Fractal

Ματριόσκα

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

taxidiotisΖαν – Κριστόφ Γκρανζέ:  «Ταξιδιώτης δίχως αποσκευές», Μετάφραση: Μαρία Γαβαλά,  Εκδόσεις Καλέντης, σελ. 960

 

Ο ήρωας του μυθιστορήματος πάσχει από πλήρη ψυχική φυγή, με απώλεια μνήμης. Αλλάζει συνεχώς ονόματα και ιδιότητες χωρίς να θυμάται τι ήταν και ποιος ήταν πριν. Ήταν κάτι σαν τις ρωσικές κουκλίτσες, ο ένας μέσα στον άλλον. Ένας ταξιδιώτης χωρίς αποσκευές. Ψάχνοντας ο ίδιος να βρει ποιος τελικά είναι, βρήκε διάφορες εκδοχές. Ο Γιουσέφ ένας μετανάστης Σέρβος του είπε πως  τον ανακάλυψε επειδή ζωγράφιζε ωραία με κιμωλία  σ’ ένα πεζοδρόμιο. Του είπε πως ήταν ένα χαμίνι στο δρόμο χωρίς να ξέρει ποια είναι η πατρίδα του και τ’ όνομά του. Τον πήρε του έδωσε στέγη, του έμαθε την τέχνη της πλαστογραφίας και παραχάραξης, του αγόρασε ό,τι μηχανήματα χρειάζονταν και τον έβαλε να τυπώνει κάρτες υγείας και ταυτότητες για τους λαθρομετανάστες της Γαλλίας. Απέκτησε τ’ όνομα Αρνώ Σαπλαίν ή αλλιώς Νονό. Απ’ αυτή τη δουλειά είχε βγάλει πολλά χρήματα, ντυνόταν ωραία με ακριβά ρούχα κι είχε νοικιάσει ένα ατελιέ. Κατόπιν ανακάλυψε ότι είχε νοσηλευτεί σ’ ένα εξειδικευμένο ινστιτούτο με την επωνυμία Βίλα Κορτό κι ότι ζωγράφιζε πολύ ωραία έργα σαν τον   Βέλφλι τον Ελβετό καλλιτέχνη της ωμής τέχνης κι ότι σε μια έκθεση που είχε γίνει είχαν πουληθεί όλα του τα έργα. Υπέγραφε με τ’ όνομα Νάρκισσος. Ερευνώντας ακόμα τη ζωή του διαπίστωσε ότι υπήρξε και κλοσάρ στη Μασσαλία με τ’ όνομα Ζανύς, που δούλεψε όμως στο ίδρυμα Εμμαούς, που φρόντιζε τους άστεγους, για ένα πιάτο φαΐ και ύπνο. Τέλος βρέθηκε να ονομάζεται Ματίας Φρερ και να είναι ψυχίατρος σε μια ψυχιατρική κλινική στο Μπορντώ.

