Fractal

Διήγημα Fractal: “Τεράστια σκέψη ο κόσμος”

Της Τζίνας Ψάρρη //

 

 

Μία βίβλο από προσχήματα έχω στη φαρέτρα μου. Προσχήματα που ο κάθε επαίσχυντος δολοφόνος θα μπορούσε να επιστρατεύσει. Εξηγήσεις αδιάσειστες για μένα, που κανείς ωστόσο δεν είναι διατεθειμένος ν’ ακούσει. Δικαίως. Άλλη ιστορία από αυτήν που έζησα θα μου φορτώσουν, άλλη θα πιστέψουν. Καμιά αθωότητα δεν βροντοφωνάζω, ένοχη είμαι, παγιδευμένη στον ίδιο μου τον εαυτό. Να εδραιωθεί αυτή η καταδίκη στο δικό μου κεφάλι μόνο, αυτό θέλησα.

 

Δεν εξαγνίζεται η ψυχή με δάκρυα συγνώμης κι ας μην έχουν σταματημό. Η ίδια με συνέλαβα επ’ αυτοφώρω, δεν χρειάζονταν χειροπέδες. Μόνη μου κλείστηκα στο στενό κελί των ενοχών μου ισόβια. Κανείς δεν πρόκειται να καταλάβει. Πώς να ζητήσω ανεκτικότητα απ’ όλα εκείνα τα αδιάφορα κοράκια που το μόνο που περιμένουν για να εφορμήσουν είναι το δικό μου λάθος; Και γιατί να πιστέψουν τις δικές μου απίθανες αλήθειες, όταν πρώτη εγώ δεν εμπιστεύτηκα την δυνατότητα τους να καταλάβουν; Μίλησα ποτέ; Τώρα, δικαίως όλοι θα μου ξεσκίσουν τις σάρκες. Ανθρώπινη ζωή αφαίρεσα, διαπράττοντας το τέλειο έγκλημα.

Τεράστια σκέψη ο κόσμος όλος, χάνεσαι μέσα του. Ποτέ δεν θέλησα ν’ αφηγηθώ μια ιστορία μόνο και μόνο για να ικανοποιήσω την ακόρεστη περιέργεια και την μοχθηρία του κόσμου. “Κοίτα τι συμβαίνει στη διπλανή πόρτα”, “Πόσο τυχεροί είμαστε!”, Τι τρέλα κυκλοφορεί τέλος πάντων”! Αυτά δεν θα άκουγα; Αυτά περίπου δεν θα έλεγαν όλοι, φτύνοντας αυτάρεσκα τον κόρφο τους, ευφραινόμενοι αγανακτώντας; Ελαφρά τα όπλα του σχολιασμού, δε λέω, καταστρέφουν κι αυτά ζωές όμως κόρη μου. Την δική σου ζωή, γιατί την δική μου την κατέστρεψα μόνη μου. Εύκολα, ίσως και δίκαια, να χαρακτηριστώ μια αξιοθρήνητη διαταραγμένη, ένα παράσιτο που παρίστανε τον άνθρωπο. Έπειτα όμως θα έρθουν τα βαριά όπλα, αυτά που θα χρησιμοποιηθούν για να στιγματίσουν εσένα. Η κόρη της φόνισσας θα είσαι για όσο ζεις. Κι εσύ; Τι θα βρεις να αντιτάξεις; Τίποτα. Κανείς δεν μπορεί να αμυνθεί απέναντι σε γεγονός αδιαμφισβήτητο.

Δεν την φοβήθηκα την τιμωρία μου, όλες μου οι πράξεις βροντοφωνάζουν πως μάλλον την επιδίωξα. Σε τούτο τον κατήφορο που κατρακύλησα, η μόνη δύναμη που με κράτησε ένας μόλις βήμα πριν τον γκρεμό, εσύ ήσουν παιδί μου. Μια μόνο συμβουλή θέλω να σου αφήσω, αν μου το επιτρέπεις. Μια φράση θα σου πω και κράτα την γερά, μην την αφήσεις ποτέ να σου γλιστρήσει από τα δάχτυλα: κανείς απ’ όσους αγαπήσεις, δεν θα έχει για πολύ καιρό φυλαγμένους για σένα μυρωδάτους λεμονανθούς. Το έζησα το λάθος, το άφησα να με παρασύρει.. Ξέρω, κάποιες καταστάσεις για να τις καταλάβεις, πρέπει να τις έχεις ζήσει. Δεν παριστάνω την καλή μάνα, δεν επιχειρώ νουθεσίες, ούτε απαιτώ ν’ ακολουθήσεις συγκεκριμένους δρόμους, αν και έτσι μεγάλωσα: με τον σιωπηρό εκβιασμό της αστικής διαπαιδαγώγησης που θέσπιζε με δρακόντεια επισημότητα: “εσύ οφείλεις να γίνεις καλύτερη από τους γονιούς σου και επίσης οφείλεις να αναθρέψεις τα δικά σου παιδιά έτσι ώστε να γίνουν καλύτερα από σένα”. Αυτό το δεύτερο τουλάχιστον, το κατάφερα.

