Fractal

Διήγημα: “Θέα από μπαλκόνι”

Του Κώστα Πατίνιου // *

 

f15

 

Ήθελε να έχει για κρατούμενο ένα τέλος κι από εκεί να αρχίσει να κτίζει, να δημιουργεί, να προσπαθήσει -ίσως- ν’ ανατρέψει το προδιαγραφόμενο τέλος, να παιδευτεί, να ονειρευτεί, να πειραματιστεί και να καταλήξει. Αν σας ακούγετε ανάποδο και παράδοξο αυτό, τι να σας κάνω, δεν σκεφτονται δα όλοι οι άνθρωποι με τον ίδιο τρόπο! Kαλά- καλά δεν είχε ξημερώσει και το ραδιόφωνο παίζει Σεζάρια Εβόρα το τραγούδι Sodade. Πρώτος καφές πρώτο τσιγάρο… Από το μπαλκόνι η θέα τις Κυριακές είναι η ίδια μα και διαφορετική. Πρώτη και σημαντική η ταχύτητα των πραγμάτων που ακούει και βλέπει. Τις Κυριακές στο μπαλκόνι ο αέρας φέρνει και ευχάριστες μυρωδιές δέντρων, θάμνων, φαγητών από τις γειτονικές κουζίνες και τα ψηλά φουγάρα των μαγειρείων της λεωφόρου κάτω από την πολυκατοικία. Το φθινοπωρινό αεράκι διαπεραστικό… σκύβει και κοιτάζει το κενό. Την χώριζαν από το έδαφος έξι ορόφοι. «Καμιά εικοσάρια μέτρα», σκέφτηκε. Να μια καλή ιδέα για αυτό που έψαχνε , μια βουτιά στο κενό και τέλος. Μετά όμως από πού να αρχίσει; Και πάλι, δεν της εγγυάται κανείς ότι θα ζήσει. Έκανε μια έκφραση που έμοιαζε με μειδίαμα και αμέσως το διόρθωσε με χαμόγελο. Παιχνίδι με το μυαλό της, με τον ίδιο τον εαυτό της. Η ζωή δεν περνά, οι άνθρωποι την προσπερνούν βιαστικά και όταν φτάσει το τέλος την αναζητούν, κοιτάζουν πίσω αλλά πάει…αυτή χάθηκε. Στέκεται στο μπαλκόνι , κάτω στα πόδια της η πόλη που μεγάλωσε και αγαπά, ακριβώς μπροστά από τη τάφρο και τα ενετικά τείχη, δεξιά της το μεγάλο εργοτάξιο με την ανακατασκευή που κρατά χρόνια της πλατείας Ελευθερίας. Απέναντι η παλιά πόλη, τα εντός των τειχών καμπαναριά και μιναρέδες, σημαίες, λάβαρα, μάρμαρο, γυαλί, πουρόπετρα, μπετό, κεραμίδια και τελευταίως φωτοβολταϊκα πλαίσια αυτόπτες μάρτυρες της πολύχρονης ιστορίας της. Δεύτερο τσιγάρο πριν τελειώσει ακόμη ο πρώτος καφές… Από τα ηχεία του ραδιοφώνου χαμηλόφωνα ακούει Buena Vista Social. Χτυπά το τηλέφωνο, ήταν η κολλητή της:

– Να σου πω πάει ο Μάριος τέλος, τρία χρόνια με κοροϊδεύει και αφού δεν μπορούσα να τον έχω ολοκληρωτικά δικό μου δεν θα τον έχει ούτε η γυναίκα του.

– Τι μαλακία έκανες πάλι;

-Το βράδυ δούλευε η γυναίκα του και πέρασα από το σπίτι του, μαλώσαμε αλλά καταλήξαμε να κάνουμε ερώτα για πρώτη φορά στο σπίτι του, στο σαλόνι και να μας κοιτάζει μέσα από την φωτογραφία του γάμου τους που ήταν στον τοίχο η γυναίκα του. Και πριν φύγω σκέφτηκα και έκανα μια τρέλα, μπήκα στο μπάνιο τους τάχα για να φρεσκαριστώ λίγο και άφησα το εσώρουχό μου στο ντουλάπι με τα άπλυτα ρούχα τους.

– Όχι…

Το τηλεφώνημα της φίλης της ανέτρεψε την ηρεμία της. Διαφωνούσε με την πράξη της φίλης της, αλλά ναι ήταν και αυτό ένα τέλος και μάλιστα οριστικό. Τώρα η φίλη της θα μπορούσε μέσα από τη σεισμική δόνηση που προκάλεσε στη ζωή της και του έως χθες εραστή της να ξεκινήσει από την αρχή. Όσο για την ίδια κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το τέλος που αναζητούσε ήταν η ίδια η ζωή που την προσπερνούσε. Έσβησε το τσιγάρο, πήρε τα κλειδιά της και κατέβηκε κάτω από τη πολυκατοικία, γύρισε το κεφάλι ψηλά, χαμογέλασε στο άδειο μπαλκόνι και χάθηκε μέσα στον κόσμο. Από εκείνη την μέρα τη ζωή δεν τη χάζεψε ποτέ ξανά από το μπαλκόνι.

 

 

* Ο Κώστας Πατίνιος γεννήθηκε στη Λευκωσία το 1971 κυκλοφορούν τρία βιβλία του με διηγήματα και ποίηση από τις εκδόσεις Αρμίδα.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top