Fractal

Tête-à-tête: Όταν η Σιμόν ντε Μποβουάρ συνάντησε την Πασχαλία Τραυλού

Γράφει η Βιολέττα – Ειρήνη Κουτσομπού // *

 

 

Δεν υπάρχουν ορισμοί, όλα τα κομμάτια ενώνονται, μια σύνθεση πολύπλευρη με αντίληψη διεισδυτική, το ένα κομμάτι μέσα στο άλλο σε έναν άχρονο χρόνο. Ζωές σύντομες ή με διάρκεια, αληθινές, πεθαμένες ή χάρτινες, σημερινές κι αλλοτινές εποχές, όλα σε μια ευθεία, όλα μαζί, όλα αδιαίρετα. Αεράκι γλυκό φύσηξε και η Σιμόν ντε Μποβουάρ ρούφηξε δυνατά, όσο πιο βαθιά μπορούσε την ορμή της ζωής. Πως άλλωστε θα μπορούσε να συμβεί αλλιώς αφού «και το χώμα χρειάζεται πνοή Θεού για να γίνει πάλι σώμα ανθρώπου».  Η ώρα του ταξιδιού ήρθε. Από την ανυπαρξία στην ύπαρξη ξανά. Η Αθήνα ήταν εκεί, όμορφη μα και γκρίζα. Μια πίκρα περιπλανιόταν σαν κουρέλι κι ο ήλιος έκαιγε. Μα να ήταν ικανοποιημένος; Στάθηκε και κοίταξε γύρω της για λίγο. Αδημονία ξύπνησε μέσα της να παρατηρήσει αυτές τις γυναίκες, αυτής της πόλης. Γυναίκες με τσιγάρο στο στόμα, καλοντυμένες ή όχι, κοιτούν ολόγυρα μα δεν βλέπουν ίσως φταίνε τα σύννεφα πάνω απ’ τα μάτια τους, βιαστικές γυναίκες. Ποιοι δαίμονες τις κυνηγούν; γυναίκες με μπούρκα και μωρά στην αγκαλιά περπατούν κι αυτές. Όλες χάνονται στο πλήθος, όλες το ίδιο διάφανες. Α μα να και το άγαλμα της αρχαίας θεάς των Ελλήνων, της Αθηνάς. Απ’ το κεφάλι του Δία πετάχτηκε η Αθηνά, πάλλοντας το δόρυ. Θεά της σοφίας. Σοφή μάλλον επειδή γεννήθηκε απ’ το κεφάλι του Δία; άνδρες έφτιαξαν κι αυτό τον μύθο γιατί μόνο έτσι ίσως θα ήταν μια γυναίκα σοφή. Άραγε οι σημερινοί Έλληνες τι πιστεύουν; αναπάντητα ερωτήματα εγείρονταν εντός της. Ένα όμορφο καφέ μπροστά, της φάνηκε κάπως ιδιαίτερο. Μπήκε. Να μια γυναίκα στο βάθος, σκυμμένη μάλλον προβληματισμένη και κάτι κάνει, δεν μπορεί να ξεχωρίσει τι όμως. Πλησιάζει…έκπληξη! μια γυναίκα της σύγχρονης Ελλάδας γράφει σ’ αυτό το καφέ. Πόσο συγκινητική αυτή η εικόνα! Αίφνης ξεπηδά μπροστά της μια άλλη, μια ξεθωριασμένη εικόνα απ τα βάθη των αναμνήσεων η δική της μορφή σ’ ένα καφέ του Παρισιού. Μα ναι! Η φωνή των γυναικών είναι πράγματι παρούσα. Τι ανακούφιση! Χαμογελά «είναι πρωτοτυπία, προσωπικότητα, να έχεις κάτι να πεις. Είναι σημαντικό να σκέφτεσαι τη σχέση σου με τον κόσμο και πως μπορείς να τον εκφράσεις και να μη σταματάς, αν αυτό σκανδαλίζει ή προκαλεί αμηχανία».

Η Σιμόν κάθεται κοντά της, δεν θα θελε να την ενοχλήσει. Διακρίνει όμως τα δυο βιβλία που είναι ακουμπισμένα στο τραπέζι της δίπλα από το τετράδιο που γράφει. Γνωστό αυτό, σκέφθηκε. «Το Δεύτερο Φύλο» είναι το ένα απ’ τα δυο. Το δικό της βιβλίο συντροφεύει τη γυναίκα, χαρμολύπη! Πάντα πίστευε ότι «Το Δεύτερο Φύλο θα φαίνεται ένα βιβλίο παλιό και παρωχημένο ύστερα από λίγο καιρό. Παρ’ όλα αυτά, θα είναι ένα βιβλίο που θα έχει κάνει τη συνεισφορά του» αυτό ήλπιζε. Όντως η ελπίδα ήταν απτή πραγματικότητα πια. Μα ποιο το επόμενο βήμα; αναρωτήθηκε. Δίπλα το άλλο βιβλίο, το εξετάζει, το ανοίγει και βλέπει τη φωτογραφία της κοπέλας που γράφει. Είναι η συγγραφέας. Γράφει για τη ζωή, για μια άλλη εποχή που τόσο αγγίζει το σήμερα, για τη γυναίκα, το ρόλο και τη θέση της στην κοινωνία. Μα ακόμα οι γυναίκες αυτό παλεύουν; Πονάει. Ένα τεράστιο γιατί ξεπηδά από την ψυχή της.

