Fractal

Τέσσερα ποιήματα του Πολυχρόνη Κουτσάκη

 

 

 

[από ανέκδοτη ποιητική συλλογή]

 

 

Μέρλιν

 

Γνήσιο κι αληθινό απάνω μου

είναι μονάχα το αίμα

που στις δυο μου χούφτες μεταφέρω

και ψάχνω τον Διόνυσο

για να του το προσφέρω

αδύνατον να πω με βεβαιότητα

σε ποιον ανήκει αυτή η κόκκινη θάλασσα

ίσως στον μάγο Μέρλιν

που είχε τέσσερα χέρια

ένα για κάθε εποχή της καρδιάς του

ίσως και σε μένα τον ανόητο

που του έκοψα το χέρι της άνοιξης

και μετά του φθινοπώρου

και τα’ βαλα στις τσέπες μου

έτσι, πίστευα, θα έβρισκα ισορροπία

έτσι θα γινόμουνα, λέει, ευτυχισμένος.

 

 

Διορθωτικό υγρό

 

Περπατάς

ανέμελος

ανάλαφρος

σχεδόν (για να μη λέμε μεγάλες κουβέντες) χαρούμενος

για να πέσεις ξαφνικά

πάνω σε κάποιον παλιό γνωστό

που ποτέ δεν είχες σε υπόληψη

έμοιαζε πάντα να ψάχνει ένα βλέμμα που θα σταματούσε πάνω του

και δεν τα’ χε καταφέρει

αυτός, θέλοντας να δικαιώσει

ακόμα και σήμερα

την αντιπάθειά σου

ανοίγει το βρωμερό του στόμα

εκτοξεύει τρεις λέξεις

«θυμάσαι τον …»

κι εσύ είσαι εκεί

ακίνητος

αμίλητος

και ξέρεις γιατί σε ρωτάει

και δεν έχεις καμιά αμφιβολία

για το τι ακολουθεί

όμως δεν το βάζεις στα πόδια

γιατί τα πόδια τα κρατάει σφιχτά δεμένα

η μέγγενη της φοβισμένης ελπίδας

«κάτι άλλο θα θέλει να μου πει»

σκέφτεσαι

 

τελικά γυρνάς σπίτι

χωρίς να έχεις σπάσει τα μούτρα του αγγελιοφόρου

ανοίγεις την ατζέντα σου

την παλιά, του εικοστού αιώνα

και το διορθωτικό υγρό

και σβήνεις καλά

μέχρι το τελευταίο γράμμα

το όνομα

και το τηλέφωνο

ένα παμπάλαιο νούμερο

που σίγουρα είχε αλλάξει

 

αργότερα ανοίγεις το έξυπνό σου κινητό

τηλεφωνείς στην αγαπημένη σου υπηρεσία

μόλις έρθει η συνοδός σου

όλα θα φτιάξουν

τα δάκρυα θα παγώσουν

το άγγιγμά της θα δώσει τη λύση

«καλησπέρα»

ακούγεται η φωνή της τηλεφωνήτριας

«είμαι ο μείον ένας» απαντάς

 

το αστείο είναι πως σε καταλαβαίνει

από τη φωνή

και σου μιλάει στον ενικό.

 

 

Ρομπέν

 

Κι όμως

έκανα ότι μπορούσα

έφτυνα τους ισχυρούς

κι αγκάλιαζα τους καταφρονεμένους

όσο περνούσε απ’ το χέρι μου, φυσικά

 

δεν ήμουν, βέβαια

ακριβώς ο αρχηγός

τα παραλένε λίγο

κι αυτή η ιστορία με την πριγκίπισσα

είναι λιγάκι τραβηγμένη απ’ τα μαλλιά

(τα δικά της, εγώ ήμουν καραφλός)

δεν την πολυήθελα την κακάσχημη

αυτή με κυνηγούσε

εγώ τον Τζίμη τον ψαρά είχα βάλει στο μάτι

κι ο μεγαλύτερος εχθρός μου

δεν ήταν ο κοντοστούπης ο σερίφης

που ήταν και κουλός

αλλά του Τζίμη η γυναίκα

η κάργια

που δεν μ’ άφηνε να του σιμώσω

εκτός από την ώρα της μάχης

εκεί -χα!- δεν μπορούσε τίποτα να κάνει

εκεί μπορούσα να τον έχω από κοντά

γι’ αυτό κατατάχτηκα

 

στο τόξο πάντως ήμουν άσος

αλάθητος για χρόνια

γι’ αυτό ποτέ μου δεν κατάλαβα

πως τα κατάφερα κι αστόχησα

στην κρίσιμη βολή

κι αντί για τον σερίφη

άφησα ανεξίτηλο σημάδι

στης πριγκιπέσας τον ποπό.

