Fractal

Διήγημα Fractal: “Τερέσα Ρομέρο”

Της Τζένης Μανάκη //

 

 

 

 

Η Τερέσα Ρομέρο ήταν το δεύτερο παιδί μιας φτωχής οικογένειας Μεξικάνων από ένα μικρό χωριό,  κάτι λιγότερο από εκατό χιλιόμετρα από την Τιχουάνα. Έφηβη ακόμη, είχε στο νου της να ξεφύγει από τη φτώχεια κι από τις άθλιες συνθήκες ζωής του τόπου της. Δεν ήθελε ν’ ακολουθήσει τα ίχνη της μεγαλύτερης αδελφής της που απ’ τα δεκαοκτώ της είχε το όνειρο να παντρευτεί έναν φτωχό συγχωριανό. Της είχε καρφωθεί η ιδέα του  αμερικάνικου ονείρου. Η μικρή απόσταση που τη χώριζε από τα απαγορευμένα σύνορα, που λαθραία περνούσαν ένα σωρό απελπισμένοι και κατόρθωναν, όχι μόνο να επιβιώσουν, αλλά και να συμβάλουν στην επιβίωση των οικογενειών που άφηναν πίσω τους,  κρατούσε ζωντανό το όνειρό αυτό,  μέχρι τη μέρα, που ο έρωτας τής κτύπησε την πόρτα. Το όνειρο πήρε αναβολή.

 

Ο  Ραμόν Περέζ, μοναχογιός ενός μεγαλοκτηματία από την πιο κοντινή κωμόπολη, προμήθευε με αλεύρι τη φτωχή οικογένειά, γεγονός που έγινε αφορμή να γνωρίσει τη δεκαεξάχρονη Τερέσα, που έλαμπε μέσα στο λουλουδάτο ξεμανίκωτο φόρεμά της. Γυαλιστερές κατάμαυρες κοτσίδες πλαισίωναν το μελαμψό όμορφο πρόσωπό της. Την είχε βάλει στο μάτι, και βάλθηκε να την κατακτήσει. Κάθε φορά που πήγαινε να προμηθεύσει το φτωχικό μ’ ένα τσουβάλι αλεύρι άφηνε σαν δώρο καλαμπόκια και φρούτα από το κτήμα τους. ”Για τα κορίτσια”, έλεγε στη μάνα της Τερέσα, που  καλοέβλεπε το ενδιαφέρον του νεαρού.

Όποια και να διαλέξει σκεφτόταν, θα είναι τυχερή, και για την οικογένεια, ένα στόμα λιγότερο. Είχε τελικά εντοπίσει απόλυτα την προτίμησή του, καθώς το βλέμμα του Ραμόν στεκόταν αμήχανα, επάνω στη δεύτερη κόρη της. Φρόντιζε να τη συμβουλεύει να ντύνεται καλά, να χτενίζεται όμορφα, τη μέρα που τον περίμενε, χωρίς να της δίνει εξηγήσεις, με την απατηλή βεβαιότητα, ότι η κόρη της δεν είχε αντιληφθεί τον λόγο.

Η πάμφτωχη δόνια Ρομέρο ήταν αποφασισμένη να προωθήσει τη σχέση και άρχισε να γίνεται ομιλητική με τον νεαρό, τον προσκαλούσε μάλιστα ν’ αφήνει τ’ άλογό του στην αυλή για να του προσφέρει λεμονάδα.

”Έλα Τερέσα, βάλε μια παγωμένη λεμονάδα στον κύριο”.

Εκείνη, ρίχνοντας την μακριά κοτσίδα πίσω με μιαν αγέρωχη κίνηση του κεφαλιού της, ανασκάλεψε μέσα στην παγωνιέρα να βρει το βάζο που η μάνα της φύλαγε την λεμονάδα για τους ξένους. Του την πρόσφερε σ’ ένα ποτήρι μεγάλο, διακοσμημένο με κόκκινα μικρά τριαντάφυλλα. Εκείνος, στην προσπάθεια να προσελκύσει τη ματιά της, κράτησε το χέρι της, αντί για το ποτήρι, καρφώνοντας τα μεγάλα κατάμαυρα μάτια του στο στόμα της. Η Τερέσα τον κοίταξε αμήχανα στα μάτια, που μέσα τους καθρεφτιζόταν το είδωλό της, παραξενεύτηκε και άφησε το βλέμμα της καρφωμένο εκεί για λίγα δευτερόλεπτα. Κι αυτό ήταν όλο! Δεν τον έβγαλε από το μυαλό της. Ξέχασε το αμερικάνικο όνειρό της, κι έπλασε ένα άλλο. Φανταζόταν τον εαυτό της κυρά μ’ όμορφα πολύχρωμα ρούχα και στολίδια στη μεγάλη χασιέντα του κτήματος, που δεν είχε δει ποτέ μέχρι τότε, μόνο την ονειρευόταν.

Ένα τεράστιο δωμάτιο, και ένα κρεβάτι, καλυμμένο με λευκό δαντελένιο  κάλυμμα, να τους περιμένει, ενώ τα λεπτά κατάλευκα υφάσματα της κουνουπιέρας θα πάλλονταν από το απαλό αεράκι που θα σκαρφάλωνε μέχρι τον επάνω όροφο και θα τρύπωνε από το μεγάλο παράθυρο, που έβλεπε στην αυλή και σ’ ένα κομμάτι  ουρανού. Ονειρευόταν ένα μεγάλο σαλόνι με όμορφα έπιπλα που δεν μπορούσε να ζωγραφίσει ακριβώς με τη φαντασία της, δεν είχε αντικρίσει ποτέ κάτι παρόμοιο. όμως θα ήταν ό,τι πιο όμορφο μπορούσε να δει ανθρώπου μάτι. Μια ανοικτή μεγάλη σάλα στο ισόγειο να συνορεύει με τον όμορφο κήπο, που τα φυτά του θα σκαρφάλωναν πάνω στους ψηλούς ροδόχρωμους τοίχους και θα προστάτευαν εκείνη και τον Ραμόν από την έξω φτώχεια και ζήλια. Γιατί όλοι θα ζήλευαν τον έρωτά τους!

Σκεφτόταν ότι μπορούσε ακόμη και να διαφεντεύει, να δίνει εντολές στη μαγείρισσα και στον κηπουρό. Ήθελε όμως μόνη της να τον περιποιείται, μόλις, ξεπέζευε από το άλογό του και έτρεχε να την αγκαλιάσει με λαχτάρα.

Στην τρίτη λεμονάδα, ούτε δυο μήνες από την πρώτη, κι αφού το όνειρο εμπλουτιζόταν με κινηματογραφικές σκηνές μεταξύ ενός παθιασμένου έρωτα και μιας γαλήνιας οικογενειακής ζωής με πλούτη και κοινωνική καταξίωση, λίγα λεπτά εσκεμμένης απουσίας της μητέρας της, στάθηκαν αρκετά, για μια αγχωμένη ερωτική εξομολόγηση εκείνου και μια ντροπαλή δική της συγκατάνευση. Το ραντεβού κλείστηκε για την επομένη στο μικρό δασάκι πίσω από την εκκλησία. Τις τελευταίες λέξεις τις άρπαξε η μάνα της που παραφύλαγε πίσω από την κλειστή πόρτα της κουζίνας. Ήταν αποφασισμένη να μην εμποδίσει την κόρη της, ήταν καλό παιδί ο Ραμόν, ήταν σχεδόν βέβαιη για αυτό. Δεν είχε κανένα λόγο να μοιράζει αυτός τα προϊόντα του κτήματος, ήταν δουλειά που μπορούσε να κάνει οποιοσδήποτε από τους εργάτες που ήταν στη δούλεψη του πατέρα του, όμως αυτός ήταν εργατικός, προσόν που εκτιμούσε απεριόριστα η δόνια Ρομέρο, πικραμένη από την ανεμελιά του συζύγου της που δεν έδινε δεκάρα για τη διαβίωση της πολυμελούς οικογένειάς του. Κατέληξε μάλιστα να την εγκαταλείψει, δύο χρόνια τώρα, όταν ερωτοχτυπήθηκε με μια χορεύτρια του τσίρκου που περιόδευε στα γύρω χωριά, αφήνοντάς την μόνη με τα δύο μικρά αγόρια και τις δυο τους κόρες. Η Τερέσα απόρησε με την άμεση συγκατάθεση της μάνας της, όταν της είπε ότι θα πήγαινε ν’ ανάψει ένα κερί στην Παναγία γιατί είδε κάποιο όνειρο που της το επέβαλε. Κι ούτε καν ρώτησε ποιο ήταν τ’ όνειρο. Το απόγευμα συνήθως δεν άφηνε τις κόρες της να απομακρύνονται από την αυλή. Φοβόταν. Κυκλοφορούσαν κάτι αλήτες που πλάνευαν τα όμορφα κορίτσια με ψευτιές ότι θα τα βοηθούσαν να περάσουν τα σύνορα να φθάσουν στη ”Γη της επαγγελίας”, να βρουν την τύχη τους! Δυο νεαρές που τους πίστεψαν χάθηκαν χωρίς να δώσουν κάποιο ίχνος ζωής στους δικούς τους.

