Fractal

Κάτοπρα, λαβύρινθοι και λοιπές κατασκευές

Γράφει ο Διονύσης Μαρίνος //

 

tel«Τελευταία Προειδοποίηση» του Παναγιώτη Κεχαγιά, Εκδ. Αντίποδες, σελ. 105

 

Στην ύστατη πρόταση, σε εκείνη που μπαίνει η οριστική τελεία του βιβλίου του, ο πρωτοεμφανιζόμενος Παναγιώτης Κεχαγιάς προσυπογράφει αυτό που στις προηγούμενες 104 σελίδες προσπάθησε να καθαρογράφει, κατά το μάλλον ή ήττον, ως μια πρώιμη δήλωση συγγραφικών προθέσεων.

Γράφει στο τέλους του διηγήματος «Ο κύριος Γκλας»: «… σαν το σπόρο κάθε ιστορίας πριν υποκύψει στην ασθένεια της αφήγησης». Τι έχουμε, άραγε, εδώ; Μια οξυμένη αίσθηση ματαιότητας; Μια προβολή της αλυσιτελούς σχέσης της γραφής με την απεικόνιση; Ή, μήπως, μια σκέψη για την παράλληλη δράση που έχει, εντέλει, η λογοτεχνία με τα απεικάσματα του κόσμου που περνούν μέσω των γραπτών σελίδων της; Κάτι σαν κι αυτό που ο Μπένγιαμιν όριζε ως «κοινοποίηση της γλώσσας» (κατ’ επέκταση και της αφήγησης μέσω της γλώσσας). Ήτοι: η πνευματική ουσία κοινοποιείται εντός της γλώσσας και όχι διαμέσου της γλώσσας. Οι γλώσσες, ως εκ τούτου, δεν έχουν αφηγητή. Κι ο αφηγητής τι ρόλο κατέχει; Ποια είναι η θέση του στο παίγνιο της αφήγησης; Τα πέντε διηγήματα που μας προσφέρει ο Κεχαγιάς είναι αρκούντως ενδεικτικά για να μας εμβάλλουν σε αυτή τη σχέση κρυπτικότητας, ασυνέχειας, αλλά και παιγνιώδους διάστασης του αφηγητή με τις ιστορίες του κι αυτές με τον αναγνώστη του.

Δύο είναι οι πρόδηλες προθέσεις του συγγραφέα: πρώτον να κλείσει ευλαβικά το γόνυ στις λογοτεχνικές καταγωγές του και δεύτερον να ορίσει το πεδίο μέσα στο οποίο επιθυμεί να κινηθεί. Είναι φανερό πως ο Κεχαγιάς είναι απόφοιτος της σχολής Μπόρχες και μάλιστα με… καλό βαθμό. Όχι μόνο δεν αφίσταται από τις πηγές, αλλά βουτάει σε αυτές δίχως ενοχικά σύνδρομα. Αν ο Μπόρχες είναι ο ένας πυλώνας στον οποίο ακουμπάει, ο δεύτερος περιλαμβάνει τον Κάφκα, τον Πόε, τον Ρούλφο, τον δικό μας Κυριακίδη. Έχουμε να κάνουμε με έναν μινιμαλισμό, τρόπον τινά, καθώς τούτη η έννοια έχει να κάνει με τη μουσική, που αποκτάει διαβαθμίσεις κατάφασης υπέρ της κλειστοφοβικής ατμόσφαιρας καφκικού τύπου σε συνδυασμό με σπασμούς ενός σεβάσμιου σκότους στο στυλ του Πόε, το οποίο όμως δεν έχει ρεαλιστικές εκβολές, αλλά λειτουργεί σε έναν παρακείμενο κόσμο. Επινοημένο; Μα, ο Κεχαγιάς το λέει ευθαρσώς: έχουμε να κάνουμε με τη δομική «ασθένεια» της αφήγησης. Οτιδήποτε λέγεται είναι μια εμπρόθετη κατασκευή με αβέβαια αποτελέσματα.

Το δικό του αποτέλεσμα, πάντως, απέχει αρκετά από να θεωρηθεί πρωτόλεια προσπάθεια. Και μάλιστα σε ένα δύσκολο πεδίο όπου το κυρίαρχο δεν είναι η ιστορία και η πλοκή, αλλά το βύθισμα σε μια υφολογική στοιβάδα γεμάτη σπείρες, κάτοπτρα, περιελίξεις, μυθολογικές προβολές. Ο Κεχαγιάς δεν είναι «storyteller», τουλάχιστον όχι με την κλασική έννοια του όρου. Ακόμη και στα πρώτα δύο διηγήματα της συλλογής, τα πιο μικρά σε έκταση, εκείνο που δείχνει να συναρμόζει τα κομμάτια δεν είναι η ανέλιξη της ιστορίας, αλλά η εγγύτητα σε ένα υπερκείμενο ύφος. Στο πρώτο διήγημα «Πώς να επιτύχετε στην άσκηση της ταυρομαντείας» και μόνο η χρήση της έννοιας του ταύρου, του λαβυρίνθου και των κατόπτρων που περιβάλλουν την κατασκευή φτάνει για να μας φέρει στο νου μια ολοκάθαρη μπορχεσιανή αχλή. Στο «Κάτι αναλλοίωτο» και στην «Τελευταία Προειδοποίηση», η καλίμπρα της αφήγησης γίνεται ο τόπος. Όχι ένας συγκεκριμένος, αλλά ένας νεφελώδης, αβυσσαλέος, διαπεραστικός, μυθικός και κρημνώδης. Στην πρώτη ιστορία, ο χάρτης ενός χωριού που φτιάχνει μια ομάδα τοπογράφων επέχει τη θέση συμβόλου, ενώ στη δεύτερη, η ανομοιομορφία στο σχηματισμό των ανοιγμάτων ενός κάστρου προκαλεί επιστημονικές έριδες και αφήνει όλες τις εκδοχές ανοιχτές.

