Fractal

Τάσος Φάλκος – Αρβανιτάκης: «Από παιδί σκεφτόμουν ότι, για τους ηθικά πολύ ευαίσθητους, ο ανθρώπινος βίος είναι “αβίωτος”»

Επιμέλεια- Συνέντευξη: Βασιλική Β. Παππά //

 

tasosarvanitakis

 

Συνέντευξη με τον ομότιμο καθηγητή του Πανεπιστημίου Μακεδονίας – λογοτέχνη

 

Ο Τάσος Αρβανιτάκης, γνωστός στον λογοτεχνικό χώρο ως Τάσος Φάλκος, υπηρέτησε ως καθηγητής της Φιλοσοφίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας μέχρι το 2004. Σπούδασε τόσο στις Βρυξέλλες, όσο και στο Παρίσι, με υποτροφίες  της βελγικής και γαλλικής κυβέρνησης αντίστοιχα. Διετέλεσε Κοσμήτωρ του Τμήματος Οικονομικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Μακεδονίας. Εκτός από το επιστημονικό του έργο σε ζητήματα ερμηνευτικής της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας, από πολύ νωρίς ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία. Έχει εκδώσει έργα λογοτεχνίας (ποίηση, διήγημα, μυθιστόρημα), θεάτρου και λογοτεχνικής κριτικής. Η μελέτη του για τον αρχαίο ελληνικό αθλητισμό Αγών – Ο αθλητισμός σαν βασική εκδήλωση του αρχαίου ελληνικού πολιτισμού τιμήθηκε με το Βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών το 1989. Το 2010 εκδίδεται ο τιμητικός τόμος “Τάσος Φάλκος-Αρβανιτάκης, Πενήντα χρόνια δημιουργίας”, που περιέχει κρίσεις και μελέτες για τον άνθρωπο και το επιστημονικό και λογοτεχνικό έργο του.

 

Κύριε καθηγητά, ας ξεκινήσουμε από την αρχή. Ποιοι ήταν οι σταθμοί στην πορεία της καριέρας σας και ποια η πιο δύσκολη επαγγελματική σας στιγμή;

Θα πάω  πιο πίσω, στην πραγματική αρχή του βίου μου, που θα εξηγήσει ως ένα σημείο και την φιλοσοφική και την λογοτεχνική διάθεσή μου. Είχα την «ατυχία» να γεννηθώ λίγο πριν την γερμανική κατοχή και να παρακολουθήσω στα τρυφερά μου χρόνια τον εμφύλιο. Και τότε αντιλαμβανόμουν ότι συνέβαιναν πράγματα τερατώδη, και αργότερα συνειδητοποίησα ότι στα χρόνια αυτά συνέβησαν τα φριχτότερα ίσως εγκλήματα όλης της παγκόσμιας ιστορίας. ‘Ένας αριθμός αρκεί: 50 εκατομμύρια νεκροί! Εδώ εμείς σφαζόμασταν μεταξύ μας, με πρωτοβουλία βέβαια και στενή παρακολούθηση αλλοεθνών, αλλά εμείς κρατούσαμε τα όπλα. Δίπλα μου όμως έβλεπα και πλήθος πράξεις αγάπης, αυταπάρνησης  και αυτοθυσίας. Έμεινα διχασμένος σ’ όλη τη ζωή μου αν ο άνθρωπος είναι τελικά το πιο αποκρουστικό ον του πλανήτη ή αν έχει ελαφρυντικά. Από παιδί σκεφτόμουν ότι, για τους ηθικά πολύ ευαίσθητους, ο ανθρώπινος βίος είναι «αβίωτος», χωρίς όμως να έχω τάσεις αυτοκτονίας. Εδώ υπερίσχυε το ένστικτο αυτοσυντήρησης που διακρίνει όλα τα όντα:  Ότι γεννήθηκε επιμένει στην ύπαρξή του, έστω μηχανικά…  Έπρεπε να βρω κάτι για να κρατηθώ στη ζωή. Τα ερείσματα τα βρήκα αρκετά νωρίς στην τέχνη και τη φιλοσοφία, χωρίς να μπορώ να πω τι προηγήθηκε και τι δέσποσε:  Αυτά τα δύο πήγαιναν πάντα μαζί. Με την τέχνη ειδικά, με την οποία πετυχαίνει κανείς ευρύτερη επαφή –η φιλοσοφία για τους πολλούς είναι πιο «δύσκολη»- βρήκα και ένα τρόπο να χτυπώ το εγκόσμιο κακό. Δίπλα μου βέβαια αναρίθμητοι άνθρωποι έζησαν τα ίδια πράγματα, και δεν πήραν αυτούς τους δρόμους. Εδώ τον κύριο λόγο τον έχουν οι προσωπικές ευαισθησίες, ο «χαρακτήρας»,  οι κλίσεις και τα ταλέντα. Ως μαθητής ήμουν μεσαίος, αλλά το σχολείο που τελείωσα και μάλιστα στην ακμή του, το Πειραματικό Σχολείο της Θεσσαλονίκης, ήταν ένα από τα καλύτερα της Ευρώπης. Στο Πανεπιστήμιο ήμουν πολύ καλός στα νέα ελληνικά και τη φιλοσοφία, ώστε ο καθηγητής Λίνος Πολίτης παραπονέθηκε που δεν έγινα βοηθός του, αλλά προτίμησα τη φιλοσοφία. Ο πραγματικός λόγος της προτίμησής μου ήταν γιατί διαπίστωσα ότι όλοι σχεδόν οι μεγάλοι λογοτέχνες είχαν γερές φιλοσοφικές βάσεις. Αυτές τις βάσεις ήθελα να αποκτήσω.  Παράλληλα οι καλοί λογοτέχνες της πόλης, ο Θέμελης, ο Βαφόπουλος, ο Βαρβιτσιώτης, ο Παντζίκης, ο Παπασιώπης  και άλλοι με υποδέχτηκαν με θέρμη και με ενεθάρρυναν, με εξαίρεση βέβαια τον Χριστιανόπουλο που διέσυρε ότι καλό γέννησε αυτός ο τόπος.

