Fractal

«Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο» // Θανάσης Μουτσόπουλος. Αποκωδικοποιώντας τα 80’s. Η σχέση ιστορίας – τέχνης.

Συνέντευξη στον Γιάννη Παναγόπουλο //

 

«Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο». Πράξη Δωδέκατη.  Μέρος 1ο*.

 

moutso

 

Το κορδόνι από το λευκό πάνινο All – Star παπούτσι που φορά ο Θανάσης Μουτσόπουλος, δεξί πόδι, είναι λυμένο. Θα μπορούσε να περάσει ολόκληρη μέρα χωρίς να το πάρει χαμπάρι. Φαντάζει απόλυτα συγκεντρωμένος σε ένα μάτσο υποχρεώσεις που μαζεύτηκαν προηγούμενες μέρες και πρέπει να «πληρώσει» σήμερα. Έφτασε από την Κρήτη στην Αθήνα χτές. Το τηλέφωνο του κουδουνίζει διαρκώς. Ζητά συγνώμη κάθε φορά που πρέπει να απαντήσει στις κλήσεις. Σοβαρά το λέω, δεν έχω δεχτεί τόσες πολλές, μαζεμένες συγνώμες σε τόσο μικρό χρονικό διάστημα, όλη τη χρονιά. Ο Μουτσόπουλος, αναπληρωτής καθηγητής Ιστορίας της Τέχνης και Θεωρίας του Πολιτισμού στο Πολυτεχνείο Κρήτης, είναι απαραίτητος για αυτή την ενότητα που παρακολουθεί τη δημιουργία του φιλμ «Εδώ Δεν υπάρχει Άσυλο» και την υπόγεια κουλτούρα που ανέπτυξαν μουσικά συγκροτήματα της δεκαετίας του ‘80. Δεν συνδέεται με όλα αυτά, μόνο λόγω του ακαδημαϊκού του παρόντος ή παρελθόντος. Ή του συγγραφικού του έργου. Ή του ρόλου του ως επιμελητή εικαστικών δράσεων. Πέρα και, ίσως, παραπάνω (!) απ’ όλα αυτά υπάρχει μια επίμαχη λεπτομέρεια που μας ψήνει πως μπορεί να ψηλαφήσει στην σκηνή της αντεργκράουντ Αθήνας της με λεπτότητα και ακρίβεια. Τριάντα χρόνια πριν, στο δισκάδικο Art Nouveau (τότε λειτουργούσε σε υπόγειο της οδού Σολωμού) ήταν αυτόπτης μάρτυς όταν ο ιδιοκτήτης του, Νίκος Κοντογούρης, άνοιξε εκείνο το κουτί που, μόλις είχε φτάσει από εργοστάσιο τυπώματος δίσκων βινυλίου, με το πρώτο σίνγκλ των «Χωρίς Περιδέραιο». Αυτό είναι κάτι που σημείωσε με υποψία περηφάνιας πριν απαντήσει την ερώτηση: «Τι στο διάολο νοηματοδοτεί η Αθηναϊκή rock n’ roll της δεκαετίας του 80 σήμερα;» Είναι ακόμα αρχή αυτής της συνέντευξης. Είμαι σίγουρος, ο Μουτσόπουλος, θέλει να κάνει αυτή τη συνέντευξη, ανεξάρτητα αν το κινητό του διαφωνεί κουδουνίζοντας χωρίς σταματημό.

 

-Θα ήθελα να ξεκινήσουμε έχοντας ως βάση της κουβέντας μας μια αξία. Ότι πολλοί σημερινοί εικοσάρηδες χορεύουν ή ακούν μουσική συγκροτημάτων που κυκλοφόρησε μια δεκαετία πριν τη γέννησή τους. Γιατί συμβαίνει αυτό;

