Fractal

Τέσσερα ποιήματα

Της Παλαιολογίνας Ιωσηφίδη // *

 

 

 

 

Άσε με να γίνω μια μπάλα σκυμμένη
με το κεφάλι στα νύχια μου
και να ζεσταίνομαι στο έδαφος
καθώς η άμμος με ρουφάει
ενώ εσύ φιλάς τον ώμο μου τρυφερά

στοργικά κι αναίσθητα εξαφανίζεσαι
γιατί φεύγω και το βλέμμα σου αλλάζει

Δευτερόλεπτα που μασάνε τσιγάρα

Βγάλε μου τα νύχια σε παρακαλώ

και τράβηξε μου τις βλεφαρίδες
και κάνε ό,τι θες αλλά όχι ό,τι οι άλλοι
έτσι για να σημαίνει ότι κάτι υπήρξε μεταξύ μας

μη με υποτιμήσεις μη με χτυπήσεις

μη μ’ αγαπήσεις σαν θεό σαν φίλη

μην παίξεις παιχνίδια μη με παντρευτείς
μη μου κάνεις έρωτα μη σταθείς δίπλα μου

Αυτά έχουν γίνει, γίνε ό,τι έμεινε

Γίνε άντρας κι εγώ γυναίκα

και στάσου ψύχραιμα απέναντι μου

κομμάτια παζλ που διακρίνω μόνο εγώ

άσε τα χρόνια να κυλήσουν
Μόνο εγώ να βλέπω πόσο έσπασες ατάραχος
και την επιθυμία σου να βράζει ανικανοποίητη

Μετά από χρόνια αν θες αφού δέσουμε τις πληγές μας

σιωπώντας πες μου να βγούμε

Για λουίζα ή καφέ

Ή πάμε στη θάλασσα αρκεί να ‘ναι σ’ άλλη παραλία
Μακριά από τα κόλπα αυτού του κόσμου

 

——————————————————-

 

Ας μιλήσουμε για το εν δυνάμει σου
Γαλάζιο άλογο σκυθρωπό
γιατί το εν ενεργεία σου χλωμό καγκουρό

Σαλιγκάρι και χελώνα χέρι χέρι

Στο βάθος κήπος θάμνος φλισκούνι

Μερικές φορές τα μάτια σου ανθίζουν
και στη γλώσσα μου κάτι από ‘σένα

Τα άλλα τα πολλά τα δύσκολα

άφησε τα στου χρόνου τα γεράκια

Είναι καλύτερα έτσι, όσο αντέχεις φίλε

Μην κλαις μετά, θα σώσω άλλον μικρό
στο χώμα θα βγάζω το φίδι απ’ την τρύπα

Μην έρχεσαι φοβάσαι εσύ, μπερδεύεσαι

προσκολλάσαι και χτυπιέσαι χταπόδι
Μην παρεκκλίνεις, η πορεία σου ίδια γαϊδουριού
Κι άλλωστε που ακούστηκε άλογο

άνθρωπος να γίνει να ερωτευτεί

δέντρο ανάποδο με ρίζες στα σύρματα του φωτός
και φύλλα στο νερό πνιγμένα

Κι έπειτα φρούτα γυναικεία μέλη
πως να αγγίξεις ποτέ σου δε θα μάθεις

φρούτα και αγκάθια πάνε μαζί

Κι εσύ τετράποδο
χωρίς χέρια κεριά στεφάνια
απέραντη χρυσή έρημος

μοναξιάς ανάρμοστης

 

——————————————————-

Το όμορφο σου χορτάρι

ο ουρανός της απελπισίας

και της πληρότητας η γη

σαν μέσα της εισχωρεί το νερό
Η πλάση που γέμισε απ’ τη σφιχτή κοτσίδα

μικρές πολύτιμες πυγολαμπίδες
που δε θα εκραγούν στη φλόγα σου

θα παριστάνουν το κλειστό οινόπνευμα

σ’ ένα ράφι κάποιου σούπερ μάρκετ

απλησίαστο δίπλα στις ναφθαλίνες
σκονισμένο στης πωλήτριας την αλλεργία

η αντίδραση σου πικρή παιδική σκουριά

Ναι πιάσε όσο θες τη ζώνη σου

και δείξε μου τους αντίχειρες σου
Δες με σκυμμένη να ψάχνω κάτι

Κοίτα την πλάτη μου

Το θαρραλέο μου περπάτημα
έτσι κι αλλιώς σύντομα σύννεφα και σκυλί

σε περιμένουν
Παιδιά ακούγονται
στη φαντασία σου έχεις μερικά

Στολίδια να φτιάξεις τη ζωή σου
κρίμα δε θα συλλάβεις
Κάποιοι ζουν την αμαρτωλή συνέπεια