Είχα πείσει τον εαυτό μου πως οι λύπες που αποσιωπούνται, θα έρθει η μέρα που θα σβηστούν ολοκληρωτικά. Ασήκωτες πέτρες στωικής συμπεριφοράς που κάποια στιγμή θα φέρουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Εδώ που έφτασα, το μόνο που με ενδιαφέρει πια, είναι να καταλάβεις. Κι αν μπορείς, κάποτε να με συγχωρέσεις. Το μάθημά μου εγώ το πήρα και θα το σεβαστώ. Όταν έχεις αντίπαλο τον θάνατο, πάντα χάνεις.

Δεν είχες καλή ζωή παιδί μου και φταίω εγώ γι’ αυτό. Η παιδική σου ηλικία ζωγραφίστηκε με χρώματα μελανά, όλα δικά μου σφάλματα, που φορτώθηκαν στις δικές σου πλάτες, γιατί εγώ τον διάλεξα τον λάθος άνθρωπο τυφλωμένη από τον έρωτα. Έζησες σ’ ένα σπίτι που μέσα του πλανιόταν η ένταση, με το μαχαίρι την έκοβες. Παιδί δεν ήθελε ο πατέρας σου, φανερό ήταν, εγώ εθελοτυφλούσα. Το μόνο που χρειαζόταν ήταν ζωή να κάνει φασαρία, διασκεδάσεις, ταξίδια και πολυτελή αυτοκίνητα. Κι είπα, όλα θα τα διορθώσω με το διαζύγιο, θα φτιάξω μια καινούρια ζωή για τις δυο μας μόνο. Και θα μοιράζω τον χρόνο μου μονάχα ανάμεσα στο μικρό μου βιβλιοπωλείο και στη λατρεμένη μου κόρη. Δεν τα κατάφερα ποτέ, φοβήθηκα τη μοναξιά, ο άντρας που τόσο αγάπησα με είχε πλημμυρίσει ολόκληρη. Ένα μείγμα γοητευτικών αντιθέσεων έβλεπα, πότε τρυφερός και ευχάριστος, πότε αυστηρός και χαμένος στις σκέψεις του. Πάντα δίπλα μου ωστόσο. Για να με κάνει να ξεχνάω τα δύσκολα. Αδυναμία μεγάλη σού είχε δε λέω, κι εσύ όμως πολύ τον αγαπούσες! Υπέμεινα λοιπόν κι όποτε εύρισκα κατάλληλη ευκαιρία, έκανα μαζί του ατέλειωτες κουβέντες για το δικό σου καλό κυρίως, που κάποτε έδειχναν να πιάνουν τόπο.

Αργά αλλά σταθερά, η ζωή μας απέκτησε καλοδεχούμενη ομοιομορφία. Για πρώτη φορά, στα σαράντα μου χρόνια, είχα το πλεονέκτημα της γαλήνιας, οικογενειακής καθημερινότητας. Η αγάπη που του πρόσφερες απλόχερα, έδειχνε να τον συγκινεί πραγματικά και σε κανάκευε όσο λαχταρούσε η καρδιά σου. Ένιωθα ευτυχία κοντά του, μαζί ανακαλύπταμε από την αρχή τον αλάθητο κώδικα του έρωτα. Μέρες και νύχτες με αγκαλιές μεγάλες, όσο ένα βλέμμα τρυφερό. Και μάθαμε κι οι δυο  επιτέλους πως η ευτυχία, δεν κάνει θόρυβο σαν την στιγμιαία χαρά, είναι σιωπηλή η δύναμή της, απαλή και ήρεμη σαν δροσερή αύρα, ένα εσωτερικό αίσθημα πληρότητας που προκαλεί αναίτια χαμόγελα. Τον πίστεψα βαθιά. Κι ούτε που κατάλαβα πως πέρασαν ακόμα δυο χρόνια.  Σαν ρομαντική έφηβη, μύριζα και ξαναμύριζα το άλικο ρόδο αυτού του έρωτα που έπαιρνε στα μάτια μου χαρακτήρα λατρευτικής ακολουθίας. Άλλον άντρα από τον πατέρα σου δεν είχα γνωρίσει παιδί μου, στην ηλικία που είσαι τώρα τον συνάντησα, λίγο αργότερα τον παντρεύτηκα. Τι ξέρει ένα παιδί είκοσι χρόνων για τον έρωτα; Τίποτα.