Φόρεσε το φρεσκοπλυμένο λουλουδάτο φουστάνι, έτριψε με τα δάχτυλά της τον στήμονα ενός κόκκινου ιβίσκου και χρωμάτισε τα μάγουλά της, ύστερα κοιτάχτηκε στον καθρέφτη, διόρθωσε με τις παλάμες της την έντονη κοκκινίλα, πήρε το σβησμένο φυτίλι από το κερί που είχε μπροστά στις εικόνες η μάνα της και τόνισε με τη μαυρίλα του τα μάτια της. Πάντα με την προσοχή της στραμμένη στο είδωλό της, έλυσε τις κοτσίδες και έπιασε τα μαύρα γυαλιστερά μαλλιά της σε μια κυματιστή αλογοουρά που πηγαινοερχόταν καθώς με ταχύ βήμα προσπαθούσε να φθάσει έγκαιρα στο τόπο της συνάντησης με τον Ραμόν.

Περνώντας από την εκκλησία στάθηκε διστακτικά κι αποφάσισε παρά τη βιασύνη της ν’ απευθύνει στην Παναγία μια σύντομη προσευχή. μπήκε μέσα, έβγαλε το μικρό δαντελένιο μαντήλι που φύλαγε στη τσέπη της, το έβαλε στο κεφάλι της, έσκυψε, κι αφού πρώτα ζήτησε συγχώρεση για το ψέμα που είπε στη μάνα της, επικαλέστηκε τη βοήθειά της σ’ αυτό που στο νεανικό μυαλό της, επηρεασμένο από τα ακούσματα και τις απαγορεύσεις, φάνταζε γι’ αμάρτημα. Έκανε το σταυρό της, ζήτησε ξανά συγνώμη που δεν προλάβαινε ν’ αφιερώσει περισσότερο χρόνο για προσευχή και βγήκε σχεδόν τρέχοντας, από το φόβο μήπως εκείνος έφευγε αν καθυστερούσε έστω και λίγο.

Το κατάλευκο πουκάμισό του ανοιγμένο στο στήθος έδινε μια νότα αγχωμένης αναμονής για αυτό που θ’ ακολουθούσε. Κοντοστάθηκε καθώς τον αντίκρισε από κάποια απόσταση, μ’ ένα αίσθημα φόβου, αλλά και γεμάτη έναν  πρωτόγνωρο πόθο που πλημμύρισε όλο της το σώμα. Προσπάθησε ν’ αγνοήσει ένα σφίξιμο στο λαιμό. Την έλουσε ένας κρύος ιδρώτας, που φοβήθηκε ότι θα χαλούσε το πρωτόλειο μακιγιάζ της. Τον σκούπισε, με το δαντελένιο  μαντήλι που θαρρείς αυθαίρετα βγήκε από την τσέπη της, πήρε βαθιά αναπνοή κι ακόμη μία, κι ένα μέρος του φόβου εξαφανίστηκε καθώς τον είδε να χαμογελάει. Ύστερα, σχεδόν έτρεξε και σταμάτησε δυο μέτρα από εκείνον. Ήθελε τόσο ν’ αφεθεί στην αγκαλιά του, να γίνει ένα με το δικό του σώμα, το ήξερε ότι τα επόμενα βήματα θα ήταν αμετάκλητα, ήταν όμως αποφασισμένη να ρισκάρει, όχι μόνο για ν’ απαλλαγεί από τη λαχτάρα που την έπνιγε, αλλά έχοντας στο βάθος του μυαλού της την ιδέα να ξεφύγει από τη φτώχεια,

και ίσως να βοηθούσε και τους δικούς της, να ξεφύγουν κι αυτοί!

”Έλα, σε περιμένω εδώ και ώρα”, της είπε ακίνητος από τη θέση του, καρφωμένος στο ίδιο σημείο. Ήθελε εκείνη με τη  δική της θέληση να τον προσεγγίσει.

Η Τερέσα, παραμερίζοντας τον τελευταίο στιγμιαίο δισταγμό της, βρέθηκε σε απόσταση αναπνοής κοντά του.

”Είσαι τόσο όμορφη!” Τον κοίταξε με απορία, κανείς μέχρι τότε δεν της είχε πει ότι ήταν όμορφη. Την έπιασε από τους ώμους και την τράβηξε κοντά του, διατηρώντας μια ελάχιστη απόσταση, να μη την τρομάξει. Εκείνη δεν μπορούσε ν’ αρθρώσει λέξη.

 

 

Τον κοίταζε εκστατική υψώνοντας τον λαιμό της τόσο μέχρι που πόνεσε ο αυχένας της. Τόσο ψηλός, ηλιοκαμένος, γυμνασμένος και πλούσιος κι όμως της έριχνε βλέμματα θαυμασμού, της το είπε κιόλας ότι ήταν όμορφη. Αφέθηκε, τώρα πια χωρίς τη θέληση που προέρχεται μετά από σκέψη, είχε αδειάσει από σκέψεις, έτσι σαν φυσική συνέπεια αυτού που την έκανε εκείνος να αισθάνεται τη δεδομένη στιγμή. Είχε παραμερισθεί η σκοπιμότητα και μόνον ο πόθος που την είχε κυριεύσει οδηγούσε τις κινήσεις της. Εκείνος, με την βεβαιότητα πια ότι είχε επιτευχθεί αυτό που προσδοκούσε, την έφερε κοντά του με μια κίνηση λαχτάρας και καταπιεσμένης βιαιότητας, καθώς τα χέρια του, άλλοτε απαλά και άλλοτε πιέζοντας προς το μέρος του, διέτρεχαν την σπονδυλική της στήλη, έσκυψε και αφού της χάιδεψε ολόκληρο σχεδόν το πρόσωπο με τα υγρά του χείλη, κατέβηκε στη βάση του λαιμού της, παραμέρισε την αλογοουρά της και πιέζοντας το πρόσωπό της στο στήθος του, ύγρανε με το σάλιο του τον σβέρκο της. Επανήλθε, σέρνοντας τα χείλη του στο λακκάκι του λαιμού και κόβοντας στη μέση, μια βαθιά εισπνοή της, σφράγισε το στόμα της με το δικό του. Ήταν μια πάνινη κούκλα με το λουλουδάτο ξεμανίκωτο φόρεμά της και τα χέρια της να κρέμονται αμήχανα προτού βρουν το προορισμό τους γύρω από την μέση του. Της φάνηκε ότι ζούσε ένα όνειρο σ’ έναν άλλο κόσμο, όπου τίποτα απ’ όσα ήξερε και την πονούσαν δεν υπήρχε, μόνο εκείνη η αίσθηση της αφομοίωσης μ’ εκείνο το πριν από λίγο ξένο σώμα,  που τώρα γινόταν ένα με το δικό της. Την έβγαλε από την έκσταση η βίαιη κίνηση της εισβολής στο παρθένο σώμα της και τότε όλη εκείνη η αιθέρια αίσθηση έδωσε τη θέση της σ’ ένα σφίξιμο που το συνόδευε πόνος και μαζί ο αρχαίος φόβος που προϋπήρχε μέσα της, από τις νουθεσίες και τ’ ακούσματα για τα κορίτσια, που «χάνουν ό,τι πολυτιμότερο έχουν».

Δεν μπορούσε ν’ αντιδράσει κάτω από το βάρος του σώματός του, που με βίαιες κινήσεις προσπαθούσε να φθάσει στην ολοκλήρωση, χωρίς να εμβαθύνει στην αλλαγή που επέφερε. Μια τελευταία βίαια ώθηση μέσα της, ένα βογκητό και το κεφάλι του κατέβηκε στο έδαφος, πιο πάνω από το δικό της, έτσι που τα χείλη της ακουμπούσαν στον αριστερό του ώμο. Έκανε μια κίνηση με το ελευθερωμένο, από το δικό του σώμα, χέρι της, να εξαφανίσει τα δάκρυα που απρόσκλητα κύλισαν από τα μάτια της. Για μια στιγμή την κατέλαβε πανικός, προσπαθούσε να τον καταπνίξει, αλλά την πρόδωσε το σώμα της που έτρεμε. ”Κρύωσες;” τη ρώτησε.