Τρεις φόνοι με σκηνικό από την ελληνική μυθολογία διαπράχτηκαν  σε διάφορες πόλεις της Γαλλίας,  σε διαφορετικά χρονικά διαστήματα. Και οι τρεις κατά κάποιον ανεξήγητο τρόπο εμπλέκουν τον ήρωά μας. Δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι μάρτυρας ή ο σκληρός και ανελέητος δολοφόνος. Και οι τρεις φόνοι έχουν να κάνουν με τη σχέση πατέρα και γιου. Ο πρώτος φόνος έγινε στην αριστερή όχθη του Σηκουάνα κάτω από τη γέφυρα Ιενά. Βρέθηκε ένας γιγαντόσωμος κλοσάρ ευνουχισμένος με τσεκούρι από πυρίτιο. ( Σκηνικό από τη μυθολογία, ο Κρόνος σκοτώνει τον πατέρα του Ουρανό ευνουχίζοντάς τον). Ο άλλος φόνος έγινε σ’ έναν κόλπο της Μασσαλίας. Ο δολοφονηθείς ήταν πρόσφυγας από την Ανατολική Ευρώπη. Βρέθηκε το πτώμα του μαύρο, σκελετωμένο, σε στάση οσιομάρτυρα ακουμπισμένο στους γκρίζους βράχους του ορμίσκου, στραμμένο προς τον ουρανό. Απ’ τις δυο μεριές του σώματος απλώνονταν δυο τεράστιες καψαλισμένες φτερούγες με σκόρπια καρβουνιασμένα πούπουλα και απομεινάρια κεριού. Δίπλα στο πτώμα βρέθηκε ένα κομμάτι από καθρέφτη. Στις φλέβες του βρέθηκε ηρωίνη.(Σκηνικό από το μύθο του Δαίδαλου και Ίκαρου). Ο τρίτος φόνος έγινε στο Μπορντώ. Πάνω σε σιδηροτροχιές βρέθηκε ένα πτώμα, ενός εικοσάχρονου άντρα, γυμνό, κάτισχνο, καλυμμένο με τατουάζ. Το κεφάλι του όμως δεν ήταν ανθρώπου, αλλά ταύρου. Μια επιβλητική μαύρη κεφαλή ταύρου, κομμένη στη βάση του λαιμού και σφηνωμένη στο κρανίο του άντρα. Ύστερα από τοξικολογική έρευνα βρέθηκε καθαρή ηρωίνη στις φλέβες του. (Σκηνικό από το μύθο του Μινώταυρου). Τη διαλεύκανση του φόνου αυτού την ανέλαβε η υπολοχαγός Αναΐς Σατλέ.

Ο ήρωάς μας, ως Ματίας Φρερ, ψυχίατρος, γνωρίστηκε με την Αναΐδα, επειδή στην κλινική που εργαζόταν κατέληξε ένας  μάρτυρας του φόνου, ο οποίος όμως έπασχε από αμνησία και δε θυμόταν ούτε τ’ όνομά του. Μετά από λίγο ο ίδιος θυμήθηκε ότι τον έλεγαν Μπονφίς. Ο Ματίας μετά από τη γνωριμία του με την αστυνομικό της εμπιστεύθηκε ότι τον παρακολουθούσαν κάποιοι με μαύρα κοστούμια και ακριβό αυτοκίνητο Q7, μάλιστα της έδωσε και τον αριθμό κυκλοφορίας. Αυτή ανακάλυψε ότι το αυτοκίνητο ανήκε σε μια φαρμακευτική εταιρία Μετίς, η οποία ήταν ένας ισχυρός όμιλος πανταχού παρών, που υπηρετούσε την τάξη παραβιάζοντας το νόμο. Αυτοί οι άντρες μετά από λίγες ημέρες, όταν ο ασθενής μάρτυρας Μπονφίς πήγε στο σπίτι του, τον σκότωσαν μαζί με τη γυναίκα του, αλλά τους δολοφόνους δεν ήταν δυνατόν να τους συλλάβουν, αφού αυτοί ήταν ο νόμος και η τάξη στο κράτος, αφού οι μέτοχοι της εταιρίας ήταν μεγάλα αξιοσέβαστα ονόματα και κανείς δεν μπορούσε να τους αγγίξει. Μεταξύ των μετόχων ήταν και ο πλούσιος πατέρας της Αναΐδας.  Μάλιστα από το πτώμα του Μπονφίς αφαίρεσαν το ρινικό του διάφραγμα, για να πάρουν ένα εμφύτευμα που υπήρχε εκεί. Επειδή κατά άγνωστο τρόπο βρέθηκαν δαχτυλικά αποτυπώματα του Ματίας στον τόπο του εγκλήματος, αναγκάστηκε ο γιατρός να το σκάσει για να μη συλληφθεί, αλλά και για ν’ αρχίσει να ψάχνει τον εαυτό του. Έτσι βρέθηκε στη Μασσαλία σαν κλοσάρ και μετά στο Παρίσι ψάχνοντας τις ρίζες του και ποιος πραγματικά ήταν. Όμως οι άντρες με τα μαύρα δεν τον ξέχασαν, τον ακολούθησαν και σε μια συμπλοκή  στους δρόμους του Παρισιού τον τραυμάτισαν. Στην ίδια συμπλοκή βρέθηκε και η Αναΐς, η οποία παρ’ όλο που την  είχαν θέσει σε διαθεσιμότητα δεν εγκατέλειψε την υπόθεση. Σ’ εκείνη τη συμπλοκή τραυμάτισε αστυνομικούς πυροβολώντας κι έτσι τη συνέλαβαν και την έκλεισαν φυλακή. Ο Ματίας συνελήφθη κι αυτός κι οδηγήθηκε σε κλινική για να φροντίσουν τα τραύματά του. Επειδή είχε κτυπήσει στο κεφάλι του έβγαλαν ακτινογραφίες και βρέθηκε πως στη ρινική κοιλότητα ήταν σφηνωμένο ένα εμφύτευμα, σαν αυτό του Μπονφίς. Κατάφερε και το έσκασε κι έβγαλε το εμφύτευμα. Οι αστυνομικοί προς στιγμή  τον εντόπισαν, αλλά είχαν φτάσει αργά,  όταν πήγε στο σπίτι μιας φοιτήτριας και συνοδού πολυτελείας της Μεντινά Μαλαουί η οποία είχε  εξαφανιστεί και η οποία τελικά βρέθηκε δολοφονημένη και πεταμένη στο Σηκουάνα, με στραπατσαρισμένο πρόσωπο, ξεκολλημένο σαγόνι και κομμένες τις φάλαγγες. Οι αστυνομικοί αφού δεν μπόρεσαν να τον πιάσουν, ανέλαβε να τον αναζητά η Ταξιαρχία Εντοπισμού Φυγάδων.

