Fractal

Αναζητώντας ρίζες και Ιστορία

Γράφει η Γιόλα Πετρίτση //

 

Έφη Βατανίδου «ταξείδιον απαράμιλλον», Εκδόσεις Αρμός

 

Η συγγραφέας του μυθιστορήματος με πολύ ευρηματικό τρόπο, ξετυλίγει τις ζωές των ανθρώπων του μυθιστορήματός της μέσα από επιστολές, ποιήματα και σημειώσεις των ατόμων αυτών, οι οποίες ζωές εμπλέκονται και περνούν μέσα από σημαντικές ιστορικές στιγμές και γεγονότα που συμβαίνουν στην πατρίδα τους την Ελλάδα, όπως Βαλκανικοί πόλεμοι, δύο Παγκόσμιοι πόλεμοι, το Εβραϊκό Ολοκαύτωμα, οι νοσηρές κυβερνήσεις με τα πολιτικά τους τερτίπια και τα οδυνηρά αποτελέσματα για το λαό. Ξετυλίγονται όλα  με τη μορφή αλυσίδας από το 1890 περίπου μέχρι το 1970.

Για καλύτερη κατανόηση όμως κάνω το ξετύλιγμα του κουβαριού της ιστορίας  ανάποδα ξεκινώντας από το 1970 και πηγαίνοντας πίσω προς το 1890.

Η Θωμαή το 1970, είναι γύρω στα πενήντα και ψάχνει να βρει τους πραγματικούς της γονείς, διότι πριν μερικά χρόνια έμαθε πως ήταν υιοθετημένη, από κάποιο ανδρόγυνο, οι οποίοι τώρα είχαν πια πεθάνει. Η ίδια δεν είχε παντρευτεί, όμως είχε ένα γιο τον Χρηστάκη και τον μεγάλωνε μόνη της, μέσα σε οικονομική ανέχεια και με διάφορες άλλες δυσκολίες, με τη βοήθεια μιας ηλικιωμένης κυρίας της Βαγγελίτσας, η οποία της εκμυστηρεύτηκε ότι ήταν φίλη της πραγματικής της μητέρας και θα τη βοηθούσε να βρει τις ρίζες της.

Της εξήγησε πως η μητέρα της ονομαζόταν Ίρις και πως την μεγάλωναν ο αδελφός του πατέρα της ο Χρόνης και η σύζυγός του Υβόν, η οποία ήταν μεγάλη αρτίστα της εποχής και το ζευγάρι δεν είχε παιδιά. Είχε συμβεί αυτό επειδή η πραγματική της μητέρα είχε σκοτωθεί και ο πατέρας λόγω του ότι ήταν αξιωματικός του στρατού έπαιρνε συνέχεια μεταθέσεις.

Σε κάποια χοροεσπερίδα γνώρισε τον Σάμυ η Ίρις και τον ερωτεύτηκε, όμως επειδή ήταν Εβραίος οι δικοί της δεν τον ήθελαν. Όταν έμεινε έγκυος ήταν η εποχή, που η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο με τους Γερμανούς και οι Γερμανοί μάζευαν τους Εβραίους για να τους στείλουν στο Άουσβιτς, οπότε ο Σάμυ είχε εξαφανιστεί. Η Ίρις γέννησε τη μικρή σ’ ένα μοναστήρι και δηλώνοντας στους Γερμανούς ψεύτικο όνομα δέχτηκε να μπει μαζί με τους Εβραίους για να πάει να βρει τον Σάμυ, πράγμα που από τότε χάθηκαν τα ίχνη της.

Η Βαγγελίτσα βέβαια της είπε ότι ήταν αυτή που πήγε το παιδί στο ορφανοτροφείο του Αγίου Στυλιανού. Της έδωσε κατόπιν ένα κουτί, στο οποίο υπήρχαν φωτογραφίες και διάφορα γράμματα και ποιήματα από την Ίριδα και τον πατέρα της Ίριδας, ως επίσης αποκόμματα από δημοσιεύσεις του παππού της.

