Fractal

Διήγημα: “Ταξιδεύοντας σε άγνωστους κόσμους με τον ήλιο συντροφιά”

Του Ιωσήφ Φίλου // *

 

 

f17

 

Ένα νέο ταξίδι ξεκινούσε για μένα. Μακρινό και απέραντο μέσα σε ωκεανούς. Γεμάτο στοχασμούς και αναπάντεχα ερωτήματα. Άραγε ήμουν πραγματικά έτοιμος ν’ αφήσω πίσω μου όλες τις όμορφες αναμνήσεις ή και πάλι θα τις κουβαλούσα μαζί μου μέχρι την επιστροφή; Αναρωτιόμουν προβληματισμένος. Παρότι, είχα ξαναταξιδέψει αρκετές φορές, αυτό το συναίσθημα πρώτη φορά το ένοιωσα τόσο έντονα. Τώρα, ήταν και η στιγμή που έπρεπε να αποχαιρετήσω για τελευταία φορά τους δικούς μου. Μαζί και το φίλο μου. Εκείνος μάλιστα, αφού με αγκάλιασε και μου δώρισε ένα βιβλίο, μου είπε, πως αν καμιά φορά αισθανθώ μόνος και θελήσω συντροφιά, τότε να σηκώσω το κεφάλι ψηλά και ν’ αναζητήσω τον ήλιο. Η αλήθεια είναι πως παραξενεύτηκα αρκετά από τα λόγια του. Και αν στην αρχή έδειξα χαρούμενος και τον ευχαρίστησα θερμά, αργότερα, μόλις επιβιβάστηκα στο πλοίο, άρχισα να τα σκέφτομαι επίμονα και ν’ αναρωτιέμαι το λόγο για τον οποίο μου το είχε προτείνει. Στο τέλος όμως, δεν βρήκα καμία άκρη και απελπίστηκα. Παράλληλα, τοποθέτησα σιγά-σιγά τα πράγματά μου στη μικρή καμπίνα. Τώρα, θα γνώριζα τα μέλη του πληρώματος. Από τον καπετάνιο και το μηχανικό, μέχρι το θερμαστή και τους μάγειρες. Ο χαρακτήρας μου όμως, ήταν αρκετά κλειστός και συνήθως, εκτός από τα τυπικά, άφηνα αρκετή απόσταση απ’ όλους γύρω μου. Δεν ανοιγόμουν εύκολα. Αντιθέτως, είχα την τάση να κλείνομαι όλο και περισσότερο στον εαυτό μου, κατά τη διάρκεια των μεγάλων ταξιδιών. Ένας σημαντικός παράγοντας που μ’ έφερνε σ’ αυτό το σημείο, ήταν βέβαια και το ότι αισθανόμουν συνεχώς ξένος απέναντί τους. Ακόμα και τους τελευταίους μήνες, λίγο πριν πατήσω στεριά, δεν μπορούσα να εξοικειωθώ. Η μεγάλη μας διαφορά, ήταν στην ηλικία. Δεν το παρατηρούσα μονάχα στα χρόνια, αλλά και στη συμπεριφορά. Υπήρχαν και άλλοι νέοι γύρω μου, που δουλεύαμε μαζί. Όμως, πολλοί και απ’ αυτούς μου έμοιαζαν υπερβολικά μεγάλοι και κουρασμένοι. Για όλους μας, ήταν μια υποχρέωση. Και στην υποχρέωση, πρέπει να υποστείς, να επιμείνεις και να είσαι σοβαρός. Αλλά εμένα μου άρεσε το γέλιο. Και όσες φορές παρατηρούσα πως σε κανενός το πρόσωπο δεν υπήρχε έστω και λίγο δείγμα ευδιαθεσίας, τότε απελπιζόμουν και κλεινόμουν ακόμα περισσότερο στον εαυτό μου. Το πρώτο βράδυ κύλησε μελαγχολικά.