Έγινα διδάκτωρ, αλλά επειδή τότε οι νόμοι δεν επέτρεπαν να εξελιχθεί κανείς στη θέση του, παρά μόνον αν χήρευε κάποια έδρα, όταν δόθηκε εθελουσία έξοδος, έφυγα από τη φιλοσοφική Σχολή, με 14 χρόνια υπηρεσίας, αλλά διορίστηκα αμέσως στην τότε Ανωτάτη Βιομηχανική Σχολή (αργότερα Πανεπιστήμιο Μακεδονίας), διδάσκοντας πάντα φιλοσοφικά μαθήματα  ως Ειδικός Επιστήμων, δηλαδή πάλι χωρίς δυνατότητα εξέλιξης. Οι νόμοι πάντα με κατέτρεχαν, ενώ άλλους τους ευνοούσαν, κάποτε σκανδαλωδώς. Εκεί, μετά από επτά χρόνια ανεξάρτητης διδασκαλίας, δόθηκε επιτέλους δυνατότητα να ενταχθούμε στο κανονικό προσωπικό των καθηγητών.  Για ζητήσει κανείς να ενταχθεί στην πρώτη βαθμίδα, απαιτούνταν  έξη χρόνια ανεξάρτητης διδασκαλίας. Εγώ είχα τότε είκοσι ένα χρόνια, σχεδόν τετραπλάσια από όσα ζητούσε ο νόμος. Θα γινόταν έκθεση από ειδικούς -φιλοσόφους στην περίπτωσή μου- αλλά σύμφωνα με τους αναίσχυντους νόμους που ψηφίζονται στον τόπο μας, θα ψήφιζαν όλοι οι καθηγητές, που δεν είχαν ιδέα από φιλοσοφία και που φυσικά αποτελούν πλειοψηφία. Οι διορισμοί και οι προαγωγές εξαρτιόνταν πρωτίστως από τα κόμματα, που συνήθως επιδίωκαν ισορροπίες. «Θα κάνετε αυτόν καθηγητή, κι εμείς αυτόν». Άλλος τρόπος ήταν οι φιλίες, οι Λάιονς, οι μασονίες, οι σπουδές στην Αμερική (εγγύηση δουλοπρέπειας) κτλ. Όπως παντού στη χώρα μας, δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να επικρατήσει η λογική και η ποιότητα. Αλλά εγώ απέφευγα την πολιτική και τις φιλίες και δεν είχα σπουδάσει στην Αμερική. Σαν ρεαλιστής λοιπόν δεν θα ζητούσα να με κρίνουν σαν πρωτοβάθμιο, και αυτοϋποβιβάστηκα. Ζήτησα να με κρίνουν ως Αναπληρωτή Καθηγητή. Από τους φιλοσόφους έγινε άριστη έκθεση. Αλλά οι μη φιλόσοφοι διαφώνησαν (προφανώς για να μη μετέχω στις μελλοντικές κρίσεις δικών τους), και τη μέρα της κρίσης, χωρίς κανένα γραπτό αιτιολογικό και με ωμή απειλή της εκδίωξής μου από το Πανεπιστήμιο, με υποχρέωσαν να ζητήσω να κριθώ για ακόμα χαμηλότερη βαθμίδα! Έτσι μέσα σε δέκα λεπτά έχασα δέκα πέντε χρόνια καριέρας, όσα δηλαδή χρειάστηκα για να φτάσω τελικά στην πρώτη βαθμίδα! Και δεν θα έφτανε ποτέ σ’ αυτήν –χάρη πάντα στους μη φιλοσόφους- αν μια εργασία μου δεν βραβευόταν από την Ακαδημία  Αθηνών.