 

Jean - Christophe Grangé

Jean – Christophe Grangé

 

Ο ήρωάς μας σα Νονό είναι ακόμα ελεύθερος και έχοντας ως ορμητήριο  τη στέγη του και τον υπολογιστή του κατάφερε να δει πιες ήταν οι συνήθειές του στο Παρίσι. Ανακάλυψε πως επισκεπτόταν διάφορα νυχτερινά κέντρα που εξασφάλιζαν ραντεβού, για εύκολες γνωριμίες. Μέσα απ’ αυτά κατάφερε να ξεδιαλύνει αρκετά πράγματα όπως ν’ ανακαλύψει πως οι κοπέλες που παρουσιάζονταν στα ραντεβού από κάπου αλλού πληρώνονταν κι ότι αυτές  κάποια στιγμή για αδιευκρίνιστους λόγους εξαφανίζονταν, αλλά και κάποιοι από τους άντρες που ξεμυάλιζαν εξαφανίζονταν από τα σπίτια τους κι όταν τύχαινε να τους βρουν οι δικοί τους τυχαία μέσα  από τα δαχτυλικά τους αποτυπώματα, αυτοί είχαν αλλάξει τ’ όνομά τους, γιατί είχαν πάθει ψυχική φυγή και αμνησία, όπως ο Μπονφίς κι ο ίδιος ο ήρωας και οι οποίοι  βρίσκονταν μετά από λίγο νεκροί και φρικτά ακρωτηριασμένοι.  Μέχρι στιγμής ο ήρωάς μας τους έχει ξεφύγει.

Κάποια στιγμή κατάφερε να ξεμοναχιάσει τη Λεϊλά κοπέλα ενός νυχτερινού μπαρ και την έκανε να μιλήσει για ό,τι ήξερε γύρω απ’ αυτά τα ραντεβού, που διεκπεραιώνονταν στο νυχτερινό κέντρο της Σασά. Του εκμυστηρεύτηκε πώς άνθρωποι κουστουμάτοι που έμοιαζαν σαν αστυνομικοί ή καθηγητές διάλεγαν όμορφα κορίτσια, τους  έβαζαν μικρόφωνα πριν εμφανιστούν στο τετ-α τετ με το άλλο φύλο, για να μπορούν ν’ ακούν τις συνομιλίες.  Το θέμα ήταν να τους θέτουν μερικές ερωτήσεις κι αυτοί που άκουγαν τις απαντήσεις διάλεγαν τα άτομα με τα οποία τα κορίτσια θα έβγαιναν υποτίθεται ραντεβού. Αυτούς που διάλεγαν συνήθως ήσαν κακομοίρηδες, τελείως μόνοι, ευάλωτοι και χαμένοι, χωρίς συγγενείς ή γνωστούς στο Παρίσι. Τους ήθελαν για να δοκιμάσουν κάποια φάρμακα για το μυαλό. Ήθελαν δηλαδή να κάνουν κάποια πειράματα, με το όνομα Ματριόσκα. Η αμοιβή των κοριτσιών ήταν 3.000 ευρώ επειδή θα πήγαιναν στης Σασά και 3.000 ευρώ για κάθε έναν που θα διάλεγαν υποτίθεται για ραντεβού. Πίσω απ’ όλα αυτά ήταν η φαρμακοβιομηχανία Μετίς.

