Fractal

Διήγημα Fractal: “Θα σας δείξω τα μαλλιά μου…”

 Της Ελένης Λύτρα – Χαραρά // *

 

dihghma

 

 

Το μάθημα είναι λίγο ανιαρό σήμερα. Ο μίστερ Σμιθ, έχει ξεχάσει ότι το ακροατήριο σε μεγάλο ποσοστό είναι ξένοι φοιτητές. Μιλάει γρήγορα κι αδιάκοπα. Δίπλα μου η φίλη μου η Πένη, η Ελληνίδα, χασμουριέται. Την σκουντάω. Κρύβει ένα πνιχτό γέλιο με το χέρι της. Έχει χαλάσει και το καλοριφέρ. Μια εβδομάδα η ίδια κατάσταση. Κρυώνω. Όλοι είμαστε με τα παλτά. Η θερμοκρασία έχει πλησιάσει τους μηδέν βαθμούς εδώ στη Βόρεια Αγγλία. Κι ύστερα, διαμαρτυρόμαστε κι εμείς για τη δική μας πατρίδα. Συνθήκες κι εκεί εντελώς πρωτόγονες, σ’ ένα μέρος του λαού, βέβαια, κι ας είμαστε και πετρελαιοπαραγωγική χώρα. Όσο για την κοινωνική μας πορεία, εμείς οι γυναίκες είμαστε πολίτες Β κατηγορίας. Ελευθερίες ανύπαρκτες. Τα όρια στενά. Από την πατρική εξουσία στη συζυγική καταπίεση. Από παιδιά ακόμα οι δασκάλες μας μάθαιναν, πως αν κάνουμε παρέα με αγόρια, θα πάμε στην κόλαση. Ακόμα κι αν δε φοράμε το «τσαντόρ» ή αν τα μαλλιά μας έβγαιναν έστω και δύο εκατοστά έξω απ’ το «τσαντόρ», ο Αλλάχ θα μας τιμωρούσε «κρατώντας μας αιώνια απ’ τα μαλλιά».

 

Αγαπούσα τον Αλίν. Τον έβλεπα με χίλιες δυο προφυλάξεις. Με κίνδυνο διασυρμού. Και όχι μόνο. Φυλάκισης και κακοποίησης. Ακόμα και αναγκαστικής γυναικολογικής εξέτασης. Είχε συμβεί στην καλύτερή μου φίλη, τη Ζίμπα. Ο Αλίν ήθελε να έλθει για σπουδές στην Αγγλία. Ήθελε να γίνει γιατρός. Με ήθελε μαζί του. Ο πατέρας διαφώνησε. Η μητέρα, όμως, με έσπρωχνε να κάνω αυτό το βήμα. Κι έφυγα με πολλές δυσκολίες. Δεν το μετάνιωσα. Μου λείπουν όμως. Και ο πατέρας και η μητέρα και οι αδελφές μου, ακόμα και οι φίλες μου. Όλες τους φιγούρες μελαγχολικές κάτω απ’ το ίδιο ρούχο. Πονάω στη σκέψη τους και για τις αδικίες που γίνονται σε βάρος τους.

Τώρα, το «τσαντόρ» έχει γίνει συνείδηση ζωής. Αποτελεί παράδοση και απαιτεί θρησκευτική ευλάβεια. Κι εγώ… ξεπατρισμένη μεταπτυχιακή φοιτήτρια, σύζυγος, μάνα, με τιμή από τους γύρω μου, αλλά προπαντός με παράδοση.

 