 

Όπως είπε ένας φιλόσοφος «αν δεν ξέρεις που πηγαίνεις, οποιοσδήποτε δρόμος θα σε βγάλει εκεί». Για να επιτύχεις, επομένως, οφείλεις να γνωρίζεις προς ποια κατεύθυνση θέλεις να πας. Εσείς από τα νεανικά σας χρόνια επιλέγατε τις σωστές κατευθύνσεις για εσάς;

Στις δύο τελευταίες τάξεις της μέσης εκπαίδευσης σκεφτόμουν να σπουδάσω μηχανικός, να εργαστώ δέκα, δεκαπέντε χρόνια (τότε με την αντιπαροχή υπήρχε στη Θεσσαλονίκη πολλή δουλειά για  τους μηχανικούς),  να βγάλω αρκετά χρήματα, και έπειτα να κάθομαι και να γράφω λογοτεχνία. Πήγαινα λοιπόν στο φροντιστήριο για τα μαθηματικά, αλλά λίγο πριν τις εισαγωγικές εξετάσεις, επικράτησε μέσα μου η σκέψη ότι θα έμενα πολύ καιρό μακριά απ’  τη λογοτεχνία, και ποιος ξέρει αν θα μπορούσα να βρω μετά τον ρυθμό μου. Έτσι εντελώς απροετοίμαστος έδωσα στη εξετάσεις στη φιλολογία, όχι χωρίς βαριά καρδιά, γιατί εκεί με τρόμαζε το μαγκανοπήγαδο της καθημερινής διδασκαλίας, που ίσως να μου έσβηνε κάθε δημιουργική διάθεση. Αλλά έπρεπε κάπως να ζήσω. Οι σπουδές μου στο Πανεπιστήμιο με απογοήτευσαν λίγο, γιατί είχα διαβάσει τόσα, και εξακολουθούσα να διαβάζω, ώστε οι καθηγητές δεν με πρόσφεραν πολλά, ίσως γιατί έπρεπε να προσαρμοστούν στο επίπεδο των φοιτητών, που δεν ήταν ιδιαίτερα υψηλό. 

 

martyries_Πρόσφατα διάβασα το μυθιστόρημά σας «Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο», ένα μυθιστόρημα όπου συνενώνονται όλα τα είδη του λόγου, μυθιστόρημα, αφήγημα, ποίηση, μονόπρακτο, επιστολική μορφή, ημερολόγια κτλ. Ίσως πρόκειται για διεθνή πρωτιά. Θα θέλατε να μας πείτε πώς προέκυψε αυτό το βιβλίο σας; Τι θα ήταν ιδανικό για εσάς να εισπράξει από αυτό το βιβλίο ο αναγνώστης;