Εκείνος σηκώθηκε πήγε πιο πέρα, τον είδε που τραβούσε το παντελόνι του καθώς τακτοποιούσε το άσπρο πουκάμισο μέσα, που δεν ήταν πια ίδιο όπως όταν τον αντίκρισε κάτω από το δέντρο, είχε τσαλακωθεί και λερωθεί από την επαφή με το χόρτο και το κατακόκκινο χώμα, το μόνο ίσως στοιχείο επάνω του,  που είχε υποστεί διαφοροποίηση. Έσπευσε να καλύψει τα γυμνά μέρη του σώματός της, ίσιωσε με τα χέρια της το ταλαιπωρημένο λουλουδάτο φόρεμα, προσπάθησε μάταια να βρει την κορδέλα που είχε δέσει την αλογοουρά της,  την βρήκε ανάμεσα σε ξεραμένα φύλλα, την έπιασε πανικός…. τι θα έλεγε στη μητέρα της, τελικά …  δεν ήξερε τι να πει, πώς να διαχειριστεί μια τόσο πρωτόγνωρη κατάσταση. Τον κοίταξε, ήταν ακόμη πιο όμορφος, γαληνεμένος σ’ αντίθεση με τον δικό της εσωτερικό κόσμο, τον εξωτερικό της δεν ήθελε να τον φαντάζεται.

”Θα ξαναβρεθούμε γρήγορα” , της είπε αφήνοντας ένα μεγάλο ερωτηματικό για το πότε. Τη  φίλησε στα μαλλιά και … ”Πήγαινε, θα σε βλέπω μέχρι ν’ απομακρυνθείς” .

Ένιωσε ασφάλεια και ξεκίνησε για την επιστροφή. Όταν ξεμάκρυνε και τον έχασε από το οπτικό της πεδίο, γυρνούσε πίσω να τον ξαναδεί, για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν όνειρο,  έσκυψε πήρε μια πέτρα και κτύπησε το γόνατό της ώσπου το μάτωσε.

”Έπεσα”, θα έλεγε στη μάνα της, για να δικαιολογήσει την ατημέλητη εμφάνισή της.

Πέρασαν μέρες και δεν είχε κανένα σημάδι του, ώσπου το Σάββατο της 5ης του Μάη, μέρα μεγάλης γιορτής, τον είδε από μακριά πάνω στ’ άλογό του να κατευθύνεται προς το σπίτι της. Έτρεξε πανικόβλητη μέσα να ρίξει λίγο νερό στο ιδρωμένο της πρόσωπο, να χτενίσει τα μαλλιά της, δεν προλάβαινε περισσότερο. ”Γιατί δεν φρόντισα να είμαι περιποιημένη;”, σκέφθηκε, θα το έκανε έτσι κι αλλιώς, καθώς αργότερα θα πήγαινε στο πανηγύρι.

Τον είδε από το μικρό παράθυρο να δένει τ’ άλογό του στη μεγάλη συκιά να φορτώνεται δύο σακιά και να οδεύει προς την πόρτα της κουζίνας, όπου ήδη τον καλωσόριζε η μάνα της. Πρόσεξε που εκείνη εστίασε το βλέμμα της στα σακιά και ντράπηκε. Ίσως το είχε παρατηρήσει κι εκείνος. Τι θα σκεφτόταν; Την θυμόταν παλιότερα τη μάνα της, ήταν μια περήφανη γυναίκα. Την τσάκισε η φτώχεια, η ανέχεια, η απελπισία, ανήμπορη έφεσή της για το καλύτερο, που πάντα ήλπιζε για τα βλαστάρια της. Μέρα με τη μέρα έχανε κάθε σταγόνα ελπίδας. Πόσο αλλάζει ο άνθρωπος κάτω από συνθήκες αδυναμίας επιβίωσης; Πόσο απομακρύνεται από ιδέες και αρχές, πόσο αυτό που ονομάζουμε αξιοπρέπεια φθίνει μπροστά στο αναγκαίο πιάτο;

Όταν μπήκε στην κουζίνα, ήταν ήδη καθισμένος δίπλα στο τραπέζι κι είχε ακουμπήσει το ποτήρι με την λεμονάδα πάνω στον πολύχρωμο μουσαμά. Είχε  προλάβει να πιει μια γουλιά, και ανασηκώθηκε  σε μια ένδειξη χαιρετισμού.

”Μπορώ να συνοδεύσω την Τερέσα στο πανηγύρι;” απευθύνθηκε στη μάνα της και πήρε την αναμενόμενη θετική απάντηση, τόσο άμεσα, που μια μικρή έκφραση έκπληξης ζωγραφίστηκε στο ηλιοκαμένο του πρόσωπο. Τα μάτια του έλαμπαν από λαχτάρα, την κοίταζε απροκάλυπτα λαίμαργα, καθώς η μάνα της βάλθηκε να τακτοποιεί το περιεχόμενο των δύο σακιών που αυτή τη φορά περιείχαν κι ένα μεγάλο κομμάτι κρέας, ”από το αγριογούρουνο που κυνήγησα προχθές”, είπε εκείνος.

”Πάω να ετοιμαστώ κι έρχομαι”, του είπε διστακτικά κι εξαφανίστηκε απ’ την κουζίνα, βγήκε γρήγορα στην αυλή, έκοψε έναν κόκκινο ιβίσκο από την ασπρισμένη γλάστρα, μπήκε βιαστικά το δωμάτιο, φόρεσε το λουλουδάτο της φουστάνι, άφησε τα μαλλιά της ξέπλεκα, τα πέρασε μια σταγόνα δαφνόλαδο να γυαλίζουν, πήρε μια τούφα την έπιασε μ’ ένα γκάντσο, κάρφωσε επάνω τον ιβίσκο αφού προηγουμένως έτριψε τρυφερά τον στήμονά του για να ροδίσει τα μάγουλά και τα χείλη της. Διαπίστωσε με δυσαρέσκεια ότι η μάνα της είχε προλάβει ν’ αφαιρέσει το φυτίλι από το κερί, μπροστά στο μικρό άγαλμα της Παρθένου, έτσι, αφήνοντας ανολοκλήρωτο το μακιγιάζ της, γυαλίστηκε στον μικρό καθρέφτη, τον καρφωμένο στον τοίχο, προσπαθώντας από διάφορες αποστάσεις να ελέγξει την εμφάνισή της.

Πρόσεξε τον θαυμασμό στο βλέμμα του καθώς εμφανίστηκε στην κουζίνα. Η μάνα της γύρισε, την κοίταξε με προσοχή κι ανησυχία, που προσπάθησε να παραμερίσει και ψιθύρισε ένα διστακτικό: ”Καλά να περάσετε”, και κοιτάζοντας την έντονα:

”Να προσέχεις Τερέσα”, της είπε, χωρίς να ξέρει γιατί ακριβώς.

Χόρεψαν με την ψυχή τους, εκείνος την σφιχταγκάλιαζε με κάθε αφορμή που του παρείχαν οι χορευτικές φιγούρες, δεν ήθελε να δώσει τροφή για σχόλια στους χωριανούς, φοβόταν αυτά, που πιθανόν να έφθαναν μέχρι τον πατέρα του. Όταν το γλέντι είχε ανάψει, με τρόπο, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί απομακρύνθηκαν προς το μικρό δασάκι, πίσω από την εκκλησία για να επαναλάβουν αυτό που και οι δύο ονειρευόταν όλο το χρονικό διάστημα που κρατήθηκαν μακριά. Αυτός με μεγάλη λαχτάρα και λαιμαργία, εκείνη μ’ έναν πόθο ανάμεικτο με φόβο που δεν κατόρθωνε να καταπνίξει.

Καταλάγιασε ο πόθος του, κι ενώ εκείνη δεν είχε ακόμη πέρα από τα αισθήματά της και την ευχαρίστηση της ζεστασιάς του σώματός του, αντιληφθεί, την σημασία που έδινε όλος ο κόσμος στο σεξ, εκείνος δεν σηκώθηκε, όπως την προηγούμενη φορά, την κράτησε στην αγκαλιά του, της είπε λόγια τρυφερά, της είπε ότι όλο αυτό το διάστημα που δεν την έβλεπε την ποθούσε, την ονειρευόταν, την ήθελε κοντά του, κι ενώ εκείνη έμενε σιωπηλή, από ντροπή, ένιωσε μέσα της να φουντώνει η θέληση για επανάληψη εκείνου στο οποίο δεν είχε δώσει την αξία που του ταίριαζε. Τον έσφιξε κοντά της ενστικτωδώς κι εκείνος ανταποκρίθηκε με την ίδια θέρμη και λαχτάρα, χαρίζοντάς της, την πρώτη ερωτική  έκσταση.

