Fractal

Για τον Τάκη Σιδέρη

Γράφει η Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

Δημοτική Πινακοθήκη Ακράτας Ζωή Κ. Ψαρρού, Αίθουσα «Τάκης Σιδέρης», Εκδόσεις «Τέχνης Οίστρος», Αθήνα 2016

sideris1

 

Ο Τάκης Σιδέρης, διακεκριμένος ζωγράφος, ένας ανθρωποκεντρικός δημιουργός και με έντεκα βιβλία ποιητικά και πεζά, σχετικά με τη ζωγραφική, καλύπτει με την αδιάλειπτη καλλιτεχνική του παρουσία πάνω από μισόν αιώνα προσφοράς. Αθόρυβος και ακάματος, αντιστέκεται πεισματικά στην ισοπεδωτική τάση του ξενόφερτου μοντερνισμού, χωρίς ωστόσο να ακολουθεί τετριμμένα εκφραστικά σχήματα. Αντίθετα, φέρνει το παλιό ανανεωμένο. Αθεράπευτα ερωτευμένος με τα απλά καθημερινά πράγματα, με ό, τι αποτελεί ουσία και περιεχόμενο ζωής, δημιουργεί το δικό του εικαστικό σύμπαν, χωρίς ηθικές δεσμεύσεις και προκαταλήψεις, χωρίς να γνοιάζεται για την καθιερωμένη τάξη πραγμάτων.

Με αφορμή την καλλιτεχνική έκδοση του λευκώματος με δέκα έξι επιλεγμένα έργα του, τα οποία δώρισε στη Δημοτική Πινακοθήκη Ακράτας «Ζωή Κ. Ψαρρού» και εκτίθενται σε ξεχωριστή αίθουσα που ονομάστηκε τιμητικά Αίθουσα «Τάκης Σιδέρης», ενώ ο ίδιος ο ζωγράφος τιμήθηκε με αναμνηστική πλακέτα, επιχειρείται μια σύντομη αναδρομή στην «Ανθρωπογεωγραφία» του ξεχωριστού καλλιτέχνη.

 

sideri2

 

 

Ο ίδιος τελειώνοντας το σύντομο, κατατοπιστικό προλογικό σημείωμα στο λεύκωμα (ενδέκατο βιβλίο του), που εκδόθηκε και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Τέχνης Οίστρος», Αθήνα 2016 και περιλαμβάνει τα δέκα έξι αντιπροσωπευτικά έργα του που κοσμούν την αφιερωμένη σ’ αυτόν αίθουσα, γράφει:

«…Το θέμα σαν πρόβλημα της μορφής και του περιεχομένου στα έργα μου, είναι κάτι που συνειδητά ή και ασυνείδητα με απασχολεί και φαίνεται ότι παίζει αποφασιστικό ρόλο στην ιδεολογική και αισθητική διαμόρφωση της δουλειάς μου. Εκείνο όμως που κυρίως με ενδιαφέρει, είναι να μπορώ να φτιάχνω ζωγραφιές με μια μερακλίδικη διαδικασία, μιας «αισθηματικά» εγχώριας και όχι μόνο, βέβαια, ζωγραφικής τακτικής και να περιμένω ώστε να έχω κάθε φορά -όσο γίνεται καλύτερα- το επιθυμητό αποτέλεσμα, που δεν είναι τίποτε άλλο από μια καταξιωμένη και δικαιωμένη Ομορφιά».

Στο κείμενο αυτό ο ζωγράφος «ξεναγεί» τον επισκέπτη στην αίθουσα όπου εκτίθενται οι πίνακές του και του εξηγεί με κάθε λεπτομέρεια τη σχέση του με τα υλικά και με τα σύνεργα της δουλειάς του, αποκαλύπτοντάς του με αφοπλιστική απλότητα και σοβαρότητα συνάμα «το γιατί και το πώς» τα χρησιμοποιεί και δουλεύει, απαντώντας έτσι στις πιθανές και εύλογες απορίες και ερωτήσεις του επισκέπτη. Γράφει σχετικά:

«Καθώς θα βλέπει ο επισκέπτης τις ζωγραφιές μου νομίζω ότι κάποια στιγμή θα πρέπει να τον πλησιάσω για μια κουβέντα μεταξύ μας (…) θα ήθελα να πω δυο λόγια για τα υλικά των χρωμάτων που χρησιμοποιώ και που παίζουν κάθε φορά τόσο σημαντικό ρόλο στο επιθυμητό αποτέλεσμα που παρακαλώ και απαιτώ από αυτά…»

sideris3

 

Ο καλλιτέχνης πάντα βρίσκεται σε διαλογική σχέση με τα σύνεργα και τα υλικά της ζωγραφικής του. Συνομιλεί με αυτά, τα θεωρεί ζωντανές υπάρξεις με άποψη σχετικά με τη χρήση τους, αλλά θέλει να ξέρει και ποιες σχέσεις αναπτύσσονται μεταξύ των χρωμάτων. Εξηγεί:

«…Πρέπει να πω ότι ενδιαφέρθηκα να γνωρίσω και την ιδιαίτερη προσωπική συμπεριφορά που έχουν μεταξύ τους τα δύο αυτά υλικά (το χρώμα και το νερό) αιώνες τώρα.

(…) πώς σκέφτονται γενικά αυτά τα υλικά…».

Και σε άλλο βιβλίο του μιλάει για το πού παραπέμπουν τα εικονιζόμενα στους πίνακές του και εστιάζει στο έργο του που «…έχει τίτλο ‘Ερωτόκριτος και Αρετούσα’ (…) Εκεί υπάρχουν διάσπαρτα δέκα πέντε τριαντάφυλλα, τόσα δηλαδή, όσες είναι και οι συλλαβές στον Κρητικό δεκαπεντασύλλαβο του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας»

Κι αυτή την εξόχως αγαπητική / ερωτική σχέση του με τα υλικά και τα σύνεργα της ζωγραφικής του την ερμηνεύει όχι μόνο με τις ελληνικότατα τεχνουργημένες ζωγραφιές του, αλλά παράλληλα με ιδιότυπα ποιήματα και πεζά τερπνά, χαριτωμένα αφηγήματα που αποτελούν το περιεχόμενο έντεκα θαυμαστών βιβλίων του. Όλα είναι γραμμένα με πολυτονικό σύστημα. Πρόκειται για «μερακλίδικες», τυπογραφικά άψογες, καλλιτεχνικές, συλλεκτικές πλέον εκδόσεις.

Ο Τάκης Σιδέρης, μέσα από τις χρωματικές συνθέσεις του προβάλλουν αρμονικά σύνολα ανθρώπων και όλα περιβάλλονται από μια αγνότητα αφοπλιστική: Πρόσωπα που εκπέμπουν φως, μάτια που λάμπουν από αισιοδοξία, αχόρταγα, αστραφτερά. Όρθια, καλοφτιαγμένα, γυμνά κορμιά γυναικών που χαίρονται τη ζωή πελεκώντας τη μιζέρια με το φλάουτο στο ένα χέρι και το μυστρί στο άλλο. Ροζιασμένα δάκτυλα που ζητούν αξιοκρατικά δικαίωση.

 

sideris4

 

Το σημαντικό και ιδιαίτερο χαρακτηριστικό στη ζωγραφική του Τάκη Σιδέρη, εν γένει, είναι ότι συνδυάζει χρώματα, πρόσωπα και τοπία, αντικείμενα όμοια και ανόμοια, άσχετα συχνά μεταξύ τους, ετερόκλητα στοιχεία συνθηκολογούν μυστικά, βρίσκουν τρόπους να συνυπάρχουν μέχρι σημείου που ξαφνιάζουν με το αισθητικό αποτέλεσμα που επιτυγχάνει. Φτιάχνει όμορφες, ζωντανές, φυσικές εικόνες ενός κόσμου τρυφερότητας και μαγείας, δίνοντας τη δική του διάσταση στα πράγματα και στον κόσμο που τα περιέχει. Η ματιά του, ευρύχωρη, αγκαλιάζει τον κόσμο με αγάπη και τρυφερότητα στην ποιητική του διάσταση. Γράφει σχετικά:

« Ήταν τόσο φοβερή όσο και συγκλονιστική η εντύπωση από την αποκαλυπτόμενη σ’ αυτόν χρωματογένεση, που πραγματικά ζει στιγμές μοναδικές, καταλυτικές και ανεπανάληπτες, στιγμές μιας υπερβατικής όσο και εξωκοσμικής αίσθησης της πραγματικότητας (Χρώματα και δύο πεζά,σ. 24)