Το βιβλίο αυτό «προέκυψε» κυριολεκτικά από τον τρόπο που εργάζομαι. Είχα την καλή τύχη να μην είμαι πολύ γνωστός (συνέβαλα κι εγώ σ’ αυτό με την αδράνειά μου στην προβολή του έργου μου), οπότε τίποτε δεν με πίεζε ν’ αποτελειώσω ένα έργο ή να δημοσιεύω συνεχώς, από φόβο «μήπως με ξεχάσουν». Έτσι είχα στην άκρη πλήθος αφηγήματα, ποιήματα, θεατρικά κτλ., αφού καλλιεργώ, χωρίς να το επιδιώκω, όλα τα είδη λόγου. Δεν ξέρω αν αυτό λέγεται ταλέντο ή όπως αλλιώς, αλλά γράφω εξ ίσου δύσκολα ή εύκολα όλα τα είδη λόγου, και βάζω σε όλα τα γραφτά μου το ίδιο  πάθος, τις ίδιες αγωνίες, τις φιλοσοφικές απόψεις μου, την ίδια πυκνότητα, την ίδια περίπου τεχνική, οπότε ότι γράφω έχει ενότητα ύφους και ιδεών. Κάποια στιγμή παρατήρησα ότι μπορώ να συγχωνεύσω αρκετά είδη λόγου, χωρίς να δημιουργούνται παραφωνίες, ξένισμα κτλ. Σ’ αυτό βέβαια προηγήθηκε η αρχαία τραγωδία, που συνδύασε τα διαλογικά μέρη με τα λυρικά των χορικών. Οι κυνικοί φιλόσοφοι πάλι έγραφαν ηθικούς λόγους (διατριβαί), στους οποίους ο πεζός λόγος εναλλασσόταν με τον ποιητικό (δεν σώθηκαν οι λόγοι αυτοί, αλλά μόνο η πληροφορία). Κάποιοι νεώτεροι συνδύασαν  πεζογραφία και ποίηση, παραθέτοντας πχ. στην πεζογραφία κάποια ποιήματα ενός ερωτευμένου. Άλλοι συνδύασαν μελέτη και φιλοσοφία με πεζογραφία (Ρομαίν Ρολάν, Τόμας Μαν, Καμύ, Σαρτρ κ.α.). Καθώς έχω συνθετικό μυαλό ή θέλγομαι από τη σύνθεση, σε κάθε έργο μου συνθέτω περισσότερα του ενός στοιχεία που κατέχω. Σκέφτηκα λοιπόν να αναμείξω περισσότερα είδη λόγου, που σ’ εμένα έχουν, όπως είπα ομοιογένεια ύφους και ιδεών. Και ξαφνικά η φιλοδοξία μου μεγάλωσε. Δεν ήξερα προηγούμενο στην παγκόσμια λογοτεχνία, μα σκέφτηκα να δοκιμάσω να συνθέσω στο ίδιο έργο όλα τα είδη λόγου, ακόμα και τον επιστημονικό και τον φιλοσοφικό, αφού όλα αυτά τα είδη τα καλλιεργούσα από χρόνια. Έτσι προέκυψαν οι Μαρτυρίες για έναν απόντα φίλο. Τα πράγματα βέβαια δεν ήταν τόσο απλά όσα φαίνονται από αυτά που είπα. Δεν έκανα μια απλή επίσκεψη ή «έρευνα» στα χαρτιά μου και μια απλή παράθεση.  Για το έργο αυτό, που όπως με λένε, κυλάει απλά και φυσικά σαν ρυάκι ή ποταμός, εργάστηκα στην πραγματικότητα τόσο σκληρά, τόσο εξοντωτικά, ώστε ούτε κατά διάνοια δεν πρόκειται να επιχειρήσω ξανά τέτοιο έργο, τη συνένωση δηλαδή στο ίδιο έργο όλων των ειδών λόγου. 

