Fractal

Διήγημα fractal: “Τηλεμάρκετινγκ”

Του Ανδρέα Κιτσικίδη // *

 

 

 

 

 

Ανοίγει αινιγματικά την πόρτα. Φοράει τα παντοφλάκια από την αγορά και κοιτάζει το παιδί με τις πίτσες με μανία. Δεν τον αναγνωρίζει, πρέπει να είναι καινούριος. Παίρνει τις πίτσες, την κόκα κόλα και ένα γλυκάκι της κακιάς ώρας και κλείνει την πόρτα. Της χτυπάει, ζητάει τα λεφτά, του δίνει καπότες. Της ξαναχτυπάει με ένα ελαφρύ γελάκι και τότε αυτή του δίνει τα λεφτά, την αποχαιρετά και καλεί το ασανσέρ. Αυτή, κάθεται στην πολυθρόνα με το μπουρνούζι και τα μαλλιά υγρά από το μπάνιο, ανοίγει την τηλεόραση και παρακολουθεί μια επανάληψη. Ανοιγοκλείνει το στόμα, κάνει μιμήσεις, φωνάζει, μασάει, γελάει υστερικά και καταπίνει. Στα χείλη της σχηματίζεται ένας σωρός από μαγιονέζες, κέτσαπ και αποβλάκωση.

Ανοίγει το πορτατίφ, προσπαθεί να διαβάσει ένα βιβλίο, δεν τα πολυκαταφέρνει. Παίρνει τον καπνό και τάχα στρίβει, δεν ξέρει πώς να καταπολεμήσει την πλήξη της, ανοίγει το στόμα σαν να πρόκειται να χασμουρηθεί αλλά δεν υπάρχει τίποτα εκτός από όψεις ρητίνης και υπολείμματα φαγητού. Θέλει λίγο νερό αλλά η βρύση έχει χαλάσει, ο μάστορας θα έρθει αύριο, μέχρι τότε ας κατέβει στο περίπτερο να πάρει μια εξάδα, πού έβαλε τα λεφτά, σκέφτεται αν δέχονται κάρτα σε αυτό το παρακμιακό μαγαζάκι, ξεχνάει να αλλάξει παπούτσια, έξω ακούει μερικές ψιχάλες που ώσπου να βγει από το σπίτι θα έχουν γίνει πλημμύρα.

Καλά το φαντάστηκε, έγινε λούτσα και δεν σκέφτηκε να πάρει μια ομπρέλα, έτσι να αποφύγει το φθινοπωρινό κρύωμα, δεν έχει και κανέναν να την περιθάλψει. Περιθάλψει, βαριά κουβέντα, προσέξει, πιο κανονικό ρήμα, λιγότερο αξιολύπητο. Όπως και να έχει παίρνει ένα μπλε παναντόλ και ανοίγει τον θερμοσίφωνα. Κοιτάζει το ρολόι. Πολύ νωρίς για ύπνο.

Τηλεμάρκετινγκ. Δεν έχει και ιδέα από αυτά, δεν έμαθε ποτέ να μαγειρεύει, δεν χρειάστηκε, δεν της άρεσε, ένας συνδυασμός όλων αυτών. Κοιτάει προς τα έξω. Απέναντι. Τη γριά του διαμερίσματος. Χαζεύει τους περαστικούς, ανοίγει ένα μικρό φως και παρατηρεί τους πάντες. Ένα σετ κατσαρολικά και μια χύτρα. Το στιφάδο που θα δώσει στα παιδιά που δεν έχει. Άραγε θα γράψει τίποτα και γι’ αυτήν η ιστορία ή θα είναι ένα αφήγημα που ανήκει σε αυτοέκδοση; Θα περάσει στην αθανασία μέσω της ανωνυμίας. Σαν δέντρο που γεννήθηκε σε δάσος χωρίς όνομα. Σαν όλοι αυτοί που γνώρισε να μην υπήρξαν πραγματικά, ρόλοι χωρίς βάθος σε μονόπρακτο σκονισμένης βιβλιοθήκης.

Και να πεις πως της άρεσε και το διάβασμα. Δύο μπολ για φρούτα και ένα χρυσό ρολόι. Για να καμουφλάρει τον χρόνο που περνάει.

 

 

 

* Ο Ανδρέας Κιτσικίδης  φοιτά στο Τμήμα Θεάτρου της Σχολής Καλών Τεχνών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top