Fractal

Η αγωνιώδης αναζήτηση μιας περήφανης δραπέτευσης, στο «Τέλος» της Άννας Ζέγκερς

Του Γεωργίου Νικ. Σχορετσανίτη //

 

telos_1

 

Anna Seghers “Το Τέλος”. Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας. 2003. Εκδόσεις Άγρα-Σταύρος Πετσόπουλος

 

‘Το Τέλος’  (Das Ende, 1946)  της Άννας Ζέγκερς, γράφτηκε ανάμεσα στα 1944-1945 και φέρνει στο προσκήνιο τις δίκες για τα εγκλήματα πολέμου των πρόθυμων εκτελεστών του Τρίτου Ράιχ.  Ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που βασάνιζαν και σκότωναν αλύπητα κατόπιν εντολής άνωθεν και φυσικά ποιά ήταν τα βαθύτερα κίνητρά τους για  να προχωρήσουν σε τέτοιες ακατονόμαστες πράξεις; Ήταν ένα ερώτημα το οποίο παρά το σχετικά μεγάλο χρονικό διάστημα που πέρασε από τότε, ερχόταν ξανά και ξανά στον ορίζοντα, και εμφανιζόταν στον τύπο της Γερμανίας μέχρι σχετικά πρόσφατα, ειδικά όταν ερχόταν η συζήτηση για την γενικότερη ευρωπαϊκή συνεργασία στο Ολοκαύτωμα, γνωστού όντος ότι, ειδικά στην τελευταία δεκαετία,  δεν πρόκειται να έχουμε κάποια σημαντική κατάθεση για προφανείς λόγους. Συναντήσαμε, ως αναγνώστες,  για πρώτη φορά τον χαρακτήρα του Τσίλλιχ στο μεγάλης εμπορικής επιτυχίας μυθιστόρημα της Άννας Ζέγκερς ‘Ο Έβδομος Σταυρός’  (Das Siebte Kreuz, 1942), ένα έργο εμβληματικό στον αγώνα ενάντια σε κάθε μορφή ολοκληρωτισμού. Ήταν ένας παλιός Κάπο ή μέλος (SA-Mann) των Ταγμάτων Εφόδου, ο οποίος είχε διακριθεί για την  ιδιαίτερη βιαιότητα σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Η συγγραφέας μας όμως δεν τελείωσε τη νουβέλα της με αυτόν. Το ‘Das Ende’ περιγράφει τι συμβαίνει στον  Τσίλλιχ μετά την ήττα της Γερμανίας.

Στις αρχές ‘του Τέλους’ (Das Ende), ο Τσίλλιχ βρίσκεται πίσω στην αμερικανική ζώνη στη νότια Γερμανία με την οικογένειά του σε ένα αγροτικό χωριό. Εκεί διατηρεί διακριτικά ένα χαμηλό προφίλ, και ελπίζει ότι κανείς δεν θα τον αναγνωρίσει για τις προηγούμενες ενέργειές του ως υποδιοικητής σε στρατόπεδο συγκέντρωσης στα ανατολικά. Η τύχη του για κακή του τύχη φαίνεται να εξαντλείται όταν κάποιος εργαζόμενος στο σιδηρόδρομο, ο οποίος ήταν φυλακισμένος στο στρατόπεδο, τον αναγνωρίζει. Ο Τσίλλιχ, εξαφανίζεται χρησιμοποιώντας άλλο όνομα, και προσπαθώντας να βρει καταφύγιο σε απομονωμένους καταυλισμούς εργασίας στη γύρω περιοχή. Σκέφτεται όμως, ότι ‘… ανάμεσά τους υπήρχαν σίγουρα κάποιοι που η σκέψη της εκδίκησης δεν τους άφηνε να κοιμηθούν. Ακόμα δεν μπορούσαν να αποδεχτούν την ειρήνη που τόσο λαχταρούσαν οι άνθρωποι και τα χωράφια. Δεν μπορούσαν να σκεφτούν τίποτα άλλο εκτός από το μίσος και την εκδίκηση, τώρα που όλος ο κόσμος, αφού είχε κοντέψει να πνιγεί στο αίμα, δεν νοσταλγούσε τίποτα άλλο εκτός από το να σπέρνει και να θερίζει, να έχει γαλήνη και ηρεμία κάτω από έναν ουρανό, ή κάποια άλλη δουλειά που θα  μπορούσες να την κάνεις ήρεμα, χωρίς να σε τρομοκρατούν ξαφνικά ή να σε κατασκοπεύουν αδιάκοπα ή να σε καλούν το βράδυ να λογοδοτήσεις’.