Κι ύστερα, κάτι απροσδιόριστα απειλητικό άρχισε να κηλιδώνει τις μέρες μας. Μια αραιή ομίχλη την οποία προσπερνούσα επιπόλαια, κατηγορώντας τον εαυτό μου για παραλογισμό. Το ένιωθα το αδιόρατα διαφορετικό επάνω του, το μύριζα το άγχος του. Άρχισε να λείπει ώρες από το σπίτι και στις ερωτήσεις μου, απαντούσε πάντα μεταφορικά. “Ένα όμορφο θαλασσινό τοπίο το χαίρεσαι και από μακριά μωρό μου, δεν είναι ανάγκη να βρέχεις συνεχώς τα πόδια σου”, έτσι ήταν οι απαντήσεις του όλες. Καταλάβαινα την ανάγκη του για κάποιες ώρες απομόνωσης, κατανοούσα κι άφηνα τον χρόνο να κυλήσει, να κάνει ανενόχλητος τη δουλειά του.

Μήνες κι άλλοι μήνες ήρθαν και πέρασαν, μέσα σε μαρτυρική απομάκρυνση.  Ένιωθα τον παφλασμό των λυγμών που ανέβαιναν κυματιστά στον λαιμό μου κι έκανα μεγάλη προσπάθεια να σταματήσω εκείνο το γοερό κλάμα που ήδη είχε ξεσπάσει στην καρδιά μου. Έκλαιγα χωρίς δάκρυα για την συμβατική ζωή που δεν διάλεξα αλλά αποδέχτηκα αγόγγυστα και για το βάρος της ευθύνης που ανέλαβα, παίζοντας αυτό το κακοπαιγμένο θεατρικό. Όλοι να ξέρουν πως είμαστε ζευγάρι και μόνον εγώ να γνωρίζω πως δεν είμαστε, αφού πια αποτραβιόταν στην άκρη του κρεβατιού για να μην με ακουμπήσει ούτε κατά λάθος. Για σένα έλεγα το κάνω κόρη μου, γιατί έδειχνες ευτυχισμένη με τα παιχνίδια και τις κουβέντες σας, αφού στη σχέση του μαζί σου ήταν όπως πάντα, όπως με όλους, γλυκός και τρυφερός. Ψέματα έλεγα, στον εαυτό μου πρώτα. Γιατί τον αγαπούσα πολύ, τον ήθελα. Έσφιγγα λοιπόν τα δόντια και χαμογελούσα πλατιά. Κι εκείνος, έχοντας μάθει πια ν’ αποκρυπτογραφεί τα χαμόγελα και τις σιωπές μου, με κοιτούσε βαθιά στα μάτια και συγκατάνευε μ’ ένα αχνό νεύμα στοργικής συνενοχής.

