Fractal

Διήγημα: “Θα κατεβείτε ή να φύγουμε;”

Της Τρισεύγενης Γιαννακοπούλου // *

 

 

Έμενε με μια χοντρή γριά σε ένα από τα ακριβότερα ξενοδοχεία της λουτρόπολης. Μεσόκοπος με φαλακρίτσα,  μέτριος στο ανάστημα, συνηθισμένος, όχι χοντρός, αλλά με σωσίβιο γύρω από τη μέση του. Φορούσε πάντα καπέλο, φανελάκι λευκό αθλητικό ή ριγέ,  σορτς με ντεμοντέ κόψιμο, δετά δερμάτινα παπούτσια με κάλτσες. “Μάλλον καλή περίπτωση, παλιομοδίτης και υποχόνδριος φαίνεται”, είχε σκεφθεί η Βάσω που τις τελευταίες ημέρες τον παρακολουθούσε διακριτικά.

Η Βάσω δεν ήταν πια νέα, αλλά ήταν σβέλτη και βάδιζε με ένα νεανικό αέρα που ξεγελούσε το μάτι. Είχε περάσει πολλά στη ζωή της. Πολύ νέα, είχε κάνει τραγουδίστρια σε μπουζούκια της εθνικής, τότε τη φωνάζανε  Βασούλα. Αργότερα, είχε κατέβει σε μαγαζιά της επαρχίας, τότε έγινε Μπέσσυ. Τα τελευταία χρόνια δεν έβρισκε πια δουλειά. Έσπασε και η φωνή της. Έτσι, τα καλοκαίρια άρχισε να πηγαίνει στις λουτροπόλεις. Στο λαιμό της κρεμόταν πάντα μια φωτογραφική μηχανή. Περνούσε σαν μια ώριμη κυρία που υπήρξε άτυχη στη ζωή της αλλά παρέμενε αξιοπρεπής, παρά τις οικονομικές της δυσκολίες. Γινόταν η  Βάσω, η κυρία Βάσω ή η Βάσια, ανάλογα αν πέρναγε για μεγαλοκοπέλα,  χήρα ή διαζευγμένη. Σύχναζε στα καφέ των ακριβών ξενοδοχείων και στις καλές καφετέριες, αλλά έμενε για οικονομία σε ένα άθλιο φτηνό δωμάτιο.

Εκείνο το βραδάκι είχε σηκωθεί ένα Αυγουστιάτικο μελτεμάκι που έδιωχνε την κάψα της ημέρας και σήκωνε έναν ελαφρύ κυματισμό γύρω από την παλιά ξύλινη προβλήτα. Η ατμόσφαιρα πήρε ένα διαφανές μαβί και στον δυτικό ουρανό άρχισε να αχνοφαίνεται το πρώτο αστέρι. Είχε ησυχία. Εκείνος βολτάριζε στην προβλήτα με μια πετσέτα στα χέρια, μόλις είχε κάνει το απογευματινό του μπάνιο.

“Μπορώ να σας τραβήξω μια φωτογραφία;” του φώναξε από την παραλία.

“Γιατί;” της απάντησε με κάποια καχυποψία.

“Το φως. Είναι ιδανικό αυτή την ώρα.”

“Είστε φωτογράφος;” ρώτησε υπολογίζοντας κιόλας πόσα θα τον χρέωνε για μια φωτογραφία.

“Ερασιτέχνης.”