 

telos_2

 

Ο αναγνώστης ακολουθεί τον βασανισμένο Τσίλλιχ, να περιπλανάται μέσα στο ερειπωμένο τοπίο, καθώς προσπαθεί να ξεφύγει από το ένοχο παρελθόν του. Σε κανένα σημείο του κειμένου δεν είχε εκφράζει κάποια τύψη ή ενοχή για αυτό που είχε διαπράξει στα στρατόπεδα. Παρόλα αυτά, τα απάνθρωπα στρατόπεδα των Ναζί, στοιχειώνουν σε συνεχόμενη βάση τα όνειρά του. ‘… Ο ύπνος όμως δεν του έφερε καμία βαθύτερη ειρήνη, αλλά μάλλον ανησυχία και αίσθημα καταπίεσης. Χωρίς να ονειρεύεται, μάλλον βυθισμένος  σε ένα αχανές και ασχημάτιστο όνειρο, αισθάνθηκε την απειλή σε κάθε ίνα της ύπαρξής του.  Αισθάνθηκε το θάνατο, πανταχού   παρόντα, παντοδύναμο και συγχρόνως παντογνώστη, σαν να τον ακολουθούσε και σαν να τον καταδίωκε.  Ο θάνατος τον τραβούσε από τα μαλλιά του, του έκαιγε την καρδιά, του γαργαλούσε τις φτέρνες, ψιθύριζε, μουρμούριζε αχνά πίσω από την πλάτη του. Ο Τσίλλιχ ήταν έτοιμος να αφηνιάσει από λύσσα, να βάλει ένα τέλος στο μαρτύριο…’.

Μαθαίνουμε, διαβάζοντας τη νουβέλα, για το σκληρό παρελθόν του στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, και ακόμα πώς ήταν περιφρονημένος από τους άλλους στο χωριό, προκαλώντας ταυτόχρονα δυσάρεστα συναισθήματα στη γυναίκα και το γιο του. Όμως, οι Ναζί αποτιμούσαν θετικά  αυτές τις ιδιότητες, και για πρώτη φορά στη ζωή του ο Τσίλλιχ  κατάφερε επιτέλους να αποκτήσει  κάποιας μορφής αναγνώριση. Η προφανής και έκδηλη προθυμία του να ‘κάνει τη βρώμικη δουλειά’, αυτός,  ακόμα και αν αυτή περιελάμβανε  δολοφονίες και απάνθρωπα βασανιστήρια, τελικά του αποφέρουν την προώθηση προς τα πάνω στην άτεγκτη ιεραρχία του  στρατοπέδου. Όμως, τα θύματά του δεν μπορούν  ποτέ να τον ξεχάσουν. Σε κάθε στροφή του δρόμου, αντιμετωπίζει παράξενες φιγούρες ανθρώπων που του θυμίζουν κάτι επώδυνο, και στο τέλος, συνειδητοποιεί ότι υπάρχει μόνο μία οδός διαφυγής. Στο  Τέλος’  (Das Ende, 1946), όμως, η Άννα Ζέγκερς, μας δίνει μια σημαντική προσωπική λεπτομέρεια. Ο Τσίλλιχ, έκλεισε την καριέρα του ως στέλεχος των Ναζί στο στρατόπεδο συγκέντρωσης στο Piaski, εκεί συγκεκριμένα όπου η μητέρα Άννα Ζέγκερς ‘μεταφέρθηκε’ και στη συνέχεια χωρίς να γίνει γνωστό τίποτα άλλο, χάθηκε!