Ξετυλίγοντας το κουβάρι έμαθε από την αδελφή κάποιου θύματος, που το πραγματικό του όνομα ήταν Κριστιάν Μιοσέν  και ότι μετά το ραντεβού εξαφανίστηκε και ξαναβρέθηκε αμνήμων σαν Νταβίντ Ζιλμπέρ, παθαίνοντας ό,τι και ο ίδιος δηλαδή ψυχική φυγή. Πριν τον βρουν σκοτωμένο και ακρωτηριασμένο, είχε νοσηλευτή σ’ ένα ψυχιατρείο που ο υπεύθυνος ψυχίατρος ήταν εξαιρετικός και πρόθυμος να βοηθήσει. Το ψυχιατρείο ήταν το Σαιντ- Αν και ο ψυχίατρος ο καθηγητής Φρανσουά Κουμπιελά. Έτσι ο ήρωάς μας αποφασίζει να πάει να τον συναντήσει και να του εμπιστευτεί το πρόβλημά του και να  του ζητήσει να τον βοηθήσει να θεραπευτεί. Φτάνοντας στο ψυχιατρείο, τον πρωτοείδε ο καθαριστής της κλινικής, ο οποίος τον αναγνώρισε και τον αποκάλεσε καθηγητή Κουμπιελά. Το πρώτο σοκ γρήγορα το ξεπέρασε, γιατί κατάλαβε ότι τελικά αυτή είναι και η πραγματική του ταυτότητα. Το δεύτερο σοκ όμως, που δεν μπόρεσε να ξεπεράσει, γιατί δεν ήξερε πώς να το διαχειριστεί, ήταν, όταν έψαξε στον υπολογιστή να μάθει λεπτομέρειες για τον εαυτό του, ότι είχε πεθάνει σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα τρέχοντας με υπερβολική ταχύτητα και μάλιστα το πτώμα του ήταν απανθρακωμένο. Ανάμεσα σε άλλες πληροφορίες έμαθε πως εκτός από διακεκριμένος ψυχίατρος με έρευνες και διατριβή στην ψυχιατρική, συγχρόνως ήταν και ζωγράφος με πολλά βραβεία και προσωπικές εκθέσεις μέχρι και στην Αμερική και ότι ήταν παιδί Πολωνών μεταναστών, που ωστόσο η μητέρα του ζούσε στο Παντέν. Μια και τον αναζητούσαν παντού αυτοί που ήθελαν να τον σκοτώσουν  αποφάσισε να πάει να βρει τη μητέρα του και να κρυφτεί στο σπίτι της. Φτάνοντας σε μια υποβαθμισμένη περιοχή, που θύμιζε παραγκούπολη, βρήκε το σπίτι έρημο και κλειδωμένο. Κατάφερε να σπάσει ένα τζάμι και να μπει μέσα. Πράγματι ήταν τελείως άδειο, μόνο σ’ ένα δωμάτιο ήταν κάποιες μεγάλες χάρτινες κούτες. Όταν τις άνοιξε βρήκε σημειώσεις δικές του πάνω στο φαινόμενο που εξέταζε της ψυχικής φυγής, κάποιες φωτογραφίες και απεικονίσεις υπερήχου, που έδειχνε πως η μητέρα του γέννησε δίδυμα, αλλά απ’ ότι ήξερε μόνο αυτόν μεγάλωσαν οι γονείς του, το άλλο μάλλον θα το είχαν δώσει για υιοθεσία. Αμέσως ο Φρανσουά, επειδή είχε εκπονήσει επιστημονικές μελέτες  για τα δίδυμα που μεγάλωναν στο ίδιο ωάριο, κατάλαβε πως το άλλο παιδί που δε μεγάλωσε στην οικογένειά του ομαλά, αλλά από ίδρυμα σε ίδρυμα και σε διάφορες ανάδοχες οικογένειες, ήταν αυτός που επιστρέφει και θέλει να εκδικηθεί τον άλλο του αδελφό και κάνει τους φόνους. Μέσα απ’ αυτά τα κουτιά επίσης έμαθε ότι τελικά η μητέρα του έπασχε από ψυχική νόσο και βρισκόταν στο ψυχιατρικό νοσοκομείο Φιλίπ- Πινέλ. Έτσι  αποφασίζει να την επισκεφθεί, για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες για τον αδελφό του. Η μητέρα του όμως τον διαβεβαίωσε ότι δεν υπήρξε άλλο παιδί κατά τον τοκετό, διότι είχε κάνει μείωση εμβρύου με τη σύμφωνη γνώμη του γιατρού, σκοτώνοντας το ένα έμβρυο μέσα στην κοιλιά της, όταν ήταν στον έκτο μήνα κύησης. Δεν την πίστεψε και πήγε να ρωτήσει τον ψυχίατρο που την παρακολουθούσε από τότε το γιατρό Ζαν-Πιερ Τουανέν, ο οποίος επιβεβαίωσε αυτά που του είχε πει η μητέρα του, διότι του είπε πως ήταν παρών και στη διαδικασία αυτή, αλλά και στον τοκετό όπου το ένα έμβρυο γεννήθηκε νεκρό. Άρα δεν υπήρχε σωσίας εκδικητής, αλλά τα δυο δίδυμα επιβίωναν στον πυρήνα της μιας δικής του ύπαρξης, κι επομένως οι τρεις φόνοι είχαν έναν μόνο ένοχο τον ίδιο. Με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο το φάντασμα του αδελφού του ζούσε μια πραγματική ζωή στον πυρήνα της δικής του υπόστασης. Έφτασε στο σημείο να σκέφτεται ότι αν ήθελε να εξουδετερώσει τον μυθολογικό δολοφόνο έπρεπε να σκοτώσει τον εαυτό του.