Πλησίασε προς την παραλία περπατώντας αργά πάνω στην εξέδρα. Ο Περίανδρος σκεφτόταν συνέχεια ότι είναι συμφέρον να πηγαίνεις διακοπές όταν πληρώνει άλλος, και στη δική του περίπτωση πλήρωνε η θεία του η Νανά. Η γριά φώκια υπέφερε από αρθριτικά και κάθε χρόνο του ζητούσε να την συνοδεύσει στα ιαματικά λουτρά, όλα τα έξοδα πληρωμένα. Προσπαθούσε πάντως να του δείξει  ότι δεν τον είχε ανάγκη, ας είναι καλά τα λεφτά της. Του έλεγε συνέχεια ότι είναι ο μοναδικός κληρονόμος της, όμως μπορεί και να άλλαζε γνώμη και να τα άφηνε όλα στις εκκλησίες και τα μοναστήρια – αυτό θα εξαρτιόταν από τη δική του συμπεριφορά. Συχνά την πήγαινε σε τέτοια μέρη, όχι ότι πίστευε σε Θεό, η γριά-γκιόσα, ήταν πολύ ξύπνια για να περιμένει ανταπόδοση στην άλλη ζωή. Έκανε έρευνα αγοράς και ρώταγε τάχα κάτι φίλες της σε οίκους ευγηρίας, ποιος είναι ο καλύτερος τρόπος να περάσεις τα τελευταία σου. Ο Περίανδρος ήλπιζε να την κληρονομήσει, έκανε ότι μπορούσε να είναι ευχαριστημένη, παρίστανε ότι ενδιαφέρεται για την υγεία της, της κρατούσε συντροφιά, τη συνόδευε στους γιατρούς, είχε φθάσει τον τελευταίο καιρό ακόμα και να μένει μαζί της γιατί εκείνη φοβόταν τους κλέφτες που ληστεύουν και πνίγουν γριές. Έκρυβε πολλά στο σπίτι, εκείνος ήξερε που, αλλά δεν τολμούσε να τους βάλει χέρι. Τη μισεί αλλά φοβάται ότι θα τον αποκληρώσει. Περιμένει, κάνει υπομονή. Δουλεύει κλητήρας σε ένα υπουργείο -κουβαλάει έγγραφα και φακέλους από το ένα γραφείο στο άλλο- έχει μάτια και αυτιά παντού, βλέπει και  ακούει τα πάντα, ο προϊστάμενος θέλει να ξέρει τι γίνεται στο τμήμα του. Τον μισεί αλλά  φοβάται ότι σε άλλο τμήμα μπορεί  να είναι χειρότερα. Περιμένει, κάνει υπομονή.

Στα λουτρά μένουν σε ακριβό ξενοδοχείο, η θεία του δεν τσιγκουνεύεται σε ότι της εξασφαλίζει καλοπέραση. Τον θεωρεί κάτι ανάμεσα σε νοσοκόμο και υπηρέτη. Ανάμεσα στις φροντίδες του για εκείνη, προλαβαίνει να κάνει το απογευματινό του μπάνιο στη θάλασσα- ακόμα ο ίδιος δεν χρειάζεται, ευτυχώς- ιαματικά. Φυσικά προσέχει πολύ τον εαυτό του. Μετά το μπάνιο κάνει ένα πρόχειρο ντους στην πλαζ, σκουπίζεται καλά  και αλλάζει αμέσως. Φοβάται να μην κρυώσει. Μετά κάνει μια βόλτα στην παλιά ξύλινη προβλήτα και εισπνέει βαθιά το πλούσιο σε ιώδιο θαλασσινό αεράκι που ωφελεί πολύ στην υγεία, έχοντας το νου του στα πράγματά του στην άμμο-στις μέρες μας πρέπει να προσέχουμε πολύ.

“Έχω κάποιο πρόβλημα με τη μέση μου, και επ’ ευκαιρία ασχολούμαι και με το χόμπι μου. Εσείς, τόσο νέος, πως στα λουτρά;” συνέχισε η Βάσω όταν  εκείνος την πλησίασε αρκετά.

Δέχτηκε με κάποιο δισταγμό να τον φωτογραφίσει σε διάφορες πόζες. Κολακευόταν από την προσοχή της αλλά παρέμενε επιφυλακτικός. Συμφώνησαν να συναντηθούν αργότερα για νυκτερινή φωτογράφηση, αφού πρώτα θα τακτοποιούσε τη θεία του. Καταχώρισε τον αριθμό του τηλεφώνου του στο κινητό της. Την άλλη μέρα του τηλεφώνησε για ημερήσια φωτογράφηση. Τον έκανε να της ανοιχτεί περισσότερο, τόσα χρόνια κονσομασιόν δεν πήγαν χαμένα. Της μίλησε για τη δουλειά του, τους λιγοστούς φίλους του, τη ζωή του. Ανέφερε ως και την κληρονομιά που προσδοκούσε από τη θεία του. Εκείνη του είπε λίγα λόγια για το διαζύγιό της -είχε αποφασίσει ότι ο ρόλος της διαζευγμένης ήταν ο καταλληλότερος- και για τα οικονομικά προβλήματα που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει με θάρρος και αξιοπρέπεια.

Του πρότεινε φωτογράφηση στην πισίνα του ακριβότερου ξενοδοχείου. Εκείνος προσφέρθηκε να πληρώσει την είσοδο, ασυνήθιστη υπέρβαση στις συνήθειες και τα οικονομικά του. Μετά τη φωτογράφιση βυθίστηκαν με απόλαυση στο καυτό ιαματικό νερό και χαλάρωσαν κάτω από τους τεχνικούς καταρράκτες. Μέσα από τους ατμούς της εξομολογήθηκε πόσο ντροπαλός αισθανόταν με τις γυναίκες.