Οι ώρες απουσίας του πλήθαιναν. Ένιωθα μια πνιγηρή ένταση, κάτι μέσα μου τσιτωνόταν παράξενα κι έπαιρνε τη μορφή ακαθόριστης ανησυχίας. Τότε ήταν που άρχισε να επιστρέφει στο σπίτι όλο και περισσότερο πιωμένος. Το μεθυσμένο βλέμμα του θαμπόφεγγε καρφωμένο στο κενό, σαν ναρκωμένο. Εκείνες τις μεθυσμένες ώρες, μου συμπεριφερόταν σαν να ήμουν απλά μια ανεκτή ενόχληση, ένα μικρό χαλικάκι στο παπούτσι του. Εγώ, σε ρόλο ψυχολόγου, αναρωτιόμουν αν θα έβρισκα ποτέ τη δύναμη ν’ αποτινάξω από τους ώμους του όλα όσα τον βασάνιζαν. Γιατί ήμουν σίγουρη πως υπήρχαν τραύματα που δεν είχαν ακόμα επουλωθεί. Και υπομόνευα, περιμένοντας τη μέρα που θα καταλάβει τη στάση μου. Το έβλεπα καθαρά, μπορούσε να καταπίνει την αγάπη μου μόνο με μικρές μπουκιές, η μεγαλύτερη δόση του προκαλούσε ένα είδος ψυχικής δυσπεψίας. Του ήταν εύκολο να ενεργοποιήσει ειλικρινή ενσυναίσθηση για οποιονδήποτε άνθρωπο – κυρίως για σένα – κι αντιμετώπιζε τα προβλήματα σαν να ήταν το ευκολότερο πράγμα στον κόσμο, θυμάσαι; Αυταπάρνηση και δοτικότητα στις δυσκολίες σου, αλλεργική αποστασιοποίηση από το δέσιμο μαζί μου, που μόνο εγώ ήξερα, αφού όλοι μακάριζαν την καλή μου τύχη, όλοι εκτός από σένα που δεν μίλησες ποτέ αλλά έβλεπες αρκετά και καταλάβαινες ακόμα περισσότερα. Εξέλιξα όσο γινόταν την νοοτροπία “ποντίκι” και κρύφτηκα, διακριτικά και άβουλα. Δεν αντέδρασα στις εξαφανίσεις του για λίγες ή περισσότερες ημέρες. Δεν μίλησα για μήνες στις δηλώσεις του “δεν θα μ’ ευνουχίσεις, δεν θα γίνω πιόνι στα χέρια σου” σε κάθε επιστροφή του, με ύφος μελοδραματικό και σαρκαστικό ταυτόχρονα. Δεν διαμαρτυρήθηκα όταν βυθίστηκε στον αλκοολισμό αργά, ώσπου χώθηκε μέσα του για τα καλά. Προτιμούσε τότε να αποκοιμιέται στον καναπέ, ή στην καρέκλα της κουζίνας, ή στο πάτωμα, οπουδήποτε αλλού εκτός από το κρεβάτι μας. Στην αρχή προσπαθούσα να τον ξυπνήσω, δεν ήθελα να κρυώσει. Μέσα στο παραμιλητό του μ’ απόδιωχνε, πότε βρίζοντας και πότε σπρώχνοντας. Και τα ματάκια σου άρχισαν να γεμίζουν απορίες που δεν μπορούσα να απαντήσω. Τις έσπρωχνα με τεχνάσματα κάτω από το χαλάκι, σαν σκουπιδάκι που αν δεν το βλέπεις, δεν υπάρχει. Άντεξα σε τέτοιες συνθήκες πέντε χρόνια. Το ισοζύγιο της συμβίωσής μας άρχισε να μετατρέπεται σε αρνητικό.  Εξαντλητικοί καυγάδες, αντιδικίες, υφέρπουσες διχογνωμίες που γεννιόντουσαν λες για να μας βάλουν σε αντίθετα στρατόπεδα. Κι ύστερα πάθος, ένταση και ατελεύτητος έρωτας. Για λίγο μόνο και πάλι από την αρχή. Η ομαλή καθημερινότητα άρχισε πλέον να θυμίζει απρόβλεπτη κόλαση: πόσο θα πιεί; για ποιον ανύπαρκτο λόγο θα εκνευριστεί και θ’ αρχίσει να σπάει πράγματα και ψυχές;

Την μια και μοναδική φορά που σε χτύπησε μεθυσμένος, τον χαστούκισα. Για πρώτη φορά στη ζωή μου χτύπησα άνθρωπο. Τα μάτια του μαχαίρια βυθίστηκαν στο πρόσωπό μου και δεν τον φοβήθηκα. Ουρλιάζοντας τον έδιωξα από το σπίτι, σίγουρη πως δεν θέλω να τον ξαναδώ ποτέ στη ζωή μου.  Πάλι κορόιδευα τον εαυτό μου. Στα πόδια μου έπεσε κλαίγοντας, ζητώντας συγνώμη. Ορκιζόταν συνεχώς πως δεν θα το ξανακάνει ποτέ και η καρδιά μου τον πίστεψε. Δεν τον συγχώρησα φυσικά, ευκαιρία του έδωσα να αποδείξει την αλήθεια του. Κακώς.

