Fractal

Διήγημα fractal: «Τέσσερα Βήτα»

Γράφει η Βίβιαν Φόρτη // *

 

alosis04

 

Κάθομαι ακίνητη και τον κοιτάζω. Είναι τεράστια πολυτέλεια να μπορώ επιτέλους να τον κοιτάζω όσο θέλω χωρίς να φοβάμαι ότι κάποιος θα ακολουθήσει το βλέμμα μου και θα καταλάβει. Όλα όσα έκρυψα, άλλοτε επιμελώς κι άλλοτε όχι τόσο. Παιδί ακόμα έμαθα να χαμηλώνω το βλέμμα μου μπροστά του. Τα μάτια μου κοίταζαν πάντα τα χρυσοκέντητα πασούμια του. Έμαθα να αγαπώ τα υποδήματα που φορούσε γιατί ήταν το μόνο πράγμα επάνω του που μπορούσα να κοιτάξω ελεύθερα. Τα βλέμματά μου κλεφτά στο πρόσωπό του. Κι έπειτα ακολουθούσε μια φλόγα που άρχιζε από την καρδιά μου και απλωνόταν παντού. Μέσα μου και γύρω μου.

Αργότερα έγινα πιο πονηρή. Κρυβόμουν στις σκιές και τον παρακολουθούσα. Η μητέρα μου το κατάλαβε, φυσικά. Με κοίταξε με εκείνα τα πελώρια σταχτιά μάτια της -κληρονομιά μου, μαζί με την άγρια φύση μου- και ψιθύρισε κάτι που ποτέ δεν κατάλαβα. Πάντα είχα πρόβλημα με τη μητρική μου γλώσσα. Έμαθα να μιλώ τη γλώσσα των βράχων, της άγονης πατρίδας όπου γεννήθηκα κι όχι της απέραντης εξοχής όπου έτρεχε η μάνα μου ξυπόλυτη.

Μερικές φορές σκεφτόμουν πώς θα ήταν η ζωή μου αν η μητέρα μου δεν είχε μπει στην υπηρεσία της δικής του. Αν έμενα εκεί όπου ανήκα. Αν ήμουν μόνο εγώ. Μα δεν ήμουν ποτέ εγώ. Ούτε με εκείνον. Τη φύση μου την καταπίεσα χίλιες φορές. Καθώς και τα χαρίσματά μου. «Τα δώρα μου», όπως έλεγε η μάνα μου. Κι όταν τα άφησα ελεύθερα, έσπειρα μόνο τον όλεθρο και την καταστροφή.

Ήθελα άραγε να τα κρύψω; Ήξερα μέσα μου ότι αυτό ήταν το σωστό. Μα κάποιες φορές με τύλιγε η δίνη των συναισθημάτων μου και ήθελα τόσο πολύ να φανερωθούν όλα.

Όλα;

Ίσως όχι όλα. Σίγουρα όχι όλα, όχι όσα θα επέφεραν την ποινή του θανάτου στο ανάξιο πρόσωπό μου.

Μα τώρα δεν κινδυνεύω πια. Δεν κινδυνεύει κανείς, καθώς όλα έχουν χαθεί.

«Είμαστε ήδη νεκροί», μου είπε το προηγούμενο βράδυ.

«Όχι, όχι εμείς» του απάντησα.

«Αύριο θα μπουν».

«Πιο πριν εσύ θα έχεις φύγει γι’ αλλού».

«Τι εννοείς;»

«Τίποτα. Έλα κοντά μου, αγκάλιασέ με…»

Συγκεντρώνω το βλέμμα μου στο πρόσωπό του. Τα μάτια μου γλιστράνε σαν χάδι πάνω του. Θέλω να τον ακουμπήσω, αλλά διστάζω. Κάποιες συνήθειες γίνονται δεύτερη φύση. Δεν μου επιτρέπεται να τον αγγίξω χωρίς άδεια. Ούτε τώρα. Ούτε ποτέ. Τον χαϊδεύω, λοιπόν, με τα μάτια μου. Όπως πάντα. Όπως τότε στον Μυστρά. Έκανε κρύο, ήταν άγριος χειμώνας. Άγριος σαν τα χώματά μας. Άγριος σαν τις εποχές που ζούμε.

Φορούσε πορφύρα. Φυσικά. Έμοιαζε με άγιο πιο πολύ από κάθε άλλη φορά. Άκουγα την καρδιά μου να βροντοχτυπάει στο στέρνο μου. Κοιτούσα αχόρταγα το πρόσωπό του και από τα μάτια μου κυλούσαν δάκρυα. Ήταν ίσως η μοναδική φορά που επιτρεπόταν να τον κοιτάζω και να κλαίω. Διότι όλοι τον κοιτούσαν και οι περισσότεροι έκλαιγαν. Έκλαιγαν για την πατρίδα που κινδύνευε. Έκλαιγαν από συγκίνηση διότι όλοι -ακόμα κι οι εχθροί του- ήξεραν ότι είναι άξιος. Κι έτσι μαζί τους, μπορούσα να κλαίω κι εγώ.