Κάποια στιγμή η Θωμαή αποφασίζει να επισκεφτεί το ίδρυμα για να μάθει περισσότερες λεπτομέρειες. Εκεί συνάντησε τη δικηγόρο του ιδρύματος, και πληροφορήθηκε πως ο Σάμυ σώθηκε από το Άουσβιτς και ότι βρισκόταν στην Αμερική μαζί με τον αδελφό του τον Δαβίδ. Η Θωμαή ήρθε σε επικοινωνία πρώτα με τον θείο της τον Δαβίδ και κατόπιν  πήγε στην Αμερική, όπου συνάντησε και τον πατέρα της  και του υποσχέθηκε ότι θα έπαιρνε το παιδί της και θα πήγαινε να ζήσει εκεί. Τελικά το πραγματοποίησε, όταν πέθανε η Βαγγελίτσα.

Η ίδια η δικηγόρος  η κα Ισιδώρα Παναγοπούλου την καθοδήγησε πού να απευθυνθεί για να πάρει πληροφορίες από την πλευρά της μητέρας της, και να μάθει, ποια ήταν η οικογένεια του παππού της.

Στην Κυψέλη στην οδό Αγίας Ζώνης 17, βρήκε την κα Ιωάννα Δεμερτζή ανιψιά της κας Υβόν, η οποία της έδωσε ένα άλμπουμ με φωτογραφίες του παππού της, με καρτ – ποστάλ από τα ταξίδια του, φωτογραφίες της γυναίκας του Μαρίκας και φωτογραφίες με όλους τους στρατιωτικούς της οικογένειας. Επίσης της έδωσε τις προθήκες με τα σπαθιά του Τηλέμαχου του παππού της, τις ποιητικές συλλογές του και όλα τα γράμματά του προς το αγαπημένο του Μαρικάκι. Της τα εμπιστεύτηκε, επειδή τώρα πια ανήκουν σ’ αυτή, που έχει σχέση με την οικογένεια. Της παρέδωσε επίσης ένα μικρό κουτάκι από κόκκινο βελούδο, που είχε μέσα τον Μεγαλόσταυρο, που απένειμε ο Βασιλέας Χριστιανός Θ΄ της Δανίας στον Τηλέμαχο Καραμάνο αξιωματικό του Ελληνικού Στρατού, ως επίσης και το ασημένιο μετάλλιο σπαθασκίας, από τους Ολυμπιακούς αγώνες του Κουμπερτέν το 1896, που είχαν γίνει στην Αθήνα.

 

Έφη Βατανίδου

 

Όταν πήγε σπίτι τα άνοιξε όλα με προσοχή και άρχισαν να ξετυλίγονται μπροστά της, οι ιστορίες των αδελφών Καραμάνου.

Ο Τηλέμαχος πρωτότοκος γιος του στρατηγού Ιωάννη Καραμάνου και της Βασιλικής, αριστούχος απόφοιτος της Σχολής Ευελπίδων με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία, Σουηδία και Δανία, με εύφημες μνείες και παράσημα, πολυταξιδεμένος και σφόδρα ερωτευμένος με το Μαρικάκι του, που κατάφερε να την παντρευτεί παρ’ όλο που ήταν δεύτερη εξαδέλφη του κι εκείνη την εποχή οι ηθικές νόρμες το απαγόρευαν. Ήταν όμως κι ένας εξαίρετος ποιητής, απαράμιλλος με τον Δροσίνη και τον Βικέλα, όπως έγραφαν οι εφημερίδες της εποχής με πολλές δημοσιεύσεις σε έγκριτα περιοδικά και εφημερίδες και η βραβευμένη του, σε δραματικό διαγωνισμό, τραγωδία με τον τίτλο «Τατιανή» ανέβηκε στην Αθηναϊκή Θεατρική Σκηνή του Θεάτρου των «Ποικιλιών» από τον θίασο της καλύτερης πρωταγωνίστριας της εποχής Παρασκευοπούλου.  Έλαβε μέρος σε όλους τους πολέμους που διεξάγονταν  σε όλο το ελληνικό έδαφος από Βαλκανικούς μέχρι Παγκόσμιους, όμως δεν κατάφερε να σώσει την οικογένειά του. Το 1916 η Ελλάδα είναι διαιρεμένη στα δύο. Ο Βενιζέλος με την Εθνική άμυνα και τη φιλοσυμμαχική στάση σπρώχνει τη χώρα εναντίον του Γερμανοβουλγαρικού Άξονα. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος με το Βασιλικό Στρατό υποστηρίζουν την ουδετερότητα. Υπάρχει πίεση από τους συμμάχους να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο και προκειμένου να πειστεί ο Βασιλιάς, στο Ζάππειο και στην πυριτιδαποθήκη, βρίσκονται Γάλλοι και πιέζουν απειλώντας. Το κέντρο της Αθήνας βομβαρδίζεται. Όταν κατά το απόγευμα έγινε η κατάπαυση του πυρός και πήγε ο Τηλέμαχος να βρει τη γυναίκα του και τα παιδιά του, που είχαν πάει στο σπίτι της πεθεράς του, βρήκε σκοτωμένες τις δυο γυναίκες αγκαλιά και τα παιδιά σοβαρά τραυματισμένα. Η μεγάλη, η Άρτεμη, πέθανε στο νοσοκομείο και μόνο η μικρή  Ίρις σώθηκε.

