Fractal

✔ Τατιάνα Αβέρωφ: «Μιλάμε δηλαδή για έναν Παράδεισο που είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου»

Συνέντευξη στην Ελένη Γκίκα //

 

 

«Χωρίς ανάπτυξη και ευέλικτο κράτος δεν μπορεί να τελειώσει η κρίση. Βλέπω να σερνόμαστε για χρόνια ακόμα σ’ αυτή την κατάσταση ‒ και μη χειρότερα ας ευχηθούμε.» Μας λέει μεταξύ άλλων στον Φιλελεύθερο η Τατιάνα Αβέρωφ. Αφορμή για την κουβέντα μας, το πρώτο της αστυνομικό μυθιστόρημα «Έγκλημα στον Παράδεισο», εκδόθηκε πρόσφατα από το Μεταίχμιο, διαδραματίζεται στην Ελλάδα της κρίσης σε έναν τόπο παραδεισένιο, «η κρίση τα κάνει όλα πιο ακραία, τόσο τις δυσκολίες όσο και τις συναισθηματικές αντιδράσεις» μας εξηγεί, ας μη ξεχνάμε άλλωστε ότι η συγγραφέας είναι και ψυχολόγος. Αλλά και κόρη του Ευάγγελου Αβέρωφ, «μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ τον πατέρα μου στο σημερινό Κοινοβούλιο όπου ο πολιτικός λόγος φτάνει πολλές φορές σε ακραίο σημείο ευτέλειας και χυδαιότητας» υποστηρίζει αναφερόμενη στον πατέρα. Ωστόσο βρίσκει ότι οι ιδέες του σήμερα θα έβρισκαν πρόσφορο έδαφος.

 

 

-Κυρία Αβέρωφ, τι είναι για την εποχή μας, το αστυνομικό μυθιστόρημα;

Το αστυνομικό μυθιστόρημα έχει γίνει μόδα τα τελευταία χρόνια, υπάρχει μεγάλο αναγνωστικό ρεύμα. Είναι ενδιαφέρον ότι και οι θεωρητικοί της λογοτεχνίας μιλάνε πια για “αστυνομική λογοτεχνία” ενώ παλιότερα το αντιμετώπιζαν ως κατώτερο είδος. Ίσως αυτή η στροφή να καθρεφτίζει την απαίτηση της εποχής για γρήγορους ρυθμούς και συγχρόνως την ανάγκη μας για απαντήσεις ‒ μας ελκύει η καταβύθιση στον κόσμο του κακού, ώστε να καταλάβουμε τα κίνητρα και τα αίτια που γεννάνε την παραβατικότητα. Και βέβαια, αναζητάμε και τη δικαίωση τελικά, όπου είτε θα συλληφθεί ο ένοχος και θα αποκατασταθεί η όποια δικαιοσύνη, είτε θα λάμψει το άδικο ως σχόλιο για την κοινωνία μας.

 

-Και γιατί αστυνομικό μυθιστόρημα, κυρία Αβέρωφ; Η εποχή μας ευνοεί τους αστυνομικούς γρίφους;

Μου αρέσει γενικά να καταπιάνομαι με διαφορετικά είδη γραφής. Το αστυνομικό ήταν για μένα μια ενδιαφέρουσα πρόκληση.  Επίσης, ήθελα να “ξεκουραστώ” μετά την μακριά περίοδο συναισθηματικής φόρτισης που βίωσα γράφοντας το προηγούμενό μου μυθιστόρημα, το “Δέκα ζωές σε μία”, που αναφερόταν στη ζωή του πατέρα μου.

 

-Γίνονται και εγκλήματα στον Παράδεισο;

Σε ποιον Παράδεισο απ’ όλους; Αν μιλάμε για το βιβλίο μου, Παράδεισος είναι το όνομα του φανταστικού χωριού όπου εκτυλίσσεται η δράση. Μιλάμε δηλαδή για έναν Παράδεισο που είναι κατ’ εικόνα και ομοίωση του ανθρώπου.