Ο Τσίλλιχ, γνώριζε καλύτερα από τον καθένα, ότι ‘… σε μια μεγάλη πόλη κανείς δεν μπορούσε να ξεφύγει από ένα έξυπνο ανθρωποκυνηγητό. Πάντα είχαν τσακώσει στο τέλος ακόμα  και τους πιο πονηρούς Εβραίους και τους πιο επιτήδειους Κόκκινους. Έπειθαν με το χρήμα όταν δίσταζαν οι καταδότες.  Κι όταν το χρήμα δεν ωφελούσε σε τίποτα, τότε με τον εκφοβισμό…’. Σε μια στιγμή, αναλογίζεται πως ‘…  του είχαν υποσχεθεί δόξα και τιμή, ένα μερίδιο από την ίδια τους την εξουσία. Τον είχαν δελεάσει με αυτά να αφήσει το σπίτι του,  το αλέτρι του και το χωράφι του. Του είχαν υποσχεθεί πράγματα και θάματα, και τι βγήκε απ’ όλα αυτά; Καταδίωξη, φόβος και εγκατάλειψη! Έτσι, αναρωτιόταν με έκδηλη πικρία, ‘γιατί να ζει κανείς’;  Αυτός κατά βάθος νοσταλγούσε εμβατήρια, παρελάσεις, διαταγές, αντί για το σκυθρωπό χρόνο που κυλούσε μέσα από τα δάχτυλά του, χωρίς ωστόσο να ξεχνάει και παραδέχεται παράλληλα, πως ‘…κάθε μέρος στη γη   είναι καλό, όταν δεν το τυλίγει συρματόπλεγμα…’.

Μετά την επιστροφή της στο Βερολίνο, το 1947, η Άννα Ζέγκερς  επικεντρώθηκε στην Λατινική Αμερική και έγραψε αρκετά κείμενα για το Μεξικό, όπως τη νουβέλα ‘Κρισάντα’ (Crisanta). Ενώ η Ζέγκερς  πάντα πίστευε ότι ο αγώνας ενάντια στην καταπίεση, θα πρέπει να προχωράει ανεξάρτητα από το φόρο του σε ατομικές ζωές, και ενώ αρχικά πίστευε ότι η Σοβιετική Επανάσταση ήταν πράγματι η ολοκλήρωση της γαλλικής, η απογοήτευσή της για τις εξελίξεις μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, μεταξύ των οποίων και η διαφαινόμενη φθορά του σταλινισμού, την έκανε να ανησυχεί όλο και περισσότερο για την τιμή της επανάστασης, καθώς και την προδοσία   και τη προελαύνουσα διαφθορά. Της είχε κινήσει  ιδιαίτερα την περιέργεια και εμπνεύστηκε από την  ιστορία του Toussaint-L’Ouverture (1744-1803), τον μαύρο σκλάβο που απελευθέρωσε την Αϊτή και κυβέρνησε  με σύνεση μέχρι που συνελήφθη από τον Ναπολέοντα και απελάθηκε στην Ευρώπη όπου και πέθανε στη φυλακή. Αποτέλεσε το αντικείμενο ενός δοκιμίου και κατέχει σημαντική θέση σε ένα από τα δύο παραμύθια της Καραϊβικής τα οποία έγραψε αμέσως μετά την επιστροφή της στην Ευρώπη, ήτοι το ‘Οι γάμοι της Αϊτής’ (Die Hochzeit von Haiti, 1948), και ‘Η Επαναφορά της Δουλείας στη Γουαδελούπη’ (Wiedereinführung der Sklaverei in Guadeloupe, 1948). Ο σημαντικός χαρακτήρας στο “Die Hochzeit” είναι ένας Εβραίος έμπορος του οποίου η εικόνα εμπλέκεται με τα αρνητικά  εβραϊκά στερεότυπα σύμφωνα με τον περιρρέοντα αντισημιτισμό, αλλά ταυτόχρονα παρουσιάζεται η άρνηση των εβραϊκών ριζών  μεταξύ των κομμουνιστών στο σοβιετικό μπλοκ. Η ιστορία πάντως τον παρουσιάζει ως πιστό βοηθό και γραμματέα του Toussaint και έναν ήρωα ταυτόχρονα με το δικό του λιτό τρόπο. Το 1960, η Ζέγκερς προσθέτει  και μια τρίτη ιστορία στις  ‘Ιστορίες της Καραϊβικής’.