“Κυρία Βάσια, δεν θα ήθελα να με παρεξηγήσετε, αλλά μήπως θα θέλατε να ξεκουραστούμε μετά το μπάνιο;” της είπε με χαμηλωμένα τα βλέφαρα. “Άλλη μια οικονομική υπέρβαση, ας είναι, χαλάλι”, σκέφτηκε γιατί η Βάσια του άρεσε πολύ.

“Θα το ήθελα και εγώ” απάντησε εκείνη με ένα χαμόγελο και κατευθύνθηκε στη ρεσεψιόν να κλείσει δωμάτιο.

Στο σκοτεινό δωμάτιο εκείνος έλεγξε τις πόρτες και τα παράθυρα, έκλεισε τον κλιματισμό για να μην κρυολογήσει και της εξομολογήθηκε ότι, εκτός από την τακτική του επίσκεψη σε κάποιο σπίτι που εξασφάλιζε συνθήκες υγιεινής, δεν είχε άλλη επαφή με γυναίκες.

“Είσαι όμορφη, Βάσια”, της είπε γυρίζοντας ξαφνικά στον ενικό, καθώς την κοίταζε να γδύνεται για να μπει στο μπάνιο με τους καθρέφτες και τις αφράτες πετσέτες.

Δεν είχε ιδιαίτερες απαιτήσεις και ήταν δειλός και αδέξιος σαν έφηβος.

“Πρώτη φορά αισθάνομαι έτσι” της είπε μετά καθώς σκούπιζε τον ιδρώτα από το μέτωπό του.

“Σ’ ευχαριστώ” του απάντησε εκείνη αναστενάζοντας και μετά τακτοποίησε τα λεφτά στο τσαντάκι της και πέρασε στο λαιμό της τη φωτογραφική μηχανή.

Το βράδυ πήγαν μια βόλτα στην παραλία. Τα φώτα της πόλης γυάλιζαν στο νερό. Εκείνος φορούσε ένα παλιομοδίτικο μακρύ παντελόνι και ριγέ μπλουζάκι. Στα πόδια δετά δερμάτινα παπούτσια του και κάλτσες. Εκείνη κάθισε στην άμμο και με απαλές κινήσεις του έλυσε τα κορδόνια.

“Βάλε τα πόδια σου στην άμμο, στο βάθος είναι ζεστή” του είπε απαλά.

Υπάκουσε και κάθισε κάτω. Όταν βύθισε και τα δυο του πόδια μέχρι τον αστράγαλο στην άμμο, γύρισε και της είπε ψιθυριστά “Μου αρέσεις πολύ.”

Στον ουρανό βγήκε το Αυγουστιάτικο φεγγάρι.

Τον κοίταξε αμίλητη, της φάνηκε κωμικός με τα πόδια στην άμμο και τα μπατζάκια ανεβασμένα μέχρι το γόνατο. Το φεγγάρι καθρεφτιζόταν στο λείο κρανίο του.

“Δεν μπορώ να περιμένω άλλο”, εξομολογήθηκε εκείνος στο φεγγαρόδρομο.

Ήθελε να του πει: “Δεν περιμένω τίποτα”, αλλά του είπε: “Πρέπει να φύγω αύριο το πρωί”.  Άρχισε να του φορά τις κάλτσες. Εκείνος τη σταμάτησε, έβαλε τις κάλτσες μέσα στα παπούτσια και τα πήρε στο χέρι. Μετά σηκώθηκε κάπως αδέξια από την άμμο.

Γύρισαν στην πόλη. Με το ένα χέρι κρατούσε τα παπούτσια του και με το άλλο το χέρι της. Καθώς περπατούσε ξυπόλυτος και προσπαθούσε να αποφεύγει τα πετραδάκια πηδούσε κωμικά. “Έχω να περπατήσω ξυπόλητος από παιδί”, δικαιολογήθηκε. Χωρίστηκαν με μια καληνύχτα.