 

Πόσο εύκολο ή δύσκολο είναι να επικοινωνήσει ένας αναγνώστης με το κείμενο ενός συγγραφέα, να κρατήσει το ενδιαφέρον του μέχρι τέλους;

Πρώτα γράφει κανείς για τον εαυτό του, αλλά δεν χάνει – δεν πρέπει ποτέ να χάνει- από τον ορίζοντά του τον αναγνώστη. Το να επικοινωνήσεις, να ικανοποιήσεις, να ωφελήσεις κτλ. όλους τους αναγνώστες είναι κυριολεκτικά αδύνατο. Μπορείς να αποβλέπεις σε πολλούς, σε αρκετούς ή σε λίγους. Οι αναγνώστες που ψυχικά και πνευματικά είναι κάπως κοντά σου, θα σε αισθανθούν, θα σε επιδοκιμάσουν, θα βοηθηθούν κτλ. Οι πιο απόμακροι μπορεί κάτι να καταλάβουν και να πάρουν. Οι πραγματικά μακρινοί, τίποτε. Γι αυτούς είσαι γρίφος, ιδιότροπος, εξυπνάκιας, αδιάφορος, ανάλογα με τον δικό τους ψυχισμό. Πάντως η γνώμη ότι ο αναγνώστης δικαιούται να σε ερμηνεύσει όπως αυτός νομίζει, δεν με φαίνεται σωστή. Θεωρώ ότι ισχύει μόνο για τους μέτριους συγγραφείς, και μάλιστα όταν αυτοί πέφτουν σε απρόσεκτους και βιαστικούς  αναγνώστες. Και δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι αρκετοί συγγραφείς, από έλλειψη πραγματικής ενότητας στον κόσμο τους, καλλιεργούν σκόπιμα το παράδοξο, το σκοτεινό, το ακατανόητο κτλ. αποβλέποντας να εκπλήξουν, να μπερδέψουν κτλ. αναγνώστες που θέλγονται ή τους έμαθαν να προτιμούν  τέτοιες σιβυλλικές στάσεις.  Ο καλός συγγραφέας, αυτός που ξέρει καλά τι θέλει να πει και που έψαξε χρόνια πολλά και βρήκε τρόπους να εκφραστεί ανάλογα και δυνατά, αυτός  οργανώνει –πρέπει να μπορεί να οργανώνει–  έτσι τα κείμενά του, ώστε να μη χωρούν σ’ αυτά δυο, τρεις και δέκα ερμηνείες.

 

Διαβάζοντας μια κριτική του μαθητή σας Παύλου Παρασκευαϊδη, φέρεται να του έχετε πει ότι: «Η λογοτεχνία και ειδικότερα σε ό, τι αφορά την υψηλή λογοτεχνία, είναι φιλοσοφία και έχει τη δύναμη να αποκαλύπτει βαθύτατες ανθρώπινες αλήθειες, αγγίζοντας ευαίσθητες ανθρώπινες χορδές». Αλήθεια, συνδέονται αυτά τα δύο;

Σε τέτοια θέματα, κανείς δεν μπορεί να αποδείξει  με τρόπο μαθηματικό ότι έχει δίκιο ή να του αποδείξουν εξ ίσου πειστικά ότι έχει άδικο. Είναι όπως βλέπει κανείς τα πράγματα, αλλά μόνο μετά από μακροχρόνια τριβή και δοκιμασία. Εγώ από ιδιοσυγκρασία δεν ξεχωρίζω τον στοχασμό και τη φιλοσοφία από την τέχνη ή αλλιώς: Θεωρώ ότι φιλοσοφία και τέχνη δεν είναι πράγματα ασυμβίβαστα. Προσωπικά με φαίνεται  «λειψή» και «φτωχή» η λογοτεχνία που δεν περιέχει και στοχασμό, που δεν στηρίζεται σε μια κοσμοθεωρία. Και ξέρω καλά ότι  τα μεγάλα δημιουργήματα της λογοτεχνίας περιέχουν και στοχασμό, συχνά οργανωμένο και αξιόλογο, αφού και ειδικότητά μου είναι η σκέψη των αρχαίων Ελλήνων λογοτεχνών, για τους οποίους έχω γράψει αρκετά. Αλλά τα θέμα είναι τεράστιο, και δεν απαντιέται με μερικές σειρές.

