Fractal

Ποίηση: “Τα χέρια” από την Ελένη Χωρεάνθη

Από την Ελένη Χωρεάνθη //

 

 

xoreanthi

 

 

 

«…Θες με ως σφραγίδα επί την καρδίαν σου,

ως σφραγίδα επί τον βραχίονά σουo

ότι κραταιά ως θάνατος αγάπη,

σκληρός ως Άδης ζήλος…»

 

Εδώ που τα λέμε χρειάζεται και λίγη τόλμη

και δεν την έχω

Μερικές φορές δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου

περισσεύουν κι από τις δυο μεριές του κορμιού μου

Σκέφτηκα να πιάσω το χέρι σου

να το χαϊδέψω

να νιώσω κάτι ζεστό και τρυφερό στην αφή μου

είναι τόσο άχαρη και κρύα η μοναξιά

Στο κάτω κάτω της γραφής

να βρουν μια απασχόληση τα χέρια μου

Έπειτα

το βρίσκω βολικό να σε σκέφτομαι

όπως ήσουν στη νεότητά σου

ακατάστατος και μπερδεμένος

Αισθάνομαι μια ηδονή σ’ όλο μου το κορμί

να σε σκέφτομαι πρωτόγονα

Άλλοτε πάλι νευριάζω

Μου φταίνε τα ακατάστατα μαλλιά σου

οι τρόποι σου

Όμως είναι θαυμάσιο να σε σκέφτομαι

μέσα στη μούχλα των σχέσεών σου

Τίποτα δεν είναι ανέπαφο στο μυαλό μου

Έχουν φθαρεί τα μάτια τα χείλη η φωνή η όψη

ακόμα και τα βήματά σου

 

Θέλω να σε θυμάμαι όπως ήσουν στη νεότητά μας

Τι βάναυση περιπέτεια κι εκείνη

ανάμεσα στις κερασιές ένα ροδακινί απόγευμα

Ήμουνα ένα ανίδεο πλάσμα άκακο

γαλήνιο

κι όλα μου ήταν αδέξια.

Θυμάμαι το ρυάκι που μας τύλιγε

μ’ έναν απίθανο χιτώνα ξεγνοιασιάς.

Εκείνος ο καιρός της αφροσύνης ήταν γεμάτος έρωτα

Γυρίζαμε στους δρόμους του αισθήματος

κάτω από τα πεύκα με βροχή

και η νοτιά περόνιαζε τη σάρκα ως το κόκαλο

Βλάσταιναν έρωτα οι παρειές των λόφων.

Ήμουν γυμνή στο βλέμμα σου

χωρίς την πανοπλία της φθοράς

με την παραφορά στην ηδυσμένη ώρα δίχως πρόσωπο

Οι κερασιές

ανθίζανε τον όρθρο των ερωτευμένων μας ωρών

Πώς να το πω

Και τώρα ακόμα που η ζωή μου ολάκερη κυλάει καθημερνά

σ’ ένα βαγόνι υποταγής του αναπόφευκτου

δεν έχω τι να κάνω τα χέρια μου

Αυτά και ο καιρός είναι το μέγα πρόβλημα

 

Είναι φορές που έχω μια ακατάσχετη επιθυμία

να τα στηρίξω πάνω σου τα χέρια μου

Νιώθω να μεγαλώνουν προς εσένα

Τα χέρια μου

είναι ό, τι περισσεύει από τη θέλησή μου προς εσένα

Ανθίζουν κάποτε

Είναι τα χέρια μου η αιτία

να συλλογίζομαι τον κάματο και τον καιρό

η έγνοια μου να σε προσμένω

Ακούω τον άνεμο γερμένο στο κορμί σου

Τόσα βασανισμένα δάχτυλα προσμένουν αποδέκτη

Έτσι σε σκέφτομαι ακουμπισμένο στην απόφαση

Τόσα δυστυχισμένα όνειρα φυτρώνουν μέσα μου

σε πλήρη μοναξιά.