Όταν τέλειωσαν είχε πάψει να νοιάζεται για το τι θα γινόταν αύριο, θαρρείς και η ζωή της μπορούσε να τελείωνε εκείνη τη στιγμή κι εκείνη να είναι ευχαριστημένη κι ευλογημένη!

 

Τον ξαναείδε καθώς πότιζε τα  λουλούδια στην πίσω αυλή, μετά από πολλές μέρες να ξεπεζεύει μ’ ένα πήδημα από το σκουρόχρωμο άλογό του, να δένει ένα σχοινί στη συκιά όπως την προηγούμενη φορά, να ξεφορτώνει ένα σωρό τσουβάλια από ένα μουλάρι που τον ακολουθούσε μ’ έναν άγνωστο αναβάτη και να οδεύει με την άνεση του κατακτητή προς την πόρτα της κουζίνας, όπου ξεπρόβαλε η φιγούρα της μάνας της, κρατώντας από το χέρι τον μικρότερο αδελφό της. Σε λίγο τον ακολούθησε ο άγνωστος κουβαλώντας δυο μεγάλα σακιά. Έτρεξε μέσα, χτένισε την αλογοουρά της, καθρεφτίστηκε, είχε κοκκινίσει, δεν της χρειαζόταν πρόσθετο κοκκινάδι, πήρε δυο βαθιές αναπνοές για να ηρεμήσει από την ταραχή που της προκάλεσε η ξαφνική παρουσία του, είδε το είδωλό της στον καθρέφτη, της είχε φύγει η πολλή κοκκινίλα και τότε προχώρησε προς την κουζίνα, όπου εκείνος είχε ήδη στρογγυλοκαθίσει κι έπινε τη λεμονάδα του. Μόλις την είδε, σηκώθηκε από τη θέση του και της έτεινε το χέρι του σ’ έναν χαιρετισμό. Η επαφή με το δικό του την έκανε να κοκκινίσει ξανά. Είδε το βλέμμα της μάνας της να καρφώνεται επάνω της και μετά επάνω σ’ εκείνον και ήταν πια βέβαιη, ότι εκείνη κατάλαβε τουλάχιστον ένα μέρος αυτού που είχε διαμειφθεί μεταξύ τους, ταράχτηκε, ψέλλισε έναν χαιρετισμό που ούτε καν ακούστηκε, πλησίασε δειλά  και κάθισε σε μια καρέκλα.

”Δεν έπρεπε να μπαίνετε στον κόπο να φέρνετε τόσα πράγματα” του είπε η μάνα

της,” δεν θα μπορέσω ποτέ να ξεπληρώσω την καλοσύνη που κάνετε”.

”Δεν χρειάζεται”, της απάντησε με αυτοπεποίθηση, ”γιατί αποφάσισα να γίνουμε μια οικογένεια, αγαπάω την Τερέσα και ήρθα να την πάρω να τη γνωρίσω στους γονείς μου”.

Η μάνα της κρατήθηκε από το ντουλάπι της κουζίνας, τον κοίταξε έντονα κρατώντας την αναπνοή της κι ύστερα αφού συνήλθε από το ξάφνιασμα τράβηξε μια καρέκλα να καθίσει, σκούπισε με την ανάστροφη του χεριού της δύο δάκρυα που είχαν ήδη κατηφορίσει προς τα μάγουλα της, έκανε τον σταυρό της κοιτώντας προς τα πάνω, και είπε τραυλίζοντας σχεδόν ”Να έχετε την ευχή μου, ελπίζω οι γονείς σου να την αγαπήσουν όπως κι εσύ”.

”Η μάνα μου την περιμένει με μεγάλη χαρά”, είπε αυτός και παρατήρησε που έλαμψε από χαρά το πρόσωπό της Τερέσα, καθώς τραβούσε τη φούστα της προς τα κάτω καλύπτοντας τα γόνατα, λες κι η μάνα του ήταν παρούσα κι έπρεπε να δείξει την πρέπουσα σεμνότητα.

 

Η Μαίρυ Άλισον ήταν κόρη του χήρου Ντέιβιντ Άλισον, Αμερικάνου των μεσοδυτικών πολιτειών που βρέθηκε στο Μεξικό από μια περίεργη στροφή της ζωής του και εκεί κατόρθωσε να δημιουργήσει μια μεγάλη χρηματική και κτηματική περιουσία. Είχε στη δούλεψή του το μεγαλύτερο μέρος του τοπικού εργατικού πληθυσμού, ένα πελώριο σπίτι με υπηρέτες και χίλια καλά που του επέτρεπε η οικονομική άνεση να χαίρεται. Αυστηρός, αλλά ανθρώπινος, αντιτέθηκε αρχικά έντονα, αλλά κατέληξε να δώσει την συγκατάθεσή του για το γάμο της μονάκριβης, ερωτευμένης, κόρης του μ’ έναν νεαρό Μεξικάνο που με την εξυπνάδα και την εργατικότητά του είχε ήδη κερδίσει τον τίτλο του επιστάτη της μεγάλης κτηματικής του περιουσίας.

Η Μαίρυ Άλισον, μια κοπέλα μεγαλωμένη με αρχές, έγινε η δόνια Μαρία Περέζ και υπήρξε κάποια εποχή που ήταν πολύ ευτυχισμένη με τον Μιγκέλ Περέζ, μέχρι που πέθανε ο πατέρας της. Τότε, όλα τα καταπιεσμένα κακά αισθήματα που κουβαλούσε μέσα του ο άνδρας της για τον πεθερό του, όπως συμβαίνει συνήθως για τα ”αφεντικά”, βγήκαν στην επιφάνεια για της κάνουν τη ζωή αφόρητη. Μάζευε πίκρες, αδύναμη να αντιδράσει και επιβίωνε χάρη στον γιο της, τον μικρό Ραμόν, που μεγάλωνε και τις έδινε όλες τις χρωστούμενες από την υπόλοιπη ζωή χαρές.

Ο Mιγκέλ Περέζ είχε μετατραπεί στον απόλυτο κύριο της περιουσίας της, φερόταν αυταρχικά στους εργαζόμενους, παρά τις προσπάθειες της να τον πείσει για το αντίθετο, στο στάδιο που δεν είχε επέλθει μεταξύ τους η απόλυτη ρήξη. Ήταν κουφός σε κάθε υπόδειξη και γινόταν επιθετικός μετά απ’ αυτήν. Η δόνια Μαρία,

που εξελίχθηκε από την ανάγκη παρηγοριάς σε πολύ θρησκευόμενη, του ξίνιζε, πίστευε για αυτήν, ότι πάντα τον έβλεπε με το βλέμμα του ατόμου άλλης τάξεως, που τον καταδέχθηκε, και έτσι, αποζητούσε τον έρωτα σε γυναίκες απέναντι στις οποίες αισθανόταν ανώτερος. Με το ποτό και την άστατη ζωή του, ήταν ένα κακό πρότυπο για τον μικρό Ραμόν που μεγάλωνε μέσα σ’ αυτή την αντίφαση των χαρακτήρων των γονιών του.

Η δόνια Μαρία είχε κατορθώσει να τον επηρεάσει με την αγάπη και την καλοσύνη που του δίδασκε, αλλά ο μικρός λοξοκοίταζε, από την εφηβεία του, προς την πλευρά του πατέρα του, τον θαύμαζε και ζήλευε συγχρόνως, που ξέδινε παρέα με όμορφες πόρνες, χωρίς όμως να απορρίπτει τη μητρική παραίνεση, να βρει μια όμορφη τίμια κοπέλα για γυναίκα του.