 

Εκτός από μυθιστόρημα, γράφετε και ποίηση. Ποια είναι η μέθοδός σας όταν δημιουργείτε μια συλλογή; Πώς ξεκινάτε; Τι σας εμπνέει;

Ρέποντας προς την ενότητα, έχοντας στο νου μου τα κοινά στοιχεία, δεν ξεχωρίζω καθόλου την ποίηση από την πεζογραφία. Γνωστοί και φίλοι με προτείνουν διάφορους διαχωριστικούς ορισμούς της ποίησης και της πεζογραφίας, που ευκολότατα καταρρίπτονται, γιατί πότε αφορούν την ποίηση κάποιας εποχής ή εποχών, αλλά όχι όλων, ή στηρίζονται σε κάποια μορφή ποίησης ή κάποιους ποιητές, που έχει στο νου του αυτός που προτείνει έναν ορισμό κτλ. κτλ. Το πώς δημιουργώ μια συλλογή έχει ενδιαφέρον. Καθώς δεν βιάζομαι να δημοσιεύσω, με τα χρόνια συγκεντρώνω έναν αρκετά μεγάλο αριθμό ποιημάτων, ας πούμε πάνω από 100, από απλά σχεδιάσματα ως μισοτελειωμένα και σπανιότερα τελειωμένα. Μερικά από αυτά  τα συνέλαβα από την αρχή ως ενότητα. Λ.χ. ποιήματα καταγγελίας των αιτίων του εγκόσμιου κακού, σχεδιάσματα με φως, Ομοιώματα κτλ. Κάποια στιγμή, συνήθως μετά από χρόνια, χωρίς πρόθεση «τώρα γράφουμε συλλογή», αλλά μόνο με το απροσδιόριστο και για μένα «πλήρωμα του χρόνου», συγκεντρώνομαι σε μια ενότητα και εργάζομαι μήνες ή και χρόνια με πάθος, ώσπου να θεωρήσω ότι εξάντλησα το θέμα, ότι από εδώ και πέρα επαναλαμβάνομαι κτλ.  Στην πράξη φάνηκε ότι το όριο αυτό ξεπερνά λίγο τα 60 ποιήματα. Επειδή το θέμα το έχω πραγματευτεί πολύπλευρα, κοιτάω μετά να βρω -και συνήθως βρίσκω-  μεγάλες ενότητες ή έστω  ποιήματα που μπορούν να σχηματίσουν ομάδες. Ένα παράδειγμα θα το δείξει καλύτερα αυτό. Παίρνω τα σχεδιάσματα με φως. Σε αρκετά ποιήματα το φως είχε την παραδοσιακή, θετική όψη, της ζωής, της χαράς, των μεγάλων ιδεών κτλ. Σε άλλα τα φώτα σκοτείνιαζαν προοδευτικά, ιδίως όταν έβλεπα ρεαλιστικότερα την πραγματικότητα. Τέλος μια τρίτη ενότητα που μπόρεσα να ξεχωρίσω περιέγραφε την  τραγική αλλοίωση του φωτός (εννοείται των μεγάλων ιδεών), που στα χέρια των ανθρώπων κατάντησε δολοφονικό. Με ακατάπαυτη δουλειά και προσαρμογή, χώρισα το έργο σε τρεις ενότητας, με τη σειρά που ανέφερα, ακολουθώντας στη διάταξη αυτή το πανάρχαιο σχήμα της προοδευτικής αλλοίωσης και  παρακμής (υπενθυμίζω τις «εποχές» του Ησίοδου). Έτσι τα ποιητικά μου έργα είναι πολύ οργανωμένα, όπως λ.χ.  τα μυθιστορήματα. Τα ποιήματα έχουν και από μόνα τους την αξία τους, αλλά τα τοποθετώ έτσι ώστε να στηρίζονται και να εμπλουτίζονται από τα διπλανά τους. Και μια μεταφορά: Τα βλέπω και σαν μεμονωμένα αγάλματα, αλλά προσπαθώ ώστε το πλήρες νόημα τους να το αποκτούν μέσα σε ένα αέτωμα ή σε μία ζωφόρο.

