχρωμη πολυθρόνα της μπροστά από την τηλεόραση και ξεκινούσε να πλέκει τον ίδιο σκούφο που έπλεκε κάθε μέρα. Σαν για την ίδια κάθε μέρα να ήταν ένα καινούργιο ξεκίνημα μια καινούργια αρχή. Στην κουζίνα αντίκριζα έξι κούπες γεμάτες καφέ. Συνηθισμένη η κατάσταση. Πάντα ξεχνούσε πως ήπιε καφέ κι έβαζε συνέχεια καινούργια κούπα στον εαυτό της.

Δε σταμάτησα να την αγαπώ ούτε για λίγο.

Απλά δεν πρόλαβα να της το πω. Απλά δε ξαναείδα ποτέ το χαμόγελο της που σχηματιζόταν ύστερα από κάθε φιλί μου Απλά δεν ξαναείδα ποτέ τις έξι κούπες πάνω στο πάγκο της κουζίνας μας. Δεν την είδα ξανά να πλέκει τον σκούφο και απλά τα λουλούδια τις μαράθηκαν μέσα σε μια μέρα..

Απλά ήταν μια μαμά. Ήταν η δικιά μου όμως!

– Ναι μαμά σήμερα έχει κρύο! Ναι θα ντυθώ καλά θα πάρω μαζί μου την ζακέτα που μου έκανες δώρο στα γενέθλια μου.. Μου είχες πει τότε πως μοιάζω με νεράιδα ήμουν πολύ όμορφη είπες.. Εκείνη την χρόνια ευχήθηκα να γίνω νεράιδα πραγματική, να έχω φωτοστέφανο και ραβδάκι και εγώ. Θυμάσαι; Μα ποια μάγισσα με καταράστηκε τότε κι όλα μέσα μου σαπίζουν και φτύνω αίμα και τα μαλλιά μου πέφτουν.. Όμως ακόμα κρυώνω όχι τόσο στο σώμα όσο στην ψυχή.. Πονούσα χτες μαμα πονάω κι σήμερα κι κάθε  ήμερα.. Ναι μαμα ξέρω έτσι είμαστε έτσι είναι ο κόσμος μας.. Εντάξει μαμά θα προσέχω. Ναι μαμα θα τρώω.. Που πας όμως τώρα μαμα; Συγγνώμη! Σ΄αγαπάω! Γεια σου μαμά..

 

 

 

* Η Μυρτώ Μαρκάκη γεννήθηκε το 1999 στο Ηράκλειο Κρήτης όπου ζει μέχρι σήμερα. Φοίτησε στο 8ο Γενικό Λύκειο. Είναι πτυχιούχος επιπέδου Β2 της αγγλικής γλώσσας και επιπέδου Β1 της γερμανικής γλώσσας. Σπουδάζει στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης στην σχολή Επιστημών Αγωγής του Παιδαγωγικού τμήματος. Γράφει εδώ και 4 χρόνια δικά της διηγήματα. Επηρεασμένη από την προσωπική ζωή μου, την κοινωνία, τον πολιτισμό ακόμα και από την πολιτική κατάσταση της χώρας.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top