Fractal

Διήγημα Fractal: “Τα βραχιόλια της Κάρμεν”

Του Απόστολου Θηβαίου // *

 

dihghma

 

Οι παλιάτσοι τρέχουν στη σκηνή. Τραβούν τις βαριές κουρτίνες και ευθύς αμέσως η πόλη, η ταβέρνα, τα σύνορα, ένα ποτάμι, εσύ σε ηλικία τρυφερότερη των ρόδων, γεννημένη για τον θάνατο ή τον έρωτα αποκαλύπτεσαι.)

Η δούκισσα βρέθηκε στον Μοριά. Από μοναστήρι σε μοναστήρι γνώρισε παράξενους αγίους, προσκύνησε σήματα και άφησε το τρυφερό της άγγιγμα σε πλήθος βωμών. Είδε πως φύονται σε τούτο τον τόπο τ’ αγαλματώδη πρόσωπα και οι αγωνιώδεις απόψεις της θεάς. Είδε μέλη αρχιτεκτονικά και την Αθήνα μες στα τείχη με τα πνεύματά της ακέραια. Στα μάτια ενός παιδιού τ’ αποκαλύφθηκε η απατηλή εκείνη Αρκαδία που σε καμιά γεωγραφία και ποτέ στ’ αλήθεια δεν υπήρξε. Τραγούδησε τους μύθους, βάδισε στις μύτες των όπλων. Έπαψε, μονάχα όταν.

 

(Τώρα τραβούν τις κουρτίνες και μια φωτισμένη σάλα διαμορφώνει τη σκηνή. Εκείνη, εκείνη έγειρε σαν αμφορέας και άφησε νερά και θαύματα.)

Κατακτήσαμε το πλήθος εκείνη την ημέρα. Πώς με κρατούσε, πώς βαστούσε αντρίκια να δεις το σώμα μου, έπεφτε μαζί μου και οι δυο σφίγγαμε τα χείλη κάθε που πέθαινε κάποιο τραγούδι, η σάλα παραληρούσε, οι κορδέλες απ’ άκρη σ’ άκρη της φωτισμένης αίθουσας με τα δρύινα έπιπλα, την πίστα, τις σκοτεινές γωνιές της, οι αξιωματικοί, οι εύζωνες, οι γόνοι των πιο φημισμένων οικογενειών της βιομηχανίας, τα πυροτεχνήματα που σε ανέδειξαν γυμνή, μια Αφροδίτη πάντα οπλισμένη, με τ’ ωραίο κεφαλομάντιλό σου, λυμένα τα μαλλιά και οι αρμοί και απ’ τις μέσα σου πόρτες να σκορπούν κοπάδια τα πουλιά

 

(αγγίζει το σώμα της ερωτικά, τίποτε δεν μπορεί να την κατευνάσει)

εσύ που αγαπήθηκες σ’ άγριους καιρούς, εκεί στη σκοτεινή γωνιά της σάλας, κάτι λες, κάνεις πως μιλάς, σκύβεις απ’ αδυναμία και έρωτα, χαράζοντας για πάντα σειρές από νύχτες. Θα σε πω κορίτσι της σκιάς και των πλαζ, των αγημάτων προστάτιδα. Μαριάνθη, Λιλή, κούκλα του παλαιοπωλείου και κοιμωμένη του μεσημεριού. Δεν είσαι ποίημα. Είσαι ακρυλική, κάπως επικίνδυνη όταν παίρνεις το μπλε ουλτραμέρ χρώμα σου και γυρνάς τα φτηνομάγαζα, μες στο σαββατόβραδο μ’ ένα νοικιασμένο κοστούμι.

 

(Γαλάζιο φόντο, ποταμίσιο των πιο αγαπημένων εξοχών)

Είχα ένα γύαλινο θέατρο. Μικρό, χωρούσε στο μέσα των χεριών μου. Μα ήταν εξαιρετικά διάφανο. Μπορούσατε να δείτε όλο το δράμα εκεί μέσα. Ήταν λέει μια Κάρμεν, είχε σπαρμένα, τσόχινα ρόδα στην ποδιά της, πέθαινε εκεί μες στο μικρό μου γυάλινο θέατρο η Κάρμεν στην αγκαλιά του εραστή της. Είχαν και οι δυο ζωγραφισμένοι μια τρομερή απόγνωση. Όλος τους ο βίος εκείνη η καθαρή και απαραβίαστη αιωνιότητα του μικρού γυάλινου κόσμου. Την νύχτα που μας πήραν το πέταξα στη φωτιά και πέθανα. Ήμουν μικρό παιδί, τρόμαξα κάτι τόσο πολύτιμο να κρατήσω. Για χρόνια γύρεψα να ‘βρω ένα ίδιο στα παλαιοπωλεία. Μάταια όμως. Μόνο γλυπτά των δρόμων αποκόμισα. Διδάχτηκα βεβαίως την τέχνη του θανάτου και γνώρισα όλων των λογιών τα χρώματα.

Έχω ένα μικρό γυάλινο θέατρο στο μέσα των ματιών μου. Όταν η μοναξιά μου είναι μεγάλη κρύβομαι εκεί και πεθαίνω στη θέση της Κάρμεν. Χίλιες φορές εγώ αντί για ‘κείνη που άλλο δεν γνώρισε απ’ τη γεύση της φυσικότερης ερμίνας. Όλος μου ο βιος εκείνη η καθαρή και απαραβίαστη αιωνιότητα του μικρού, του γυάλινου κόσμου μου.

 

 

 

* Ο Απόστολος Θηβαίος γεννήθηκε στην Αθήνα το 1980. Απασχολείται στον τραπεζικό τομέα. Κείμενά του δημοσιεύονται σε ηλεκτρονικά και έντυπα περιοδικά. Γυρεύει εναγωνίως κάτι απ’ τη φωνή του.

 

 

ΣΧΕΤΙΚΑ ΑΡΘΡΑ

Back to Top