Fractal

Τέσσερα ποιήματα

Της Μαρίας Πέστροβα //

 

φ6

 

Το κουφάρι

—————

Αδυσώπητα,

αμετάκλητα χρόνια

χαμένα στον βωμό

μιας ελεεινής παραίσθησης

που δεν σου ανήκε ποτέ,

που δεν ήταν σάρκα σου

αλλά μετατράπη σε σκιά

που σ’ ακολουθούσε

φρικτή δουλοπρεπής προδότης

όλα αυτά τα χαμένα χρόνια

-λυπάμαι που σας πρόδωσα-

τίποτα δεν ήταν στο χέρι μου

στην ουσία των πραγμάτων

επικράτησε το •εξ ιδίων τα αλλότρια•

σταματώντας εικονικά τον χρόνο

ενώ το ποτάμι γέμιζε ασταμάτητα

το βλέμμα ήταν στραμμένο αλλού

σ’ αυτήν την κυρία με τις πέτρες στις τσέπες

και τα κακοχτενισμένα μαλλιά

-τίποτα δεν γυρίζει πίσω-

σου υπενθυμίζουν

φίλοι ψίθυροι στο αυτί

καλύτερα; χειρότερα;

δεν ξέρω,

η κοίτη θα το κρίνει

όταν θα ξεβράσει το κουφάρι.

 

 

Σε χρόνο ενεστώτα

————————-

Απόψε καίω τα χαρτιά μου

όλες τις σημειώσεις μου

που μαρτυρούν τον ερχομό σου

βαρύτατη στάχτη θα γίνουν

στο πιο βαθύ πηγάδι

θα ριχτούν και θα χαθούν

στην αιωνιότητα

εκεί που ανήκεις

αφού ποτέ δεν έγινες δικός μου

σ’ αυτόν τον έρωτα

μέλλοντας στιγμιαίος

σε χρόνο ενεστώτα.

 

 

Πανοφώρι

—————

Διπλοράφτηκα

Διπλοκουμπώθηκα

Και έγειρα στην κρεμάστρα.

Στην απέναντι ταράτσα

Τόσα υφάσματα ανεμίζουν

Φρεσκοπλυμένα

Περιμένοντας κορμιά

Να φορεθούν

κι εγώ γερνώ στην ντουλάπα

ανάμεσα στα μαντό

και στις ρεμπούμπλικες

μέχρι ο σκόρος

να δώσει ένα τέλος στην ιστορία μου.

Σ’ εμπιστεύτηκα κάποτε

και ράφτηκα την αγάπη σου

πανάκριβο πανωφόρι.

Αστραφτερά κουμπιά

στολίζανε την όψη μου

και έβγαινα στον κήπο

εν μέσω ανθοφορίας.

Με χείλη στο χρώμα του ροδιού

σου δόθηκα σιωπηλά

γλυκό πιοτό της νιότης

σε φαρμακερό καιρό.

Αυτός ο κήπος

έπρεπε να ‘ταν αλλιώτικος

λιγότερα βιαστική

η ανθοφορία του

λιγότερο πλουμιστές

οι μπιγκόνιες του

λιγότερα τελεσίδικη

η απόφαση.

 

 

Σπίτια που ακατοίκητα μείνανε…

——————————————

Αναπολείς…

Πάντα θα αναπολείς

και θα αναζητάς

αυτό που δεν έχεις διαπράξει

από δειλία

μήπως και εκτός βγεις των ορίων

που έχουν χτιστεί

όχι από σε

αλλά από αυτούς

που με πικρή χολή σου βάφουν τα χείλη

και γελούν πίσω απ’ την πλάτη σου

σε κάθε πέσιμό σου

μα μικρός θεός εσύ

πώς ζεις αλήθεια πίσω από

επτασφράγιστα παραθυρόφυλλα

με την σπασμένη γρίλια

μόνο μια γρίλια λείπει

να υγραίνεις το μάτι σου

καθώς θα βλέπεις τους διαβάτες

που περνάνε σκυφτοί

λέγοντας μυστικά από μέσα τους

την προσευχή τους

ξέρεις…,αυτήν που δεν εισακούσθηκε

γιατί στα γόνατα δεν έπεσαν ευλαβικά,

δεν είπαν «ήμαρτον!»

έστω για μια φορά

κι ας ήταν ψέμα

αυτοί, που μια ζωή χτίζανε σπίτια

που ακατοίκητα μείνανε…

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top