Σε γενικές γραμμές, ωστόσο, οι κριτικοί χρεώνουν στη Ζέγκερς  ότι αυτή, όπως και οι άλλοι κομμουνιστές, αρνήθηκαν την εβραϊκή ταυτότητά τους. Στην πραγματικότητα, όμως, η ίδια ποτέ δεν τόνισε την  εβραϊκή της καταγωγή, αλλά ούτε και την απέκρυψε ή την  απέρριψε.   Προτίμησε να αφήσει στην άκρη την πίστη της και να δώσει στα παιδιά της μια κοσμική εκπαίδευση, η οποία όμως   ήταν βαθιά ριζωμένη στην εβραϊκή παράδοση και  γνώση. Ακόμα και αν μίλησε λίγο για αυτό δημόσια, το Ολοκαύτωμα και η μοίρα της μητέρας της συμμετείχαν ενεργά στη δημιουργία του  μεταπολεμικού οράματός της. Αυτό την έκανε να προσκολληθεί ακόμη πιο απεγνωσμένα στο σοσιαλισμό, στον οποίο είδε την μία ευκαιρία να δημιουργήσει μια Γερμανία και έναν κόσμο που δεν θα επέτρεπε στην  τελευταία φρίκη να επαναληφθεί.

 

telos_3

 

Η Ζέγκερς επέστρεψε στην Ευρώπη το 1947, φθάνοντας στο Βερολίνο μέσω των Ηνωμένων Πολιτειών, της Σουηδίας και της Γαλλίας, μόνη. Τα παιδιά της   ήδη σπούδαζαν στο Παρίσι, ενώ ο σύζυγός της είχε παραμείνει στο Μεξικό ως καθηγητής στο Εθνικό Πανεπιστήμιο. Το αρχικό τους σχέδιο, το οποίο γρήγορα αποδείχθηκε ανεφάρμοστο, ήταν να οδηγήσουν σε μια  διηπειρωτική παρουσία. Μετά την επιστροφή της, η δέσμευσή της να βοηθήσει στην οικοδόμηση μιας διαφορετικής Γερμανίας παρέμεινε ισχυρή παράμετρος, αλλά η δυσαρέσκεια της   ζωής στο Βερολίνο μεγάλωσε με την  αναθέρμανση του Ψυχρού Πολέμου και την αυξανόμενη διαίρεση της χώρας και της πόλης του Βερολίνου. Παρά το γεγονός ότι της απονεμήθηκε το γνωστό βραβείο Γκέοργκ Μπύχνερ, το 1947, μια αναγνώριση που αντιπροσώπευε το σύνολο της Γερμανίας, ποτέ δεν αισθάνεται σαν να βρίσκεται στο σπίτι της.

