Fractal

Οι μισητοί οκτώ, του Κουέντιν Ταραντίνο

του Θόδωρου Σούμα //

 

 

Οι μισητοί οκτώ και ο Django, ο τιμωρός, τα δύο τελευταία ουέστερν του Κουέντιν Ταραντίνο, αναφέρονται στον εμφύλιο αμερικανικό πόλεμο κι υιοθετούν μια παρόμοια αντιρατσιστική, απελευθερωτική και ανορθόδοξα προοδευτική πολιτική ματιά πάνω στο, ακόμη κρίσιμο για τις ΗΠΑ, κοινωνικό ζήτημα των φυλετικών διακρίσεων, ανισοτήτων και συγκρούσεων. Κατ’ αυτόν τον τρόπο ο Ταραντίνο συλλαμβάνει και φτιάχνει, με πολύ μεράκι και τρέλα, δυο ανατρεπτικά και ταυτόχρονα διασκεδαστικά ουέστερν, δυο άκρως ψυχαγωγικές ταινίες, συνδυάζοντας το mainstream σινεμά με τον υπόγειο προβληματισμό πάνω στην κινηματογραφική γλώσσα και την Ιστορία.

Οι μισητοί οκτώ, το τελευταίο νευρώδες, ως συνήθως εκκεντρικό και βίαιο φιλμ του Κουέντιν Ταραντίνο, είναι ένα μείγμα ουέστερν, μαύρου χιούμορ, πολιτικού σχολίου για τις φυλετικές διενέξεις στον αμερικάνικο εμφύλιο, αστυνομικού μυστηρίου και σπλάτερ, με αφηγηματική δεινότητα, έντονους ακατάπαυστους διαλόγους, σαρκασμό, κυνισμό, αμοραλισμό και διεισδυτικό, αντιρατσιστικό πολιτικό σχόλιο. Η ταινία διακρίνεται για την ιδιαίτερη σκηνοθετική ευστοχία της, παρ’ότι βασικά εκτυλίσσεται σε δύο χώρους μόνο, την άμαξα και την ταβέρνα!

Όλα τα λεφτά είναι οι ανατροπές στην αφήγηση στο τέταρτο και πέμπτο κεφάλαιο και στο τέλος! Είναι σε αυτές τις σκηνές που βλέπουμε και θαυμάζουμε τον πραγματικό, ρηξικέλευθο, τολμηρό Ταραντίνο… Στο τέταρτο κεφάλαιο, ο Ταραντίνο σχολιάζει με μια “ουρανοκατέβατη”, φερμένη ξαφνικά από το πουθενά φωνή off τη διαδρομή της μυθοπλασίας και την ξαναπιάνει από την αρχή, γυρίζει τη διήγηση πίσω, στο σημείο που ο ένας παράνομος βάζει δηλητήριο στον καφέ από τον οποίον πίνουν οι συνδαιτημόνες της ταβέρνας… Στο τέλος του τέταρτου κεφαλαίου και στο αμέσως επόμενο, ο σκηνοθέτης μας αποκαλύπτει μια νέα “σκηνή” κάτω από την τρέχουσα, τη βασική σκηνή που εκτυλίσσεται στην ταβέρνα: Η νέα, κρυμμένη σκηνή βρίσκεται στο υπόγειο απ’ όπου ο παράνομος Τσάνινγκ Τέιτουμ πυροβολεί στα γεννητικά όργανα τον μαύρο κυνηγό επικηρυγμένων, Σάμουελ Τζάκσον.

 

 

Στο πέμπτο κεφάλαιο, το οποίο αφηγείται την αρχή της ιστορίας που όμως δεν είχαμε καθόλου δει, μας αποκαλύπτεται πως τα πρόσωπα είναι διαφορετικά από ό,τι νομίζαμε, πως έχουν σκηνοθετήσει υποκριτικά το χαρακτήρα τους, τη συμπεριφορά τους και τα δρώμενα, πως ό,τι παρακολουθήσαμε μέχρι τότε ήταν ένα σκηνοθετημένο ψέμα. Οι παράνομοι παρίσταναν τους απλούς πολίτες… Σκοπός αυτής της σκηνοθεσίας των ληστών, δηλαδή των ανθρώπων που βρίσκονταν από πριν μέσα στην ταβέρνα και περίμεναν, ήταν να απελευθερώσουν την αιχμαλωτισμένη κακοποιό Τζένιφερ Τζέισον Λι, βασικό μέλος της συμμορίας τους, από τα δεσμά του σκληρού και κυνικού, κυνηγού επικυρηγμένων Κερτ Ράσελ. Ό,τι λοιπόν παρακολουθούσαμε μέχρι εκείνη τη στιγμή δεν ήταν παρά μια παράσταση!… Είχαμε άρα να κάνουμε με τη σκηνοθεσία της σκηνοθεσίας…