Εντωμεταξύ η Αναΐς ελευθερώθηκε από τη φυλακή εξαιτίας της επέμβασης του πατέρα της και με τον διευθυντή της αστυνομίας Σολινά αποφάσισαν να συνεργαστούν για να ξεδιαλύνουν την υπόθεση. Όσο ο Σολινά με τους συνεργάτες του έψαχναν στο διαδίκτυο για τα κορίτσια πολυτελείας που εξαφανίστηκαν  και ανέκριναν την Σασά, η Αναΐς ανέλαβε να ψάξει τον φωτογράφο που χρησιμοποιούσε τη μέθοδο της δαγγεροτυπίας. Ήταν μία μέθοδος που χρησιμοποιούσαν ένα κομμάτι καθρέπτη εμποτισμένο σε ατμούς ιωδίου και αυτό γιατί ο δολοφόνος του Ίκαρου είχε ξεχάσει να μαζέψει μετά το φόνο ένα κομμάτι καθρέφτη που το είχε χρησιμοποιήσει για να βγάλει φωτογραφία και αυτό το θεώρησε η Αναΐς ως ενοχοποιητικό στοιχείο του δολοφόνου. Είχε να ψάξει και να ανακρίνει 18 δαγγεροτυπίστες που ζούσαν στο Ιλ- ντε- Φρανς. Μεταξύ των φωτογράφων που επισκέφτηκε ήταν και ο ψυχίατρος Τουανέν, ο οποίος ήταν και ζωγράφος και φωτογράφος που χρησιμοποιούσε αυτή τη μέθοδο.