 

-«Πες το ένστικτο… Ο ανθρώπινος εγκέφαλος κρύβει όλες τις απαντήσεις». Κάτι μέσα μας ωστόσο ξέρει, κυρία Αβέρωφ;

Ναι, αυτό πιστεύει η ηρωίδα μου, η Μαρία Λάζου, που είναι αγροτική γιατρός και σκοπεύει να ειδικευτεί στην ψυχιατρική. Μιλάει δηλαδή γι’ αυτό που ονομάζουμε “υποσυνείδητο” και που ο Φρόιντ το παρομοίαζε με το μεγαλύτερο μέρος ενός παγόβουνου που βρίσκεται κάτω από την επιφάνεια. Με άλλα λόγια, μόνο ένα μικρό κομμάτι των εμπειριών μας είναι εύκολα προσβάσιμο στη συνείδησή μας. Είναι λοιπόν όπως το λέτε: “Κάτι μέσα μας ξέρει”, αφού όλα είναι εγγεγραμμένα στον εγκέφαλό μας, ακόμα κι αν δεν το συνειδητοποιούμε.

 

-«Κι έτσι βλέπει κανείς για αλήθεια αυτό που αντέχει». Γι’ αυτό δεν είδαμε την κρίση να έρχεται, κυρία Αβέρωφ;

Ακριβώς. Αν και, όπως είπαμε, “κάτι μέσα μας το ήξερε”. Εδώ και πολλά χρόνια ξέραμε, άλλοι καθαρά, άλλοι κρυφά απ’ τον εαυτό τους, πως οδεύαμε ολοταχώς προς την κρίση.

 

 

– Όλοι είναι και δεν είναι αυτό που δηλώνουν στο μυθιστόρημα, αυτό αντικατοπτρίζει την εποχή μας;

Δύσκολη ερώτηση. Υπάρχουν διαφορετικοί τρόποι να είσαι-και-να-μην-είσαι αυτό που δηλώνεις. Καταρχάς, αν το δούμε φιλοσοφικά, κανείς δε είναι ένα πράγμα, είμαστε πολύπλευρα και πολύπλοκα όντα και ο καθένας κρύβει μέσα του το αντίθετό του. Αν πάλι μιλάμε για μια σκόπιμη ή έστω μισο-σκόπιμη καλλιέργεια ψεύτικης αυτοεικόνας, τότε έχουμε να κάνουμε είτε με απατεώνα ‒ σαν κι αυτούς που συναντάμε στα αστυνομικά μυθιστορήματα ‒ ή για κάτι πιο ύπουλο και γενικευμένο, που, ναι, πιστεύω πως αυτό είναι σημείο των καιρών μας. Υπάρχει σήμερα μια περίεργη αλλοτρίωση του εαυτού, που όλο και περισσότερο συντελείται με την καθιέρωση εξωτερικών προτύπων (ομορφιάς, επιτυχίας, λάιφ στάιλ γενικά) και παράλληλα με την κατάργηση της αξίας του ιδιωτικού χώρου. Τα “εν οίκω εν δήμω” είναι όλο και πιο πολύ δικαίωμα και μαγκιά του καθένα. Και έτσι φτάνουμε σιγά σιγά να ζούμε και να ορίζουμε τον εαυτό μας μέσα από τα μάτια των άλλων. Με αυτή την έννοια όλοι είμαστε-και-δεν-είμαστε τελικά η εικόνα που μας έχει “φορεθεί”. Τώρα το τι απ’ όλα αυτά συμβαίνει στο βιβλίο μου, δεν θα το αποκαλύψω. Ας αφήσουμε τον αναγνώστη να το ανακαλύψει μόνος του.