Μα πότε έμαθε αυτή τη γλώσσα; Αα τώρα κατάλαβε. Δεν την ξέρει, ποτέ της δεν την έμαθε, ούτε και τώρα της χρειάζεται. Έχει τα εφόδια που πρέπει για να αντιληφθεί τις ιστορίες των γυναικών της συγγραφέως. Έχει τη διαίσθηση και την αγάπη για το φύλο της. Η συγγραφέας βουρκώνει από συγκίνηση, την αγγίζει νοερά και μ’ ένα νεύμα θα λεγες μαγικό την ξεναγεί στην ιστορία της. Σκηνές του βιβλίου ολόκληρες ξεπηδούν μπροστά της «ποτέ δεν έχω διαβάσει ένα πραγματικά καλό μυθιστόρημα γραμμένο από άντρα στο οποίο οι γυναίκες να απεικονίζονται όπως αληθινά είναι. Μόνο μια γυναίκα μπορεί να γράψει το τι σημαίνει να νιώθεις γυναίκα, να είσαι γυναίκα» σκέφτεται μα ταυτόχρονα αισθάνεται πως κάτι υπάρχει εδώ, μια άλλη αίσθηση, μια ξεχωριστή αύρα.

Διαβάζει το άρθρο της δημοσιογράφου, μειδιά μελαγχολικά. Αντικρίζει τον πίνακα της Μάχης Βασταρδή, το κλεμμένο φιλί, η αγάπη που πρέπει να οριοθετηθεί, πόση πίκρα και λαχτάρα αυτό το φιλί. Ένα σμάρι μαύρα πουλιά πέταξαν μπροστά της, δάκρυσε. Να η Μαριγώ με τα χιλιάδες μυστικά, η Ανδρομάχη η αρχόντισσα σαν από πίνακα βγαλμένη, προδομένη και το σώμα της να κολυμπά στα βράχια. Η Ερατώ ξεπρόβαλλε με μια χαρακιά στο στήθος κι ένα τριαντάφυλλο που μόνο τ’ αγκάθια έμειναν. Η χειραγωγούμενη γυναίκα, η Ζιζί, από χέρι γυναίκας ακρωτηριασμένη, δεν νιώθει πια. Αχ τι να πιστεύει; Ποια η δύναμή της; τα γυναικεία κορμιά δεν σέβεται, τα μισεί θα λεγες. Το δικό της; όχι δεν το τιμά. Η Σιμόν κατεβάζει τα μάτια. Η συγγραφέας τη νιώθει κι αποκρίνεται «όσο υπάρχουν άνθρωποι, πάντα θα επιδιώκουν να ασκήσουν εξουσία πάνω στους άλλους». Η Σιμόν θλίβεται και εξηγεί μια σκέψη της «δυστυχώς, οι γυναίκες συχνά υιοθετούν αρσενικά πρότυπα- εξουσία, φιλοδοξία, προσωπική επιτυχία- και αποκόβονται από τις άλλες γυναίκες. Υπάρχει μια διαλεκτική, μια πολύ δύσκολη διαλεκτική ανάμεσα στην αποδοχή εξουσίας και την  άρνησή της, ανάμεσα στην αποδοχή ορισμένων ανδρικών αξιών και την επιθυμία μετατροπής τους». Η Πασχαλία Τραυλού και οι γυναίκες της ιστορίας της την παρακολουθούν και τη θαυμάζουν. Η ρήση της «γυναίκα δεν γεννιέσαι, γίνεσαι» ηχεί στ’ αυτιά τους και η Ερατώ απαντά «οι χειρότερες φυλακές είναι οι αόρατες». Η Σιμόν πιάνει τρυφερά το χέρι της και της λέει γλυκά «κάθε άτομο έχει τη δική του ή τη δική της πολύ ιδιαίτερη ιστορία εξάλλου, το ασυνείδητο είναι το πιο κρυφό κομμάτι του εαυτού μας». Η Ερατώ τώρα αντιλαμβάνεται άλλωστε είναι γυναίκα.

Θα φύγει ήρθε η ώρα. Ακουμπά απαλά στον ώμο τη συγγραφέα, θολώνουν τα μάτια της. Θέλει πολύ αγώνα ακόμα, σκέφτεται. Σηκώνει το βλέμμα στις γυναίκες της ιστορίας, τις αγάπησε, πάτησε βελούδινα πάνω στ’ αποτυπώματα που άφησαν στην παγκόσμια γυναικεία κληρονομιά, πήρε τα δώρα τους στην ψυχή της έστω κι αν τη βάραιναν, ήταν ο προορισμός της επιστροφής της. Αντικρίζει τη συγγραφέα, την ευχαριστεί. Σκύβει και φιλά την πένα της. Αφήνει πίσω της ένα χαρτί και εξαφανίζεται σαν αερικό.

Η συγγραφέας τρέχει, πιάνει το χαρτί και το διαβάζει:

«Η γλώσσα ως έχει είναι κληρονομημένη από μια κοινωνία ανδρική και περιέχει πολλές ανδρικές προκαταλήψεις. Πρέπει να την απαλλάξουμε απ’ όλα αυτά. Και οι γυναίκες μπορούν να το κάνουν αυτό. Αυτό που στ’ αλήθεια έχουμε ανάγκη είναι να αλλάξουμε την ίδια την κοινωνία, και τους άντρες και τις γυναίκες, να αλλάξουμε τα πάντα».

 

 

Το κείμενο είναι εμπνευσμένο από το βιβλίο της Πασχαλίας Τραυλού «Φιλί στα μάτια» (εκδόσεις Διόπτρα, 2017). Τα κομμάτια που υπάρχουν μέσα στο κείμενο ως μορφή διαλόγου (σε italics) είναι παρμένα από το βιβλίο της κυρίας Τραυλού και από το βιβλίο «Η δι-εκδίκηση της Barbie-Δοκίμια για τη γυναικεία γραφή» (εκδόσεις Κοχλίας, 2002).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top