Fractal

Διήγημα: “Θάλασσα”

Της Ελένης Αλεξανδράκη //

 

 

 

Μια μύγα κόλλησε στο θόλο του κράνος του, ακριβώς στην περιοχή της κόρης του ματιού του και έκοψε αμέσως ταχύτητα και πήγε στην άκρη του δρόμου, ξεκόλλησε με το χέρι του το έντομο και συνέχισε την πορεία του, σε λίγα λεπτά είχε φτάσει στον προορισμό του. Κατέβηκε από την μηχανή και αφού κρέμασε το κράνος στο χερούλι της μηχανή , άνοιξε την εξώπορτα του εξοχικού του. Η αρμύρα της θάλασσας τον χτύπησε στο πρόσωπο και με μια βαθιά ανάσα την ρούφηξε με απληστία. Φούσκωσε τα πνευμόνια του και τα άδειασε απότομα. Η αύρα της θάλασσας του άλλαξε την διάθεσή αμέσως, τον ξεκούρασε από το μακρύ ταξίδι. Είχε να έρθει στο εξοχικό μερικά χρόνια. Οι υποχρεώσεις του δεν του το επέτρεπαν. Τα τελευταία τέσσερα χρόνια, ο Ορέστης έλλειπε στο εξωτερικό. Η εταιρία στην οποία δούλευε σαν μηχανικός είχε πάρει ένα μεγάλο έργο στην Μέση Ανατολή και έτσι έμεινα μακριά από την Ελλάδα αρκετό καιρό.

Μετά από τρεις ώρες δουλειά μπορούσε να κυκλοφορεί άνετα στο σπίτι. Πήρε μια μπύρα, φρόντισε να πάρει μερικές από την Αθήνα, και κάθισε στο μπαλκόνι να απολαύσει το ηλιοβασίλεμα. Κατέβασε μια γλάστρα από το σκαμπό, όπου την είχε βάλει πριν λίγο για να πλύνει το μπαλκόνι , το τράβηξε μπροστά του και ανέβασε επάνω τα πόδια. Η κούραση του ταξιδιού και οι δουλειές στο σπίτι με 35 βαθμούς θερμοκρασία τον είχαν εξαντλήσει. Βύθισε το βλέμμα του στο βάθος του ορίζοντα κι άφησε το μυαλό του ελεύθερο. Του άρεσε να ατενίζει την θάλασσα , ήταν μια ιδιαίτερη στιγμή γι αυτόν. Πίστευε πως η θάλασσα του έλεγε τα μυστικά της, κι αυτός τα άκουγε και κάπου-κάπου της απαντούσε κιόλας.

Ένα ελαφρύ αεράκι σηκώθηκε ξαφνικά και δεν άργησε να γίνει αέρας δυνατός, ένα σύννεφο έκρυψε τις τελευταίες αναλαμπές του ήλιου και η θάλασσα μαύρισε και τα κύματα άρχισαν να ασπρίζουν.

Καθώς παρατηρούσε την θάλασσα να αλλάζει μορφή άρχισε να της μιλάει , του είχε λείψει αυτή η επικοινωνία μαζί της που τον έκανε να ξεφεύγει από τις δικές του σκέψεις. Όμως η συζήτηση πήρε απρόσμενη τροπή, δεν ήταν τόσο ευχάριστη.

«Τι έπαθες; γιατί θύμωσες και αντάριασες πάλι. Με ποιόν τα έβαλες; Αυτό το χρώμα το σκούρο δεν σου πάει καθόλου να το ξέρεις και τα αφρισμένα κύματα μοιάζουν με ρυτίδες και σε χαλάνε. Τι σου φταίνε οι βάρκες και τις κουνάς σαν καρυδότσουφλα, κάνε λίγο κράτη και άσε τον κόσμο να σε χαρεί. Τι; ο κόσμος φταίει; Γιατί; θα ακούσω με μεγάλη προσοχή τι έχεις να μου πεις. Μπορείς να με εμπιστευτείς, θα επαναλαμβάνω αυτά που λες .

Σου ανακατεύουν τα σωθικά; Οι βόμβες σε ταράζουν, ρίχνουν τόνους πυρηνικών και σου ξεσκίζουν τα σπλάχνα σου, σκοτώνουν τα παιδιά σου και είσαι λαβωμένη πολύ καιρό τώρα. Η ανάσα σου βαριά, αγκομαχείς αλλά δεν σου δίνουν σημασία. Σε δηλητηριάζουν με τα βιομηχανικά απόβλητα, με πετρέλαιο, με κάθε είδος λύματα, δεν σε αφήνουν να πάρεις αναπνοή, σου κόβεται η ανάσα και μουγκρίζεις. Γρατζουνούν τα μέσα σου, για να μαζέψουν τα νεογέννητα παιδιά σου και να θρέψουν την πείνα τους. Έλιωσαν τα όμορφα κατάλευκα βουνά σου, φούσκωσες και απλώθηκες στην ξηρά. Ακόμη και τα απόβλητα του διαστήματος σε σένα τα ακουμπάνε και συ, όλα αυτά, τους τα πετάς στα μούτρα, τα βγάζεις στις παραλίες και τα απλώνεις στα πόδια τους και θυμώνεις και όταν θυμώνεις μαυρίζεις και θεριεύεις, ξεφυσάς, σκορπάς τον πανικό επί δικαίων και αδίκων χωρίς διακρίσεις.