***

Η Βάσω βγάζει το κλειδί από την τσάντα και ανοίγει την πόρτα του δωματίου της. Μέσα μυρίζει μπαγιάτικη τσιγαρίλα και κλεισούρα και η ζέστη είναι αποπνικτική. Ρούχα πεταμένα παντού. Ανοίγει βιαστικά το παράθυρο να μπει λίγη δροσιά. Ανάβει το φως, κάθεται στο στενό άστρωτο κρεβάτι. Μετά ανάβει τσιγάρο, και αρχίζει να γδύνεται αργά, σαν σε ιεροτελεστία, με το τσιγάρο στο στόμα. Στο νου της έρχεται ένα χορευτικό που έκανε κάποτε. Γυμνή μπαίνει στο μικρό βρώμικο μπάνιο με τα σπασμένα πλακάκια που φωτίζεται από μια γυμνή λάμπα πάνω από τον νιπτήρα. Στην κιτρινισμένη ντουζιέρα, τραβά την πλαστική κουρτίνα που μυρίζει μούχλα και ανοίγει το νερό, πέφτει λιγοστό αλλά είναι σχετικά δροσερό. Στο νου της έρχεται το καυτό ιαματικό νερό, μετά το δωμάτιο με το μαλακό διπλό κρεβάτι. Κάνει πλούσια σαπουνάδα και πλένεται εξονυχιστικά παντού. Παίρνει τη φθαρμένη γκρι πετσέτα, σκουπίζεται και  προχωρά στο δωμάτιο με την πετσέτα γύρω της. Η μαμά της είχε ένα παχύ μπουρνούζι από την Πόλη, δώρο του κυρίου Κώστα. Της το έπαιρνε κρυφά, της άρεσε να το φορά όταν έβγαινε από το μπάνιο, μύριζε το άρωμα της μαμά της, δώρο του κυρίου Τάκη. Φορά ένα βαμβακερό, σεμνό νυχτικό και ξαπλώνει στο στενό κρεβάτι. Από το ανοιχτό παράθυρο μπαίνει χλιαρός αέρας και μακρινή μουσική. Σβήνει το φως, το δωμάτιο φωτίζεται αχνά από τα φώτα του δρόμου. Ανάβει κι άλλο τσιγάρο και κοιτά το ταβάνι.

 

Κολυμπάς σε μια στρογγυλή λίμνη με καυτό νερό γύρω έχει μια αμμουδερή παραλία. Το φως είναι λιγοστό γκρι, είναι σούρουπο ή ξημέρωμα. Το νερό ακουμπάει στο δέρμα σου, είναι τόσο καυτό που σχεδόν πονάει.  Ξαφνικά στην παραλία εμφανίζονται  άνδρες. Είναι παραταγμένοι σε κανονικές σειρές, σαν στρατιώτες. Φορούν μαύρες μάσκες, το στόμα τους είναι χωρίς χείλη. Δεν φορούν παντελόνι, τα πόδια τους, λεπτές ίσιες γραμμές. Ψιθυρίζουν μεταξύ τους. Ξέρεις ότι μιλούν για σένα. Ακούγονται χάχανα. Νοιώθεις να βουλιάζεις στο καυτό νερό, φωνάζεις βοήθεια, κουνάς τα χέρια, σε κοιτούν ανέκφραστα, ξαφνικά γυρνούν όλοι μαζί την πλάτη και απομακρύνονται βιαστικά με τάξη σαν στρατιώτες σε λόχο επιδείξεων. Τα χάχανα δυναμώνουν όσο απομακρύνονται.

Ξυπνάει με ένα λυγμό, στο καυτό κρεβάτι τα ζαρωμένα σεντόνια είναι μούσκεμα στον ιδρώτα. Στο δωμάτιο μπαίνει το γκρίζο πρωινό φως. Δεν ακούγεται τίποτα. Σηκώνεται γρήγορα και αρχίζει να μαζεύει τα σκόρπια ρούχα και να τα πετάει ανάκατα στην παλιά βαλίτσα. Φοράει βιαστικά ένα μπλουζάκι, ένα παλιό τζην, σανδάλια. Κλείνει τη βαλίτσα, παίρνει την τσάντα της και περνάει τη φωτογραφική μηχανή στο λαιμό της. Σέρνοντας την βαλίτσα βγαίνει από το δωμάτιο.

Στα μισά του διαδρόμου ανοίγει το κινητό, πατάει τον αριθμό του, το κλείνει αμέσως, παρατάει τη βαλίτσα, γυρίζει πίσω, ανοίγει την πόρτα και πετάει τη φωτογραφική μηχανή στο κρεβάτι. Βγαίνει πάλι στο διάδρομο..

Κατεβαίνει στον έρημο δρόμο. Κοιτάει δεξιά-αριστερά, ψυχή. Ξαφνικά αισθάνεται πανικό χωρίς τη φωτογραφική μηχανή της. Χτυπάει το κινητό. Απόρριψη κλήσης Παρατάει τη βαλίτσα στο πεζοδρόμιο, γυρνάει πίσω τρέχοντας ανοίγει την πόρτα, παίρνει τη φωτογραφική μηχανή, την περνάει βιαστικά στο λαιμό. Ανοίγει το κινητό βρίσκει τον αριθμό του, πατάει διαγραφή.