Κατά τα πρώτα χρόνια μετά την επιστροφή της, πέρασε μεγάλο μέρος του χρόνου της εκτός Γερμανίας, ιδιαίτερα στη Γαλλία, όπου ασχολήθηκε πολύ με τα κινήματα ειρήνης. Στις σχετικές συνεδριάσεις και συναντήσεις εκεί, δημιούργησε και ανανέωσε  πολλές φιλίες με   συγγραφείς και διανοούμενους από άλλες χώρες. Ακόμα και όταν η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, η οποία έγινε η χώρα της, αλλά ποτέ το σπίτι που λαχταρούσε, έσφιξε τον κλοιό γύρω της, αυτή συνέχισε να ταξιδεύει σε μεγάλο βαθμό, πληρώνοντας βεβαίως  το ανάλογο τίμημα. Λίγο μετά την ίδρυση των δύο γερμανικών κρατών, το 1949, η Ζέγκερς  υποβλήθηκε σε ασφυκτική πίεση από τη νέα κυβέρνηση της Λαϊκής Δημοκρατίας της Γερμανίας και τον ηγέτη της, Βάλτερ Ούλμπριχτ, να μετακινηθεί προς το Ανατολικό Βερολίνο, να εγκαταλείψει το διαβατήριο του Μεξικού  και να γίνει  επίσημος πολίτης του κράτους τους. Δεν είχε άλλη επιλογή από το να συμμορφωθεί, εκτός αν ήθελε να παραιτηθεί από το παρελθόν της,  τις κοινωνικές και πολιτικές δεσμεύσεις της και να φύγει στη Δυτική Γερμανία.

Δελεάστηκε και, όπως ήταν φυσικό και αναμενόμενο, ανταμείφθηκε για αυτό! Το 1952, τιμήθηκε με το Διεθνές Βραβείο Ειρήνης Στάλιν στη Μόσχα, στο σύζυγό της δόθηκε μια θέση καθηγητού στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου και, τέλος εντάχθηκε, και αργότερα  έγινε πρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων της Ανατολικής Γερμανίας, μία περίοπτη θέση που κατείχε μέχρι το 1978.  Κατά τη διάρκεια της θητείας της, που θα ήθελε σίγουρα  να παραιτηθεί νωρίτερα, ήταν μια φωνή της λογικής και της μετριοπάθειας στις επαναλαμβανόμενες επιθέσεις στην καλλιτεχνική έκφραση και τους συγγραφείς, αλλά ίσως δεν θα μπορούσε να κάνει  και περισσότερα. Υποστήριξε με τον τρόπο της νεότερα ταλέντα, κυρίως την Κρίστα Βολφ (1929-2011). Ωστόσο, σε κρίσιμες συγκυρίες, όπως η εξέγερση των εργαζομένων το 1953, της Ουγγρικής Επανάστασης του 1956, το χτίσιμο του Τείχους του Βερολίνου το 1961, στην Άνοιξη της Πράγας το 1968 και την απέλαση του εβραίου ποιητή Wolf Biermann το 1976, υποστήριξε έμμεσα το κόμμα της. Πίσω από τις σκηνές, ήταν πιο ειλικρινής σε λογοτεχνικά και πολιτιστικά θέματα, αλλά από μια αίσθηση πίστης και πειθαρχίας δεν διαμαρτυρήθηκε ποτέ ανοιχτά, όταν το κόμμα την χρησιμοποιούσε με τον τρόπο του. Η δεκαετία του 1950 φαινόταν ακόμα μια περίοδο ελπίδας στην οποία η Ζέγκερς  εργάστηκε σκληρά και έθεσε  το ταλέντο της στην υπηρεσία των αιτημάτων του Κόμματος για γράψιμο κειμένων γύρω από  τη νέα αναδυόμενη κοινωνία. Δεν της ήταν εύκολο, όμως, γιατί μόλις είχε επιστρέψει από την εξορία και παρά τις προσπάθειες ήταν ουσιαστικά μια ξένη. Ωστόσο, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα έργα της επιβεβαίωναν τις ιδέες της σοσιαλιστικής ανοικοδόμησης την οποία   προωθούσαν  στη Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας, ενώ από την άλλη μεριά παρουσίαζαν τη Δυτική Γερμανία ότι επέστρεφε στις παλιές δομές που είχε και τη συνενοχή του φασισμού. Η Ζέγκερς τόνιζε ότι κάποιες σταθερές αξίες, όπως η αμοιβαία εμπιστοσύνη, η αλληλεγγύη, η κοινότητα και η ανοχή ήταν απαραίτητες για τη δημιουργία μιας νέας κοινωνίας και διακριτικά ανέφερε  τη μικρή προσφορά από την πλευρά της. Τα  μυθιστορήματά της ‘Η Απόφαση’ (Die Entscheidung, 1959) και ‘Η Εμπιστοσύνη’ (Das Vertrauen, 1968), αντιπροσώπευαν όλα εκείνα που ήθελε να δει κάποια στιγμή να γίνονται πραγματικότητα. Καλύπτουν την περίοδο μεταξύ 1947 και 1953 και τέλος την εξέγερση των εργαζομένων, στην οποία τα ρωσικά τανκς κάνουν στάση έξω από το  φανταστικό  εργοστάσιο χάλυβα. Ήταν όνειρό της, ότι η Λαϊκή Δημοκρατία της Γερμανίας θα αναπτύξει μια πραγματικά σοσιαλιστική εργατική τάξη και ένα μέρος που θα μπορούσαν όλοι να  έχουν πίστη στο λαό και δεν θα χρειάζονταν τους Σοβιετικούς για να τους  προστατεύσουν. Η πίστη της Ζέγκερς στη δικαιοσύνη της δικής της πλευράς, υπέστη βαρύ πλήγμα, όταν ο Χρουστσόφ έβγαλε στη δημοσιότητα τα εγκλήματα του Στάλιν το 1956, αλλά από την άλλη μεριά δεν έβλεπε και  καμία εναλλακτική λύση για το σοσιαλισμό στη Δύση.