 

-Κατά κοινή ομολογία ζούμε το απολύτως παράλογο, σκέφτεστε τι θα έλεγε ο αείμνηστος πατέρας σας αν ζούσε στις μέρες μας;

Μου είναι πολύ δύσκολο να φανταστώ τον πατέρα μου στο σημερινό Κοινοβούλιο όπου ο πολιτικός λόγος φτάνει πολλές φορές σε ακραίο σημείο ευτέλειας και χυδαιότητας. Γενικά μόνο μπορώ να πω πως ήταν άνθρωπος ξεκάθαρων ιδεών και αξιών, που δεν δίσταζε να τις εκφράζει, έστω και αν δεν ήταν “της μόδας” ή τις εκμεταλλεύονταν οι αντίπαλοί του. Ήταν κατεξοχήν ρεαλιστής, φιλελεύθερος και υπέρμαχος της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, έβλεπε την ευρύτερη εικόνα, το συμφέρον της πατρίδας, με γνώμονα την διεθνή πολιτική κατάσταση και τον δυτικό προσανατολισμό της χώρας. Σήμερα πιστεύω πως οι απόψεις του θα εύρισκαν προσφορότερο έδαφος να ακουστούν, μιας που είναι λίγο-πολύ αποδεκτές από το σύνολο του νοήμονος πολιτικού κόσμου. Ίσως λοιπόν, με την έμφυτη πρακτικότητα που τον διέκρινε και την ικανότητά του στη διπλωματία, ποιος ξέρει;  Θέλω να πιστεύω πως ίσως βοηθούσε να επιτευχθεί μια ελάχιστη συναίνεση για να προχωρήσει μπροστά η χώρα.

 

-Σας λείπει η σκέψη του, η παρουσία του, η φροντίδα του; Μπορεί ένα βιβλίο να κάνει παρουσία την απουσία; [Δέκα ζωές σε μια]

Έχουν περάσει 27 χρόνια από το θάνατό του, μια ολόκληρη ζωή. Ήμουν πολύ νέα και ανώριμη όταν πέθανε. Δεν θα έλεγα ότι μου λείπει η παρουσία του με την έννοια που το λέτε. Απλώς σκέφτομαι καμιά φορά πως, αν ζούσε σήμερα, θα μπορούσα να τον πλησιάσω περισσότερο και να τον γνωρίσω σαν ενήλικας προς ενήλικα. Σ’ αυτή την ανάγκη μου απάντησε το βιβλίο μου «Δέκα ζωές σε μία» που αναφερόταν στα πρώτα 40 χρόνια της ζωής του. Με βοήθησε να τον καταλάβω σαν άνθρωπο και με την έννοια αυτή, ναι, μπορεί ένα βιβλίο να κάνει παρουσία την απουσία.

 

-Θύτες και θύματα όλοι στην ιστορία σας, θύτες και θύματα όλοι μας στην εποχή της κρίσης;

Όλοι είμαστε λίγο θύτες και λίγο θύματα στην καθημερινή ζωή μας. Θα έλεγα πως, ίσα ίσα, η κρίση μάλλον κάνει τη ζυγαριά να γέρνει πιο έντονα προς τη μια πλευρά ή την άλλη.  Η κρίση τα κάνει όλα πιο ακραία, τόσο τις δυσκολίες όσο και τις συναισθηματικές αντιδράσεις ‒ κι έτσι γινόμαστε πιο φοβικοί ή πιο επιθετικοί ή πιο καταθλιπτικοί, ανάλογα με τον χαρακτήρα και τα συγκεκριμένα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο καθένας.

 

-«Αλλά δεν φτάνεις στον φόνο επειδή το δημόσιο καθυστερεί τις διαδικασίες. Ή μήπως φτάνεις; Το κράτος μπορεί να σε τρελάνει, όσο γι’ αυτό δεν υπάρχει αμφιβολία. Τόσες αυτοκτονίες είχαμε από τότε που άρχισε η κρίση. Φόνος του εαυτού, ίσον οργή στραμμένη προς τα μέσα», κυρία Αβέρωφ, καθημερινά πέφτουν άνθρωποι στις γραμμές του μετρό, αλλά τους αντιμετωπίζουμε πια σαν ατύχημα, τι έγινε, έπαψαν να αυτοκτονούν οι άνθρωποι; Μήπως τέλειωσε η κρίση;

Δυστυχώς δεν βλέπω το τέλος της κρίσης να διαφαίνεται στον ορίζοντα. Και πώς να φανεί, με τόσες δουλειές που χάνονται, με τόσες επιχειρήσεις που κλείνουν, με τους μισθούς πείνας, τους φόρους που γονατίζουν, την άσκοπη γραφειοκρατία και την ταλαιπωρία του πολίτη; Χωρίς ανάπτυξη και ευέλικτο κράτος δεν μπορεί να τελειώσει η κρίση. Βλέπω να σερνόμαστε για χρόνια ακόμα σ’ αυτή την κατάσταση ‒ και μη χειρότερα ας ευχηθούμε.