 

Ο λήσταρχος κι ο δικαστής

Μιλούσαν για την ομορφιά

Κοιτάζοντας μια καλιακούδα

Ενώ η επιστήμη λυσσασμένη

Έσφαζε μες στην αγορά

 

Στο ποίημά σας αυτό, αποτυπώνεται η έλλειψη ηθικής, τόσο στην επιστήμη όσο και στην πολιτική εξουσία. Κατά τη γνώμη σας, πώς θα μπορέσουμε να βγούμε από αυτή την ηθική σήψη και να ανακάμψουμε ως λαός;

Έχω γράψει στο facebook: «Τα έθνη ανέχονται ένα τεράστιο όγκο αναισχυντίας και παλιανθρωπιάς. Μα όταν το ποσό αυτό ξεπεραστεί, τότε επέρχεται η καταστροφή». Η ατιμωρησία και η παντοειδής συγκάλυψη, μέσω παραγραφών, πιέσεων, αποσιωπήσεων, τοποθέτηση στο αρχείο, αλλά και με ειδικούς νόμους, που τους ψηφίζουν όλοι και που κανείς δεν επιθυμεί να τους καταργήσει, είναι μια από τις «εγγυήσεις» ότι τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει. Κάποιοι κάτι ψέλλισαν, αλλά οι παλιοί και οι νέοι αρχηγοί συνεχίζουν την συγκάλυψη. Και πράττουν σοφά. Γιατί αλλιώς ένα  τεράστιο μέρος των Ελλήνων, πολιτικών και μη, θα βρισκόταν στις φυλακές ως απατεώνες και προδότες. Διεθνώς έχουν επικρατήσει τεράστιες δυνάμεις άπληστες για αρπαγή και εξουσία. Σε πρόσφατη παρουσίαση του Εμπεδοκλή, ανέφερα και τον στίχο μου «Δεν βλέπεις τους νεκρόφιλους στην εξουσία;» Και είναι νομοτέλεια ότι όπου συγκεντρώνεται μεγάλη δύναμη, πέφτει στο τέλος στα χέρια των αδίστακτων μεγαλομανών, των εχθρών δηλαδή του ανθρώπου. Τα πάντα έχουν ξεπουληθεί στους ξένους για ένα πιάτα φακής. Τον χρυσό της Χαλκιδικής τον ξεπουλήσαμε για μια φτυσιά. Σειρά έχουν τα πετρέλαια. Ο αφανισμός της Ελλάδας με φαίνεται αμετάκλητος.

 

Ο επίλογος του μυθιστορήματος «Μαρτυρίες για έναν απόντα» αποτελεί μια αισιόδοξη ποιητική παρακαταθήκη:

 

«Εμείς λοιπόν

με τα καμένα πρόσωπα τα σκοτεινά

θα δέσουμε τα χέρια μας

με τ’ άλλα χέρια τα πικρά κι αμίλητα

θα πάρουμε τη σάλπιγγα απ’ το χώμα»

 

Οι διανοούμενοι στην εποχή μας καλούνται να διαδραματίσουν σημαίνοντα ρόλο. Κι όμως πολύ λίγοι είναι αυτοί οι οποίοι είναι στρατευμένοι προς αυτή την κατεύθυνση. Πού είναι σήμερα οι «φωνές» άλλων εποχών κύριε καθηγητά;

Όπως θα καταλάβατε, είμαι βαθύτατα ανθρωπιστής, συνεχιστής στο δρόμο που άνοιξε ο Όμηρος και οι τραγικοί, είμαι δηλαδή από αυτούς που δεν έχουν καμιά πέραση στην εποχή της φοβίας για θέματα ηθικά, στην εποχή των προσωπικών «εξομολογήσεων», των σιβυλλισμών, του παράδοξου, του ακαταλαβίστικου, των τολμηρών ακροβασιών κτλ. Τους στίχους που αναφέρατε τους έγραψα το 1980. Όχι πως τότε έτρεφα ελπίδες για κάποιο ξύπνημα των βαθύτατα ναρκωμένων ανθρώπων του πνεύματος και των τεχνών. Εξάλλου πόσοι από αυτούς θα διάβαζαν την έμμεση έκκλησή μου, και πόσοι θα  ακολουθούσαν το παράδειγμά μου; Από λύπηση για τους πάσχοντες συνανθρώπους μου, θέλησα τότε να κλείσω το έργο εκείνο με μια νότα αισιοδοξίας και ενθάρρυνσης: «Να, εδώ είμαστε! Κάτι θα κάνουμε!».  Σήμερα, που δεν βρισκόμαστε απλώς μπροστά στον γκρεμό, αλλά καλύψαμε ήδη πολλά χιλιόμετρα προς το απύθμενο  χάος, ποιοι «διανοούμενοι»  αφυπνίστηκαν και συνενώθηκαν; Τα είδατε στην ημέρα της παγκόσμιας ποίησης. Όλοι «τυρβάζουν περί άλλα». Προσωπικά μπορεί να έχω κάποια προσόντα, αλλά είμαι κυρίως άτομο μοναχικό, του στοχασμού και όχι της δράσης, δεν έχω την αρετή ενός Παύλου, να συνεγείρει συνειδήσεις, να συνενώνει, να οργανώνει, να παρηγορεί.