Απογοητευμένος από τις παρτίδες του με κάποιες χυδαίες νεαρές που του πουλούσαν έρωτα, ο Ραμόν, έστρεψε τη ματιά του στην Τερέσα, που πληρούσε τις μητρικές προδιαγραφές τουλάχιστον ως προς το ”όμορφη και τίμια”! Το φτωχή δεν τον ενδιέφερε, του είχε διδάξει η δόνια Μαρία ότι τα πλούτη δεν φέρνουν ευτυχία, ήταν εκείνη το ζωντανό παράδειγμα! Αρχικά, η Τερέσα, τον κέντρισε σεξουαλικά και μόνο, ήταν ένα κορμί ανέγγιχτο, ένα πρόσωπο με την ομορφιά της αθωότητας, τόσο διαφορετικό από τα φτιασιδωμένα πρόσωπα των γυναικών που ήξερε. Την πρώτη φορά που της έκανε έρωτα, κράτησε μέσα του μόνο το αίσθημα του νικητή που πέτυχε τον στόχο του και κρατούσε στο χέρι του το τρόπαιο! Άρχισε να σκέφτεται με τρυφερότητα, το ερυθρίασμα το πρόσωπό της, το δειλό άγγιγμα της, το χαμηλωμένο βλέμμα της, τη ντροπή και τον φόβο της. Μετά κάποια επίσκεψή του  σε  πορνείο, και το άδειασμα της ψυχής του,  που συντελέστηκε από τη χυδαία συμπεριφορά μιας νεαρής εκδιδόμενης, σκέφθηκε: ”Δεν θα ξαναπατήσω το πόδι μου εδώ”. Επιβεβαίωσε τη σκέψη του,  καθώς φεύγοντας, αντίκρισε τον πατέρα του να βγαίνει μεθυσμένος, σχεδόν μισόγυμνος από κάποιο διπλανό δωμάτιο. Πέρασαν μέρες μ’ εκείνη την εικόνα καρφωμένη στο μυαλό του και το αίσθημα αηδίας που τη συνόδευε. Δεν κατόρθωσε, ούτε η έντονη, ατίθαση ορμή της ηλικίας να την ξεριζώσει από μέσα του. Γαλήνευε, όταν έφερνε στο νου το πρόσωπο της Τερέσα, είχε αρχίσει να τον κυριεύει μια εμμονική σκέψη γύρω από εκείνη. Ξαναζούσε νοερά τις στιγμές της κατάκτησής της, αλλά κάτω από άλλο πρίσμα πια,  με μια γλυκύτητα που ολοένα μεγάλωνε. Πήγε μερικές φορές στο δασάκι, κάθισε κάτω από το γέρικο δέντρο, εκεί στα ξερά φύλλα και το κόκκινο χώμα, που του δόθηκε και ξαναζούσε με τη φαντασία του τις στιγμές. Οσμιζόταν στον αέρα το άρωμα του νεανικού της σώματος. Είχε προσέξει για πρώτη φορά πόσο όμορφη ήταν η φύση γύρω του, πόσο γαλάζιος ο ουρανός, αισθανόταν ότι είχε αλλάξει ο τρόπος που έβλεπε τον κόσμο. Αυτός ήταν ο έρωτας; Την επόμενη φορά που την αγκάλιασε βεβαιώθηκε. Ήταν ερωτευμένος μ’ εκείνη την μικρή φτωχή κοπέλα, ήθελε να την έχει πάντα δίπλα του, να αισθάνεται τον παλμό της αναπνοής της στην πλάτη του, πάνω στ’ άλογο, να μπορεί να τη βλέπει ελεύθερα χωρίς φόβο, να απαλύνει τον πόνο της φτώχειας της, να μοιραστεί μαζί της ό,τι η δική του καλή τύχη του πρόσφερε! Η δόνια Μαρία κατάλαβε την αλλαγή που συντελέστηκε στο πρόσωπό του γιου της, ήθελε να τον ποτίσει με τις δικές της αρχές, φοβόταν μην πάρει τα φερσίματα του άντρα της, τον ρώτησε με τρυφερότητα τι του συνέβαινε κι εκείνος μ’ όλη τη διάθεση του ερωτευμένου νέου, που θέλει να διαλαλήσει τον έρωτά του, της εξομολογήθηκε. ”Θέλω να τη γνωρίσω την κοπέλα”, του είπε. Κι εκείνος έσπευσε!

Μετά την κρίση που δημιουργήθηκε στο σπιτικό των Περέζ, από τις αντιρρήσεις του Μιγκέλ, ”Τι την θέλεις την ξεβράκωτη” και παρόμοια, έγινε ο γάμος, όταν η Τερέσα μέσα σ’ αυτή την δίνη των γεγονότων και συναισθημάτων ανακάλυψε ότι ήταν έγκυος.

 

 

Η Τερέσα, δεύτερη κυρία μέσα στην όμορφη περιφραγμένη με τον ψηλό τοίχο χασιέντα, μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα, αμήχανη ακόμη στη διαχείριση της νέας ζωής της, ζούσε ένα όνειρο που χανόταν κάθε φορά που επισκεπτόταν τη μάνα της και γευόταν έστω για λίγο τα πρότερά της βιώματα. Βοηθούσε όσο μπορούσε με την άδεια της πεθεράς της, όχι αρκετά αποτελεσματικά όμως, κι αυτό την πλήγωνε.

Όταν γεννήθηκε η Έλντα-Μαρία, η Τερέσα έπλεε σε πελάγη ευτυχίας, ενώ η πεθερά της, η δόνια Μαρία άρχισε να ζει, σαν γιαγιά πλέον, μια νέα ζωή. Δεν έδινε καμία σημασία στις αθέμιτες συμπεριφορές του Μιγκέλ, τον είχε απομακρύνει ήδη απ’ το κρεβάτι της, της ήταν τελείως αδιάφορος. Κάποιο βράδυ της τον έστειλαν μεθυσμένο, ξέπνοο σχεδόν, μετά έναν γενναίο καυγά σε κοκορομαχία. Η αγάπη της για τη μικρή ήταν τέτοια,  που ασχολιόταν νυχθημερόν μαζί της, δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία, στην ανάρρωση του άντρα της, που σε λίγες μέρες ξεψύχησε από μια εσωτερική αιμορραγία και, εντελώς αναπάντεχα, ο Ραμόν της χρέωσε τον θάνατό του.

Η συμπεριφορά του Ραμόν άλλαξε απότομα τόσο απέναντι στη μάνα του, όσο απέναντι και στην Τερέσα. Θυμήθηκε την αμαρτωλή εφηβεία του και τα πρώτα του νιάτα και γοητεύτηκε ξανά από τις τοτινές χαρές. Μόνο η μικρή κορούλα του τον συγκινούσε πότε-πότε. Έλειπε από το σπίτι με τις ώρες, γυρνούσε αργά τη νύχτα, είχε θαρρείς κληρονομήσει ένα μέρος των συμπεριφορών του πατέρα του, σαν να ‘θελε να τον επαναφέρει στη ζωή με τον τρόπο του.

Όταν η Τερέσα, τέσσερα χρόνια αργότερα, έμεινε έγκυος στη δεύτερη κόρη τους, την έβλεπε σχεδόν με απέχθεια, την στόλιζε με λόγια πικρά για την εμφάνισή της ”Έξω έχει κούκλες κι εσύ θέλεις να κάθομαι και να χαζεύω την χοντρή κοιλιά σου;” της πετούσε κάθε φορά που του παραπονιόταν για τις απουσίες του.

Η βιαιότητα είχε αντικαταστήσει την παλιά τρυφερή σχέση που υπήρχε στην αρχή του γάμου τους. Παρόμοια ήταν η συμπεριφορά και προς τη μάνα του που κάποια φορά, μεθυσμένος, της πέταξε την κατηγόρια: ”δολοφόνησες τον πατέρα μου” και την έκανε μέρες να κλαίει απαρηγόρητη και να ζητάει συγχώρεση απ’ τούς αγίους.            Της είχε φυτέψει για καλά ένα αίσθημα ενοχής.

Το νέο καθεστώς είχε παγιωθεί στο σπιτικό των Περέζ. Ο Ραμόν, συνήθως απών, άφηνε την διαχείριση της περιουσίας και την φροντίδα να καλύπτει τις βρωμιές του σ’ ένα Μεξικάνο, σύντροφο των νεανικών του ατασθαλιών, που είχε προσλάβει για τον ρόλο του γενικού επιστάτη. Η κατάσταση όμως πήγαινε από το κακό στο χειρότερο. Είχε ξεπεράσει πια τον πατέρα του σε ηθικό ξεπεσμό. Κουβαλούσε τις νύχτες στο δωμάτιό του τις πόρνες με τις οποίες έπινε και γλεντοκοπούσε στα καπηλειά. Η δόνια Μαρία ανησυχούσε σοβαρά για το μέλλον τους, χωρίς να μπορεί να επέμβει δυναμικά. Η Τερέσα, μετά από προτροπές της πεθεράς της, αποφάσισε να προσπαθήσει να βάλει ένα τέλος στις ελεεινές συμπεριφορές του συζύγου απειλώντας τον, ότι θα πάρει το παιδί και θα φύγει. Εκείνος μεθυσμένος σηκώθηκε παραπατώντας και την κτύπησε τόσο άσχημα που έπεσε λιπόθυμη. Όταν σχηματίσθηκε μια μεγάλη κηλίδα αίματος πάνω στο χαλί η δόνια Μαρία τρόμαξε ότι ο γιος της σκότωσε την γυναίκα του. Φώναξε αμέσως τον γιατρό που συνέφερε την εγκυμονούσα νύφη της, και διέγνωσε πρόωρο τοκετό της δεύτερης εγγονής της. Ο Ραμόν που επιθυμούσε έναν διάδοχο απογοητεύτηκε από την γέννηση της μικρής Φρίντας, ποτέ δεν χάιδεψε την δεύτερη κόρη του. Έγινε μάλιστα και αφορμή να «στολίζει» ρητορικά και «διά χειρός» την άτυχη Τερέσα, κάθε φορά που γυρνούσε μεθυσμένος.