Καθώς βγαίνει στο δρόμο το κινητό χτυπάει πάλι. Απόρριψη κλήσης. Σφίγγει τη μηχανή που κρέμεται στο λαιμό της και περπατάει βιαστικά προς το ΚΤΕΛ σέρνοντας πίσω της τη βαλίτσα.

Το λεωφορείο των έξι περιμένει με τις πόρτες ανοιχτές. Κόβει βιαστικά εισιτήριο, βάζει τη βαλίτσα στη μπαγκαζιέρα, ανεβαίνει, κάθεται στη θέση πίσω από τον οδηγό. Στα καθίσματα σκόρπιες αγουροξυπνημένες φάτσες. Το κινητό χτυπάει πάλι. Απόρριψη κλήσης. Στις έξι παρά κάτι, ο οδηγός ανεβαίνει, κάθεται, πίνει μια γουλιά καφέ, βολεύεται καλύτερα στη θέση του και βάζει μπρός. Κλείνει τις πόρτες. Από το γραφείο του φωνάζει κάποιος, τρέχει και από το ανοικτό παράθυρο του δίνει ένα μικρό δέμα. Η ώρα πάει έξι και κάτι. Καθώς ο οδηγός κάνει μανούβρα για να βγει από το πάρκιν, βλέπει στον πλαϊνό καθρέφτη κάποιον να τρέχει και να χειρονομεί. Μουρμουρίζει, αλλά σταματάει και τον περιμένει. Ανοίγει την μπροστινή πόρτα. Εκείνος ανεβαίνει λαχανιασμένος και κάθεται δίπλα της. Φοράει μια παλιά βερμούδα και σανδάλια. Της έρχονται νευρικά γέλια καθώς βλέπει το γυμνό κρανίο του να γυαλίζει από τον ιδρώτα. Εκείνος ασθμαίνοντας ακόμα βγάζει προσεκτικά τη φωτογραφική μηχανή από το λαιμό της και την ακουμπάει στο διπλανό άδειο κάθισμα. Ο οδηγός παρακολουθεί από τον καθρέφτη. Κρατάει την πόρτα ανοιχτή και τη μηχανή να δουλεύει.

“Δεν χρειάζεται να βγάλεις άλλες φωτογραφίες” της λέει προσπαθώντας να βρει την αναπνοή του. Την κοιτάζει στα μάτια και σκουπίζει τον ιδρώτα με το χέρι του.

“Είδα ένα όνειρο χθες βράδυ”, του λέει με ένα λυγμό.  Περνάει το χέρι του στους ώμους της. Ο ιδρώτας του σημαδεύει το μπλουζάκι της.

“Φίλε, αργήσαμε, θα κατεβείτε ή να φύγουμε;” λέει ο οδηγός κοιτώντας τους μέσα από τον καθρέφτη.

“Φύγε” λέει εκείνος με σιγουριά. Έχει βρει πια την αναπνοή του και βολεύεται καλύτερα στο κάθισμα δίπλα της. Απλώνει μπροστά τα πόδια του για πιο αναπαυτικά. Εκείνη κλείνει τα μάτια και ακουμπάει το κεφάλι της στον ώμο του.

Καθώς το όχημα παίρνει στροφή για να βγει στο δρόμο η φωτογραφική μηχανή πέφτει κάτω.

 

 

 

* Η Τρισεύγενη Γιαννακοπούλου γεννήθηκε στην Αθήνα. Σπούδασε Βιολογία και Οικολογία στα Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο Πανεπιστήμιο  McGill στο Μόντρεαλ του Καναδά. Έχει διδακτορικό δίπλωμα στη Διαχείριση Περιβάλλοντος. Υπηρέτησε για πολλά χρόνια ως μέλος του Διδακτικού και Ερευνητικού Προσωπικού στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θράκης. Η ενασχόληση της με την δημιουργική γραφή αποτελεί ένα νέο πεδίο ενδιαφέροντος και δημιουργικότητας. Ωστόσο, η μετάπλαση της ανθρώπινης εμπειρίας σε λογοτεχνία είναι πολύ πιο δύσκολη από την επιστημονική γραφή όπου οι κανόνες είναι απλοί και τα θέματα αυστηρά οριοθετημένα και αυτό και αποτελεί μια νέα γοητευτική πρόκληση.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top