 

Δεν βαριέστε, όμως

τον ξέκανε ο Τζίμης τον σερίφη

και έχρισαν αυτόν ιππότη

κι εμένα ακόλουθό του

τέλος καλό όλα καλά

κι η κάργια λυσσασμένη.

 

 

Οι άλλοι ξέρουν πάντα περισσότερα

 

Κι είναι φορές που σηκώνεσαι από το κρεβάτι με δυο βαρίδια στους ώμους

με την αίσθηση πως οι άλλοι είναι που ξέρουν πάντα τα περισσότερα

σαν τον τρελό της γειτονιάς, που σταματάει έξω απ’ το φούρνο μετρώντας τα νομίσματα στην παλάμη του -πάντα λιγότερα από την τιμή του μισόκιλου- κι όταν τον πλησιάζεις για να του δώσεις τη διαφορά σε κοιτάζει περιφρονητικά: «μα για ποιον με περάσατε;» λέει και απομακρύνεται

ή

σαν το κορίτσι που μεγαλώνει, ασφυκτιά, δεν μιλάει, μόνο μελετά και άγχεται και κλαίει (όταν είναι σίγουρη πως δεν βλέπει κανείς), κυνηγώντας σαν τρελή το μόνο μεγάλο πτυχίο: το φευγιό από το σπίτι

ή

σαν τον γέρο που συμπλήρωσε είκοσι συναπτά έτη καθημερινής παρουσίας στον σιδηροδρομικό σταθμό -ποτέ δεν μπήκε στο τρένο, μόνο έβλεπε τους ταξιδιώτες και ονειρευόταν πως κάποτε θα έκανε απίθανες διαδρομές, που θα σημάδευαν τη ζωή του-, κι από τη μέρα που πέθανε εμφανίστηκε στη θέση του στο σταθμό ο γιος του, μοναδικός κληρονόμος ονείρων εκπληκτικών και απραγματοποίητων, για τα οποία δεν πρέπει να μιλήσει ποτέ κανείς, ώστε να μη χάσουν τη λάμψη τους.

Κι έτσι κυλάει η ζωή σου, μέσα σ’ αυτή την τρομερή άγνοια, που ίσως και να σε σώζει.

 

 

 

 

* Ο Πολυχρόνης Κουτσάκης γεννήθηκε το 1974 στα Χανιά. Το μυθιστόρημά του Δεν είσαι εδώ, που μόλις κυκλοφόρησε από τον Πατάκη, είναι το τρίτο βιβλίο της «Τριλογίας της Κρήτης» που ξεκίνησε με το μυθιστόρημα Καιρός για ήρωες και συνεχίστηκε με το Μια ανάσα μόνο. Το Μια ανάσα μόνο τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνικού Βιβλίου για Εφήβους 2016 του περιοδικού Ο αναγνώστης. Ο Πολυχρόνης έχει γράψει δέκα μυθιστορήματα και μια ποιητική συλλογή που έχουν εκδοθεί στην Ελλάδα και έξι θεατρικά έργα που έχουν εκδοθεί στον Καναδά. Έχει τιμηθεί δύο φορές με Κρατικό Βραβείο Θεατρικού Έργου από το Υπουργείο Πολιτισμού.
Θεατρικά έργα του έχουν παιχτεί και βραβευτεί στη Νέα Υόρκη και σε άλλες πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, καθώς και στην Αγγλία και στην Ελλάδα. Το αστυνομικό μυθιστόρημά του Αθηναϊκό Μπλουζ θα εκδοθεί στην Ελλάδα (Εκδόσεις Πατάκη) και στην Αγγλία (εκδόσεις Bitter Lemon Press) τον Ιανουάριο του 2017 και στις ΗΠΑ τον Απρίλιο του 2017. Το άλλο βιβλίο της ίδιας αστυνομικής σειράς, με πρωταγωνιστή τον Στράτο Γαζή, έχει τίτλο Baby Blue, κυκλοφορεί ήδη από τις Εκδόσεις Πατάκη και θα εκδοθεί στο εξωτερικό το 2018.

Ο Πολυχρόνης έχει εργαστεί ως καθηγητής Δικτύων Επικοινωνιών στο Πανεπιστήμιο McMaster στον Καναδά, στο Πολυτεχνείο Κρήτης και στο Πανεπιστήμιο Murdoch στο Περθ της Αυστραλίας, όπου κατοικεί από τον Ιανουάριο του 2016. H ιστοσελίδα του είναι http://www.polkoutsakis.com

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top