Η ΄Ελντα Μαρία στα δεκατέσσερα χρόνια της, έχοντας επίγνωση όλων των θλιβερών καταστάσεων στην οικογένεια παρακαλούσε κλαίγοντας την μάνα της να φύγουν από το σπίτι, δεν μπορούσε να την βλέπει να υποφέρει. Κάθε φορά που προσπαθούσε να μπει ανάμεσά τους έπεφτε και η ίδια θύμα της βιαιότητας του πατέρα της. Η μικρούλα Φρίντα προλάβαινε τρομοκρατημένη να κρυφτεί κάτω από ένα κρεβάτι και καθόταν εκεί κουλουριασμένη κλαίγοντας κι αρνούμενη να βγει ακόμη και μετά το τέλος των επεισοδίων, που η συχνότητά τους πύκνωνε με απρόβλεπτη ταχύτητα. Ο Ραμόν είχε εγκαταστήσει την τελευταία ερωμένη του μονίμως στο δωμάτιό του, η προκλητική συμπεριφορά της οποίας δημιουργούσε καθημερινή ένταση σε όλη την οικογένεια. Η δυστυχία είχε ξεχειλίσει.

Η Τερέσα αναγκάστηκε να πάρει την απόφαση να τον εγκαταλείψει. Αναβίωνε μέσα της σιγά-σιγά το παλιό αμερικάνικο όνειρο της, σαν μια χαραμάδα φωτός στον μαύρο ορίζοντα. Ήξερε πως ήταν δύσκολο από κάθε άποψη. Είχε ακούσει ανατριχιαστικές ιστορίες για τους χωριανούς της, που αποπειράθηκαν να περάσουν τα σύνορα ξοδεύοντας ολόκληρη την περιουσία τους και κατέληγαν είτε σκοτωμένοι, είτε παράνομοι και άστεγοι στην Καλιφόρνια. Υπήρχαν όμως και αρκετοί που έστελναν καλά μηνύματα από τη ”Γη της επαγγελίας”. Απελπισμένη, ζήτησε την βοήθεια της πεθεράς της, που παρά την απογοήτευση της ότι θα έχανε τις εγγονές της, της υποσχέθηκε ότι θα ερχόταν σε επαφή με κάποιους συγγενείς της που ζούσαν στο Σαν Ντιέγκο, οι οποίοι θα μπορούσαν να της προσφέρουν ουσιαστική βοήθεια όταν με το καλό έφθανε εκεί.

Εν τω μεταξύ ήρθε σε επαφή με μια οργάνωση παγέρος που αναλάμβανε το πέρασμα των συνόρων με σχετική ασφάλεια. Τους έδωσε μια γενναία προκαταβολή με την προϋπόθεση εξόφλησης, όταν θα είχε την ειδοποίηση ότι η νύφη της και τα παιδιά θα είχαν περάσει τα σύνορα. Η συμφωνία απειλήθηκε να ματαιωθεί όταν ο μεσάζων των παγέρος της ανακοίνωσε ότι το πέρασμα με δύο παιδιά είναι πολύ δύσκολο και καλό θα ήταν να φύγει πρώτα με το μεγάλο κορίτσι και να βρεθεί ένας τρόπος αργότερα για το άλλο. Η Τερέσα αρνιόταν πεισματικά να εγκαταλείψει τη μικρή της κόρη, αλλά ένας τελευταίος ξυλοδαρμός που την έστειλε μερικές μέρες στο νοσοκομείο και η διαβεβαίωση της δόνια Μαρίας ότι αν έφευγε με την ΄Ελντα Μαρία, θα την ακολουθούσε και η ίδια με την μικρή Φρίντα, σε λίγο καιρό, την έπεισαν να ξεκινήσει  εκείνο το απελπιστικό ταξίδι χωρίς γυρισμό.

Έφυγε νύχτα κρατώντας σφιχτά απ’ το χέρι την ΄Ελντα κι έχοντας δέσει στη μέση  κάτω από τα ρούχα της ένα ζωνάρι, που φύλαγε αρκετά χρήματα. Της τα είχε προμηθεύσει η πεθερά της για τον πρώτο καιρό στην ξενιτιά. Περπάτησαν γρήγορα ένα μισάωρο και στο προκαθορισμένο σημείο τους περίμενε το μεγάλο τζιπ του οργανωτή των αποδράσεων. Ανέβηκε γεμάτη φόβο και μια αλλόκοτη ανησυχία για την εξέλιξη της περιπέτειας της, κρατώντας στην αγκαλιά της σφιχτά την κόρη της. Ένα ζευγάρι μ’ ένα ακόμη κορίτσι περίπου στην ηλικία της Έλντας καθόταν ήδη μέσα. Ο άνδρας κρατούσε στα πόδια του την κορούλα τους, ενώ η γυναίκα σκούπιζε κάθε λίγο τα μάτια της από τα δάκρυα. Μπροστά ένας νεαρός με μαύρα γυαλιά, που έπαιζαν τον ρόλο της μάσκας, με αναίδεια τους προέτρεπε να τακτοποιηθούν γρήγορα. Έκανε κάποιο σημάδι μ’ ένα φακό που αναβόσβησε τρεις φορές πάνω στο χώμα και τότε εμφανίστηκε μια νεαρή μικροκαμωμένη γυναίκα με ντύσιμο πόρνης, που κατευθύνθηκε απευθείας στην μπροστινή πόρτα του τζιπ και κάθισε στα γόνατα του νεαρού. Μ ’ένα «ΟΚ» στον οδηγό, έδωσε το σήμα της έναρξης της επικίνδυνης πορείας τους.

Έφτασαν στα προάστια της Τιχουάνα  και κατέλυσαν σ’ ένα άθλιο μοτέλ. Τους υποσχέθηκαν ότι  ”μόλις επέτρεπαν οι συνθήκες” θα ερχόταν να τους παραλάβουν οι κογιότ που ήξεραν καλά τα μονοπάτια για το παράνομο πέρασμα των συνόρων. Πέρασαν δυο εικοσιτετράωρα γεμάτα αγωνία όταν ο νεαρός με τα μαύρα γυαλιά έκανε την δήλωση ότι τα νεαρά κορίτσια θα τα μετέφεραν για μεγαλύτερη ασφάλεια με ένα φορτηγό, ενώ οι μεγάλοι θ’ ακολουθούσαν με τα πόδια. Ήταν οι όροι για να μη γίνουν αντιληπτοί από τους φρουρούς που έκαναν περιπολίες στα περάσματα. Η σκέψη του αποχωρισμού από την κόρη της την ανησύχησε, ήρθε σ’ επαφή με το άλλο ζευγάρι των συμπατριωτών της, που έμεναν στη διπλανή, άθλια κάμαρα. Ήταν επίσης ανήσυχοι για την εξέλιξη της περιπέτειάς τους. Αποφάσισαν ν’ αρνηθούν αυτή τη διευθέτηση, να επιμείνουν να φύγουν όλοι μαζί με τις μεγαλύτερες προφυλάξεις που θα μπορούσαν να πάρουν. Τότε ο νεαρός με τα γυαλιά έγινε βίαιος και χυδαίος τους απείλησε με βρομόλογα, ότι θα τους γύριζε πίσω, ότι δεν μπορούσε ν’ αλλάξει τον σχεδιασμό, ότι τα κορίτσια θα ήταν πιο ασφαλή με το καμουφλάζ ανάμεσα σε εμπορεύματα, ότι θα τα συναντούσαν σώα και αβλαβή στον πρώτο σταθμό μετά το πέρασμα των συνόρων. Η Τερέσα έκανε τη σκέψη να γυρίσουν πίσω, όμως το κλάμα της μικρής και η επιμονή της να φύγουν μακριά την έπεισε να συνεχίσει την πορεία της οριστικής εγκατάλειψης της πατρίδας της. Την παρηγορούσε ότι η κορούλα της δεν θα ήταν μόνη, θα είχε συντροφιά το κορίτσι του άλλου ζεύγους. Έδωσαν χίλιες συμβουλές στις μικρές καθώς τις αποχωριζόταν λίγη ώρα πριν και οι ίδιοι ξεκινήσουν εκείνη την επικίνδυνη πορεία μέσα από το βουνό, στα στενά μονοπάτια της παράνομης φυγάδευσης των απελπισμένων.