Έχεις δίκιο, αλλά και ο άνθρωπος πρέπει να δοκιμάσει τα όριά του, να προχωρήσει μπροστά, να ανοίξει νέους ορίζοντες. Οι δοκιμές έχουν κόστος.

Όχι δεν τον δικαιολογώ, σίγουρα δεν πρέπει να καταστρέφει την πηγή της ζωής του, μάλλον πιστεύει ότι οι καινούριες ανακαλύψεις θα αντισταθμίσουν τις απώλειες με νέες τεχνικές.

Τι είπες; ο άνθρωπος είναι αλαζόνας και οι σκοποί του δεν είναι πάντα αλτρουιστικοί, είναι για να επιβάλει την εξουσία του με οποιοδήποτε κόστος,.

Ίσως έχεις δίκιο, βλέπεις ο φόβος του δεύτερου τον τρομάζει, γιατί ξέρει τι μπορεί να του προκαλέσει ο πρώτος, γι αυτό όλοι προσπαθούν να γίνουν πρώτοι και ο ανταγωνισμός για την εξουσία είναι καταστροφικός.

Όμως έχω μια απορία όμως, γιατί θυμώνεις τόσο πολύ; Ξέχασες τότε, παλιά που ο κόσμος , δεν μπορούσε να σε πληγώσει, τότε που σε εξερευνούσε σιγά-σιγά, τότε που σε άγγιζε ευγενικά και χαρούμενος ρουφούσε τον δροσερό αέρα σου και σε έσφιγγε στην αγκαλιά του, πόσες φορές τον πλήγωσες, σε πόσους ανθρώπους τελείωσες το γέλιο τους απότομα, πόσους κατάπιες και τους κράτησες για πάντα στην αγκαλιά σου, πόσες φορές τάισες τα παιδιά σου με τις σάρκες τους κι όλα αυτά χωρίς να σου κάνουν κάτι, μόνο γιατί σε αγάπησαν;

Δεν μιλάς, μόνο αφουγκράζεσαι, αλλά και τι να πεις, πως έκανες τον κόσμο ίδιο με σένα, ότι του έδωσες το DNA σου για να αντιμετωπίζει τη ζωή στην φύση, όταν βγήκε από τα σπλάχνα σου για να γευτεί το φως του ήλιου. Γιατί από τα σπλάχνα σου γεννήθηκε ο κόσμος και έγινε μια μικρή θάλασσα επί ξηράς, με όλα τα χαρακτηριστικά σου. Πότε γελάει, χαίρεται, πότε θυμώνει, εκρήγνυται, καταστρέφει, α! σε αυτό δεν έχει ταίρι, σε ξεπέρασε, σου έχει ξεφύγει η κατάσταση και τώρα προσπαθείς να την μαζέψεις, λυσσομανούν τα κύματά σου και καταπίνεις όταν θυμώνεις ότι πλέει επάνω σου, στέλνεις τσουνάμια καταπάνω του για να τον τιμωρήσεις ανελέητα, να τον συνετίσεις αλλά άδικα, έχει βάλει σκοπό να σε δαμάσει έστω και καταστρέφοντάς σε. Έγινε θεός στην θέση του θεού. Ο Ποσειδώνας γέρασε και σε άφησε μονάχη, στο έλεος των δύστροπων παιδιών του. Όπως ο Δίας φυλάκισε τον Κρόνο, μαζί με τους Τιτάνες στα Τάρταρα και ανέλαβε την εξουσία, έτσι και τα παιδιά του Ποσειδώνα τον άφησαν να μαραζώσει μόνος του στα βάθη του κορμιού σου, αφαιρώντας του σιγά-σιγά την εξουσία από τα χέρια του με τόση μαεστρία που δεν το κατάλαβε κι έχασε την δύναμή του.

Και έτσι καθόμαστε εδώ, εσύ και εγώ, προσμένοντας να καταλαγιάσουν οι ορέξεις των ανθρώπων και να έρθει η ηρεμία και στους δυο μας, γιατί ο κόσμος δεν στράφηκε μόνο εναντίον σου αλλά και εναντίον του εαυτού του.

Όταν βγήκε στην φύση τρόμαξε από την τόση ομορφιά της και προσπαθεί να της επιβληθεί καταστρέφοντάς την.

Το δικό σου χαμόγελο και το δικό μου χάδι, αναλαμπές σε έναν κόσμο από γρανίτη. Γι’ αυτό χαμογέλα μου πιο συχνά και που ξέρεις ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα.»

Ξαφνικά άνοιξαν οι ουρανοί και το χαλάζι γέμισε με μικρές άσπρες μπάλες, σε μέγεθος ρεβιθιού, το μπαλκόνι. Μόλις που πρόλαβε ο Ορέστης να μπει μέσα.

Η μπόρα κράτησε περίπου μια ώρα και όταν τελείωσε, το φεγγάρι βγήκε λαμπερό σε ένα ξάστερο ουρανό γεμάτο άστρα. Η θάλασσα σταμάτησε το παραλήρημα , δέχθηκε με ευγνωμοσύνη τα νερά του ουρανού, τα αναμόχλευσε με τα δικά της, πήρε μια βαθιά ανάσα και τεντώθηκε απλώνοντας τα καταγάλανα νερά της, γλύφοντας τις ακτές και χαϊδεύοντας τους βράχους.

« Ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα».

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top