 

-«Η ζωή θέλει τάξη, πίστευε. Οι παραδόσεις και οι συνήθειες κρατάνε όρθιο τον κόσμο», είναι και η σημερινή αταξία, κρίση;

Σ’ αυτή τη φράση που παραθέτετε απ’ το βιβλίο μου, μιλάει μια ηλικιωμένη γυναίκα του χωριού, που εκφράζει τη νοσταλγία για το παρελθόν και τον υπέρμετρο συντηρητισμό, που πολλές φορές γίνεται εμπόδιο στην αλλαγή και την προς τα μπρος εξέλιξη. Η τάξη και η αταξία είναι σχετικές έννοιες. Το παν είναι το μέτρο κατά τη γνώμη μου. Ο άνθρωπος χρειάζεται τόση-όση “αταξία” για να μπορεί να είναι δημιουργικός και ανοιχτός στα νέα ερεθίσματα. Αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται κι ένα τόσο-όσο πλαίσιο “τάξης” (είτε σε επίπεδο κοινωνίας, είτε σε προσωπικό επίπεδο, συναισθηματικό, αξιακό) που αυτό του διασφαλίζει την ελευθερία να δημιουργήσει με συνέχεια και αποτελεσματικότητα.

 

 

– «Η κοινωνία σε παρακμή», αλήθεια γιατί επιλέξατε για σκηνικό μια κλειστή κοινωνία; έναν μικρό τόπο; Η παρακμή είναι πιο φανερή στον μικρό τόπο;

Θα έλεγα το αντίθετο μάλλον, ότι η παρακμή είναι λιγότερο φανερή. Στον μικρό τόπο πρωταγωνιστές είναι οι άνθρωποι, οι σχέσεις είναι πιο προσωπικές, η ζωή είναι πιο απλή, οι αποστάσεις μικρότερες, η διάσπαση λιγότερη, δεν υπάρχουν απρόσωποι θεσμοί γιατί όλοι ξέρουν όλους και όλα λύνονται πιο πρακτικά και πιο άμεσα. Διάλεξα για σκηνικό τον μικρό τόπο γιατί αυτά ακριβώς τα στοιχεία του με εμπνέουν.

 

-Και «Το ξέφωτο» διαδραματίζεται σε μικρό τόπο, μικρός τόπος, μεγάλα πάθη, κυρία Αβέρωφ;

Ο άνθρωπος είναι τα πάθη του, δεν νομίζω ότι διαφέρει αυτό, είτε ζει σε μικρό τόπο ή στη μεγάλη πόλη.

 

-Όλα διαδραματίζονται σε 9 μέρες τ’ Αυγούστου, εξάλλου ένας Αύγουστος αρκεί και η τακτοποιημένη ζωή της Έλλης διαλύεται, ο Αύγουστος είναι κακός μήνας, κυρία Αβέρωφ;

«Αύγουστος» ήταν ο τίτλος του δεύτερου μυθιστορήματός μου που εκδόθηκε το 2003. Πράγματι η πλοκή καλύπτει 9 μέρες μόνο στη ζωή της ηρωίδας, ειλικρινά όμως δεν θυμάμαι γιατί διάλεξα αυτόν τον μήνα ‒ έχουν περάσει πολλά χρόνια. Προσωπικά ο Αύγουστος είναι απ’ τους αγαπημένους μου μήνες. Συμβολικά εκφράζει ίσως το τέλος μιας εποχής, το τέλος της ζέστης και του ήλιου ‒ μετά τον Αύγουστο έρχεται το φθινόπωρο.