Κλεισμένος στην καμπίνα μου και χωρίς την παραμικρή διάθεση να δω κανέναν τους ξανά. Από αύριο άλλωστε θα ξεκινούσαν οι υποχρεώσεις. Ο ύπνος δεν με έπαιρνε και σκέφτηκα να ξεκινήσω να διαβάζω το βιβλίο του φίλου μου. Καθώς όμως το ξεφύλλιζα, αισθανόμουν απεγνωσμένος. Στη ζωή μου, δυστυχώς, είχα μάθει να τα κάνω όλα μηχανικά. Σπάνιες οι φορές που χαιρόμουν και γευόμουν τους καρπούς της ευτυχίας, από κάτι που ήταν προσωπική μου επιλογή. Επίσης, είχα και το κακό συνήθειο να επιβαρύνω συνεχώς τον εαυτό μου, χωρίς να τον αφήνω ποτέ να ηρεμεί. Πάντοτε του ζητούσα υπερβολικά πράγματα και έβαζα μεγάλους στόχους. Και συνήθως, ή τους άφηνα στη μέση και απελπιζόμουν ή δεν τους προλάβαινα και εκνευριζόμουν. Ευτυχώς, που μετά από λίγο κατάφερα να κοιμηθώ. Από την επόμενη μέρα ξεκίνησα για μια νέα αρχή. Κούραση καθημερινά και πολύ δουλειά. Ώρες πολλές να σκέφτομαι διάφορα και να επιθυμώ ο καιρός να περάσει γρήγορα. Ελάχιστες ώρες ύπνο και πολλές βάρδιες. Μία απ’ αυτές τις βάρδιες μάλιστα, έμελλε να μου αλλάξει και το νόημα της ζωής μου… Ήταν νωρίς το πρωί και φυσούσε πολύ. Είχα ήδη δυο μήνες πάνω στο πλοίο και ακόμα δεν μπορούσα να ξεχάσω τις όμορφες στιγμές που είχα ζήσει στη στεριά. Για ακόμα ένα μπάρκο, τις κουβαλούσα μαζί μου. Αισθανόμουν θλιμμένος και εξουθενωμένος. Ήμουν αδύναμος. Ήμουν μόνος. Είχα σκυμμένο το κεφάλι και αδιαφορούσα για τα πάντα γύρω μου. Ώσπου κάποια στιγμή, αισθάνθηκα μια ακτίνα φωτός ν’ αντανακλά πάνω στο ψυχρό μου βλέμμα. Σιγά-σιγά, αναγκάστηκα να σηκώσω και να δω ποιος ήταν. Είχα την εντύπωση πως κάποιος από μακριά με φακό, θα με είχε περάσει για υπναρά και θα ήθελε να με αφυπνήσει. Τελικά, όμως, ήταν ο ήλιος! Ο ήλιος που μου είχε πει κάποτε ο φίλος μου ν’ αναζητήσω και εγώ τον είχα ξεχάσει παντελώς. Τότε, συνέχισα να τον παρατηρώ. Όσο περισσότερο τον κοιτούσα, τόσο αισθανόμουν πιο ανακουφισμένος. Η αλήθεια είναι πως δεν έδινα ποτέ ιδιαίτερη σημασία στα καιρικά φαινόμενα εκεί έξω. Για μένα είτε φουρτούνα, είτε γαλήνη, ήταν ακριβώς το ίδιο πράγμα – αδιάφορο. Ο ήλιος όμως, σαν να είχε το χάρισμα να μου απαλύνει την ψυχή. Τουλάχιστον έτσι αισθάνθηκα εκείνη τη στιγμή.

Η βάρδιά μου είχε ολοκληρωθεί. Τώρα θα έπρεπε να πάω ξανά μέσα και να τον αποχαιρετήσω. Εκείνος, θα συνέχιζε να φωτίζει για όλους μας. Ύψωσα το κεφάλι προς τη μεριά του και τον ευχαρίστησα με ένα χαμόγελο. Αχ, πόσο καιρό είχα να χαμογελάσω! Πόσο μου είχε λείψει! Το μεσημέρι όμως που ολοκλήρωσα τη δουλειά και βγήκα να τον αναζητήσω, εκείνος είχε σκεπαστεί από τα σύννεφα. Ω, και όταν αντίκρισα τα σύννεφα, μια αρνητική ενέργεια, μια θλίψη, μια μελαγχολία με περικύκλωσε και δε με άφησε σε ησυχία. Πέρασαν αρκετές μέρες μέχρι να κάνει και πάλι αισθητή την παρουσία του. Καταιγίδες, βροχές και μουντάδες τον είχαν εγκλωβίσει στον ουρανό, όπως εγκλώβιζαν και μένα οι αρνητικές σκέψεις. Όμως, όταν τον αντίκρισα και πάλι, τότε το γέλιο μου άρχισε ν’ ανθίζει. Πίσω από κάθε συμφορά, πίσω από κάθε θλίψη και οδύνη, ο ήλιος έρχονταν σαν στοργικός πατέρας να μου επιβεβαιώσει που κρυβόταν ο χαμένος θησαυρός της ευτυχίας, που οι άνθρωποι αναζητούσαν σε λάθος μονοπάτια. Και τότε άρχισα να παρατηρώ έντονα πως κάθε φωτεινή ακτίνα που αντανακλούσε απαλά πάνω μου, μ’ ένα τρόπο μαγικό, περνούσε στον εσωτερικό μου κόσμο και σιγά-σιγά μου εξαφάνιζε τις υγρές και θλιβερές εικόνες των αναμνήσεων. Τώρα έβλεπα τον κόσμο με διαφορετικά μάτια. Κι αν για τους γύρω μου όλα ήταν ίδια και ανιαρά, για τον εαυτό μου είχα βρει μια νέα ελπίδα και μια συντροφιά. Απ’ αυτό το ταξίδι δεν θα ξεχάσω ποτέ τη στιγμή που είδα τον ήλιο να ανατέλλει μέσα από τα βάθη του ωκεανού. Ω, πόσο καιρό περίμενα αυτή τη στιγμή! Ήταν τόσο συγκλονιστικό και συγκινητικό που αμέσως είχα συνειδητοποιήσει πως μαζί του, γεννιόμουν και εγώ ξανά. Υγιής, ευτυχής και χαρούμενος! Θερμός και λαμπερός! Το ταξίδι ολοκληρώνονταν και η κάθε μου μέρα ήταν ξεχωριστή και γεμάτη εμπειρίες. Οι άνθρωποι γύρω μου, δεν ήταν πλέον ξένοι, αλλά εγκλωβισμένοι μέσα σε γκρίζα σύννεφα, που ποτέ δεν είχαν αποφασίσει ν’ αποβάλλουν από πάνω τους. Ακριβώς, όπως ήμουν και εγώ κάποτε. Και όσες φορές πιάναμε τη συζήτηση και έβλεπα ν’ αναζητούν απεγνωσμένα την ευτυχία μέσα από την ύλη και το χρήμα, τότε αναφερόμουν στον ήλιο. Κανείς όμως δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία και με τα βλέμματα τα σκυθρωπά συνέχιζαν να με κοιτάνε σαν ξένο και παράλογο. Ακριβώς όπως θα αισθανόμουν και εγώ μαζί τους, αν δεν είχα ποτέ ακούσει και πιστέψει στα λόγια του φίλου μου.