Ζηλεύω όμως και την Ευρωπαϊκή άνεση, το ελαφρύ και ευχάριστο ντύσιμο. Χαζεύω συχνά τις βιτρίνες και αγοράζω ρούχα τελευταίας λέξης της μόδας του δυτικού κόσμου, αλλά τα φορώ μόνο για τον Αλίν. Οι συμφοιτητές κι οι καθηγητές με σέβονται. Σεβασμός στις παραδόσεις και στις εθνικές ιδιαιτερότητες, λένε πάντα. Αποτελώ ιδιαιτερότητα! Όμως, μέσα από το φαρδύ μου ρούχο, αγγίζω τις γραμμές του κορμιού μου. Είναι καλύτερες κι απ’ της Πένης. Είδα με πόσο πόθο την κοιτούσαν ο Μπερτ κι ο Τζων. Εμένα μόνο ο Αλίν με βλέπει έτσι, στις ιδιαίτερες στιγμές. Μετά πάλι τα «τσαντόρ» και τα φαρδιά και μακριά ρούχα! Μελαγχολώ. Απ’ τα μάτια μου τρέχουν δάκρυα για μένα και για όλες τις γυναίκες του ισλαμικού κόσμου. Για τις συμπατριώτισσες του Ιράν. Ιδίως γι αυτές. Η ομορφιά, ακόμα και το φλερτ, είναι προνόμιο των δυτικών. Δυο μέτρα και δυο σταθμά!

Είμαι η καλύτερη φοιτήτρια στο τμήμα μου. Επιμελής και αποδοτική. Η εταιρεία C&C International ήθελε υπαλλήλους και ζήτησε απ’ τη γραμματεία της σχολής μας να της συστήσουν φοιτητές με τις καλύτερες επιδόσεις. Ήμουν πρώτη στη λίστα. Μα όταν πήγα για το «ίντερβιου», μου έδωσαν να καταλάβω ότι μετρά ιδιαίτερα η εμφάνιση. Κάλεσαν την Εύα στη θέση μου. Και την είχα ανάγκη τη δουλειά.

-Κορίτσια, λέει σιγά η Πένη σε μένα και τη Σαμπίνα την Ιταλίδα. Μετά το μάθημα αυτής της ώρας, πάμε για καφέ;

– Εντάξει σύμφωνοι ! Λέμε κι οι δύο, ανακουφισμένες.

Ο δρόμος ο κεντρικός του Λήντς, που οδηγεί απ’ το πανεπιστήμιο στην πόλη, έχει γίνει δύσβατος λόγω της βροχής. Προτιμούμε τη διαδρομή μέσα από το πάρκο. Μαγεύει αυτήν την εποχή με τα χιλιάδες χρώματα. Σωρός τα κιτρινισμένα φύλλα μπλέκουν στα πόδια μας. Κόβουμε και δρόμο. Η βροχή μας διαπερνά. Δεν μας νοιάζει. Χωρίς καλά-καλά να το καταλάβουμε βγήκαμε στην πόλη. Μπαίνουμε στο καφέ-Φρεντς. Ξεχνώ την εμφάνισή μου. Μια παρέα από αγόρια, φίλοι των κοριτσιών, ήρθε κοντά μας. Τυλίχτηκα πιο βαθιά στο «τσαντόρ». Ένιωσα παράταιρη, ξένη. Θέλησα να φύγω. Προφασίστηκα, ότι έπρεπε να πάρω την κόρη μου από τον παιδικό σταθμό. Τα κορίτσια κατάλαβαν το λόγο και δεν μ’ αφήνουν. Ξέρουν καλά, ότι αυτό το θέμα έχει λυθεί. Κοιτώ το ρολόι μου, όμως έχω λίγο χρόνο ακόμα, τους λέω για να δικαιολογηθώ, ενώ προσπαθώ να χαλαρώσω. Λαίμαργα ρουφώ τις κουβέντες όλων. Τα πειράγματα και τα αγγίγματα. Είμαι κι εγώ σαν τις άλλες γυναίκες. Πώς είναι δυνατόν να ζω με τέτοιες συγκρούσεις;

 