της αθωότητας της υπεκφυγής
Έτσι αφανείς ίσως ξεχαστούν
Ο θάνατος τους λευκό φουλάρι

τυλιγμένο στο λαιμό που καπνίζει και ματώνει
Απελευθερωθήκαμε κύριοι για λίγο

αλλά όταν κλειδώσαμε την πόρτα

τότε δείξαμε απελευθερωμένοι
τότε που πια είχαμε μπει σε αγία εικόνα
στης παρανοϊκής εκκλησίας το τέλμα
ονειρευτήκαμε ζωή
μα όταν θελήσαμε να βγούμε
η ελεύθερη βούληση κέρβερος
Κι αν είναι απαγορευμένο;

Το σεξ μέγιστη κίνηση αγάπης

Και τι θα γίνει ύστερα;

Ύστερα καφές πικρός αλκοόλ τσιγάρο
Κοιτάς ρίχνεις το βλέμμα αδειάζεις
Δίνεις χείλη αγάπη μάτια καρδιά

Παίρνεις χέρια μυαλό γυμνά σώματα

Ψυχή και βάθος σε καθηλώνει
Αν μπορείς αναστήσου

Σε προκαλώ

 

——————————————————-

ΑΓΡΙΑ ΜΕΝΤΑ

 

Βουλιάζω στο αίμα σου και γύρω μου σκοτάδι

Ανησυχώ για το δέρμα σου και τα φτερά μου κόβονται
Ξημερώνει πανσέληνος

κι εγώ μια μέντα πρωτότοκη

ζωντανεύω μακριά από λουλούδια
και περπατάω γρήγορα

για να με κυνηγήσεις

Άφησα έναν ηλίανθο στη βροχή
να βρει την τύχη του ή να πεθάνει

Κι έζησε

Είδες πόσο νοιάζομαι για τους άντρες;
Για ‘σένα που αγαπώ
τον άντρα που αγαπώ

Εγώ μια μέντα κι εσύ ένα κυπαρίσσι

Είδες πόσο ψηλότερο σε βλέπω
που χαμηλώνεις για να δεις τα μάτια
και το χαμόγελο μου
Μπαίνεις στη σπηλιά σου να κρυφτείς

εσύ που είσαι άντρας σοβαρός και ήρεμος
και κοκκινίζεις από ντροπή
για τα νερά που αλλάζουν πορεία στη Χαλκίδα
και κουνιούνται ρυθμικά

Ο χορός της προσέγγισης απομάκρυνσης

δεν αργεί να σβήσει
Το κομβικό σημείο έφτασε

θα ζήσεις ή θα πεθάνεις έρωτα

Με τις πράξεις μιλάς εσύ
Με τα πόδια με τα μάτια το κεφάλι και τα αυτιά
Γιατί μ’ αγάπησες και ξέχασες να μετράς

Καίγομαι απ’ τον πυρετό
Βράχνιασε η φωνή μου

Σε θέλω κοντά μου
Η ένταση θα φύγει όταν τα ένστικτα

μια νέα θάλασσα θα απλώσουν
Καλώδια νευρικά τα χέρια μου

Τα μέτωπα μας ξαφνιασμένα
γιατί να ξεψυχήσω έτσι εύκολα
μακριά σου χωρίς πόδια ανοιγμένα
Θα σε χαϊδέψω με το βλέμμα μου
Τ’ ορκίζομαι, την τελευταία μέρα

που θα ‘μαι αλλού ποιος ξέρει
σε ποιο κρεβάτι πόνου ή χαράς

Κι όμως κάτι θα λείπει, εσύ
αν σήμερα δεν έρθεις

Στο θάνατο θα σε ξαναβρώ
πουθενά αλλού
Γιατί σε ήθελα πολύ

Κι εσύ είπες έφυγες για τη σπηλιά σου
Στα χρόνια τα επόμενα λοιπόν

Αντίο, γεια σου

 

 

* Η Παλαιολογίνα Ιωσηφίδη γεννήθηκε στην Αθήνα το 1989. Το Δεκέμβριο του 2016 εκδόθηκε η πρώτη της ποιητική συλλογή «Λίγο πριν τον πόλεμο» (εκδ. Οδός Πανός).

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top