 

Τον άλλο χρόνο άπλωνα γύρω μου τα χέρια μου πουλιά

Τώρα πορεύομαι στη σιωπή μ’ ένα δισάκι όνειρα

για τους μελλούμενους αιώνες της αγρύπνιας

Αφήνω πια των οικτιρμών την αλλοτρίωση

την ένδεια του σώματος μες στον καθρέφτη

 

Σκέφτομαι πόσο πόνεσαν τα χέρια μου

να σε λατρεύουν

Προσπέρασα τη μοναξιά μ’ αυτό το τέχνασμα της ηδονής

Καραδοκούσε ωστόσο η στέρηση

ως ένα τέταρτο σελήνης στου σώματος την εκδορά

και τα ερπετά που σε τριγύριζαν τόσους αιώνες

Ήταν ανήμπορη μια ξαφνική χειρονομία να σ’ αγγίξει

Πώς ήθελα να τ’ ακουμπήσω πάνω σου τα χέρια μου

όπως σε στέρεα γη

με πλήγωνε που μου περίσσευαν χωρίς προορισμό

δυο κλώνια νηστικά

Και το μαρτύριο της σκέψης μου το άγγιγμα

είναι που σκέφτομαι

πώς προχωράει μέσα στα πράγματα

μέσα στα σώματα μες από τόσες μοναξιές

 

Να δεις που θα σαπίσουνε τα δάκτυλα

κι η σάρκα σου θα γίνει απαλή σαν το μεδούλι

τότε θα δεις τα χέρια σου να με λιπαίνουν

όμως εκείνο το πουλί

ο ύστατος χαιρετισμός της αθωότητας

ασπρίζει μες στη μνήμη μου μέσα στα χώματα

Είναι μια κίνηση ουδέτερου χαμού

Η κίνηση είναι η πιο βέβαιη πράξη

Στοχάζομαι πόσο μου κόστισε το δειλινό των λογισμών

κι η ανερμήνευτη πλημμύρα των δακρύων

πόσο λιγόστευαν τα πρόσωπα στη σκέψη μου

μια θύμηση που αλαργεύει

αδειανός καιρός

ήταν σαν κάτι από την αρχή να με καλούσε προς την έκσταση

Την έφερνες μαζί σου τη μεγάλη πολιτεία

μέσα στις φλέβες σου

σ’ όλο το μάκρος του κορμιού σου

ένιωθα να κυλάει στις φλέβες μου

σ’ όλο τον χώρο του μυαλού μου

κι έμπαινε το φθινόπωρο στον κήπο μας

και στις μασχάλες των φυτών

φυραίνανε τα σώματα των άστρων

 

Τώρα που πάει να κλείσει ο κύκλος του έρωτα

σαν του σταριού

σκέφτομαι τις αποσκευές που κουβαλούσα τόσα χρόνια

κι έχω την αίσθηση

ότι ανθίζει μυρωδιά φρέσκου ψωμιού

Πέταγμα του ερωδιού το πέρασμά σου.

 

Δεν έμεινε μήτε ένα κύτταρο χλωρό

μες τον καθρέφτη του μυαλού

τόσο πολύ με πόνεσε ο κομμένος κλώνος

οι ώρες μας οι μακρινές κάτω απ’ τα πεύκα με βροχή

τα νυσταγμένα καλοκαίρια

του φθινοπώρου οι νοτιές

η πέτρινη αναμονή

καθώς πλησίαζε το Πάσχα των Παθών

το σούρουπο που μας ενώνει

κι είμαστε σαν δυο κλώνοι μοναχοί πάνω στο δέντρο της ζωής

δίχως προοπτική να συναπαντηθούμε πουθενά

 

 

 

(Οι ώρες του ερωδιού, Πλέθρον, Αθήνα 1993)

Αθήνα, 31 -12-1984

Δεύτερη γραφή: Π. Φάληρο, 25-11-2016

 

 

 

 

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top