Ο Τάκης Σιδέρης αναμφισβήτητα εκτός από σπουδαίος ζωγράφος, είναι καλός ποιητής και στυλίστας πεζογράφος. Το κάθε τι έχει ξεχωριστεί θέση στα κείμενά του. Αγαπάει παθιασμένα τον τόπο μας, την Αθήνα, την ύπαιθρο, τους απλούς ανθρώπους, τη γη, τα λουλούδια. Κάθε στιγμή, σκύβει με τρυφερότητα και η ματιά του χαϊδεύει απαλά τα ταπεινά φυτά, συνομιλεί νοερά μαζί τους, ρουφάει το άρωμα που αναδίνουν όλα τα πλάσματα στην πρώτη επαφή τους με το φως. Ακούει τις ανάσες ζωντανών και των γεννημάτων της Μεγάλης Μητέρας Γης. Συλλαβίζει τον κόσμο και τον αναγιγνώσκει, τον διυλίζει και τον μαθαίνει σπουδάζοντάς τον, θαρρείς, από την αρχή. Και παίρνει ό, τι γλυκαίνει την όραση, ό, τι οσφραίνεται και ό, τι ευφραίνει την ακοή του. Ταξινομεί έπειτα την πολύτιμη και πολυτίμητη σοδειά και τη χρησιμοποιεί όπως μόνο εκείνος εκτιμά ώστε ζωγραφική, ποίηση και πεζογραφία να βρίσκονται σε αμοιβαία, αρμονική σχέση. Εκμεταλλευόμενος τα διαχρονικά εκείνα στοιχεία της γλώσσας που συνιστούν την παράδοση, που συνθέτουν και συντηρούν τον λαϊκό πολιτισμό, αναπόσπαστο στοιχείο του πανάρχαιου ελληνικού πολιτισμού, ο Τάκης Σιδέρης είναι φορέας της συλλογικής ιστορικής μνήμης.

Συνδυάζοντας το απλό με το υψηλό, το ωραίο με το ηθικό, το καθημερινό και το φθαρμένο με το μόνιμο και σταθερό, το σημαντικό με το ασήμαντο, λειτουργώντας με μια ιδιόμορφη, πρωτογενή τεχνική, λαϊκότροπα φιλοσοφημένη, εναρμονίζοντας τα χρωματικά και τα ρυθμικά δεδομένα με την προσωδία, δημιουργεί το θαυμαστό καλλιτεχνικό του σύμπαν, χωρίς να θηρεύει λέξεις εξεζητημένες, ηχηρές, λόγιες.

Αντίθετα, παίρνει απλές λέξεις καθημερινές, φθαρμένες από τη χρήση και τη συνήθη κακομεταχείριση, πολυχρησιμοποιημένες, λαϊκές, ακόμα και μεταπλασμένες, διαφοροποιημένες, και τις βασανίζει, τις αναγκάζει να πειθαρχήσουν στα δικά του «θέλω», τις παιδεύει τόσο που υπακούουν και εντάσσονται αρμονικά στο λογοτεχνικό του έργο. Γράφει χαρακτηριστικά:

«Μέτρησα τις συλλαβές και τα γράμματα που είχε η κάθε μια τους. Επιχείρησα να κάνω επάνω τους γραμματολογικές και εννοιολογικές παρατηρήσεις, να προκαλέσω αντιδράσεις των, να αναγκαστούν τέλος πάντων ν’ αποκαλύψουν κάτι όπως γίνεται συνήθως και στις τακτικές ανακρίσεις αστυνομικών υποθέσεων. Την ετυμολογία, την εκφορά του προφορικού ύφους, την προσωδία, τη ροή της μελωδικότητας και του ρυθμού μη νομίσει κανείς ότι δεν τα είχα χρησιμοποιήσει. Να πάρω χαμπάρι από πού κρατάει η σκούφια τους.(…), τίποτα δεν έγινε, γι’ αυτό αναγκάστηκα να μπω σε άλλες μεθόδους. Είχα φτάσει πλέον στα άκρα. Τις είδα γονατιστές να με εκλιπαρούν, να μου ζητάνε …έλεος. Εγώ όμως δεν το έβαζα κάτω, βράχος ή μάλλον… τοίχος απέναντί τους μέχρι να ενδώσουν οι άθλιες» (σελ. 92, 93)» (Μέρες με μικρές τέμπερες, Εριφύλη 2006, σελ. 92, 93).