Η μέρα της επιστροφής είχε φτάσει. Πίσω με περίμεναν οι δικοί μου. Στο ίδιο σημείο που τότε απελπισμένα δεν ήξερα πως να τους αποχαιρετήσω. Τώρα όμως, ο φίλος δεν ήταν μαζί τους. Αντίθετα, είδα να κουβαλάνε σύννεφα μουντά για συντροφιά. Έπειτα, αφού τους αγκάλιασα και χαιρόμουν που τους αντάμωνα και πάλι από κοντά, τους περιέγραψα όλες τις εμπειρίες μου από το τελευταίο ταξίδι. Μάλιστα, εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα πως αν είχα το χάρισμα ν’ αντιλαμβάνομαι πλέον ότι χρειάζεται ν’ απομακρύνω από την καθημερινότητά μου την αρνητική ενέργεια και την απελπισία, τότε γι’ αυτό ήταν υπεύθυνος ο ήλιος. Προσπάθησα μάλιστα και να τους εξηγήσω, πόσο σημαντικός παράγοντας ήταν στη ζωή μου. Όμως, και για εκείνους ακόμα ήταν αδιάφορο. Αχ, μονάχα ο φίλος μου θα με καταλάβαινε, σκέφτηκα. Εκείνος, που με τα λόγια του για παρηγοριά με βοήθησε να βρω το φως μου. Ήθελα να τον ρωτήσω και να μάθω, πώς ήταν δυνατόν να γνώριζε τόσο καλά τις ιδιότητες του ήλιου. Ποιος του το αποκάλυψε. Και πώς ήταν τόσο σίγουρος. Μα, πάνω απ’ όλα ήθελα να δω, αν και εκείνον τον σκέπαζαν σύννεφα μελαγχολικά. Όμως, όταν τον αντίκρισα και πάλι από κοντά, τότε είδα κάτι συνταρακτικό. Είδα για πρώτη φορά στη ζωή μου, έναν άνθρωπο να λάμπει ολόκληρος αισιοδοξία και να χαμογελά ανέμελα. Ω, και πόσο τον χάρηκα εκείνη τη στιγμή! Αμέσως, με αγκάλιασε και μόλις με είδε να χαμογελώ, τότε βεβαιώθηκε πως είχα ακούσει τα λόγια του και είχα καταφέρει να κάνω και εγώ τον ήλιο φίλο μου. Έπειτα, μου τα εξήγησε όλα αναλυτικά και έμεινα κατάπληκτος! «Ω, Θεέ μου», είπα… «Πόσο πολύ άραγε αγαπούσε τη φύση αυτός ο άνθρωπος;» και συγκινημένος τον ευχαρίστησα για όλα. Τώρα, πλέον μπορώ να ζήσω αληθινά! Τώρα, πλέον μπορώ να χαμογελώ καθημερινά. Τώρα, πλέον έχω τον ήλιο για συντροφιά και δεν φοβάμαι τίποτα και πουθενά! Υπήρχε κάποτε μια ευαίσθητη και ρομαντική ψυχή στον κόσμο μας, που αγαπούσε πολύ τους ανθρώπους, όμως εκείνοι δεν το αντιλαμβάνονταν. Αυτό τον πλήγωνε πολύ. Και όσες φορές σκεφτόταν τον τρόπο με τον οποίο θα τους έκανε να το συνειδητοποιήσουν, τότε απελπισμένα έσκυβε το κεφάλι κάτω. Ένα πρωινό, συνάντησε τον ήλιο έξω από το μπαλκόνι του. Ήταν νωρίς το πρωί και το εκτυφλωτικό του φως αμέσως αφύπνησε τον νεαρό. Το κεφάλι σιγά-σιγά άρχισε να το σηκώνει και η διάθεσή του ν’ αλλάζει προς το καλύτερο. Άρχισε να αισθάνεται και πάλι αισιόδοξος και το λόγο ακόμη δεν μπορούσε να τον αντιληφθεί. Τότε, διστακτικά, πήρε την απόφαση να τον ρωτήσει, τι ήταν αυτό που τον έκανε να αισθάνεται καλά, αφού η ζωή του ήταν εδώ και χρόνια εγκλωβισμένη από μελαγχολικά και γκρίζα σύννεφα. Ο ήλιος, που σε όλη τη διάρκεια της μέρας θα φώτιζε και θα μοιράζονταν με ολόκληρο τον κόσμο το φως του, τον ρώτησε και τι ήταν αυτό που τον έκανε να μην αισθάνεται καλά, αφού αυτός πάντοτε τον φώτιζε και θα συνεχίζει να τον φωτίζει. Ο νεαρός παραξενεύτηκε. Είχε ξεχάσει παντελώς πως υπήρχαν μέρες και στιγμές που ο ήλιος τον συντρόφευε και εκείνος αδιαφορούσε. Έπειτα, του εξήγησε πως από τη μία συμφωνούσε μαζί του, μα, από την άλλη αισθανόταν την απόρριψη και την αδιαφορία των ανθρώπων, ως κάτι το αδιανόητο και τρομαχτικό. Ο ήλιος όμως, του ανταποκρίθηκε πως με το ίδιο σκεπτικό θα έπρεπε και εκείνος συνεχώς να ήταν λυπημένος και να μην εμφανίζονταν ποτέ ξανά στον κόσμο μας, αφού ο κόσμος έχει μάθει να ζει με γκρίζα σύννεφα και προβληματισμούς. Αλλά αντιθέτως, εκείνος αισθάνεται την ανάγκη να φωτίζει αισιοδοξία και χαρά ακόμα και στο πιο αδιάφορο πλάσμα πάνω στον πλανήτη – τον άνθρωπο.