Το πρόσωπό του μακρύ και λεπτό, όπως πάντα. Από παιδί είχε αυτό το πρόσωπο. Με έναν περίεργο τρόπο ενήλικο, πάντα ενήλικο. Όταν αργότερα μεγάλωσε και άφησε το γένι που συνηθιζόταν στους άντρες της γενιάς του, το πρόσωπό του έδειχνε ακόμα πιο μακρύ. Κι ακόμα πιο αυστηρό.

«Πρόσωπο αγίου», συνήθιζα να του λέω.

«Δεν είμαι άγιος», απαντούσε.

«Όχι, δεν είσαι».

Συνειδητοποιώ ότι έχω χρόνια να τον δω να γελάει. Μάλλον δεν θα τον ξαναδώ ποτέ. Ή μπορεί και όχι. Δεν ξέρω τι συνέχεια θα έχει αυτό που του έκανα, η κατάσταση στην οποία τον έφερα. Το πρόβλημα με την καταπίεση των «δώρων», ειδικά όταν συμβαίνει για χρόνια, είναι ότι μετά δεν ξέρεις ακριβώς πώς να τα χρησιμοποιήσεις. Βαδίζεις ενστικτωδώς, στο σκοτάδι. Όμως, πάντα στο σκοτάδι δεν βάδιζα; Και ποιος ερωτευμένος δεν βαδίζει στο σκοτάδι; Όταν ερωτεύεσαι με αυτόν τον τρόπο, αλλάζεις. Αλλάζεις τα πάντα. Την ίδια σου τη φύση.

«Όταν ερωτεύεσαι Έλληνα, γίνεσαι Ελληνίδα», του έλεγα.

«Κι όταν ερωτεύεσαι ορθόδοξο, δεν πρέπει να γίνεις ορθόδοξη;»

«Είμαι μάγισσα. Τι λέει ο Θεός σας για τις γυναίκες σαν εμένα;»

«Δεν είσαι μάγισσα. Δεν υπάρχει μαγεία. Προλήψεις και ανοησίες είναι αυτά, κατάλοιπο της αμορφωσιάς που κυριαρχεί στα στρώματά σας. Ο λαός σου έχει δεχθεί τον αληθινό Θεό, αλλά εσύ παραμένεις παγανίστρια. Ακόμα λατρεύεις τα δέντρα, τα ποτάμια, τις δυνάμεις της φύσης… έχεις άγνοια…»

Προσβλητικός όπως πάντα όταν φοβόταν. Άραγε να ήξερε μέσα του τι είμαι; Να με φοβόταν στ’ αλήθεια; Το ήξερε. Ω, σίγουρα μέσα του το ήξερε… Κι ας μην το είχε αποδεχτεί.

Θυμώνω. Κι αυτό με κάνει να απλώσω τελικά το χέρι μου αποφασιστικά στο πρόσωπό του. Είναι λείο και απαλό. Το δέρμα τσιτωμένο, όπως η κοιλιά μου. Αλλά στην κοιλιά μου υπάρχει ζωή. Η συνέχειά του. Η συνέχεια της γραμμής του αίματός του, που εγώ φρόντισα να κοπεί βίαια και στις δυο γυναίκες που παντρεύτηκε. Ναι όταν άφησα ελεύθερα τα δώρα μου, έσπειρα μόνο τον όλεθρο και την καταστροφή. Και δεν μετάνιωσα ποτέ. Αυτό ήταν το χειρότερο. Κρυμμένη στις σκιές, όπως πάντα, καταριόμουν. Τη μοίρα μου, τη μοίρα του, τη μοίρα της. Κι έκρυβα τα συναισθήματά μου.

Ακόμα και την ώρα της ύστατης καταστροφής.

«Βασιλεύ Βασιλέων Βασιλεί Βοήθει».

Δεν τον βοήθησε κανείς. Μόνον εγώ. Η Σέρβα μάγισσα στην υπηρεσία της μάνας του.

Και τώρα ίπταται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας, σε μία ενδιάμεση κατάσταση μεταξύ ζωής και θανάτου κρυμμένος στα έγκατα της γης, κάτω από το ευλογημένο έδαφος της Αγίας Σοφίας του Θεού.

Φέρω μέσα μου τη ζωή, ενώ εκείνος… Εκείνος είναι ακίνητος, παγωμένος. Νεκρός; Δεν ξέρω. Μπορεί και να τον άφησα έτσι μαρμαρωμένο για πάντα. Ένα άγαλμα με πρόσωπο αγίου.

«Δεν είμαι άγιος».

«Όχι δεν είσαι, είσαι μόνο ο τελευταίος αυτοκράτωρ των Ρωμαίων».

«Των Ελλήνων».

«Ναι, των Ελλήνων».

 

vivinForti*  Η Βίβιαν Φόρτη είναι καθηγήτρια Γαλλικής Φιλολογίας και εργάζεται στην ιδιωτική εκπαίδευση. Το 2012 εκδόθηκε ο Μύθος, το πρώτο της βιβλίο και αρχή της τριλογίας των Δώδεκα, που συνεχίστηκε με το Έρεβος και ολοκληρώνεται με τον Άθλο (και τα δύο κυκλοφορούν από τις εκδόσεις Momentum). Η συγγραφέας ζει στο Λουτράκι, με το σύζυγό της και τα δύο τους παιδιά.

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top