Δεν είναι και τόσο απλό. Θα έλεγα πως υπάρχουν δύο τρόποι να δούμε το όλο πράγμα. Ο πρώτος αφορά την αισθητική. Σήμερα στη νέα γενιά αρέσουν οι ήχοι και ίσως το ντύσιμο της δεκαετίας του ‘80. Ο δεύτερος ανοίγεται στην κοινωνιολογία. Οι κοινωνιολόγοι μπαίνουν πάνα στον πειρασμό να ενώνουν διαφορετικές εποχές. Στην συγκεκριμένη περίπτωση θα αναζητούσαν την ύπαρξη πολιτικοκοινωνικών αναλογιών της δεκαετίας του ‘80 με το σήμερα. Θα μπορούσαν να ανατρέξουν στην εποχή της κατάληψης του «Χημείου», των επεισοδίων που είχαν συμβεί εντός και γύρω του, με όσα συνέβησαν στην Αθήνα τον Δεκέμβρη του 2008 (περίπτωση του Γρηγορόπουλου). Εγώ θα ήθελα να κρατήσω τις αποστάσεις μου από αυτό. Στην ερώτηση, αν υπάρχουν αναλογίες που θα μπορούσαν να συνδέσουν το σήμερα με γεγονότα της δεκαετίας του ’80, κατ’ αρχήν θα απαντούσα «όχι».

 

-Γιατί;

Έχουμε πολλές και διακριτές διαφορές. Σκέφτομαι για παράδειγμα πως, στη διάρκεια της δεκαετίας του ‘80, είχαμε μια σειρά από ένοπλες ενέργειες που χαρακτήρισαν εκείνη την εποχή και σήμερα δεν τις συναντούμε στον ίδιο βαθμό. Ταυτόχρονα υπήρχαν συγκρούσεις αστυνομικών οργάνων με ένοπλές ομάδες. Θεωρώ ότι τα παραπάνω χαρακτηριστικά καθόρισαν εκείνη την εποχή. Όλα όσα γινόντουσαν τότε δεν έχουν την ίδια μορφή με όσα συμβαίνουν σήμερα. Θα έλεγα, ξεκινώντας ανάποδα, πως δεν υπάρχει ακρίβεια στην αντιστοιχία των κοινωνικών συνθηκών που επικρατούσαν τη δεκαετία του ‘80 με όσα συμβαίνουν σήμερα. Οι κοινωνιολόγοι μπορεί σε μια κουβέντα περί αναβίωσης να έσπευδαν να κάνουν αυτό που έχουν ανάγκη. Να συνδέσουν γεγονότα. Δεν είμαι καθόλου σίγουρος θα τα κατάφερναν.

 

-Αρχικά αναφέρθηκες στο κομμάτι αναβίωσης της αισθητικής της δεκαετίας του ‘80. Γιατί αυτό; 

Πολλοί λένε πως μετά τη δεκαετία του ‘90 ολοκληρώθηκε η διαδικασία του μοντερνισμού. Πως από εκείνο το χρονικό σημείο και μετά δεν έχουμε τίποτε περισσότερο παρά αναβιώσεις παλαιότερων μοτίβων. Λέγοντας αυτό έχω στο μυαλό μου τη μουσική, τα εικαστικά και την ποπ κουλτούρα και όχι τόσο τον κινηματογράφο ή τη λογοτεχνία. Θυμάμαι πως ζήσαμε μια μακρά αναβίωση της δεκαετίας του ‘60 η οποία πήρε πολλές διαστάσεις και έγινε αρκετά ξεκάθαρη. Όπως ήταν φυσικό κάποια στιγμή έκανε τον κύκλο της. Αργότερα περάσαμε μια αναβίωση της δεκαετίας του ‘70. Ήταν και η πιο πρόσφατη. Ειδικά για την Ελλάδα θεωρώ πως υπήρξε μεγάλο ενδιαφέρον για την περίπτωσή της. Όσα συνέβησαν τον Δεκέμβρη του 2008 ήταν μια αναβίωση της δεκαετίας του ‘70. Αισθανθήκαμε την ανάγκη να ξαναμιλήσουμε για μια σειρά γεγονότων που είχαν ξανασυμβεί στην Αθήνα περισσότερα από τριάντα χρόνια πριν. Ανεξαρτήτως της έντασης των γεγονότων ήταν φυσικό η αναβίωση εκείνης της εποχής να κάνει τον κύκλο της. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που θεωρώ πως όσα πραγματεύεται το «Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο» είναι εντελώς μέρος του προσκήνιου. Πριν λίγο καιρό βρέθηκα ξανά σ’ εκείνο το κλαμπ της Πλατείας Αμερικής, το «Rebound». Είδα νέους ανθρώπους που αντιδρούσαν ακούγοντας τραγούδια της δεκαετίας του ‘80 λες και ήταν blockbuster επιτυχείες της εποχής. Χόρευαν μανιωδώς ακούγοντας Einstürzende Neubauten οι οποίοι ήταν ένα ελιτίστικο συγκρότημα της δεκαετίας του ‘80 που τότε άκουγαν ελάχιστοι. Και δεν πρέπει να ξεχάσω τους «Χωρίς Περιδέραιο». Σήμερα, όταν οι ο D.J. παίζουν κομμάτια τους, υπάρχουν παιδιά που αντιδρούν λες και ακούν Depeche Mode. Όλα αυτά για μένα είναι η λύση της όλης ιστορίας. Η απάντηση στο αρχικό ερώτημα σου. Μπορεί να βγαίνει κάτι σε μια εποχή, να μην γίνεται αντιληπτό και σε μια άλλη, ξαφνικά, να πάρει εντελώς διαφορετική διάσταση.