Ο νεαρός, που είχε μείνει ενθουσιασμένος από τα λόγια του ήλιου, άρχισε να αισθάνεται ευγνώμων απέναντι του. Όμως, ο ήλιος δεν ήθελε ούτε ευχαριστίες, ούτε πιστούς. Το μόνο που ήθελε, ήταν να βλέπει όλα τα πλάσματα και σημεία του κόσμου χαρούμενα και γαλήνια. Έτσι λοιπόν, για να του απαλύνει τους προβληματισμούς του και να του χαρίσει μια πανέμορφη μέρα, του είπε για τελευταία φορά: «Να θυμάσαι, πως τα σύννεφα που με σκεπάζουν δεν είναι εχθροί μου, παρά μονάχα φίλοι μου. Όλα τ’ άστρα επίσης και το φεγγάρι μαζί. Μπορεί ποτέ να μη συναντιόμαστε, όμως σου επιβεβαιώνω πως εγώ τους αγαπώ, όπως αγαπάς και εσύ τους ανθρώπους. Και, αν ποτέ συναντιόμασταν στο απέραντο σύμπαν όλοι μαζί, έγω πρώτος θα τους φώτιζα και θα τους χαμογελούσα. Έτσι λοιπόν να κάνεις και εσύ. Αγάπησε τα σύννεφα και μαζί και τους φόβους που κρύβονται μέσα σ’ αυτά. Και όταν γίνουν όλοι οι φόβοι φίλοι σου, τότε και εγώ θα λάμψω από πίσω τους και θα απαλύνω την καρδιά σου, χαρίζοντάς σου μια όμορφη και λαμπερή μέρα ».

 

 

 

* Ο Ιωσήφ Φίλος ξεκίνησε αρχικά να σπουδάζει οικονομικά, όμως λίγο αργότερα συνειδητοποίησε πως έχει κλίση στην λογοτεχνία. Τα τελευταία χρόνια ασχολείται αποκλειστικά με τη συγγραφή, αγαπάει τη ζωή και του αρέσει να μοιράζεται μαζί με τους ανθρώπους τις σκέψεις του.

 

 

 

Ετικέτες:
ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top