Για ένα διάστημα όλα ήταν σχετικά ήσυχα. Κι ύστερα, από την αρχή οι εξαφανίσεις του, το μεθύσι, το ξύλο σε μένα αυτή τη φορά. Τα μηνύματα στο κινητό του δεν σταματούσαν όλη την νύχτα. Ώσπου αποφάσισα να το ψάξω. Γυναικεία ονόματα που δεν ήξερα, ζητούσαν κι άλλες στιγμές στην αγκαλιά του. Ραντεβού σε απομακρυσμένα ξενοδοχεία, τρυφερά ερωτικά μηνύματα. Ορκίστηκα πως θα γράψω το οριστικό τέλος μα και πάλι δεν το έκανα. Η καρδιά μου υποχώρησε στο κλάμα και τις συγνώμες του και πάλι ζήσαμε μερικούς μήνες ήρεμου έρωτα. Γιατί το έβλεπα: ο πατέρας σου είχε μάθει στραβά την έννοια της αγάπης, με αλλόκοτο τρόπο την βίωσε, σαν αγκάθι που έπρεπε να το τραβήξει έξω από το δέρμα του για να μην πονά. Και το δικό μου αίμα, το πιο αποτελεσματικό φάρμακο στη δική του πληγή. Πάλι παραδόθηκα άνευ όρων. Μικρές χαρές σημάδευαν τις μέρες μας. Την έχει αυτή τη δύναμη το πάθος: αν καταφέρει η έκστασή του να σε αλλάξει προς το καλύτερο, τότε το πρόσημο είναι θετικό. Αν όχι…

Εκείνο το μοιραίο βράδυ, ήταν το τρίτο στη σειρά που έλειπε από το σπίτι χωρίς ειδοποίηση. Τρελή από ανησυχία και ζήλια, βάδιζα νευρικά στο σκοτεινό σαλόνι. Κοντά στα ξημερώματα, άκουσα το μεθυσμένο γέλιο του να ανεβαίνει την μαρμάρινη σκάλα. Και μαζί, ένα ακόμα γέλιο γυναικείο. Άνοιξα την πόρτα πριν την φτάσουν, να ελέγξω ήθελα μόνο εκείνη τη στιγμή, στο ορκίζομαι. Αυτό που αντίκρισα, δεν το άντεξε η ψυχή μου. Το χέρι του βρισκόταν στο πληθωρικά οπίσθια μιας τροφαντής ξανθιάς το ίδιο μεθυσμένης, η οποία ξεκαρδιζόταν στα γέλια και προσπαθούσε να κατευθύνει το κεφάλι του προς το στήθος της. Θόλωσα. Ανεξέλεγκτο το χέρι μου πετάχτηκε από το σκοτάδι και τον έσπρωξε, η γυναίκα ούτε που με είδε, είχε το νου της αλλού. Ο πατέρας σου κατρακύλησε στην σκάλα και προσγειώθηκε σε στάση περίεργη στην αυλή. Η γυναίκα κατέβηκε αργά την σκάλα, στάθηκε για λίγο δίπλα του και εξαφανίστηκε στη νύχτα, σίγουρη πως το μεθύσι του ήταν που προκάλεσε το ατύχημα. Κατέβηκα προσεκτικά και γονάτισα πλάι στο κεφάλι του. Ανάσαινε ακόμα. Άνοιξε τα μάτια του και τα στύλωσε επάνω μου ικετευτικά. Δεν σάλεψα. Όταν βεβαιώθηκα πως δεν ζει πια, επέστρεψα στο κρεβάτι μου πλημμυρισμένη από μακάρια γαλήνη. Και δεν σηκώθηκα μέχρι να ακούσω τις φωνές από τους γείτονες.

Τώρα, η μυρωδιά του θανάτου γεμίζει τα πνευμόνια μου. Δεν θα πω σε κανέναν πως άπρακτη τον παρακολούθησα να έρχεται, πως τίποτα δεν έκανα για να τον απομακρύνω. Δειλή είμαι και τώρα, άτολμη να περάσω το κατώφλι και να εξαφανιστώ αποχαιρετώντας σε για πάντα. Ένα μαύρο κενό μέσα μου ξεχειλίζει κακές αναμνήσεις αλλά και τύψεις. Κερδισμένη λήθη, ηττημένη συνείδηση. Αφήνω γραμμένα όλα τα πειστήρια του εγκλήματός μου στο κρεβάτι σου, τα υπογράφω κιόλας. Δίπλα τους αφήνω και τη συνέχεια της ζωής μας. Εγώ, το μόνο που θα κάνω είναι να δεχτώ την δική σου επιθυμία, κόρη μου. Κάνε με ό,τι θες.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top