Fractal

“Τέσσερα ποιήματα”

του Βασίλη Αθανασιάδη //

 

275397-Heart-mixed-medium-painting-with-the-words-poetry-love-soul-laughter-happiness-and-wisdom--Stock-Photo

 

4 ΕΠΟΧΕΣ /ΚΥΚΛΟΣ

 Ξυπνάει Μάρτη απ’ αντηλιά
μυρωδικές ανάσες κι ανοιχτός καιρός
μ’ ένα πινέλο ένας θεός
που δέντρα ζωγραφίζει,
απλώνει πράσινο χαλί
λιώνει τα χιόνια στα ψηλά,
τα χαμηλά ποτίζει.
Σπρώχνει τον ήλιο να κυλά,
ζέστα και φώς κι αρώματα
τις μέρες μεγαλώνει
κοιτάει και δείχνει θάλασσες καυτές
και ξεκινάει
κι αφήνει πίσω ανθίσματα
καρπούς αναζητάει.
Κι όσο να φτάσει να σταθεί
άδειασ’ η πόλη, άλλαξε χρώμα  η θάλασσα,
οι ποταμοί στερέψανε
ο ήλιος καίει κι αχνίζει,
βάζει στον ουρανό φωτιά
τρώει απ τη νύχτα και φωτάει το δειλινό,
το πρωινό στολίζει.
Ανοίγει τα παράθυρα,
αγέρα ψάχνει,
πετάει τα σκεπάσματα,
ξυπνάει πρωί,
στη θάλασσα  βαδίζει.
Γυρίζει απομεσήμερο,
διψάει το χώμα,
ο ουρανός, σύννεφα σκούρα και βαριά
κρατάει με το να χέρι,
τ’ άλλο τον ήλιο χαιρετά
που φεύγει, τρέχει να κρυφτεί
να μην τον σβήσει η μπόρα.
Πλένει, ποτίζει από ψηλά
καρπούς μαζεύει,
ξεντύνει αλλάζει τα κλαριά
κάρα τραβάει,
βάρκες χτυπάει στα κύματα
σφυράει  σκοπούς στον άνεμο
και στα μπατζούρια χτύπους.
Αράζει  βράδυ
κι ως την αυγή, σύννεφ’ ανάρριχτα φορά
και με το σώμα και το νου
κυλάει πετάει μες στη βροχή,
ανέμους ψιθυρίζει
αλλού το βλέμμα του ακουμπά
πατημασιές αφήνει
ρίχνει φωτιές από ψηλά
γκρεμίζει βράχους και βροντά,
αστέρια καταπίνει
κι όσο βραδιάζει,
ο κάματος  γέρνει τα βλέφαρά του,
λυγάν τα πόδια σβήνει αργά
πέφτει στα όνειρά του.

Ξυπνάει  Μάρτη …

 

 

Easy  riders

Πειρατές της πόλης
βάζουν τα γυαλιά τους
δένουν τα μαλλιά τους
λύνουνε τις ρόδες
γίνονται ποτάμι
που κυλάει αργά.

Όλη μέρα αφήνει
πίσω του τον κόσμο
κι όλη νύχτα γράφει
φωτεινές αράδες
τις γραμμές της πόλης
τις ακριανές.

Πειρατές κουρσάροι
δίπλα τους το κύμα
όνειρο το θύμα
στ’ άστρα κρεμασμένοι
μια γενιά γραμμένη
με παλιά γραφή.

Στη ζωή πιασμένοι
μόρτες παλικάρια
πάνω στα λιοντάρια
με αύρα μεθυσμένοι
τρέχουν διψασμένοι
ψάχνουν τη στιγμή.

 

 

Η βόλτα

Μες στο μυαλό μου λέξεις στέκουν στην ουρά

να μπουν στο νέο μου βιβλίο

που μου το διάβασε η ανάγκη να το γράψω

για να σου πω από που περνώ

κι αν θέλεις κάτι να σου φέρω

άμα το βρω…

στην τσάρκα  με το μηχανάκι

που ξεθυμαίνεις το βραδάκι

και ψάχνεις κάτι να σε βρει, να σε ζητήσει, να σε θέλει

και να σου παίρνει να σου δίνει

ότι δεν έχεις κι ότι θες

κι όταν γεμίζεις να σ’ αφήνει.

 

Μες  στα κενά σου  σκέψεις κάθονται τρελές

που αναβοσβήνουν σα λυχνάρια

κι ανοιγοκλείνουν τα φτερά σαν πετεινάρια

που όταν κουράζονται αγρυπνούν

σε μια γωνιά και περιμένουν

να ‘ρθει πρωί…

και να τραβήξουν την κουρτίνα

κι αφού ξυπνήσουν την Αθήνα,

να ψάξουν ταίρια στις αυλές, στους πίσω κήπους στις αλάνες

κι αφού τινάξουν τα φτερά τους

κι έχουν κάνει το σωστό

πάνε να κρύψουν τη χαρά τους.

 

Άσ’ το καλάθι με τα λάθη στη βροχή

όσα ξεπλύνει ξέχασέ τα

κι ότι  γνωρίζεις με σβησμένα σπαρματσέτα

κράτα το, αυτό είν’  αληθινό

να το φορέσεις και στη βόλτα

την  Κυριακή…

για να σου δίνει τη φρεσκάδα

που ‘χασες όλη τη βδομάδα

κι όταν περάσει και σε δει, να σε διαλέξει να λυγίσει

να χαμηλώσει τη ματιά του

να ‘ρθει πίσω απ’ το στενό

και να σ’ ανοίξει την καρδιά του.

 

 

Ο θησαυρός

Πράσινα χαλιά  βήματα παλιά
φρέσκο μονοπάτι
φορτωμένη πλάτη
τεντωμένο αυτί
σηκωμένο μάτι
πάντα ψάχνεις κάτι
κάποιο μυστικό
διπλοκλειδωμένο
στοιχειωμένη  βρύση
να στο ψιθυρίσει
κάτι μακρινό
κάτι περασμένο
στα βαθειά κρυμμένο
Το φυλάνε δράκοι
κι άγρια στοιχειά
τους μεθάς τα βράδια
μ’ αίμα και φωτιά
και περνάς την “πύλη”,
κι όπου θα σε στείλει
το παλιό χαρτί
πένθιμη γιορτή
μην το προσπεράσεις
πρώτα να μοιράσεις
καθενός τι πρέπει
η ψυχή τους βλέπει
άσε κι ένα κάτι
κάτι για το μάτι
για να μείνει πίσω
κι αν σε συναντήσω
να μη σου χρωστάω
να σε χαιρετάω.
Κι όταν σηκωθείς
και τη μέρα δεις
φύγε απ’ τους κακούς
πιο πολύ ν’ ακούς
με τη δύναμή σου
αδερφός κρατήσου
διώξε με τη μια
πόνο κι ερημιά
δίνε τα χρωστάς
πάψε να μετράς.

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top