 

tax_cover

 

Ο Φρανσουά Κουμπιελά φοβούμενος μήπως ο κακός εαυτός του σηκώνεται τα βράδια ενώ κοιμόταν κι έκανε διάφορες πράξεις που μετά αυτός δεν τις θυμόταν, αφού ασφάλισε όλες τις εξόδους και τα παράθυρα με ξύλα που τα βίδωσε καλά, έβαλε κάμερα να λειτουργεί όλο το βράδυ για να βεβαιωθεί. Την άλλη μέρα που ξύπνησε βρήκε τα ξύλα που ήταν βιδωμένα στα παράθυρα, να είναι   σπασμένα και η κάμερα το μόνο που έδειξε ήταν κάτι χέρια με μαύρα γάντια. Αυτός είχε κλείσει και το κινητό του πριν κοιμηθεί και τώρα χτυπούσε ένα κινητό. Όταν το σήκωσε κάποιος με άγρια φωνή του έδωσε εντολή να πάρει ένα αυτοκίνητο Α5 που ήταν σταματημένο μπροστά στο σπίτι του και να πάει στη Λα Ροσέλ να βρει τον τύπο που του τηλεφωνούσε γιατί είχε πιάσει την Αναΐδα κι αν δεν πήγαινε θα την σκότωνε. Όταν τον ρώτησε ποιος ήταν, του απάντησε ότι ήταν αυτός που τον δημιούργησε. Πράγματι πήρε το αυτοκίνητο και οδήγησε πάνω από έξι ώρες για να φτάσει, διότι έβρεχε καταρρακτωδώς, οι ταμπέλες που έδειχναν το δρόμο είχαν ξεκαρφωθεί και η οδήγηση ήταν πολύ δύσκολη.  Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί μετέδιδαν ισχυρά καιρικά φαινόμενα λόγω της άφιξης της καταιγίδας Ζυντιά κι έδιναν διάφορες περιοχές όπου τέθηκαν σε κατάσταση κόκκινου συναγερμού. Σ’ αυτές σημειώθηκαν πλημμύρες, διακοπές του ηλεκτρικού ρεύματος και υλικές ζημιές. Παρ’ όλα αυτά έπρεπε να πάει στη βάση υποβρυχίων Λα Παλίς στο Λα Ροσέλ.  Όταν έφτασε βρήκε την Αναΐδα κουλουριασμένη σε μια γωνιά με μια σακούλα στο κεφάλι ακίνητη. Τον υποδέχτηκε ο ψυχίατρος Ζαν-Πιερ Τουανέν, ο οποίος του εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν αυτός που έκανε πειράματα και είχε ανακαλύψει την ουσία του πρωτοκόλλου Ματριόσκα και ότι έκανε πειράματα στη μητέρα του όταν ήταν έγκυος όχι που επηρέαζαν εκείνη, αλλά τα έμβρυα. Επίσης αφού του είπε με λεπτομέρειες για όλους τους φόνους πως τους έκανε εκείνος και ότι την καθαρή ηρωίνη την είχε ο ίδιος κατασκευάσει,  του εξήγησε γιατί τον ενοχοποιούσε. Ήθελε να τον συλλάβουν και λόγω της  ψυχικής φυγής και αμνησίας  του να τον έκλειναν σε ψυχιατρική κλινική, οπότε ο Τουανέν θα ήταν ελεύθερος να συνεχίσει τα πειράματά του σ’ αυτόν, μια και η εταιρία Μετίς, έπαψε να τον χρηματοδοτεί και είχε καιρό σταματήσει τα πειράματα. Του απεκάλυψε επίσης ότι ήταν γιος του, διότι εκείνη την εποχή όλες οι ασθενείς του, πέρασαν από το κρεβάτι του, για  να μπορεί να κάνει τα πειράματά του και να παρακολουθεί τ’ αποτελέσματα. Τέλος του έδωσε ένα φάκελο μέσα στον οποίο υπήρχαν αποσπάσματα του