Fractal

Ήρωες, τράνζιτο.

Γράφει η Ελένη Γκίκα //

 

Σωτήρης Δημητρίου «θάμπωσε ο νους», εκδ. Πατάκη

 

«Ο,τι παίρνεις στο σπάργανο, το αφήνεις στο σάβανο».

«Ίσως η αχώριστη βαλίτσα είναι το άλλοθί του για την θλιβερή εικόνα. Τράνζιτο είμαι. Άλλος είναι ο προορισμός μου».

Θα μπορούσε κανείς να πει πως είναι ο λιθοξόος της ελληνικής λογοτεχνίας. Απέριττος μέχρι σιωπής. Λιτός έως καταργήσεως. Πηγαίος σχεδόν αρχετυπικός. Τόσο λεπτοδουλεμένος έως αχειροποίητος. Ο Σωτήρης Δημητρίου ειδικά στα προηγούμενα διηγήματα «Τα όνειρά μου δέλουν», ήταν σαν την Πυθία. Χρησμός. Ο πυρήνας της ύπαρξής μας ατόφιος. Και οι αρμοί της κατάβασης. Λες και την «ακούει» ο συγγραφέας την ιστορία του. Να έρχεται από σοφά, άγρια, άγνωστα βάθη.

Στα τελευταία του διήγημα «Θάμπωσε ο νους» επιθύμησε να παίξει. Σαν τα παιδιά. Με σοβαρότητα και ειλικρίνεια. Και να συμπεριλάβει κι εμάς σ’ αυτό το παιχνίδι του με την ανθρώπινη μοίρα και με τις λέξεις.

Ο τίτλος και πάλι, θα είναι το κλειδί, ο ήχος και ο απόηχος:

«Μια γριά είπε μόνο, “θάμπωσε ο νους”». Από το ομώνυμο διήγημα που δίνει τόνο και τέμπο στη συλλογή όπου ο συγγραφέας έχει εκ των προτέρων αποφασίσει να αποκαλύψει: σουσούμια δικά του, αυτοβιογραφικά τραύματα- ευτράπελα, τα μυστικά της ιστορίας του ως και αυτά της γραφής του.

Όλα τα λέει. Τάχα μου χάριν παιδιάς: «Μη χάσω κι εγώ το πρόγραμμά μου. Μια ζωή ψυχαναγκαστικός.» «Εσύ Σωτήρη βλέπε και άκου». «Δεν είμαι περίεργος, της λέω, είμαι συγγραφέας».

Στη «Μονόκωπη βάρκα» του μετρά τα χρόνια του. Και στο διήγημα «Ο Γρηγόρης και ο Σταμάτης» εκ του πλαγίου μας λέει για το δικό του ονοματεπώνυμο, και πόσο εύκολα προσποιείται το ένα το άλλο.

Αλλά δεν σταματά σε όσα τον αφορούν. Αναφέρεται και μετά παρρησίας σε όσα τον καίνε ή τον θέλγουν:

«Επίσης, σκέφτομαι ότι κατά κανόνα διηγούμαστε τα λάθη, τα λοξά, τ’ ανάποδα»

«Δεν θα ξεμυτίζω απ’ το δωμάτιο. Θα απλώνω το χέρι στην τύχη και θα βυθίζομαι στις προσφιλείς λέξεις».

«Αυτό είναι το διήγημα που μου φαίνεται λίγο στριμωγμένο, αλλά προκειμένου να έχω τα ράκη της νουβέλας μέσα μου, καλύτερα. Και ας ελπίσουμε ότι δεν θα επανέλθω» (Προσφυγάκια ΙΙ)

Και το κλειδί όλων, στο «Κασκόλ της Ιόλης»: «Ίσως γι’ αυτό μου άρεσε η φράση ότι καλό ντύσιμο είναι αυτό που ξεχνάς. Και ας μη διακινδυνεύσω παραλληλισμό με την λογοτεχνία αν και θα το ήθελα».

 

Σωτήρης Δημητρίου

 

Αυτό θα ήθελε κι αυτό επιτέλους τολμά και ξανακάνει. Κάτι που μας έδωσε τα εξαιρετικά «Οπωροφόρα της Αθήνας» του, μια ιστορίες υπόδειγμα και ένα είδος που είναι μονάχα είδος-Σωτήρη Δημητρίου. Και κάπως έτσι θα χαρούμε την κυρία Πόθου να μπαινοβγαίνει στις ιστορίες, τα πρόσωπα και τα προσωπεία να εναλλάσσονται, τις κατακερματισμένες ζωές να αποκτούν την μοιραία αίγλη του μικρού πεπρωμένου τους, την έλξη να είναι παράξενη και ανυπότακτη και τους περιθωριακούς ήρωές του σε διαμόρφωση και πάντα σε τράνζιτο για το βασικό μελλοντικό τους ουράνιο πεπρωμένο.

Με σπαραγμό αλλά και χιούμορ, με αυτή την αίσθηση του πετρωμένου τετελεσμένου αλλά και με την υπέρβαση της ανατροπής να καραδοκεί, με το σύμπαν να διαφαίνεται στις μικρές ζωές και στις σπασμένες ιστορίες, με τις λέξεις να γίνονται σύμπαν κι εκείνος παρών να μας υποδεικνύει ακόμα και τις ραφές στο κέντημα του Θεού. Παντού ενυπάρχει το σύμπαν, ακόμα και στην «αυτονομία της φωνής», ποτέ δεν ξέρεις πού θα βρει ο καθένας τον επίγειο ή ουράνιο θεό του, την «φωλεά των νευρώνων». Αυτή τη φορά ο Σωτήρης Δημητρίου και το επιθυμεί και μας παίρνει μαζί. Σε όλες τις ιστορίες και στο σύμπαν του, ακόμα και ως την «φωλεά των νευρών».

 

 

Δημοσιεύθηκε στον Φιλελεύθερο

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top