Fractal

Διήγημα: “Η σπορά”

Της Θάλειας Παντελίδη // *

 

f10

 

Ίσως τον ερωτεύτηκε, επειδή τη γοήτευσαν στην αρχή οι σύριγγες, τα υγρά στα εύθραυστα φιαλίδια, οι σκόνες στους δοκιμαστικούς σωλήνες και τα δείγματα αλλά ιδίως η ικανότητά του να αποκοιμίζει τη συνείδηση, να γιατρεύει κάθε πόνο και θλίψη.

Εκείνη είχε έρθει στο κτίσμα από μια μικρή πόλη κοντά στη θάλασσα, το σανατόριο ήταν σε μεγάλο υψόμετρο στη μέση ενός ορεινού δάσους, με δέντρα τόσο ψηλά που έκρυβαν το πέρασμα των χελιδονιών το φθινόπωρο. Ο άντρας της, ο δάσκαλος, είχε έρθει μία και μοναδική φορά να την επισκεφθεί, κρατούσε από το χέρι ένα ισχνό οκτάχρονο κοριτσάκι, «μη το αγγίζεις το παιδί, Ανθή», της είχε πει μόνο. Δεν είχε φέρει μαζί της στην μισοάδεια της βαλίτσα πολλά πράγματα από την προηγούμενη ζωή της. Ένα κουτί με μια κλεψύδρα κι ένα σταματημένο αντρικό ρολόϊ τσέπης με μακριά αλυσίδα, ένα διάφανο μπουκάλι με βαθυπράσινο λικέρ κι ένα μακρύ φόρεμα από ταφτά. Είχε όμορφα χέρια και πρόσωπο με διάφανο δέρμα, το μόνο που τάραζε την αρμονία των χαρακτηριστικών της ήταν ένα μικρό σημάδι σαν τριαντάφυλλο στον αριστερό κρόταφο που όταν έβηχε γινόταν βαθύ κυανό.

Οι φήμες έλεγαν πως ο άντρας που εργαζόταν σαν αναισθησιολόγος καταγόταν από πλούσια οικογένεια, πως είχε έρθει από τις βόρειες Επαρχίες λίγο πριν τον πόλεμο κι ότι δούλευε με τόση αφοσίωση προσπαθώντας να εξιλεωθεί για λάθη ασυγχώρητα που έκανε στο παρελθόν. Η Ανθή έμπαινε απρόσκλητη στο εργαστήριο, τον έφερνε σε αμηχανία το βλέμμα της, η εγγύτητα που του επέβαλλε, η επιθυμία της που αισθανόταν, ώσπου δέχτηκε να γίνει η βοηθός του στις έρευνες που έκανε με διασταυρώσεις φυτών, καλλιέργειες με μύκητες, υβρίδια σπόρων, έμβρυα ζώων ακόμα και χίμαιρες που συντηρούσε, κάποιες φορές, πέρα από το όριο που όριζε ο νόμος. Δούλευαν μαζί στο ημίφως, εκείνη παρατηρούσε το λεπτό ευγενικό του πρόσωπό, είχε μύτη γαμψή και τα μαλλιά του είχαν αρχίσει να αραιώνουν στους κροτάφους και στην κορυφή του κρανίου. Ένα απόγευμα, δεν ξαναγύρισε πια στο δωμάτιό της στο κύριο κτίσμα. Περνούσε τις νύχτες μαζί του σε μια μικρή κάμαρα χωρίς παράθυρα που επικοινωνούσε με το εργαστήριο. Όλα εκεί είχαν χρώμα κόκκινο βαθύ, το χαλί και οι βαριές κουρτίνες, το βελούδινο κάλυμμα του κρεβατιού, τα σεντόνια. Τοποθετούσε την κλεψύδρα σ’ ένα μικρό δρύϊνο τραπέζι απέναντί τους. Ήταν παράδοξο πώς εκείνο το χειμώνα το εξασθενημένο της σώμα άντεχε την βία των περιπτύξεών τους, πώς τυλιγόταν γύρω του με μια δύναμη πρωτόγνωρη. Τον τελευταίο μήνα είχε κόψει τα μακριά πυκνά της μαλλιά να μην την βαραίνουν. Της είχε υποσχεθεί πως όταν έφθανε η ώρα θα έσπαγε την κλεψύδρα και θα χρησιμοποιούσε την άμμο στις καλλιέργειές του. Ποτέ δεν πήγε να την δει στο μικρό κοιμητήριο δίπλα στο κτίσμα. Μπροστά στον τάφο της πήγαινε μόνο ο νεαρός ιερέας του σανατορίου, γονάτιζε στις γκρίζες πλάκες και προσευχόταν κι από την συγκέντρωσή του δεν τον έβγαζαν οι σκιές που άφηναν τις κρυψώνες τους όσο νύχτωνε – μικρά παιδιά με ξύλινες φλογέρες και καύκαλα χελώνας στα χέρια, γυναίκες νέες ακόμα, γέρικα ζευγάρια τον κύκλωναν και τον παράστεκαν. Οι γιατροί, οι νοσοκόμες ακόμα και οι ασθενείς που τον λάτρευαν ψιθύριζαν πως εκείνος δεν πήγαινε ποτέ να τη δει, ίσως από τύψεις – είχε πεθάνει την ώρα της πράξης; – ότι το σώμα της δεν ήταν εκεί, ότι το είχε κρατήσει και το συντηρούσε ανέπαφο κάπου αλλού. Τίποτα δεν αποδείχθηκε. Το πρόσωπο του αναισθησιολόγου με τον καιρό έπαιρνε μια έκφραση πραότητας όλο και πιο ανησυχητικής. Όλο και συχνότερα έφευγε για το δάσος σε αναζήτηση σπάνιων φυτών και βοτάνων – μερικούς μήνες μετά τον θάνατό της κατάφερε να περάσει την ελώδη περιοχή, ο φόβος τον κυρίεψε και οι ναρκωμένες του αισθήσεις αφυπνίστηκαν.