 

protypa_cover

 

Διδάξατε επί μακρόν ως καθηγητής της φιλοσοφίας τόσο στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο όσο και στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας. Είναι γεγονός, ότι το εκπαιδευτικό σύστημα συνθλίβει τα σημερινά παιδιά. Από τη χρόνια επαφή σας με τη νέα γενιά, πώς θα τη σκιαγραφούσατε σε σύγκριση πάντα με τη δική σας;

Οι νέοι δεν αλλάζουν σε είκοσι ή τριάντα χρόνια. Η μεγάλη, η τεράστια  πλειοψηφία ενδιαφέρεται αποκλειστικά για το «χαρτί». Οι χειρότεροι, οι μελλοντικοί αριβίστες,  «συνδικαλίζονται», δηλαδή γίνονται δούλοι κάποιου κόμματος, ενώ στο εξωτερικό αμέσως αποκλείονται από τον φοιτητικό συνδικαλισμό όσοι κομματίζονται. Τους τα έλεγα κατάμουτρα. Σε κάποια σύγκλητο έλεγα στους εκπροσώπους των φοιτητών ότι θα έπρεπε να διαβάζουν και λίγο. Και τι με απαντούν; «Για να πάρουμε ένα άχρηστο χαρτί, αφού δεν υπάρχουν δουλειές;». Φαίνεται ότι όταν υπήρχαν δουλειές, ενδιαφέρονταν για την μόρφωση…  Βέβαια και οι καθηγητές θα έπρεπε να είναι εμπνευσμένοι και να εμπνέουν. Μα πού είναι αυτοί; Όσο για τα μεταβαλλόμενα σαν ανεμοδούρα εκπαιδευτικά προγράμματα, αυτά είναι βιλαέτι των εκάστοτε αναρμόδιων υπουργών και των  χειρότερων από αυτούς «συμβούλων». Όσες φορές εμείς που τα ζούμε προτείναμε κάτι σωστό, δεν εισακουστήκαμε. Άφησε που με τα επί μέρους «κάποια σωστά» δεν γίνεται εκπαιδευτικό πρόγραμμα. Εξ άλλου για τους Έλληνες πολιτικούς η Παιδεία είναι από βάρος ως ανύπαρκτη, όπως μαρτυρούν οι αδιάψευστοι αριθμοί: Κάτω από 3% του ακαθαρίστου εθνικού εισοδήματος, όταν στα πολιτισμένα κράτη είναι γύρω στο 14% !!! Με τα κόλλυβα Παιδεία δεν γίνεται.

 

Κλείνοντας, θα θέλαμε να μας πείτε, όταν ξεκουράζεστε, συνήθως τι νοσταλγείτε περισσότερο;

Επειδή από  νωρίς είχα την παράλογη ιδέα να αφήσω πίσω μου «έργο», καταλάβαινα ότι δεν μπορώ να χάσω ούτε στιγμή.  Σήμερα, κοντά στα ογδόντα μου, εργάζομαι πολύ συχνά όπως οι φοιτητές όταν έχουν εξετάσεις. Τις λίγες ώρες ανάπαυλας τις αφιέρωνα κυρίως στο να συλλέγω αντικείμενα λαϊκής τέχνης.  Από το παρελθόν,  κατοχή, εμφύλιο, δικτατορίες, ληστείες τεραστίων διαστάσεων, ατέλειωτες προδοσίες, συγκάλυψη και συνενοχή των πάντων, δεν έχω λόγο να νοσταλγώ κάτι.

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top