Είναι αυτή η διάσταση του έξωθεν, “εξωδιηγηματικού” σχολιασμού και της μεταγλώσσας που καθιστά τον κινηματογράφο του Ταραντίνο μεταμοντέρνο, όπως συνηθίζεται να χαρακτηρίζεται. Οι θαυμαστές της σκηνοθετικής βιρτουοζιτέ κι αποτελεσματικότητας και του βιτριολικού, αιχμηρού χιούμορ του πολιτικά ανορθόδοξου, αλλά δημοκρατικού αντιρατσιστή, Ταραντίνο, θα θαυμάσουν άλλη μια φορά την αφηγηματική μαεστρία και κινηματογραφική τόλμη του που αιφνιδιάζουν κι εκπλήσσουν… Ο πρώην ανεξάρτητος Αμερικανός σκηνοθέτης που λατρεύει τα ταπεινά κινηματογραφικά είδη και τα b movies, συνεχίζει να μαγνητίζει το θεατή του και να τον αποσταθεροποιεί, αδιόρατα, με τη διηγηματική πολυπλοκότητά του, τη βία που του εκτοξεύει κατάμουτρα (όπως το αίμα που ραντίζει συνέχεια το πρόσωπο της ξυλοκοπημένης Τζ. Τζ. Λι) και τον ανενδοίαστο κυνισμό του…

Ο Django, ο τιμωρός (2013), το προτελευταίο του ουέστερν, ήταν κι αυτό ένα μείγμα αντιρατσιστικού κοινωνικού φιλμ, σπαγγέτι γουέστερν (ένα είδος που ο Ταραντίνο λατρεύει), μαύρης κωμωδίας, ταινίας περιπλάνησης και ταινίας blaxploitation (εμπορικές περιπέτειες της δεκαετίας του ’70 για το αφροαμερικάνικο κοινό, με ήρωες μαύρους). Ο Ταραντίνο ανακατεύει, και θα λέγαμε μπασταρδεύει, τα είδη. Έτσι, έμμεσα, σχολιάζει την αφηγηματική, κινηματογραφική γλώσσα. Συνδυάζει τον κυνισμό, την πολιτική, το σαρκαστικό και μαύρο χιούμορ, το ιλαρό με το σοβαρό. Η ταινία αφηγείται με ιδιότυπο, ρηξικέλευθο ταραντινικό τρόπο, ξανά τη συνεργασία ενός γερμανού κυνηγού επικηρυγμένων (Κρίστοφ Βαλτς) και ενός απελευθερωμένου μαύρου (Τζέιμι Φοξ), με σκοπό το επ’ αμοιβή κυνήγι των επικηρυγμένων και τη διάσωση της γυναίκας του μαύρου από ένα ράντσο με σκλάβους. Παρακολουθούμε, δηλαδή, μια ιστορία ανδρικής φιλίας και εκδίκησης που εκτυλίσσεται στον αμερικανικό Νότο, λίγο πριν από τον εμφύλιο πόλεμο. Το περιπετειώδες αυτό ουέστερν ασχολείται με μια απωθημένη πλευρά της αμερικανικής ιστορίας, κατά την οποία θεμελιώθηκε το αμερικανικό όνειρο πάνω στη σκλαβιά, στην εκμετάλλευση και την καταπίεση χιλιάδων μαύρων δούλων. Ο σκηνοθέτης δεν ενστερνίζεται την πολιτική ορθότητα, υιοθετεί μια αναθεωρητική, ανορθόδοξη ματιά πάνω στην ιστορία και λοξοδρομεί δημιουργικά από την ιστορική αλήθεια, όπως έκανε και στην ταινία Άδωξοι μπάσταρδη, που είχε θέμα το ναζισμό…

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top