Δεν ήταν παραίσθηση το δάσος υπήρχε, δέντρα με τεράστια κιτρινοκόκκινα φύλλα που κατέβαιναν χαμηλά, δεν ήταν φύλλα, ήταν τα ωραία της χέρια που άγγιζαν το πρόσωπό του. Μέσα στην απόλυτη ησυχία ούτε μια πνοή αέρα , ούτε ένα κελάηδημα πουλιού, το δάσος ήταν πετρωμένο. Με την καρδιά σαν σφουγγάρι από τον τρόμο πέρασε πάνω από έναν τεράστιο σάπιο κορμό που μαύριζε από έντομα. Ένα φύλλο έπεσε, καταδύθηκε αργά από τον πανύψηλο θόλο, τον άγγιξε ανατριχιαστικά χωρίς θρόϊσμα, του έδειξε την θέση στο χώμα. Κι εκεί στο μικρό ξέφωτο, άνοιξε το κουτί και άφησε την πρώτη του σπορά.

Τρία χρόνια πέρασαν. Την πρώτη φορά ήρθε κοντά του με την θύελλα. Άνοιξαν βίαια τα παράθυρα κι ο άνεμος από την κορυφή του βουνού στροβίλισε ουρλιάζοντας τα χαρτιά, έσπασε η βιτρίνα, θρυμματίστηκαν τα βάζα, σπαρτάρισαν τα δείγματα πάνω στις πλάκες. Ήταν εκεί.

Κάποιες άλλες νύχτες ερχόταν στο κόκκινο δωμάτιο, έβλεπε τα κεριά να τρεμοσβήνουν, τις σελίδες στο φυτολόγιο να γυρνούν, ένα αόρατο χέρι να χαράζει σύμβολα στην σκόνη.

Πέρασε πολύς καιρός. Καινούριες αρρώστιες έκαναν την εμφάνισή τους, άλλα βάσανα, νέα φάρμακα, το σανατόριο ερήμωσε και μόνο εκείνος έμεινε στο εργαστήριο. Ο κλοιός του δάσους γύρω από το εγκαταλειμμένο κτίσμα και το κοιμητήριο πύκνωνε όλο και πιο πολύ, γινόταν αδιαπέραστος μέχρι που η τελευταία αποστολή ανεφοδιασμού δεν ξαναήρθε πια. Από τότε που έμεινε μόνος, όλο και πιο συχνά τον επισκέπτεται. Νοιώθει την ανάσα της στο σβέρκο του, τα μαλλιά της έχουν μακρύνει πάλι, μυρίζει την απαλή πικρή μυρωδιά της, ακούει το αδιόρατο θρόϊσμα του λευκού φορέματος από ταφτά. Και τότε ο θλιμμένος άντρας χαμογελά. Οι φήμες σωπαίνουν και ύστερα πάλι κυκλώνουν το αδιαπέραστο ορεινό δάσος. Υπάρχει ένα σημείο, λένε, που κάθε ήχος σιγάζει ,οι χείμαρροι του βουνού γίνονται ακίνητα πεθαμένα νερά κι η φωτεινή καταχνιά σκοτάδι, γιατί τα προϊόντα της σποράς άνθισαν – πως δεν έχουν όνομα, δεν ανήκουν σε κανένα γνωστό είδος ούτε φυτού, ούτε ζώου, πως αν κάνεις να τα αγγίξεις εξαφανίζονται φυτρώνουν εκατό μέτρα πιο μακριά και ο αντικατοπτρισμός παρασέρνει τους ιχνηλάτες.

Λένε πως απ’ αυτούς που προσπάθησαν κανείς δεν ξαναγύρισε από τον λαβύρινθο, πως όποιος δοκιμάσει το πηχτό τους γάλα πέφτει σε θάνατο ηδονικό κι ευτυχισμένο, πως ό,τι αγάπησε και ό,τι ανεκπλήρωτο πόθησε παίρνει μορφή και τον παραστέκει, πως είναι κρυμμένα σ’ ένα ενδότερο δάσος όπου τα φύλλα των δέντρων είναι γυναικεία χέρια , πως η σπορά αυτή δεν ήταν έργο ανθρώπου, πως…

 

 

 

Θάλεια Παντελίδη γεννήθηκε στην Αθήνα αλλά μεγάλωσε στην κεντρική Αφρική. Σπούδασε σύγχρονη λογοτεχνία στη Σορβόννη.Διήγημά της έχει διακριθεί στον διαγωνισμό των εκδόσεων Πατάκη για το Hotel Χάος (2013). Ζει στην Αθήνα όπου εργάζεται σαν καθηγήτρια ξένων γλωσσών. 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top