 

-Τι σημάνει αυτό;

Θα σου πω αυτό που πιστεύω, ελπίζοντας πως οι αναγνώστες δεν θα βαρεθούν. Βουτώντας στην ιστορία της τέχνης διαλέγω την περίπτωση του Βερμέερ (σ.σ. Γιοχάννες Βερμέερ, Ολλανδός ζωγράφος). Ήταν άγνωστός μέχρι τις αρχές του εικοστού αιώνα. Ένας καλλιτέχνης που σήμερα θεωρείται από τους κορυφαίους στην ιστορία της τέχνης, ήταν άγνωστος στην ιστορία της τέχνης, ως την στιγμή που ανακαλύψαμε το έργο του. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, πως την ιστορία τη γράφει η εκάστοτε εποχή. Δεν σημαίνει πως κάτι που βγαίνει σε μια εποχή θα πάρει απαραίτητα και αυτόματα θέση στην ιστορία. Τα μουσικά ‘80s έχουν πολύ τέτοιου τύπου υλικό. Τα παιδιά που γυρίζουν την ταινία (σ.σ. «Εδώ Δεν Υπάρχει Άσυλο») είμαι σίγουρος πως αυτό το γνωρίζουν. Τα περισσότερα συγκροτήματα που βγήκαν εκείνη την εποχή είχαν μόνο αντεργκράουντ επιτυχία. Τα δεδομένα έχουν αλλάξει. Σχήματα που εξαφανίστηκαν λόγω έλλειψης ενδιαφέροντος, σήμερα ίσως πωλούν περισσότερα αντίτυπα της μουσικής τους. Από μια έποψη αυτοί οι άνθρωποι είναι τυχεροί. Βιώνουν αυτή την επιτυχία ζωντανοί και σχετικά νέοι. Η ιστορία έχει τους δικούς της κανόνες. Έχει δείξει πως πολλοί καλλιτέχνες βρήκαν εντός της, τη θέση που τους ανήκει, μετά θάνατον. Δεν είναι τόσο τραγικό όσο ακούγεται. Και έχει ενδιαφέρον. Μεσολάβησαν τριάντα χρόνια από τη στιγμή που τα Ελληνικά πανκ – ροκ και νιού – γουέιβ συγκροτήματα πρωτοεκτέθηκαν. Σήμερα μας προκαλούν να διαβάσουμε την ιστορία εκείνης της εποχής διαφορετικά.

 

* Το δεύτερο μέρος της συνέντευξης με τον Θανάση Μουτσόπουλο θα δημοσιευθεί στην ερχόμενη εβδομάδα.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top