προγράμματος Ματριόσκα, τα θύματα, τα προϊόντα, οι υπεύθυνοι, καθώς και την ομολογία του. Τώρα πια δεν ήθελε να κάνει άλλα πειράματα για τον ίδιο, διότι μια και τα είχε καταφέρει να βγει σώος μέχρι εκείνη τη στιγμή, του είπε ότι μπορούσε να επιβιώσει χωρίς αυτόν και θα  έσωζε αυτόν και την Αδελαΐδα,  αν δεχόταν να παίξει το μύθο της Ευρυδίκης με τον Ορφέα, όπου Ευρυδίκη θα ήταν η Αναΐς, Ορφέας ο Φρανσουά και Άδης το εσωτερικό του σταθμού των υποβρυχίων. Θα είχαν να διανύσουν δέκα θαλάμους, που όμως η εξωτερική θύελλα και τα μανιασμένα κύματα θα τους εμπόδιζαν να προχωρήσουν άνετα. Επίσης του επεσήμανε ότι αυτός θα προπορευόταν και η Αναΐς θ’ ακολουθούσε. Μέχρι όμως να έβγαιναν έξω δε θα γύριζε πίσω να κοιτάξει, διότι τότε η Αναΐς θα πέθαινε. Η έξοδος δεν ήταν καθόλου εύκολη τεράστια κύματα έρχονταν καταπάνω του, δεν είχε από πού να πιαστεί. Με μεγάλη δυσκολία πέρναγε την κάθε στοά. Πάντα το μυαλό του ήταν αν ο Τουανέν έλεγε αλήθεια και η Αναΐς ακολουθούσε. Ήθελε να ρίξει μια ματιά έστω στιγμιαία να δει αν πράγματι η Αναΐς ακολουθεί ή αν ο Τουανέν  την είχε σκοτώσει με το που προπορεύτηκε. Μετά από πολύ μεγάλο αγώνα έφτασε μπροστά σ’ έναν τοίχο και κατάλαβε ότι είχε φτάσει στο τέλος. Είδε μάλιστα κι ένα άνοιγμα παρακάτω.  Πριν βγει σκέφτηκε ότι έπρεπε να βοηθήσει την Αναΐδα αν πραγματικά ακολουθούσε κι έκανε το λάθος και γύρισε να δει. Όντως την έβλεπε να μάχεται με τα κύματα για να μπορέσει ν’ ακολουθήσει, αλλά την εκείνη στιγμή ξεπετάχτηκε ο Τουανέν μ’ ένα τσεκούρι στο χέρι έτοιμος να της το κατεβάσει στο κεφάλι. Την ίδια στιγμή όμως ένα τεράστιο κύμα σηκώθηκε, τους σκέπασε και τους δύο και τους εκσφενδόνισε. Η  Αναΐς έπεσε με δύναμη πάνω σε μια σκάλα, όπου όταν συνήλθε πάτησε και κατέβηκε τα σκαλοπάτια που την οδήγησαν σε στέρεο έδαφος πατώντας τσιμέντο. Εκεί την βρήκαν άνδρες με νιτσεράδες που έψαχναν να βοηθήσουν αυτούς που επλήγησαν από τη θεομηνία. Ο Τουανέν  όμως δεν ήταν τόσο τυχερός όσο εκείνη. Το εξαρθρωμένο κορμί του ήταν κολλημένο στο τσιμέντο σα βδέλλα, που ξερνά το αίμα της. Το κρανίο του κάτω απ’ την κουκούλα είχε διαλυθεί. Όσο για  τον ήρωά μας  σώθηκε κι αυτός μόνο που έχασε το φάκελο. Του τον πήραν τα κύματα. Με τεράστιες προσπάθειες κατάφερε να βγει έξω, αφού άρπαξε ένα καλώδιο που χρησιμοποίησε σα σχοινί κι  έσκασε  πάνω στην άσφαλτο. Δυο πυροσβέστες τον πλησίασαν τον ρώτησαν αν είναι καλά και του ζήτησαν να πει τ’ όνομά του. Αφήνοντας ένα απολογητικό χαμόγελο ψιθύρισε: «Δεν έχω ιδέα».

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top