 

– «Αλφαβητικά θα μνημονεύονταν οι πεσόντες και των δυο πλευρών, διότι στο θάνατο δεν μετράνε ιδεολογίες και παρατάξεις», είμαστε πια τόσο ώριμοι, κυρία Αβέρωφ;

Αναφέρεστε σε μια τρελή ιδέα που είχε ο δήμαρχος της περιοχής στο βιβλίο μου “Έγκλημα στον Παράδεισο”. Όχι, δεν είμαστε τόσο ώριμοι. Προσπαθούμε όμως. Μακάρι κάποτε να μπορέσουμε να εστιάσουμε σ’ αυτά που μας ενώνουν και όχι σ’ αυτά που μας χωρίζουν.

 

 

-«Αδελφός με αδελφό σκοτωνόντουσαν… πώς να ξεχαστούν αυτά; Δεν πα να μας λένε για μουσεία συμφιλίωσης», είναι εντονότερα αυτά τα πάθη στους μικρούς τόπους;

Νομίζω πως, σήμερα πια, όχι. Έχουν περάσει πολλά χρόνια, βρισκόμαστε στην 3η γενιά μετά τον Εμφύλιο. Και ειδικά στους μικρούς τόπους, όπου γνωρίζεις τον διπλανό σου, του μιλάς με το μικρό του όνομα και καθημερινά συναλλάσσεσαι μαζί του, δεν είναι εύκολο να τον δεις αποκλειστικά σαν το απόγονο ενός ανθρώπου που στον πόλεμο βρέθηκε στο αντίπαλο στρατόπεδο από τους δικούς σου προγόνους. Υπερισχύει σιγά σιγά το τώρα και ο συγκεκριμένος άνθρωπος που έχεις μπροστά σου και που, τότε, μπορεί να μη είχε καν γεννηθεί. Τα πάθη ζωντανεύουν όταν καλλιεργούνται, και καλλιεργούνται πιο εύκολα στις μάζες.

 

-Το ότι γνωρίζατε εξ αρχής το τέλος, ήταν δεσμευτικό ή απελευθερωτικό όσον αφορά τους ήρωες;

Το τέλος δεν το γνώριζα ακριβώς. Γνώριζα μόνο ποιος σκότωσε ποιον, πώς, και για ποιο λόγο. Γνώριζα επίσης τους 2-3 κεντρικούς ήρωες. Μέχρι εκεί νομίζω πως είναι απαραίτητο, αλλιώς δε μπορείς να πλέξεις την αφήγησή σου ξεδιπλώνοντας τις πληροφορίες με προσεκτικό τάιμιγκ  –  το τάιμιγκ είναι πολύ σημαντικό σ’ ένα αστυνομικό. Ξεκίνησα δηλαδή μ’ ένα πολύ περιληπτικό σκελετό και, γράφοντας πια, το ένα επεισόδιο με οδηγούσε στο επόμενο, γνώριζα καλύτερα τους ήρωές μου, ανακάλυπτα καινούργιους, δημιουργούσα στάσεις, ανατροπές και παραγεμίσματα στην πλοκή.

 

-Ως ψυχολόγος προσεγγίσατε τη ψυχοσύνθεση των ηρώων; Η κρίση μας κάνει άλλους, αλλιώς, κυρία Αβέρωφ;

Οι χαρακτήρες σ’ ένα βιβλίο σηκώνουν το βάρος της πλοκής  – είναι οι φορείς της πλοκής. Και πρέπει να είναι αρκετά δυνατοί ώστε να πείθουν τον αναγνώστη, πρέπει να τον ενδιαφέρουν και να νοιάζεται για τη μοίρα τους. Για να γίνει όμως αυτό, πρέπει πρώτα να ζωντανέψουν στο δικό μου το μυαλό, πρέπει να τους συναισθανθώ, να καταλάβω τι θέλουν και ποια είναι τα βαθύτερα μοτίβα που ορίζουν τη συμπεριφορά τους. Είναι κάτι που κάνω αυτόματα, σαν δεύτερη φύση. Δεν ασκώ πια την ψυχολογία, αλλά σίγουρα η προέλευσή μου από αυτόν τον χώρο εκφράζεται στο γράψιμό μου.

 

 

[Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «Φιλελεύθερος»]

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top