 

 

Όταν μετά τόσα βάσανα που άφησαν πληγές στα πόδια και των τριών έφθασαν στα περίχωρα του Σαν Ντιέγκο και ο κογιότ τους υπέδειξε από απόσταση ένα συγκεκριμένο μοτέλ, όπου ήδη είχαν εγκατασταθεί τα κορίτσια τους, ένιωσαν, τόσο η Τερέσα όσο και το ζευγάρι, μια ανακούφιση για το μέχρι στιγμής αίσιο τέλος της περιπέτειάς τους. Έτρεχαν προς το μοτέλ με ανανεωμένη ελπίδα και λαχτάρα να συναντήσουν τα παιδιά τους. Διαπίστωσαν με σπαραγμό ότι δεν ήταν εκεί. Η κούραση των ημερών της πορείας και η βαριά απογοήτευση από την διαπίστωση της απουσίας των κοριτσιών την έκανε να καταρρεύσει. Έκλαιγε απελπισμένη, χωρίς δυνατότητα ν’ απευθυνθεί κάπου. Η άλλη γυναίκα λιποθυμούσε κάθε λίγο και λιγάκι στην αγκαλιά του άντρα της. Αποφάσισαν και οι τρεις πως δεν είχαν άλλη λύση από το να γυρίσουν πίσω, η περίπτωση της καταγγελίας της εξαφάνισης των κοριτσιών αποκλειόταν, ήταν βέβαιοι ότι θα τους περίμενε η φυλακή, όπως επίσης ότι τα παιδιά τους δεν είχαν περάσει τα σύνορα. Θα είχαν ίσως την τύχη των άλλων κοριτσιών που γινόταν θύματα εκμετάλλευσης από τους ίδιους τους παγέρος που οργάνωναν τις φυγαδεύσεις. Ήρθαν στο νου τους όλες οι ιστορίες που έφθαναν στ’ αυτιά τους χρόνια, που κάποτε τούς ακούγονταν εξωπραγματικές.

 

 

Ο φόβος και η απελπισία τους οδήγησαν στην πορεία της επιστροφής, που διακόπηκε σύντομα από τούς ίδιους τους βοηθούς της απόδρασης τους, οι οποίοι αφού τους ξυλοκόπησαν τους άφησαν μισολιπόθυμους και με έντονη την απειλή της επανάληψης, αν επέμεναν στο σχέδιό τους. Όταν κάπως συνήλθαν όδευσαν προς το ίδιο μοτέλ, ήταν το μόνο που ήξεραν κι αποφάσισαν να περιμένουν αν και βέβαιοι πια ότι η αναμονή ήταν μάταιη. Είχαν και οι τρεις την αίσθηση ότι οι ίδιοι οδήγησαν τα παιδιά τους στην κόλαση.

Η Τερέσα με έντονα σημάδια ψυχικής και σωματικής κατάπτωσης τόλμησε ένα τηλεφώνημα στους συγγενείς της δόνια Μαρίας, στο Σαν Ντιέγκο. Η ψυχρή αντιμετώπιση της κατάστασής της δεν την πτόησε και μόλις ανέκτησε την ελάχιστη δύναμη μετακίνησης τους επισκέφθηκε, βεβαιώνοντας το απελπισμένο ζευγάρι ότι θα τους ενημέρωνε αν έβλεπε και το ελάχιστο φως στην ζοφερή εξέλιξη της περιπέτειάς τους. Είχε πια την όψη ζητιάνας όταν κτύπησε το κουδούνι του εξαδέλφου της πεθεράς της. Της άνοιξε η γυναίκα του, μια χοντρή Μεξικάνα γύρω στα εξήντα, που την κοίταξε με περιφρόνηση κρατώντας την έξω και χωρίς διάθεση να της επιτρέψει την είσοδο. Ευτυχώς για την Τερέσα κατέφθανε πάνω στην ώρα ο Άλβιν, ξάδελφος της δόνια Μαρίας που την έβαλε κρατώντας την από τον ώμο στο σπίτι, αφού παραμέρισε κάπως βίαια την συμβία του. Της πρόσφερε ένα καφέ και την προέτρεψε να ξαπλώσει στον καναπέ του μικρού σαλονιού, ενώ η χοντρή στεκόταν ακόμη όρθια, άπραγη με μια έκφραση που έδειχνε την απόλυτη αντίθεσή της στις εκδηλώσεις του συζύγου της.

Η διήγηση της περιπέτειάς της, μετά ένα ζεστό ντους που την προέτρεψε να κάνει ο εξάδελφος, η κούραση και η απελπισία, το ανεβοκατέβασμα του στήθους της από το κλάμα την νίκησαν και κοιμήθηκε για λίγο εκεί στον καναπέ κάτω από το αφιλόξενο βλέμμα της Ρόσας, έτσι την έλεγαν την ψυχρή σύζυγο εκείνου του στοργικού Αμερικάνου συγγενή της δόνια Μαρίας.

«Αν και παρανομώ, -όπως καταλαβαίνεις, της είπε ο Αλβιν,- δίνοντάς άσυλο σε παράνομο μετανάστη, σε συμβουλεύω να μείνεις μαζί μας λίγες μέρες μέχρι να συνέλθεις, θα δω μήπως μπορώ να βοηθήσω στην έρευνα για την κόρη σου, αν και χωρίς να θέλω να σε απελπίσω, θα είναι μάταιη. Θα σε συμβούλευα να φύγεις για το Λος Άντζελες εκεί ένας στενός φίλος μου που μένει στη συνοικία των Μεξικάνων φροντίζει να βρίσκει δουλειές και καταλύματα στους παράνομους μετανάστες. Εδώ δεν έχω καμία σχετική πρόσβαση και επίσης μπορεί να κατηγορηθώ. Καταλαβαίνεις φαντάζομαι», κατέληξε.

Οι μέρες περνούσαν χωρίς αποτέλεσμα από τις έρευνες, όσες μπορούσαν να γίνουν, για την εξαφάνιση της μικρής. Η επαφή που είχε η Τερέσα με το ζευγάρι της όμοιας τύχης με τη δική της, την έπεισαν ότι η ζωή της φόρτωσε ένα ακόμη βαρύ φορτίο, το βαρύτερο που αντέχει ο άνθρωπος. Η Ρόσα δεν έδειχνε την ελάχιστη συναισθηματική συμμετοχή στο δράμα της, αντίθετα στη διάρκεια της απουσίας του συζύγου της, της φερόταν με μεγάλη αγένεια και ψυχρότητα, χωρίς ν’ αφήνει την παραμικρή αμφιβολία ότι είναι ανεπιθύμητη στο σπίτι της. Είχε αποφασίσει να τολμήσει να φύγει για το Λος Άντζελες με το πρώτο λεωφορείο, όταν κατέφθασε η είδηση από την πεθερά της, η οποία εν τω μεταξύ είχε πληροφορηθεί τα δυσάρεστα, ότι τα δύο κορίτσια τα είχαν σκοτώσει οι φρουροί των συνόρων καθώς ο οδηγός τους αντιστάθηκε στην απαίτηση έρευνας του φορτίου του και προσπάθησε να διαφύγει. Όπως αποδείχθηκε το φορτίο ήταν ναρκωτικές ουσίες, και τα δυο νεαρά κορίτσια ήταν η κάλυψή του απέναντι στις αρχές. Ήθελε να δώσει την εντύπωση του οικογενειάρχη. Τα πλαστά διαβατήρια τους, που βρέθηκαν έφεραν το ίδιο επίθετο με τον οδηγό. Η είδηση έριξε την Τερέσα στο κρεβάτι μ’ έναν πολύ ψηλό πυρετό που δεν έλεγε να πέσει,  παρά την περιποίηση ακόμη και της Ρόσας που δεν έβλεπε την ώρα να ξεφορτωθεί την παράνομη συγγενή. Η αρρώστια την κατέβαλε τόσο, που δεν μπορούσε να στηριχθεί στα πόδια της. μέσα στον πυρετό της κατηγορούσε τον εαυτό της για την παράτολμη απόφαση ν’ αφήσει το σπίτι της, να γίνει αίτια του θανάτου του παιδιού της κι άλλοτε πάλι παραληρούσε ότι καλύτερα που σκοτώθηκε από το να κατέληγε σε κανένα πορνείο των συνόρων. Ένα περίπου μήνα μετά, και αφού γλύτωσε από την περίεργη μορφή πνευμονίας που διέγνωσε ένας φίλος γιατρός του εξάδελφου, που έγινε και αιτία για την ανάρρωσή της, βρέθηκε στο λεωφορείο, φοβισμένη, να οδηγείται σ’ ένα άγνωστο τόπο. Ανακουφίστηκε όταν ο καλός εκείνος φίλος του Άλβιν την παρέλαβε από το πρακτορείο και την οδήγησε με το αυτοκίνητό του σ’ ένα σπίτι με τρία δωμάτια, όπου θα μοιραζόταν το μισό με μια άλλη κοπέλα από την Γουατεμάλα, που κι εκείνη παράνομα είχε περάσει κάποτε τα σύνορα, χωρίς όμως τις δικές της απώλειες.