 

Παναγιώτης Κεχαγιάς

Παναγιώτης Κεχαγιάς

 

Η πραγματική ουσία της τεχνικής του Κεχαγιά, ωστόσο, διαφαίνεται στα δύο επόμενα διηγήματα, τα οποία λόγω έκτασης και διαχείρισης καθίστανται σαφώς πιο απαιτητικά. Η διευθέτηση είναι διαφορετική, αλλά η ουσία, οι εσωτερικοί ψυχολογικοί ορισμοί, αλλά και το εξωτερικό περίβλημα μοιάζουν να ακολουθούν την ίδια φόρμα. Στην «Έλευση της ευτυχίας» το κλειστοφοβικό πλαίσιο με μια οικεία αίσθηση ενός ολοένα επερχόμενου «άλλου» που απειλεί και θωπεύει τον πρωταγωνιστή, φέρνει στο νου τον Κάφκα και τον Πόε εν ταυτώ. Ο ιατροδικαστής Τσερένκοφ βρίσκει στο στομάχι ενός νεκρού ένα χαρτάκι που πάνω είναι γραμμένο ένα τηλέφωνο. Ο Τσερένκοφ αποπειράται να τηλεφωνήσει και αίφνης βρίσκεται μπροστά σε έναν τηλεφωνητή με γυναίκεια φωνή. Παίρνει αρκετές φορές τον αριθμό, αλλά κάθε φορά η χροιά του τηλεφωνητή-γυναίκας αλλάζει σαν να θέλει να υποβάλει τον καλούντα σε μια συγκεκριμένη ψυχολογική κατάσταση. Η εμμονική σχέση που αποκτάει με αυτή την άγνωστη, μη πραγματική παρουσία, τον βγάζει, ουσιαστικά, από το περίκλειστο σχήμα της ζωής του. Ώσπου κάποια στιγμή ο τηλεφωνητής γίνεται πάλλουσα φωνή και τότε δημιουργείται η πλήρης ταύτιση-ευθυγράμμιση των δύο οντοτήτων.

Στο μακροσκελές «Κύριος Γκλας», θα έλεγε κανείς πως ο Κεχαγιάς σχολιάζει τη γνωστή οσκαρική ταινία «The Revenant – Η επιστροφή» με πρωταγωνιστή τον Λεονάρντο ντι Κάπριο. Μόνο που εδώ δεν έχουμε να κάνουμε με ένα περιπετειώδες ανάγνωσμα. Μπορεί ο πρωταγωνιστής, Χιου Γκλας, να διατηρεί τις ιδιότητές του –κυνηγός, πειρατής, πλάνης, τυχοδιώκτης – και να προσπαθεί να ανακαλύψει μια νέα Αμερική όντας βαρύτατα πληγωμένος από μια αρκούδα, εντούτοις στη δική του εκδοχή υπάρχει μια εξακτίνωση της βασικής ιστορίας σε διάφορες άλλες παραλλαγές. Η μια ιστορία εγκολπώνεται μια άλλη κι αυτή με τη σειρά της μια τρίτη. Ακολουθεί μια σκυταλοδρομία διάφορων πιθανών εκδοχών. Και κάπου εκεί εισχωρεί η ασθένεια της αφήγησης που λέγαμε και στην αρχή. Η καθηλωτική «αρρώστια» έχει να κάνει με τη φύση της δημιουργίας. Πώς μπορείς να αφηγείσαι όταν οι λέξεις προδίδουν εκ προοιμίου τα λεχθέντα; Τίνι τρόπω ο αφηγητής μπορεί να ξεφύγει από έναν ακόμη λαβύρινθο, ίσως και τον πιο δύσκολο, αυτόν της αφήγησης; Ο Κεχαγιάς εκκινεί από έναν υψηλό βατήρα, θέτει εξαρχής ζητήματα που ξεπερνούν το περίκλειστο σχήμα μιας ιστορίας και εκτείνονται στα είδωλα που η λογοτεχνία διατηρεί για τον εαυτό της. Κάτω από το φαινομενικά απρόσιτο, ουδέτερο, σχεδόν παγωμένο και εργαστηριακό σκεύος των ιστοριών του, θάλλει μια συγγραφική φλέβα η οποία συν τω χρόνω μπορεί να δώσει πολλά καλά δείγματα γραφής. Οψόμεθα.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top