Το καφέ-Φρέντς διαθέτει όμορφες γωνιές. Μοναχικά άτομα μπορούν να καθίσουν εκεί ακόμα και να διαβάσουν, χωρίς να τραβούν αδιάκριτες ματιές επάνω τους. Στη γωνία απέναντί μου μια κυρία μέσης ηλικίας διαβάζει ένα βιβλίο. Σαν από ένστικτο ρίχνω επάνω της τη ματιά μου. Μου φαίνεται οικεία. Έχει στρέψει το βλέμμα της σε μένα. Θα μπορούσε να είναι και μητέρα μου με τον τρόπο που με κοιτάζει. Τότε σηκώνεται απ’ τη θέση της, αφήνει τα γυαλιά της, για σελιδοδείκτη, στο ανοιγμένο βιβλίο και με πλησιάζει. Νιώθω την ανάγκη να την αγκαλιάσω. «Μη φύγεις από εδώ», μου ψιθυρίζει, «μείνε με τους φίλους σου. Εγώ θα πάρω την κόρη σου από το σταθμό. Θα την πάω στο σπίτι. Θα ασχοληθώ με το παιδί. Ξέρω από παιδιά. Ακόμα και τις ιδιαιτερότητες της Μαριάμ». Δεν προλαβαίνω να πω κουβέντα. Φέρνει το δάκτυλο στα χείλη της για να μη μιλήσω. Πηγαίνει στη θέση της, πληρώνει τον καφέ, παίρνει το βιβλίο και τα γυαλιά της και φεύγει. Το βιβλίο που κρατάει, συνειδητοποιώ ότι είναι το δικό μου. Αυτό που είχα εκδώσει πριν λίγους μήνες. Ο ίδιος τίτλος. Στη θέση του συγγραφέα γράφει και τ’ όνομά μου. «Φαρίμπα Μολάι».

 

Την εμπιστεύτηκα την κυρία και παραμένω στη φοιτητική συντροφιά. Είπα, θα συνδυάσω παράδοση και δυτική έκφραση. Κοιτώ τον Άλεξ με βλέμμα διαπεραστικό.

Σ’ αυτό, έχω μάθει να συγκεντρώνω όλες μου τις αισθήσεις. Τα μάτια μου, τα μόνα ακάλυπτα, μιλούν και μεταφέρουν μαγνητικές ροές. Ασκούν δυνάμεις. Ο Άλεξ δεν αντέχει τη ματιά μου. Τον βλέπω να αναστατώνεται. Ύστερα σηκώνεται και φεύγει. Τον ακολουθούν και τα άλλα αγόρια. Είμαι πανευτυχής που τόλμησα να τον σαγηνεύσω με τα μάτια μου και μόνο. Τώρα αισθάνομαι κι εγώ λίγο σαν και τούτες εδώ, τις δυτικές. Απλά μέτρησα τη δύναμή μου. Ασκώ επιρροή. Η Πένη με κoιτά ανήσυχη.

Η Πένη, είναι η καλύτερή μου φίλη. Με νοιάζεται. Με νιώθει κοντά της κι εγώ το ίδιο. Την αγαπώ αλλά και τη ζηλεύω. Το κομψό της ντύσιμο. Τα φλερτ. Τα αγόρια της ζωής της. Όχι πως δεν αγαπώ τον Αλίν, τον λατρεύω, είναι μαζί με τη μικρή μου, ολόκληρη η ζωή μου. Αυτή που τόλμησα εδώ στο Ληντς πια, να τη γράψω σε μυθιστόρημα. Το μοναδικό μου. Αυτό που διάβαζε πριν λίγο η κυρία. Ωραία η ιδέα να τη χρησιμοποιώ κι αυτήν σαν «μπέιμπι σίτερ». Όμως αυτό, μέχρι να διαβάσει το βιβλίο μου, μετά θα χαθεί! Τηλεφωνώ στο σπίτι για να βεβαιωθώ, όχι, πως δεν της έχω εμπιστοσύνη. Άλλωστε είναι κι αυτή συνδημιουργός μου, είναι αναγνώστριά μου.

– Όλα καλά Φαρίμπα, μην ανησυχείς, μαζί με τη γειτόνισσά σου την κυρία Ζεϊνάμπ τα περνάμε μια χαρά με τη μικρή, μου λέει και μου προτείνει να καλέσω τα κορίτσια για φαγητό στο σπίτι. Όλα τα άλλα άστα επάνω μου.

Η ιδέα της μου αρέσει. Είναι μια καλή ευκαιρία να γνωρίσουν τα κορίτσια και το χώρο μου. Να δουν, ότι δε διαφέρω απ’ αυτές. Είμαι σίγουρη πως θα τα πουν και στον Άλεξ.

– Τί θα φάμε σήμερα κορίτσια; Με προλαβαίνει η Σαμπίνα.