Είχε τη διαβεβαίωση ότι γρήγορα θα μπορούσε να τακτοποιηθεί σε μια δουλειά και ίσως κάποτε μπορούσε να φέρει και τη μικρή της κορούλα. Και μόνο η σκέψη την τρομοκρατούσε, αν και τόσο της έλειπε εκείνο το μικρό όμορφο κοριτσάκι που κρυβόταν κάτω από το τραπέζι κρύβοντας με τα παχουλά χεράκια τα μάτια του, για να μη βλέπει τον πατέρα να δέρνει την μάνα του. Αισθανόταν ολομόναχη στην άκρη όλων εκείνων των δυσάρεστων γεγονότων που της είχαν συμβεί. Σαν να ήταν στην άκρη του κόσμου. Χωρίς το ελάχιστο σημείο αναφοράς. Η καλοσύνη και η παρηγοριά της Μίντας, που μοιραζόταν μαζί της το δωμάτιο, δεν ήταν ικανή ν’ απαλύνουν τον πόνο της, είχε απομακρυνθεί απ’ όλους. Η λύπη και η οδύνη της ήταν τόσο βαθιά και αδιέξοδη που κάποτε ένιωσε την ανάγκη να γυρίσει ανάμεσα στους ανθρώπους, όποιοι κι αν είναι. Σκεφτόταν ”ή αυτοκτονείς ή γυρίζεις εκεί που όλα ξαναρχίζουν”. Χάρη στην παράλογη, για την κατάστασή της, ανθρώπινη ελπίδα, επέστρεψε ζητώντας μια δουλειά, όποια κι αν ήταν. Υπήρχε εξ άλλου και το πρακτικό πρόβλημα της εξάντλησης των οικονομικών της αποθεμάτων, που είχε κατορθώσει να διαφυλάξει στην κρυψώνα τους.

Η πρώτη της δουλειά ως οικιακή βοηθός, ήταν πολύ μακριά από το «σπίτι» της. Έπαιρνε δύο λεωφορεία για να φθάσει στους λόφους του Μπέβερλυ Χίλς, όπου βρισκόταν το όμορφο σπίτι του ζεύγους των δευτεροκλασάτων ηθοποιών, που ήταν τ’ αφεντικά της. Σκοτωνόταν από το πρωί μέχρι το βράδυ να ικανοποιεί τα καπρίτσια της κακομαθημένης εργοδότριάς της. Γινόταν συχνά μάρτυρας της βιαιότητας των καυγάδων τους, που της έφερναν θλιβερές αναμνήσεις της δικής της ζωής. Τα υπέμεινε όλα, γιατί δεν είχε λύση. Γύριζε κατάκοπη στο μισό δωμάτιο που της ανήκε, πάντα με τον φόβο μη χάσει τη στάση του λεωφορείου, καθώς η κούραση την κατέβαλε τόσο, που την έπαιρνε το ύπνος. Αλλά όταν η ζωή σ’ έχει καταδικάσει στα χειρότερα, κάποτε τελειώνουν και τα υποφερτά. Έτσι μετά ένα εξαιρετικά βίαιο καυγά του ζεύγους, που οι φωνές και οι βρισιές τους ακούγονταν μέχρι την άλλη άκρη της πόλης, η σύζυγος εκδιώχθηκε από το σπίτι και έμεινε μόνος ο βουτηγμένος στα ναρκωτικά ηθοποιός, με τις απρόβλεπτες συμπεριφορές που τρόμαζαν την Τερέσα. Αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ήταν φορές που είχε πραγματικά φοβηθεί ότι μπορούσε να της συμβεί κάτι πολύ κακό. Έμεινε μέρες κλεισμένη στο δωμάτιο που η ατμόσφαιρά του της φαινόταν αποπνικτική. Θυμόταν την ομορφιά του σπιτικού της τον πρώτο καιρό του γάμου της, τότε που ευχόταν την επιβράδυνση του χρόνου για ν’ απολαμβάνει κάθε στιγμή. Πώς είχε έτσι ανατραπεί η ζωή της; Τώρα κάνοντας απολογισμό από το γύρισμα της μοίρας της, μετά το θάνατο του πεθερού της, ευχόταν ο χρόνος να περνάει γρήγορα να μη λιμνάζει ο πόνος των αλλεπάλληλων πληγών κι ας τέλειωνε μαζί με τον χρόνο και η ζωή της. ”Αυτό ήταν τελικά το αμερικάνικο όνειρό μου” , σκεφτόταν συχνά.

Ήταν τότε, που μέσα στην απέραντη συναισθηματική της μοναξιά θυμήθηκε την Λουίσα, την συγγενή της μάνας της, που δούλευε κάπου στο Σαν Φρανσίσκο εδώ και χρόνια και είχε καταφέρει, από ό,τι θυμόταν, να πάρει μαζί της και κάποια μέλη της οικογένειάς της. Είχε μάλιστα και το τηλέφωνό της, που είχε φροντίσει η μάνα της ανάμεσα σε κλάματα να της δώσει μετά την ανακοίνωση της απόφασής της να φύγει.

Επικοινώνησε με την Λουίσα και διαπίστωσε με ευχαρίστηση ότι υπήρχε ένας δικός της άνθρωπος να την ακούσει και ίσως να την συμπαρασταθεί. Υποσχέθηκαν να τα πουν ξανά με την πρώτη ευκαιρία. Στο μεταξύ μια δεύτερη δουλειά που της εξασφάλισε ο φίλος του Αλβιν, απομάκρυνε την ευκαιρία επαφής με την Λουίσα. Έπλενε πιάτα όλη μέρα μέσα στο υπόγειο κουζινάκι του μεξικάνικου φαστφουντάδικου και συχνά κρυβόταν στην αποθήκη, όταν το αφεντικό φοβόταν τον έλεγχο για παράνομους μετανάστες. Είχε κατορθώσει ν’ αποκτήσει κι ένα κινητό τηλέφωνο, που της έδινε την δυνατότατα επικοινωνίας με την δόνια Μαρία, για να μαθαίνει τα νέα της κορούλας της, κι ήταν αυτό η μόνη της παρηγοριά.

Σε μια έρευνα της αστυνομίας στο φαστφουντάδικο συνέλαβαν δύο παράνομους συμπατριώτες της, μόλις η βάρδια της είχε, ευτυχώς, τελειώσει, κι έτσι έλαβε σήμα από το αφεντικό ότι δεν μπορούσε να της εξασφαλίσει δουλειά, φοβόταν. Εντάχθηκε τότε σε μια ομάδα τριών γυναικών που έμεναν μαζί κάτω από την ίδια στέγη και δούλευαν σαν συνεργείο καθαρισμού σπιτιών. Τα απογεύματα, για να συμπληρώνει το εισόδημά της κοίταζε ένα παιδάκι, όταν η μητέρα του έλειπε στη δουλειά της.

Αισθανόταν τόσο υποτιμημένη τη ζωή της που πίστευε πια ότι δεν είχε κανένα νόημα να τη ζει. Μέσα σ’ αυτή την απελπισία επικοινώνησε ξανά με την Λουίσα, η οποία της αναπτέρωσε κάπως το ηθικό και εν τέλει της έδωσε το τηλέφωνο της Αλεξάνδρας, με την διαβεβαίωση ότι πρόκειται για έναν πολύ καλό άνθρωπο, που θα την αγαπήσει!

Έτσι βρέθηκε εκείνο το απομεσήμερο να κτυπάει την πόρτα του σπιτιού στο Μπέβερλυ Χιλς, γωνία Palm drive και Charleville.

Τζένη Μανάκη

 

 

(Κεφάλαιο από το μυθιστόρημά μου ”μικρές και μεγάλες ΠΡΟΔΟΣΙΕΣ”).

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top