Ήταν η εποχή, το τέλος του 1955,  που κάποια επεισόδια, προφανώς  υπολείμματα της παλιάς αρρώστιας της είχαν έρθει στο προσκήνιο και μαζί με κάποιες απογοητεύσεις και κοινωνικές πιέσεις αμαύρωναν τη ζωή της που γίνονταν ολοένα και  πιο συχνά από το 1968 και μετά.  Το γράψιμο συνέχισε να αποτελεί μεγάλη  παρηγοριά, πέρα από τα ταξίδια, μερικά σε μακρυνά μέρη, όπως η Βραζιλία και η Αρμενία.  Πολλές, όμως,  από τις ιστορίες που επινόησε και έγραψε μετά το 1957, αντανακλούσαν την αμφιθυμία της ανάμεσα σε ένα ουτοπικό όραμα που δεν ήταν διατεθειμένη να εγκαταλείψει εντελώς γιατί χωρίς αυτό ο κόσμος θα ήταν αφόρητος, και στα βάσανα που έβλεπε παντού γύρω της. Στις δύσκολες στιγμές στρεφόταν στην τέχνη και κυρίως τη λογοτεχνία.

Κατά τη διάρκεια των τελευταίων ετών της ζωής, η Ζέγκερς  αισθανόταν όλο και περισσότερο φυλακισμένη από τις αδυναμίες του σώματός της και της χώρας της. Ο θάνατός επήλθε το 1983, την πρώτη Ιουνίου. Η εντυπωσιακή της κηδεία  χρησιμοποιήθηκε για μια ακόμη φορά ως ενδεικτικό στοιχείο της    ένωσης της πνευματικής και πολιτικής ζωής της κυβέρνησης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ωστόσο, ότι οι καιροί της και τις συνθήκες ήταν εξαιρετικά δύσκολες παράμετροι  και ότι το έργο της κατάφερε και κέρδισε  μια σημαντική θέση στη γερμανική λογοτεχνία. Κατάφερε και συνδύασε την κοινωνική της δέσμευση και το φανταστικό  όραμα, σε ένα στυλ  σκληρό αλλά και   ποιητικό ταυτόχρονα. Η νουβέλα ‘Το Τέλος’ της Άννα Ζέγκερς, τοποθετεί με ξεκάθαρο τρόπο το επώδυνο, δραματικό  ερώτημα για τη Γερμανία εκείνης της εποχής (1946), αν και κατά πόσο ήταν δυνατή  η κάθαρση μιας χώρας, από το ναζισμό. Για τη σημερινή χώρα της ενωμένης πλέον Γερμανίας ισχύουν αναμφίβολα άλλοι κανόνες και παράμετροι!

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top