Ο Χρόνης έγινε κι αυτός αξιωματικός, όμως δεν είχε τη λαμπρή σταδιοδρομία του Τηλέμαχου. Πήρε κι αυτός μέρος στους πολέμους, που τον καλούσε η Πατρίδα, αλλά εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη και παντρεύτηκε μία αρτίστα την Υβόν και είχε αναλάβει να μεγαλώσει την Ίριδα.

Ο μικρός αδελφός τους ο Αχιλλέας ήταν αξιωματικός του Πυροβολικού και μάλιστα το 1935 διορίστηκε εκπαιδευτής στο Πυροβολικό της Σχολής Ευελπίδων και καθηγητής της οπλομαχητικής. Αργότερα όταν παρουσιάστηκε στην Κ.Υ. Αλλοδαπών συνεργάστηκε με την Αγγλική διπλωματική αποστολή, διότι το υπουργείο Εξωτερικών και η Βρετανική Πρεσβεία κινούσαν τα νήματα. Έλαβε κι αυτός μέρος σε όλους τους πολέμους που τον κάλεσε η πατρίδα, είχε συνεργαστεί άψογα με τους Άγγλους, όμως  όταν οι Γερμανοί έμπαιναν στην Αθήνα οι Άγγλοι ήταν άφαντοι. Αναγκάστηκε και πήγε στην Αίγυπτο. Το περίεργο ήταν πως στα βουνά της Αλβανίας όταν πολεμούσαν τους Ιταλούς υπήρχε ομοψυχία, ενώ τώρα οι Έλληνες, διασπάστηκαν σε ομάδες με συμβούλια και διαβούλια και τρώγονταν μεταξύ τους. Ο Κανελλόπουλος υπουργός των στρατιωτικών παραιτείται και αμέσως άρχισαν οι καινούριοι που ανέλαβαν να κατηγορούν τον Αχιλλέα προδότη και συνεργάτη των Γερμανών. Από αυτά και άλλα που συνέβησαν αναγκάστηκε ο άνθρωπος να  καταφύγει στην Νότια Αφρική και από εκεί να παραιτηθεί. Αρνήθηκε μάλιστα, μία σημαντική θέση που του πρόσφεραν οι Άγγλοι, γιατί δεν ήθελε να εγκαταλείψει την Ελλάδα που είχε μέσα του και την ελληνική στολή του αξιωματικού και αργότερα γύρισε στην Ελλάδα σαν απόστρατος αξιωματικός.

Όλες αυτές τις ζωές προσπάθησε η Θωμαή να της χωρέσει στη δική της ασήμαντη ζωή, προσπαθώντας να πείσει τον εαυτό της ότι κάτι έχει πάρει απ’ όλους αυτούς. Δέχτηκε ότι κουβαλάει τη φιλοδοξία του Τηλέμαχου, την ηθική της Μαρίκας, το παιχνιδιάρικο σαξόφωνο του Σάμυ, τον τυχοδιωκτισμό του Αχιλλέα, την αυτοθυσία της Ίριδας, την καλοσύνη της Βαγγελίτσας και τους στρατιωτικούς ελιγμούς του Χρόνη.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top