– Λοιπόν, της απαντώ. Θα έρθετε σπίτι μου. Έχω μαγειρέψει. Ο Αλίν θα λείπει. Θα γνωρίσετε και την κόρη μου κι ύστερα – κομπιάζω, καταπίνω το σάλιο μου – θα σας… δείξω και τα μαλλιά μου.

Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους κι η Πένη μ’ έκφραση κατανόησης μου απαντά.

– Εντάξει λοιπόν, πάρα πολύ ωραία, θα έρθουμε, έτσι Σαμπίνα;

Συμφώνησε κι εκείνη και σιγοτραγουδώντας το αγαπημένο της «τι βόλιο μπένε ασάι», αφήσαμε το καφέ-Φρεντς.

Τα κορίτσια εντυπωσιάζονται από το χώρο μου. Το ανατολίτικο στυλ, που επικρατεί παντού, τις γοητεύει. Η νέα μου φίλη, η αναγνώστριά μου, μας έχει ετοιμάσει το τραπέζι με μεζέδες περσικούς, έχει κοιμίσει τη μικρή, βοήθησε και την κυρία Ζεϊνάμπ στα καθιερωμένα της καθήκοντα, ώστε να φύγει νωρίτερα και με κοιτά συνωμοτικά απ’ τη γωνία, όπου συνεχίζει το διάβασμα του βιβλίου μου. Της κάνω νεύμα ευχαριστίας, μου χαμογελά. Μετά το φαγητό καθόμαστε στο σαλόνι. Ετοιμάζω το τσάι. Το σερβίρω τελετουργικά με γλυκά ανατολής. Βάζω και μουσική του τόπου μου. Η κυρία αναγνώστριά μου, μού κάνει νόημα να βγάλω το «τσαντόρ». Κλυδωνίζομαι λίγο, μα… δε διαφέρω απ’ αυτές, σκέπτομαι και το πετώ μαζί και με τα υπόλοιπα ρούχα. Μένω μ’ ένα μαύρο δαντελωτό κορμάκι. Βγάζω, τέλος, και τις φουρκέτες απ’ τα μαλλιά. Καταρράκτης από μαύρο έβενο σκεπάζει τους γυμνούς μου ώμους, κατεβαίνει μέχρι τη μέση. Οι κοπέλες έχουν μείνει άφωνες. Η κυρία αναγνώστρια σηκώνεται απ’ τη γωνιά της. Βάζει τα γυαλιά της για σελιδοδείκτη στο ανοιχτό βιβλίο, στη σελίδα που έχει σταματήσει και πηγαίνει στο παράθυρο. Τραβά την κουρτίνα, κάνει ένα νεύμα προς το παράθυρο του απέναντι διαμερίσματος, ενώ εγώ χορεύω παθιασμένα ερωτικό χορό, που μόνο ο Αλίν έχει απολαύσει. Τα βήματά μου με σπρώχνουν προς το μέρος της. Την πλησιάζω χορεύοντας. Τα μάτια μου, τότε, καρφώνονται στο παράθυρο του απέναντι διαμερίσματος.

 

Βλέπω τον Άλεξ να με κοιτά εκστασιασμένος!

 

[από τη συλλογή διηγημάτων μου «Στα μονοπάτια του νου»]

 

 

 

* Η Ελένη Λύτρα-Χαραρά εργάστηκε στην Εθνική Τράπεζα για είκοσι χρόνια σπουδάζοντας παράλληλα, Διοίκηση Επιχειρήσεων αρχικά και κατόπιν Ελληνική Φιλολογία. Ασχολείται με τη Γραφή. Έχουν εκδοθεί: Από τις εκδόσεις Κυπροέπεια το μυθιστόρημα, «Σα σπασμένο ρόδι» κι από τις εκδόσεις Χρ. Δαρδανός (Gutemberg), «Πέταξα μ’ ένα κοπάδι γλάρους» 7 νουβέλες, «Ζωή… ρόδι που έσπασε» μυθιστόρημα και «Μοίρα μου… σα ματωμένο παραμύθι» μυθιστόρημα. Ποιήματα και Διηγήματά της έχουν δημοσιευτεί σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top