Με την τριπλή ιδιότητα του ζωγράφου, ποιητή, συγγραφέα μέσω του συνδυασμού χρωμάτων και λέξεων δεσμεύει τον χρόνο στα έργα του, τον καθιστά υπόδικο για τις απαράδεκτες πράξεις του! Είναι ο δεσμοφύλακάς του, ο αμείλικτος δικαστής, ο «κουστουμαρισμένος με τα ρούχα της Κυριακής» που τάχτηκε «ως εκπρόσωπος του ανθρώπινου γένους» να δικάσει και να καταδικάσει ακόμα κι αυτόν τον ατίθασο, τον αμείλικτο πανδαμάτορα χρόνο, «τον καλύτερο γελοιογράφο του κόσμου», κατά πώς θέλει τον χρόνο ο Gonzalo Celorio στο αυτοβιογραφικό του μυθιστόρημα «Τρεις όμορφες Κουβανές» (ένα βιβλίο πολύ επίκαιρο και αποκαλυπτικό για τη ζωή στην Κούβα του Φιντέλ Κάστρο).

Η ποιητική ευαισθησία του Τάκη Σιδέρη επικαλύπτει τη διακριτική ειρωνεία που διαρρέει τα πεζά κείμενα και τους προσδίδει μαγεία και γοητεία, όγκο, διαστάσεις, θέα προς το αόρατο και το αιώνιο και τα καθιστά διαχρονικά.

 

sideris5

 

 

Τα ονόματα των ηρώων δεν είναι απλώς προσδιοριστικά, δηλωτικά μιας ιδιότητας. Απελευθερωμένα από το συμβατικό ένδυμα του συμβόλου, ζωοποιούνται, αποκτούν υπόσταση. Οι εικονιζόμενοι άγιοι βγαίνουν από τις εικόνες ολόσωμοι και έφιπποι, όπως στην εγκόσμια ζωή τους και πορεύονται οι ίδιοι να προσκυνήσουν στους ναούς:

«Ο Νεομάρτυρας Τριαντάφυλλος κάθε χρόνο προσέρχεται στην Κοίμηση κομίζοντας υπέροχο λευκό και ευωδιασμένο τριαντάφυλλο που εναποθέτει στο κόκκινο, οριζόντιο αγιογραφημένο ένδυμα της Παναγίας» (Μέρες με μικρές τέμπερες, σ. 40).

Οι νεκροί αφήνουν την καταχθόνια κατοικία τους και προβαίνουν στο φως με τα ρούχα και τα σύνεργα της δουλειάς τους υψώνοντας τα κούφια τους κεφάλια, γυμνοί αιωρούμενοι όπως σε τοπίο της Αποκάλυψης.

Παιδί προσφύγων Μικρασιατών, κουβαλάει το βασανισμένο παρελθόν της ξεριζωμένης από τις πατρογονικές εστίες προσφυγιάς και ό, τι ο ίδιος βίωσε και αποκόμισε από τη μακρόχρονη συνάφεια με τους ανθρώπους διαφόρων εργασιακών χώρων, αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων τόσο όσον αφορά την εικαστική του ιδιότητα, όσο και την επιτυχημένη εικοσάχρονη ενασχόληση με τη λογοτεχνία, δημιουργώντας ένα είδος εικαστικής λογοτεχνίας.

Τις απλές στιγμές, κι όμως σημαντικές, αγαπάει ο Τάκης Σιδέρης. Συμμαζεύει μ’ έναν απλό, ανεπιτήδευτο τρόπο τη γύρη των αιώνων που άφησε πάνω στα πράγματα το πέρασμα, η αφή των ανθρώπων. Ό, τι δεν χάνεται γιατί είναι ύλη. Και η ύλη δεν χάνεται, μόνο ανακυκλώνεται, είναι τόσο άφθαρτη όσο άφθαρτη μπορεί να είναι η όποια αιωνιότητα.

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top